Γελωτοποιός
«Ανατέλλει ο ήλιος, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο. Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί;»
Χρόνης Μίσσιος
«Little boxes on the hillside
Little boxes made of ticky tacky
And they all look just the same»
Malvina Reynolds
«Every year is getting shorter,
never seem to find the time.»
Pink Floyd, Time
~~~~~~~~~~~~~~
Αισθανόταν ότι δεν του έφτανε ο χρόνος. Απ’ το πρωί μέχρι την ώρα του ύπνου έτρεχε. Αλλά ποτέ δεν προλάβαινε. Πάντα άφηνε κάτι για την επόμενη μέρα. Συνήθως άφηνε τα απολαυστικά, γιατί οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να περιμένουν.
Η μια δουλειά δεν έφτανε, έκανε και τα εξτραδάκια του. Έπειτα άρχιζαν οι υποχρεώσεις του σπιτιού. Φροντιστήρια, ψώνια, καθαριότητα κι ό,τι άλλο προέκυπτε.
Έφτανε το βράδυ και με το ζόρι κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Έπεφτε στο κρεβάτι, δίπλα στη γυναίκα που κάποτε είχε παντρευτεί. Μάλλον ήταν εκείνη. Δεν προλάβαιναν να μιλήσουν και πολύ. Μόνο πληροφορίες αντάλλαζαν, με σημειώματα στο ψυγείο ή τηλεγραφικά απ’ την πόρτα: Πάω σούπερ. Πάω δουλειά. Βγάζω τον σκύλο. Βγάζω σκουπίδια. Βγάζω σκύλο και σκουπίδια.
Το μυαλό του είχε γίνει αχταρμάς. Μια μέρα έβγαλε τον σκύλο και τα σκουπίδια, και παραλίγο να πετάξει τον σκύλο στον κάδο.
Σημείωνε σ’ ένα χαρτάκι όλες τις δουλειές της επόμενης ημέρας. Έκανε ό,τι έκανε και το έσβηνε απ’ τη λίστα. Αλλά στο τέλος της ημέρας η λίστα είχε πολλά ακόμα να γίνουν -που δεν έγιναν.
Όταν έπεφτε να κοιμηθεί έβλεπε τον ίδιο εφιάλτη:
Ήταν μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο που έμπαζε νερά. Έπιανε μια σφουγγαρίστρα να τα μαζέψει, αλλά η στάθμη ανέβαινε ραγδαία. Παρατούσε τη σφουγγαρίστρα κι έψαχνε να βρει μια διέξοδο. Αλλά η κούτα ήταν ερμητικά κλεισμένη.
Το νερό διαρκώς ανέβαινε. Του ‘φτανε μέχρι το στομάχι, το στήθος, το πηγούνι. Σήκωνε το κεφάλι για ν’ αναπνεύσει τον τελευταίο αέρα.
Εκεί ξυπνούσε.
Το πρωί κοιτούσε το χαρτάκι με τις δουλειές που είχαν περισσέψει και πρόσθετε τις καινούριες. Όλο έτρεχε, μα δεν προλάβαινε. Κι έμοιαζε ν’ αργεί περισσότερο κάθε μέρα.
Ένα πρωινό ξύπνησε με μια παράξενη ιδέα. Πήγε να δει τι ώρα ήταν. Κόντευε εφτά. Έτρεξε στο δωμάτιο κι άνοιξε τα συρτάρια. Βρήκε το παλιό του χρονόμετρο. Ήταν ένα ΝΚ Interval 2000. Ακριβό εργαλείο, από τότε που έκανε προπονήσεις στη ΧΑΝΘ.
Πήγε στον υπολογιστή. Μόλις έδειξε εφτά έβαλε το χρονόμετρο να μετράει. Και το άφησε εκεί.
Άρχισε πάλι το τρέξιμο. Άλλη μια πιεστική μέρα. Οι φλέβες στα μηνίγγια του βαρούσαν. Κάποιες φορές του άνοιγε η μύτη κι έτρεχε αίμα για λίγη ώρα. Πίεση, πίεση, πίεση, δραστηριότητα, δραστηριότητα, δραστηριότητα. Κοιμήθηκε αφήνοντας πολλές υποχρεώσεις να περιμένουν. Είδε πάλι το όνειρο.
Το πρωί, την ώρα που βούρτσιζε τα δόντια του, θυμήθηκε το χρονόμετρο. Πήγε να δει. Δεν ήταν ακόμα εφτά. Περίμενε μερικά λεπτά με το NK στο χέρι. Μόλις έδειξε εφτά στην οθόνη το σταμάτησε. Το κοίταξε. Έγραφε:
* 23:59:02 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Έλειπαν πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα απ’ το εικοσιτετράωρο. Πού είχαν πάει; Αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει. Ξεκίνησε να μετράει απ’ τις εφτάμιση.
Το επόμενο πρωινό σηκώθηκε έχοντας στο νου του μόνο το χρονόμετρο. Στις εφτάμιση το σταμάτησε. Έγραφε:
* 23:57:58 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχε χάσει δυο λεπτά και δυο δευτερόλεπτα απ’ τη ζωή του. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκε. Μετά ήρθε στα συγκαλά του. Το χρονόμετρο είχε χαλάσει.
Όταν βρέθηκε στο κέντρο πήγε σ’ ένα κατάστημα με αθλητικά είδη. Είπε στον πωλητή τι συνέβαινε.
“Παράξενο”, έκανε εκείνος. Ήταν ένας κοντός τύπος με μούσι και κοτσιδάκια. Φορούσε αθλητικό κολάν και σακάκι από πάνω. Κοίταξε τον Δέλτα σαν να έβλεπε κατσαρίδα. “Τα Interval είναι τα πιο αξιόπιστα. Δεν χάνουν δευτερόλεπτο.”
“Αυτό έχασε. Εκατόν είκοσι δύο για την ακρίβεια.”
“Απίθανο”, είπε ο πωλητής.
Η εγγύηση είχε λήξει πριν πολλά χρόνια, έτσι αναγκάστηκε ν’ αγοράσει ένα καινούριο, ένα CASIO.
Περίμενε το λεωφορείο για να γυρίσει σπίτι. Σκεφτόταν διάφορα. Το Οκτάρι ήρθε. Ήταν γεμάτο. Κάποιοι έσπρωξαν για να μπουν. Ο Δέλτα περίμενε. Δεν είχε δυνάμεις για να παλέψει.
Μίλησε σε μια κοπέλα που στεκόταν δίπλα του.
“Πόση ώρα περιμένεις;” της είπε.
“Δεν ξέρω. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου.”
Ο Δέλτα παρατήρησε τα ρούχα της, τα μαλλιά της. Έμοιαζε να ‘ναι στα πρόθυρα κλινικής κατάθλιψης.
“Γιατί δεν πας με τα πόδια; Μένεις μακριά;”
“Είμαι πολύ κουρασμένη. Απ’ όλα. Θέλω να πάω να μείνω στο βουνό, σε μια καλύβα, μόνη μου. Ν’ αφήσω και τα παιδιά μου και τον άντρα μου. Είμαι πολύ κουρασμένη να τρέχω, τζάμπα τρέξιμο.”
Του τα ‘πε με μια ανάσα. Όσοι περίμεναν στη στάση την άκουσαν. Συμφώνησαν χωρίς να μιλήσουν. Ο Δέλτα ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι με τα πόδια.
Αυτή τη φορά δεν περίμενε να ξημερώσει. Έβαλε το καινούριο χρονόμετρο να μετράει στις εννιά το βράδυ.
Έκανε άσχημο ύπνο. Για πρώτη φορά το όνειρο με τον πνιγμό δεν διακόπηκε. Είδε το νερό να φτάνει ως την κορυφή της χαρτόκουτας. Κράτησε την ανάσα του όσο μπορούσε. Άντεξε εκατόν είκοσι δύο δευτερόλεπτα. Μετά ρούφηξε νερό. Πνίγηκε. Και ξύπνησε.
Όλη τη μέρα το μόνο που σκεφτόταν ήταν το χρονόμετρο. Έκανε αρκετά λάθη στη δουλειά. Το απόγευμα, στο σπίτι, πήγε κατευθείαν στο Casio, να δει πώς πηγαίνει. Ήταν σταματημένο. Ταράχτηκε. Φώναξε τη γυναίκα του.
“Σταμάτησε!” της είπε και της το ‘δειξε. “Σταμάτησε!”
Η γυναίκα του τον κοίταξε βαριεστημένα.
“Εγώ το ‘κλεισα. Το ‘χες ξεχάσει να τρέχει.”
Δεν της εξήγησε τι ακριβώς συνέβαινε. Της είπε μόνο να μην ξαναπειράξει το χρονόμετρο του. Εκείνη σήκωσε τους ώμους.
Ο Δέλτα το έβαλε να μετράει ξανά.
* 23:56:12 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχε χάσει τρία λεπτά και σαράντα οκτώ δευτερόλεπτα. Δεν πανικοβλήθηκε. Ήταν ορθολογικός άνθρωπος. Έκανε καινούριο έλεγχο. Έβαλε τα δυο χρονόμετρα μαζί. Μέτρησαν την πρώτη ώρα ταυτόχρονα. Ούτε εκατοστό παρέκκλιση. Σκέφτηκε ότι μπορεί να έφταιγε ο υπολογιστής. Πήρε τηλέφωνο για ν’ ακούσει την εθνική ώρα. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…
Έβαλε και τα δύο χρονόμετρα να τρέχουν. Πήρε άδεια απ’ τη δουλειά, είπε ότι ήταν άρρωστος. Και ήταν, κατά κάποιο τρόπο.
Βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν θα πειράξει τα χρονόμετρα. Τα κλείδωσε στο συρτάρι του γραφείου. Μετά διάβασε ό,τι βρήκε στο διαδίκτυο για τον χαμένο χρόνο. Γκούγκλαρε αυτό: “Νομίζω ότι χάνεται ο χρόνος.”
Ανάμεσα στις άσχετες ποιητικές και φιλοσοφικές ανησυχίες για τον χαμένο χρόνο, βρήκε και κάποιες παρόμοιες αναζητήσεις. Υπήρχε και forum, που είχε για τίτλο το βιβλίο του Μαρσέλ Προυστ.
Εκεί μέσα όλοι συμφωνούσαν. Κάτι τους έκλεβε τον χρόνο. Έγινε μέλος, έγραψε κι εκείνος την εμπειρία του.
Την επόμενη μέρα άνοιξε το συρτάρι, πήρε τηλέφωνο την εθνική ώρα, κοιτούσε και τον υπολογιστή. Περίμενε. Μόλις άκουσε το ΜΠΙΠ του επόμενου τόνου έκλεισε και τα δυο χρονόμετρα.
* 23:52:08 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχαν χαθεί εφτά λεπτά και πενήντα δύο δευτερόλεπτα. Ο ρυθμός του χαμού αυξανόταν. Αποφάσισε να μιλήσει στη γυναίκα του.
“Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό”, του είπε εκείνη. “Αν και…”
“Τι;”
“Έτσι νιώθω. Σαν να λιγοστεύει ο χρόνος κάθε μέρα.”
“Δεν το νιώθεις. Συμβαίνει!”
“Μα δεν μπορεί. Πώς μπορεί να… Δεν μπορεί.”
Έμειναν να κοιτιούνται για λίγο.
“Άφησες μουστάκι”, του είπε.
“Την άνοιξη.”
“Δεν το είχα προσέξει.”
“Κι εσύ. Άλλαξες απόχρωση στα μαλλιά;”
“Πριν τρεις μήνες. Δεν είχαν το Ν101, πήρα το Ν103.”
“Δεν το πρόσεξα”, είπε ο Δέλτα.
Έμειναν να κοιτιούνται λίγο ακόμα. Ήταν σχεδόν ξένοι -κι είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή μαζί. Ο χρόνος που χανόταν τους είχε κάνει να χαθούν.
Ο Δέλτα αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα.
Έκλεισε δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο στο Βαρδάρη. Ένα μάλλον ύποπτο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν ήταν ένας γέρος με χαρακωμένο πρόσωπο. Μπορεί να ήταν νταβατζής παλιότερα.
Τον ρώτησε πόσες ώρες θα έμενε. Συνήθως έκλειναν δωμάτιο παράνομα ζευγάρια, που έκαναν ό,τι ήθελαν να κάνουν σε δυο-τρεις ώρες, και μετά γυρνούσαν στους γάμους τους.
“Εικοσι τέσσερις”, είπε ο Δέλτα.
Ο Γέρος δεν παραξενεύτηκε. Τόσα χρόνια στον Βαρδάρη είχε δει περισσότερα απ’ όσα θα φανταζόταν πρωτάρης σεναριογράφος του Χόλιγουντ.
Ο Δέλτα ανέβηκε στο δωμάτιο του. Πήγε τηλέφωνο την εθνική ώρα. Όταν ο επόμενος τόνος σήμανε μεσάνυχτα έβαλε τα χρονόμετρα. Αυτή θα ήταν η τελευταία δοκιμή.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έβλεπε μέχρι το πρωί πορνό. Τον πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει.
Ονειρεύτηκε το κουτί του. Για πρώτη φορά μπόρεσε να δει απέξω. Και τρόμαξε περισσότερο. Γιατί παντού υπήρχαν κουτιά, το ένα πάνω στο άλλο. Χιλιάδες κουτιά, εκατομμύρια κουτιά, οχτώ δισεκατομμύρια κουτιά. Και μέσα σε κάθε κουτί κάποιος πνιγόταν.
Κάποια κουτιά ήταν διακοσμημένα και όμορφα. Κάποια χρυσά. Κάποια σκέτο χαρτόνι. Κάποια είχαν μέσα μωρά, άλλα γέρους, άλλα νέους. Υπήρχαν όλες οι ηλικίες και οι ράτσες και οι αποχρώσεις. Κι όλοι ήταν μόνοι τους, ο καθένας στο κουτί του.
Ξύπνησε ουρλιάζοντας. Η τηλεόραση έδειχνε δυο γυναίκες κι έναν άντρα να γαμιούνται. Έτσι όπως το έκαναν ένιωσε σαν να τους έβλεπε στα κουτιά τους, ο καθένας μόνος του.
Σήκωσε το τηλέφωνο. Ζήτησε room service για να φάει. Ο Γέρος γέλασε. Του έδωσε το νούμερο μιας πιτσαρίας.
Έφαγε βλέποντας τηλεόραση -όχι πορνό. Όποιο κανάλι και να ‘βαζε ένιωθε το ίδιο. Όλοι πνίγονταν, οι πάντες πνίγονταν, αλλά ο καθένας πνιγόταν μόνος του, στο δικό του κουτί.
Πέτυχε το Matrix, το άφησε να παίζει, του άρεσε ο Κιάνου Ρηβς. Τρώγοντας το έκτο κομμάτι, βλέποντας τον Νίο, του ήρθε σαν αποκάλυψη η αποστολή του: Ήταν ο Εκλεκτός.
Ήταν εκείνος που μπορούσε να σταματήσει την καταστροφή. Πλέον το ζήτημα δεν ήταν προσωπικό. Έπρεπε να σώσει τον κόσμο.
Μια ώρα πριν τις δώδεκα ήταν έτοιμος. Είχε πάρει την εθνική ώρα, κοιτούσε την οθόνη του λαπ τοπ, κρατούσε από ένα χρονόμετρο σε κάθε χέρι.
Στις δώδεκα τα σταμάτησε. Έκλεισε τα μάτια, πήρε ανάσα και κοίταξε:
* 23:45:03 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχαν χαθεί δεκαπέντε λεπτά απ’ τη μέρα. Αλλά δεν τον ένοιαξε αυτό. Το σημαντικό ήταν τι θα διάλεγε: Νέο γύρο ή μηδενισμό;
Πριν το κάνει αποφάσισε να βγει έξω. Περπάτησε γρήγορα ως την πλατεία Αριστοτέλους, με τα χρονόμετρα στο χέρι. Ο κόσμος ήταν έξω, Σάββατο βράδυ. Ο καθένας πνιγόταν στο κουτί του, αλλά δεν το καταλάβαιναν.
Στην πλατεία υπήρχαν άστεγοι, αστυνομικοί, κοπέλες με ωραία φορέματα, νεαροί με περιποιημένα μούσια, παιδιά με τους γονείς τους, πλανόδιοι μουσικοί, τουρίστες, πρόσφυγες και φασίστες, κουλτουριάρηδες στο σινέ Ολύμπιον, τσιγγάνοι με μηχανές ποπ κορν.
Ο Δέλτα σκαρφάλωσε σ’ ένα αστέρι που ‘χε ξεμείνει απ’ τη Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, τρία μέτρα ψηλά, για να βλέπει και να τον βλέπουν.
Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω για να γελάσει. Τραβούσαν βίντεο με τα κινητά τους. Δυο αστυνομικοί πλησίασαν για να τον κατεβάσουν.
“Ήρθα για να σας σώσω”, φώναξε ο Δέλτα. “Είστε εγκλωβισμένοι εδώ μέσα.”
Σήκωσε ψηλά τα χρονόμετρα να τα δουν όλοι.
“Στ’ αρχίδια μας”, φώναξε ένας έφηβος από κάτω. Η παρέα του γέλασε.
“Κατέβα κάτω”, του φώναξε ο αστυνομικός. “Σιγά σιγά.”
Οι έφηβοι άρχισαν να φωνάζουν: “Πέσε. Πέσε. Πέσε.”
“Μας κλέβουν τον χρόνο. Μας κλέβουν τη ζωή”, είπε ο Δέλτα.
“Κατέβα τώρα.”
“Πέσε. Πέσε. Πέσε.”
“Πνιγόμαστε στα κουτιά μας. Ο Καθένας μόνος του.”
“Κατέβα σου λέω.”
“Πέσε. Πέσε. Πέσε.”
“Αλλά τώρα θα τελειώσουν όλα.”
Ο Δέλτα κοίταξε τα χρονόμετρα. Κατέβασε το βέλος στο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ. Πάτησε ταυτόχρονα τα κουμπιά.
Κι ο κόσμος σταμάτησε.
Δεν υπήρχε καμιά κίνηση πια. Κανένας ήχος. Απόλυτη ησυχία, απόλυτη ακινησία. Δεν υπήρχε χρόνος.
Κατέβηκε απ’ το αστέρι. Κατά λάθος έσπρωξε τον αστυνομικό που έπεσε πίσω σαν άγαλμα.
Ο μόνος ζωντανός στην πλατεία ήταν ο Δέλτα.
Πήγε πρώτα να φάει κάτι και να πιει έναν καφέ. Τον έκανε μόνος του. Ο μπαρίστας, όπως κι όλοι οι άλλοι, ήταν χωρίς χρόνο.
Δεν ένιωσε μόνος. Είχε χρόνο επιτέλους να κάνει όλα εκείνα που ήθελε να κάνει, αλλά δεν προλάβαινε.
Θα μάθαινε πιάνο. Μπορεί και σαξόφωνο.
Θα ταξίδευε στον κόσμο. Έστω όπου μπορούσε να πάει οδικά.
Θα διάβαζε όλα τα βιβλία που ήθελε να διαβάσει.
Θα έτρωγε ό,τι ήθελε να φάει, θα κοιμόταν ως το μεσημέρι.
Είχε όλο τον χρόνο δικό του.
Κι αν αισθανόταν μοναξιά θα πατούσε στα χρονόμετρα ΝΕΟΣ ΓΥΡΟΣ.
Είχε γίνει ο Χρονοκράτορας.
Υπάρχουν πολλά βίντεο στο YOUTUBE από το περιστατικό στην πλατεία Αριστοτέλους εκείνο το βράδυ.
Ένας άντρας είναι σκαρφαλωμένος στο αστέρι. Φωνάζει κάτι.
(Αλλά τώρα θα τελειώσουν όλα.)
Και εξαφανίζεται. Χωρίς καπνούς, χωρίς αμπρακατάμπρα. Εξαφανίζεται.
The time is gone, the song is over,
Thought I’d something more to say.
Η φωτογραφία είναι από το ακόλουθο βίντεο. Προϊόν μιας συνεργασίας του Νταλί με τον Ουόλτ Ντίσνεϋ, το 1945, που έγινε animation το 2004. Κάποιος σκέφτηκε να αντικαταστήσει τη μουσική με το Time των Pink Floyd και προέκυψε αυτό
Bonus: Ένα υπέροχο animation για το τραγούδι της Malvina Reynolds
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«Ανατέλλει ο ήλιος, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο. Και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί;»
Χρόνης Μίσσιος
«Little boxes on the hillside
Little boxes made of ticky tacky
And they all look just the same»
Malvina Reynolds
«Every year is getting shorter,
never seem to find the time.»
Pink Floyd, Time
~~~~~~~~~~~~~~
Αισθανόταν ότι δεν του έφτανε ο χρόνος. Απ’ το πρωί μέχρι την ώρα του ύπνου έτρεχε. Αλλά ποτέ δεν προλάβαινε. Πάντα άφηνε κάτι για την επόμενη μέρα. Συνήθως άφηνε τα απολαυστικά, γιατί οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να περιμένουν.
Η μια δουλειά δεν έφτανε, έκανε και τα εξτραδάκια του. Έπειτα άρχιζαν οι υποχρεώσεις του σπιτιού. Φροντιστήρια, ψώνια, καθαριότητα κι ό,τι άλλο προέκυπτε.
Έφτανε το βράδυ και με το ζόρι κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Έπεφτε στο κρεβάτι, δίπλα στη γυναίκα που κάποτε είχε παντρευτεί. Μάλλον ήταν εκείνη. Δεν προλάβαιναν να μιλήσουν και πολύ. Μόνο πληροφορίες αντάλλαζαν, με σημειώματα στο ψυγείο ή τηλεγραφικά απ’ την πόρτα: Πάω σούπερ. Πάω δουλειά. Βγάζω τον σκύλο. Βγάζω σκουπίδια. Βγάζω σκύλο και σκουπίδια.
Το μυαλό του είχε γίνει αχταρμάς. Μια μέρα έβγαλε τον σκύλο και τα σκουπίδια, και παραλίγο να πετάξει τον σκύλο στον κάδο.
Σημείωνε σ’ ένα χαρτάκι όλες τις δουλειές της επόμενης ημέρας. Έκανε ό,τι έκανε και το έσβηνε απ’ τη λίστα. Αλλά στο τέλος της ημέρας η λίστα είχε πολλά ακόμα να γίνουν -που δεν έγιναν.
Όταν έπεφτε να κοιμηθεί έβλεπε τον ίδιο εφιάλτη:
Ήταν μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο που έμπαζε νερά. Έπιανε μια σφουγγαρίστρα να τα μαζέψει, αλλά η στάθμη ανέβαινε ραγδαία. Παρατούσε τη σφουγγαρίστρα κι έψαχνε να βρει μια διέξοδο. Αλλά η κούτα ήταν ερμητικά κλεισμένη.
Το νερό διαρκώς ανέβαινε. Του ‘φτανε μέχρι το στομάχι, το στήθος, το πηγούνι. Σήκωνε το κεφάλι για ν’ αναπνεύσει τον τελευταίο αέρα.
Εκεί ξυπνούσε.
Το πρωί κοιτούσε το χαρτάκι με τις δουλειές που είχαν περισσέψει και πρόσθετε τις καινούριες. Όλο έτρεχε, μα δεν προλάβαινε. Κι έμοιαζε ν’ αργεί περισσότερο κάθε μέρα.
~~
Ένα πρωινό ξύπνησε με μια παράξενη ιδέα. Πήγε να δει τι ώρα ήταν. Κόντευε εφτά. Έτρεξε στο δωμάτιο κι άνοιξε τα συρτάρια. Βρήκε το παλιό του χρονόμετρο. Ήταν ένα ΝΚ Interval 2000. Ακριβό εργαλείο, από τότε που έκανε προπονήσεις στη ΧΑΝΘ.
Πήγε στον υπολογιστή. Μόλις έδειξε εφτά έβαλε το χρονόμετρο να μετράει. Και το άφησε εκεί.
Άρχισε πάλι το τρέξιμο. Άλλη μια πιεστική μέρα. Οι φλέβες στα μηνίγγια του βαρούσαν. Κάποιες φορές του άνοιγε η μύτη κι έτρεχε αίμα για λίγη ώρα. Πίεση, πίεση, πίεση, δραστηριότητα, δραστηριότητα, δραστηριότητα. Κοιμήθηκε αφήνοντας πολλές υποχρεώσεις να περιμένουν. Είδε πάλι το όνειρο.
Το πρωί, την ώρα που βούρτσιζε τα δόντια του, θυμήθηκε το χρονόμετρο. Πήγε να δει. Δεν ήταν ακόμα εφτά. Περίμενε μερικά λεπτά με το NK στο χέρι. Μόλις έδειξε εφτά στην οθόνη το σταμάτησε. Το κοίταξε. Έγραφε:
* 23:59:02 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Έλειπαν πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα απ’ το εικοσιτετράωρο. Πού είχαν πάει; Αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει. Ξεκίνησε να μετράει απ’ τις εφτάμιση.
~~
Το επόμενο πρωινό σηκώθηκε έχοντας στο νου του μόνο το χρονόμετρο. Στις εφτάμιση το σταμάτησε. Έγραφε:
* 23:57:58 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχε χάσει δυο λεπτά και δυο δευτερόλεπτα απ’ τη ζωή του. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκε. Μετά ήρθε στα συγκαλά του. Το χρονόμετρο είχε χαλάσει.
~~
Όταν βρέθηκε στο κέντρο πήγε σ’ ένα κατάστημα με αθλητικά είδη. Είπε στον πωλητή τι συνέβαινε.
“Παράξενο”, έκανε εκείνος. Ήταν ένας κοντός τύπος με μούσι και κοτσιδάκια. Φορούσε αθλητικό κολάν και σακάκι από πάνω. Κοίταξε τον Δέλτα σαν να έβλεπε κατσαρίδα. “Τα Interval είναι τα πιο αξιόπιστα. Δεν χάνουν δευτερόλεπτο.”
“Αυτό έχασε. Εκατόν είκοσι δύο για την ακρίβεια.”
“Απίθανο”, είπε ο πωλητής.
Η εγγύηση είχε λήξει πριν πολλά χρόνια, έτσι αναγκάστηκε ν’ αγοράσει ένα καινούριο, ένα CASIO.
Περίμενε το λεωφορείο για να γυρίσει σπίτι. Σκεφτόταν διάφορα. Το Οκτάρι ήρθε. Ήταν γεμάτο. Κάποιοι έσπρωξαν για να μπουν. Ο Δέλτα περίμενε. Δεν είχε δυνάμεις για να παλέψει.
Μίλησε σε μια κοπέλα που στεκόταν δίπλα του.
“Πόση ώρα περιμένεις;” της είπε.
“Δεν ξέρω. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου.”
Ο Δέλτα παρατήρησε τα ρούχα της, τα μαλλιά της. Έμοιαζε να ‘ναι στα πρόθυρα κλινικής κατάθλιψης.
“Γιατί δεν πας με τα πόδια; Μένεις μακριά;”
“Είμαι πολύ κουρασμένη. Απ’ όλα. Θέλω να πάω να μείνω στο βουνό, σε μια καλύβα, μόνη μου. Ν’ αφήσω και τα παιδιά μου και τον άντρα μου. Είμαι πολύ κουρασμένη να τρέχω, τζάμπα τρέξιμο.”
Του τα ‘πε με μια ανάσα. Όσοι περίμεναν στη στάση την άκουσαν. Συμφώνησαν χωρίς να μιλήσουν. Ο Δέλτα ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι με τα πόδια.
~~
Αυτή τη φορά δεν περίμενε να ξημερώσει. Έβαλε το καινούριο χρονόμετρο να μετράει στις εννιά το βράδυ.
Έκανε άσχημο ύπνο. Για πρώτη φορά το όνειρο με τον πνιγμό δεν διακόπηκε. Είδε το νερό να φτάνει ως την κορυφή της χαρτόκουτας. Κράτησε την ανάσα του όσο μπορούσε. Άντεξε εκατόν είκοσι δύο δευτερόλεπτα. Μετά ρούφηξε νερό. Πνίγηκε. Και ξύπνησε.
Όλη τη μέρα το μόνο που σκεφτόταν ήταν το χρονόμετρο. Έκανε αρκετά λάθη στη δουλειά. Το απόγευμα, στο σπίτι, πήγε κατευθείαν στο Casio, να δει πώς πηγαίνει. Ήταν σταματημένο. Ταράχτηκε. Φώναξε τη γυναίκα του.
“Σταμάτησε!” της είπε και της το ‘δειξε. “Σταμάτησε!”
Η γυναίκα του τον κοίταξε βαριεστημένα.
“Εγώ το ‘κλεισα. Το ‘χες ξεχάσει να τρέχει.”
Δεν της εξήγησε τι ακριβώς συνέβαινε. Της είπε μόνο να μην ξαναπειράξει το χρονόμετρο του. Εκείνη σήκωσε τους ώμους.
Ο Δέλτα το έβαλε να μετράει ξανά.
~~
* 23:56:12 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχε χάσει τρία λεπτά και σαράντα οκτώ δευτερόλεπτα. Δεν πανικοβλήθηκε. Ήταν ορθολογικός άνθρωπος. Έκανε καινούριο έλεγχο. Έβαλε τα δυο χρονόμετρα μαζί. Μέτρησαν την πρώτη ώρα ταυτόχρονα. Ούτε εκατοστό παρέκκλιση. Σκέφτηκε ότι μπορεί να έφταιγε ο υπολογιστής. Πήρε τηλέφωνο για ν’ ακούσει την εθνική ώρα. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…
Έβαλε και τα δύο χρονόμετρα να τρέχουν. Πήρε άδεια απ’ τη δουλειά, είπε ότι ήταν άρρωστος. Και ήταν, κατά κάποιο τρόπο.
Βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν θα πειράξει τα χρονόμετρα. Τα κλείδωσε στο συρτάρι του γραφείου. Μετά διάβασε ό,τι βρήκε στο διαδίκτυο για τον χαμένο χρόνο. Γκούγκλαρε αυτό: “Νομίζω ότι χάνεται ο χρόνος.”
Ανάμεσα στις άσχετες ποιητικές και φιλοσοφικές ανησυχίες για τον χαμένο χρόνο, βρήκε και κάποιες παρόμοιες αναζητήσεις. Υπήρχε και forum, που είχε για τίτλο το βιβλίο του Μαρσέλ Προυστ.
Εκεί μέσα όλοι συμφωνούσαν. Κάτι τους έκλεβε τον χρόνο. Έγινε μέλος, έγραψε κι εκείνος την εμπειρία του.
~~
Την επόμενη μέρα άνοιξε το συρτάρι, πήρε τηλέφωνο την εθνική ώρα, κοιτούσε και τον υπολογιστή. Περίμενε. Μόλις άκουσε το ΜΠΙΠ του επόμενου τόνου έκλεισε και τα δυο χρονόμετρα.
* 23:52:08 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχαν χαθεί εφτά λεπτά και πενήντα δύο δευτερόλεπτα. Ο ρυθμός του χαμού αυξανόταν. Αποφάσισε να μιλήσει στη γυναίκα του.
“Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό”, του είπε εκείνη. “Αν και…”
“Τι;”
“Έτσι νιώθω. Σαν να λιγοστεύει ο χρόνος κάθε μέρα.”
“Δεν το νιώθεις. Συμβαίνει!”
“Μα δεν μπορεί. Πώς μπορεί να… Δεν μπορεί.”
Έμειναν να κοιτιούνται για λίγο.
“Άφησες μουστάκι”, του είπε.
“Την άνοιξη.”
“Δεν το είχα προσέξει.”
“Κι εσύ. Άλλαξες απόχρωση στα μαλλιά;”
“Πριν τρεις μήνες. Δεν είχαν το Ν101, πήρα το Ν103.”
“Δεν το πρόσεξα”, είπε ο Δέλτα.
Έμειναν να κοιτιούνται λίγο ακόμα. Ήταν σχεδόν ξένοι -κι είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή μαζί. Ο χρόνος που χανόταν τους είχε κάνει να χαθούν.
Ο Δέλτα αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα.
~~
Έκλεισε δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο στο Βαρδάρη. Ένα μάλλον ύποπτο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν ήταν ένας γέρος με χαρακωμένο πρόσωπο. Μπορεί να ήταν νταβατζής παλιότερα.
Τον ρώτησε πόσες ώρες θα έμενε. Συνήθως έκλειναν δωμάτιο παράνομα ζευγάρια, που έκαναν ό,τι ήθελαν να κάνουν σε δυο-τρεις ώρες, και μετά γυρνούσαν στους γάμους τους.
“Εικοσι τέσσερις”, είπε ο Δέλτα.
Ο Γέρος δεν παραξενεύτηκε. Τόσα χρόνια στον Βαρδάρη είχε δει περισσότερα απ’ όσα θα φανταζόταν πρωτάρης σεναριογράφος του Χόλιγουντ.
Ο Δέλτα ανέβηκε στο δωμάτιο του. Πήγε τηλέφωνο την εθνική ώρα. Όταν ο επόμενος τόνος σήμανε μεσάνυχτα έβαλε τα χρονόμετρα. Αυτή θα ήταν η τελευταία δοκιμή.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έβλεπε μέχρι το πρωί πορνό. Τον πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει.
~~
Ονειρεύτηκε το κουτί του. Για πρώτη φορά μπόρεσε να δει απέξω. Και τρόμαξε περισσότερο. Γιατί παντού υπήρχαν κουτιά, το ένα πάνω στο άλλο. Χιλιάδες κουτιά, εκατομμύρια κουτιά, οχτώ δισεκατομμύρια κουτιά. Και μέσα σε κάθε κουτί κάποιος πνιγόταν.
Κάποια κουτιά ήταν διακοσμημένα και όμορφα. Κάποια χρυσά. Κάποια σκέτο χαρτόνι. Κάποια είχαν μέσα μωρά, άλλα γέρους, άλλα νέους. Υπήρχαν όλες οι ηλικίες και οι ράτσες και οι αποχρώσεις. Κι όλοι ήταν μόνοι τους, ο καθένας στο κουτί του.
~~
Ξύπνησε ουρλιάζοντας. Η τηλεόραση έδειχνε δυο γυναίκες κι έναν άντρα να γαμιούνται. Έτσι όπως το έκαναν ένιωσε σαν να τους έβλεπε στα κουτιά τους, ο καθένας μόνος του.
Σήκωσε το τηλέφωνο. Ζήτησε room service για να φάει. Ο Γέρος γέλασε. Του έδωσε το νούμερο μιας πιτσαρίας.
Έφαγε βλέποντας τηλεόραση -όχι πορνό. Όποιο κανάλι και να ‘βαζε ένιωθε το ίδιο. Όλοι πνίγονταν, οι πάντες πνίγονταν, αλλά ο καθένας πνιγόταν μόνος του, στο δικό του κουτί.
Πέτυχε το Matrix, το άφησε να παίζει, του άρεσε ο Κιάνου Ρηβς. Τρώγοντας το έκτο κομμάτι, βλέποντας τον Νίο, του ήρθε σαν αποκάλυψη η αποστολή του: Ήταν ο Εκλεκτός.
Ήταν εκείνος που μπορούσε να σταματήσει την καταστροφή. Πλέον το ζήτημα δεν ήταν προσωπικό. Έπρεπε να σώσει τον κόσμο.
~~
Μια ώρα πριν τις δώδεκα ήταν έτοιμος. Είχε πάρει την εθνική ώρα, κοιτούσε την οθόνη του λαπ τοπ, κρατούσε από ένα χρονόμετρο σε κάθε χέρι.
Στις δώδεκα τα σταμάτησε. Έκλεισε τα μάτια, πήρε ανάσα και κοίταξε:
* 23:45:03 * Νέος γύρος; * Μηδενισμός;
Είχαν χαθεί δεκαπέντε λεπτά απ’ τη μέρα. Αλλά δεν τον ένοιαξε αυτό. Το σημαντικό ήταν τι θα διάλεγε: Νέο γύρο ή μηδενισμό;
Πριν το κάνει αποφάσισε να βγει έξω. Περπάτησε γρήγορα ως την πλατεία Αριστοτέλους, με τα χρονόμετρα στο χέρι. Ο κόσμος ήταν έξω, Σάββατο βράδυ. Ο καθένας πνιγόταν στο κουτί του, αλλά δεν το καταλάβαιναν.
Στην πλατεία υπήρχαν άστεγοι, αστυνομικοί, κοπέλες με ωραία φορέματα, νεαροί με περιποιημένα μούσια, παιδιά με τους γονείς τους, πλανόδιοι μουσικοί, τουρίστες, πρόσφυγες και φασίστες, κουλτουριάρηδες στο σινέ Ολύμπιον, τσιγγάνοι με μηχανές ποπ κορν.
Ο Δέλτα σκαρφάλωσε σ’ ένα αστέρι που ‘χε ξεμείνει απ’ τη Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, τρία μέτρα ψηλά, για να βλέπει και να τον βλέπουν.
Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω για να γελάσει. Τραβούσαν βίντεο με τα κινητά τους. Δυο αστυνομικοί πλησίασαν για να τον κατεβάσουν.
“Ήρθα για να σας σώσω”, φώναξε ο Δέλτα. “Είστε εγκλωβισμένοι εδώ μέσα.”
Σήκωσε ψηλά τα χρονόμετρα να τα δουν όλοι.
“Στ’ αρχίδια μας”, φώναξε ένας έφηβος από κάτω. Η παρέα του γέλασε.
“Κατέβα κάτω”, του φώναξε ο αστυνομικός. “Σιγά σιγά.”
Οι έφηβοι άρχισαν να φωνάζουν: “Πέσε. Πέσε. Πέσε.”
“Μας κλέβουν τον χρόνο. Μας κλέβουν τη ζωή”, είπε ο Δέλτα.
“Κατέβα τώρα.”
“Πέσε. Πέσε. Πέσε.”
“Πνιγόμαστε στα κουτιά μας. Ο Καθένας μόνος του.”
“Κατέβα σου λέω.”
“Πέσε. Πέσε. Πέσε.”
“Αλλά τώρα θα τελειώσουν όλα.”
Ο Δέλτα κοίταξε τα χρονόμετρα. Κατέβασε το βέλος στο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ. Πάτησε ταυτόχρονα τα κουμπιά.
Κι ο κόσμος σταμάτησε.
~~~~~~
Δεν υπήρχε καμιά κίνηση πια. Κανένας ήχος. Απόλυτη ησυχία, απόλυτη ακινησία. Δεν υπήρχε χρόνος.
Κατέβηκε απ’ το αστέρι. Κατά λάθος έσπρωξε τον αστυνομικό που έπεσε πίσω σαν άγαλμα.
Ο μόνος ζωντανός στην πλατεία ήταν ο Δέλτα.
Πήγε πρώτα να φάει κάτι και να πιει έναν καφέ. Τον έκανε μόνος του. Ο μπαρίστας, όπως κι όλοι οι άλλοι, ήταν χωρίς χρόνο.
Δεν ένιωσε μόνος. Είχε χρόνο επιτέλους να κάνει όλα εκείνα που ήθελε να κάνει, αλλά δεν προλάβαινε.
Θα μάθαινε πιάνο. Μπορεί και σαξόφωνο.
Θα ταξίδευε στον κόσμο. Έστω όπου μπορούσε να πάει οδικά.
Θα διάβαζε όλα τα βιβλία που ήθελε να διαβάσει.
Θα έτρωγε ό,τι ήθελε να φάει, θα κοιμόταν ως το μεσημέρι.
Είχε όλο τον χρόνο δικό του.
Κι αν αισθανόταν μοναξιά θα πατούσε στα χρονόμετρα ΝΕΟΣ ΓΥΡΟΣ.
Είχε γίνει ο Χρονοκράτορας.
~~{}~~{}~~{}~~{}~~{}~~
Υπάρχουν πολλά βίντεο στο YOUTUBE από το περιστατικό στην πλατεία Αριστοτέλους εκείνο το βράδυ.
Ένας άντρας είναι σκαρφαλωμένος στο αστέρι. Φωνάζει κάτι.
(Αλλά τώρα θα τελειώσουν όλα.)
Και εξαφανίζεται. Χωρίς καπνούς, χωρίς αμπρακατάμπρα. Εξαφανίζεται.
The time is gone, the song is over,
Thought I’d something more to say.
~~~~
Η φωτογραφία είναι από το ακόλουθο βίντεο. Προϊόν μιας συνεργασίας του Νταλί με τον Ουόλτ Ντίσνεϋ, το 1945, που έγινε animation το 2004. Κάποιος σκέφτηκε να αντικαταστήσει τη μουσική με το Time των Pink Floyd και προέκυψε αυτό
Bonus: Ένα υπέροχο animation για το τραγούδι της Malvina Reynolds
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου