Άρης Χατζηστεφάνου
Τα τελευταία 24ωρα πραγματοποιείται μια διαφορετική απεργιακή κινητοποίηση από συνδικάτα των εργαζομένων της General Electric στις ΗΠΑ.
Αντί να ζητούν περισσότερα μέτρα προστασίας και ειδικά επιδόματα ανθυγιεινής εργασίας, όπως πολύ σωστά κάνουν εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, οι εργάτες καλούν την εταιρεία να χρησιμοποιήσει το σύνολο της παραγωγικής της ισχύος για την κατασκευή νοσοκομειακών αναπνευστήρων, που θα μπορούσαν να σώσουν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές.
Αν ο «πόλεμος» που διεξάγει η ανθρωπότητα γινόταν με πραγματικά όπλα εναντίον ενός ορατού εχθρού, αυτή η προτροπή δεν θα είχε καν νόημα. H General Electric, που ούτως ή άλλως ειδικεύεται σε οπλικά συστήματα, αλλά και εκατοντάδες άλλες βιομηχανίες, που δεν έχουν καμία σχέση με το εμπόριο όπλων, θα είχαν τροποποιήσει άμεσα τις αλυσίδες παραγωγής τους για τις ανάγκες των μαχών. Αυτό, άλλωστε, είναι και το κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων «ολοκληρωτικών πολέμων», όπως εξηγούσε ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ:
Ενώ στα χρόνια του Μεσαίωνα υπήρχαν πολίτες που δεν γνώριζαν καν ότι η χώρα τους βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, από τον 20ό αιώνα οι μεγάλες πολεμικές αναμετρήσεις απαιτούσαν την καθολική συμμετοχή της κοινωνίας, του κρατικού αλλά και του ιδιωτικού τομέα.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σήμερα σε πόλεμο, όπως αναφέρουν στα διαγγέλματά τους σχεδόν όλοι οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί του κόσμου; Αν κρίνουμε από τα μέτρα που λαμβάνουν, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Ενώ, όλο και περισσότεροι ηγέτες απαιτούν την ολοκληρωτική συμμετοχή των πολιτών στη μάχη (με την επιβολή απαγόρευση κυκλοφορίας, περικοπής μισθών και άλλων μέτρων), δεν κάνουν το ίδιο και για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες όταν δεν κερδίζουν από την κρίση, εκβιάζουν με απολύσεις προκειμένου να τις διασώσει το κράτος. Σε έναν πραγματικό πόλεμο, θα ήταν σαν να ζητάμε από τους απλούς στρατιώτες να κινηθούν προς τα πεδία των μαχών, χωρίς να απαιτούμε από τις βιομηχανίες να τους προσφέρουν όπλα, μέσα μετακίνησης και μηχανισμούς επιμελητείας.
Η Ελλάδα αποτελεί ακραία περίπτωση αυτής της πολιτικής και προσφέρεται σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Τη στιγμή που η κυβέρνηση (με τη βοήθεια των ΜΜΕ) συμπεριφέρεται στους πολίτες σαν να είναι φαντάροι στην πρώτη γραμμή του πολέμου (επιβάλλοντας στρατιωτική πειθαρχία για τους έγκλειστους στα σπίτια τους και επικίνδυνες συνθήκες για όσους εργάζονται έξω), δεν τολμά να αγγίξει τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να πέσουν στη μάχη για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι ιδιωτικές κλινικές δεν επιτάσσονται, αλλά ενοικιάζονται σε εξωφρενικές τιμές. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν παράγουν δωρεάν οπτικοακουστικό υλικό για την ενημέρωση των πολιτών, αλλά χρηματοδοτούνται αδρά, αρχικά με το πακέτο των 11 εκατομμυρίων ευρώ και, στη συνέχεια, με την απαλλαγή από την πληρωμή των δόσεων ύψους 21 εκατομμυρίων ευρώ για τις τηλεοπτικές άδειες (το γεγονός ότι οι καναλάρχες αποφάσισαν τελικά να δώσουν αυτά τα χρήματα στο ΕΣΥ, ίσως είναι ενθαρρυντικό αλλά δεν μειώνει τις ευθύνες της κυβέρνησης). Ένα κράτος, που δηλώνει ότι βρίσκεται σε πόλεμο, δεν μπορεί να επαφίεται στην καλή θέληση των οικονομικών ελίτ για να διεξάγει τις μάχες του.
Η «μικρή» Ελλάδα διαθέτει θηριώδεις κατασκευαστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε όλα τα Βαλκάνια αλλά ακόμη και στον Περσικό Κόλπο. Αν βρισκόμαστε σε πόλεμο, γιατί δεν κατασκευάζουν νοσοκομεία; Η χώρα μας έχει έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους στον πλανήτη, ο οποίος μάλιστα λειτουργεί υπό καθεστώς πρωτοφανούς φοροασυλίας. Γιατί δεν συμμετέχουν ενεργά οι εφοπλιστές στις μάχες του εφοδιασμού αλλά περιμένουμε για άλλη μια φορά αν θα φιλοτιμηθούν να προσφέρουν μια μικρή οικονομική βοήθεια;
Αντί για όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε προτεραιότητά της να στείλει δυνάμεις των ΜΑΤ για να κλείσουν την αυτοδιαχειριζόμενη βιομηχανία της ΒΙΟΜΕ, η οποία παρασκεύαζε… απολυμαντικά προϊόντα. Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, η κίνηση αποδεικνύει υπό ποιους όρους και εναντίον τίνος πραγματοποιείται ο «πόλεμος».
Η Ελλάδα δεν αποτελεί, βέβαια, εξαίρεση σε αυτές τις μάχες. Στις ΗΠΑ αρκετοί οικονομολόγοι και αναλυτές υποστηρίζουν ότι στις συνθήκες εγκλεισμού που επιβάλλει ο κορωνοϊός, εταιρείες, όπως η Amazon, θα έπρεπε να περάσουν άμεσα στον έλεγχο του δημόσιου τομέα και τα δίκτυα διανομής τους να αναπροσαρμοστούν στις ανάγκες του πληθυσμού. Αντίθετα, η εταιρεία του Τζεφ Μπέζος, του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, θησαυρίζει αυτές τις ημέρες εκμεταλλευόμενη σειρά φοροαπαλλαγών και επιβάλλοντας μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας, ενώ, παράλληλα, εξαφανίζει σταδιακά τους μικρούς ανταγωνιστές της.
Υποτίθεται ότι, ύστερα από εγκληματική καθυστέρηση αρκετών εβδομάδων, ο πρόεδρος Τραμπ θα άρχιζε να λαμβάνει τελικά τολμηρές αποφάσεις, κάνοντας χρήση ειδικής νομοθεσίας της δεκαετίας του ’50, η οποία επιτρέπει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, να καθορίζει τι θα παράγουν οι ιδιωτικές βιομηχανίες. Τελικά, το μόνο που κατάφερε, είναι αυτό που έκανε πάντα στη ζωή του: Ξεκίνησε μια σκληρή οικονομική διαπραγμάτευση με την General Motors για την κατασκευή των αναπνευστήρων που χρειάζονται επειγόντως τα νοσοκομεία όλης της χώρας.
Ο πόλεμος, όμως, αφορά και τον «άμαχο πληθυσμό» των πόλεων. Από τη στιγμή, που ο κορωνοϊός προκαλεί ελλείψεις βασικών προϊόντων (είτε λόγω πανικού των καταναλωτών είτε λόγω μείωσης της παραγωγής), το κράτος οφείλει να αναλάβει τον απόλυτο έλεγχο των δικτύων διανομής. Στις σύγχρονες κοινωνίες αυτό σημαίνει να εθνικοποιήσει, ακόμη και τις εφαρμογές κινητών που αναλαμβάνουν τη διανομή προϊόντων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού.
Παρεμπιπτόντως, η Ιαπωνία είναι μια από τις λίγες χώρες, που έχει ήδη μεριμνήσει, ώστε σε περίπτωση σημαντικών ελλείψεων στην αγορά, όλα τα τρόφιμα που παράγουν ιδιωτικές εταιρείες να καταλήγουν στον κρατικό τομέα, που θα αναλάβει τη δίκαιη και ασφαλή διανομή τους στον πληθυσμό.
Προφανώς, η βασική διαφορά ανάμεσα σε έναν πραγματικό πόλεμο και στη μάχη απέναντι στον κορωνοϊό, είναι ότι στην πρώτη περίπτωση οι οικονομικές ελίτ προσδοκούν κέρδη από τη συμμετοχή τους στην πολεμική προσπάθεια, ενώ στη δεύτερη βλέπουν συνήθως ζημιές.
Πηγή: sputniknews.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Τα τελευταία 24ωρα πραγματοποιείται μια διαφορετική απεργιακή κινητοποίηση από συνδικάτα των εργαζομένων της General Electric στις ΗΠΑ.
Αντί να ζητούν περισσότερα μέτρα προστασίας και ειδικά επιδόματα ανθυγιεινής εργασίας, όπως πολύ σωστά κάνουν εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, οι εργάτες καλούν την εταιρεία να χρησιμοποιήσει το σύνολο της παραγωγικής της ισχύος για την κατασκευή νοσοκομειακών αναπνευστήρων, που θα μπορούσαν να σώσουν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές.
Αν ο «πόλεμος» που διεξάγει η ανθρωπότητα γινόταν με πραγματικά όπλα εναντίον ενός ορατού εχθρού, αυτή η προτροπή δεν θα είχε καν νόημα. H General Electric, που ούτως ή άλλως ειδικεύεται σε οπλικά συστήματα, αλλά και εκατοντάδες άλλες βιομηχανίες, που δεν έχουν καμία σχέση με το εμπόριο όπλων, θα είχαν τροποποιήσει άμεσα τις αλυσίδες παραγωγής τους για τις ανάγκες των μαχών. Αυτό, άλλωστε, είναι και το κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων «ολοκληρωτικών πολέμων», όπως εξηγούσε ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ:
Ενώ στα χρόνια του Μεσαίωνα υπήρχαν πολίτες που δεν γνώριζαν καν ότι η χώρα τους βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, από τον 20ό αιώνα οι μεγάλες πολεμικές αναμετρήσεις απαιτούσαν την καθολική συμμετοχή της κοινωνίας, του κρατικού αλλά και του ιδιωτικού τομέα.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σήμερα σε πόλεμο, όπως αναφέρουν στα διαγγέλματά τους σχεδόν όλοι οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί του κόσμου; Αν κρίνουμε από τα μέτρα που λαμβάνουν, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Ενώ, όλο και περισσότεροι ηγέτες απαιτούν την ολοκληρωτική συμμετοχή των πολιτών στη μάχη (με την επιβολή απαγόρευση κυκλοφορίας, περικοπής μισθών και άλλων μέτρων), δεν κάνουν το ίδιο και για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες όταν δεν κερδίζουν από την κρίση, εκβιάζουν με απολύσεις προκειμένου να τις διασώσει το κράτος. Σε έναν πραγματικό πόλεμο, θα ήταν σαν να ζητάμε από τους απλούς στρατιώτες να κινηθούν προς τα πεδία των μαχών, χωρίς να απαιτούμε από τις βιομηχανίες να τους προσφέρουν όπλα, μέσα μετακίνησης και μηχανισμούς επιμελητείας.
Η Ελλάδα αποτελεί ακραία περίπτωση αυτής της πολιτικής και προσφέρεται σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Τη στιγμή που η κυβέρνηση (με τη βοήθεια των ΜΜΕ) συμπεριφέρεται στους πολίτες σαν να είναι φαντάροι στην πρώτη γραμμή του πολέμου (επιβάλλοντας στρατιωτική πειθαρχία για τους έγκλειστους στα σπίτια τους και επικίνδυνες συνθήκες για όσους εργάζονται έξω), δεν τολμά να αγγίξει τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να πέσουν στη μάχη για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι ιδιωτικές κλινικές δεν επιτάσσονται, αλλά ενοικιάζονται σε εξωφρενικές τιμές. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν παράγουν δωρεάν οπτικοακουστικό υλικό για την ενημέρωση των πολιτών, αλλά χρηματοδοτούνται αδρά, αρχικά με το πακέτο των 11 εκατομμυρίων ευρώ και, στη συνέχεια, με την απαλλαγή από την πληρωμή των δόσεων ύψους 21 εκατομμυρίων ευρώ για τις τηλεοπτικές άδειες (το γεγονός ότι οι καναλάρχες αποφάσισαν τελικά να δώσουν αυτά τα χρήματα στο ΕΣΥ, ίσως είναι ενθαρρυντικό αλλά δεν μειώνει τις ευθύνες της κυβέρνησης). Ένα κράτος, που δηλώνει ότι βρίσκεται σε πόλεμο, δεν μπορεί να επαφίεται στην καλή θέληση των οικονομικών ελίτ για να διεξάγει τις μάχες του.
Η «μικρή» Ελλάδα διαθέτει θηριώδεις κατασκευαστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε όλα τα Βαλκάνια αλλά ακόμη και στον Περσικό Κόλπο. Αν βρισκόμαστε σε πόλεμο, γιατί δεν κατασκευάζουν νοσοκομεία; Η χώρα μας έχει έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους στον πλανήτη, ο οποίος μάλιστα λειτουργεί υπό καθεστώς πρωτοφανούς φοροασυλίας. Γιατί δεν συμμετέχουν ενεργά οι εφοπλιστές στις μάχες του εφοδιασμού αλλά περιμένουμε για άλλη μια φορά αν θα φιλοτιμηθούν να προσφέρουν μια μικρή οικονομική βοήθεια;
Αντί για όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε προτεραιότητά της να στείλει δυνάμεις των ΜΑΤ για να κλείσουν την αυτοδιαχειριζόμενη βιομηχανία της ΒΙΟΜΕ, η οποία παρασκεύαζε… απολυμαντικά προϊόντα. Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, η κίνηση αποδεικνύει υπό ποιους όρους και εναντίον τίνος πραγματοποιείται ο «πόλεμος».
Η Ελλάδα δεν αποτελεί, βέβαια, εξαίρεση σε αυτές τις μάχες. Στις ΗΠΑ αρκετοί οικονομολόγοι και αναλυτές υποστηρίζουν ότι στις συνθήκες εγκλεισμού που επιβάλλει ο κορωνοϊός, εταιρείες, όπως η Amazon, θα έπρεπε να περάσουν άμεσα στον έλεγχο του δημόσιου τομέα και τα δίκτυα διανομής τους να αναπροσαρμοστούν στις ανάγκες του πληθυσμού. Αντίθετα, η εταιρεία του Τζεφ Μπέζος, του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, θησαυρίζει αυτές τις ημέρες εκμεταλλευόμενη σειρά φοροαπαλλαγών και επιβάλλοντας μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας, ενώ, παράλληλα, εξαφανίζει σταδιακά τους μικρούς ανταγωνιστές της.
Υποτίθεται ότι, ύστερα από εγκληματική καθυστέρηση αρκετών εβδομάδων, ο πρόεδρος Τραμπ θα άρχιζε να λαμβάνει τελικά τολμηρές αποφάσεις, κάνοντας χρήση ειδικής νομοθεσίας της δεκαετίας του ’50, η οποία επιτρέπει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, να καθορίζει τι θα παράγουν οι ιδιωτικές βιομηχανίες. Τελικά, το μόνο που κατάφερε, είναι αυτό που έκανε πάντα στη ζωή του: Ξεκίνησε μια σκληρή οικονομική διαπραγμάτευση με την General Motors για την κατασκευή των αναπνευστήρων που χρειάζονται επειγόντως τα νοσοκομεία όλης της χώρας.
Ο πόλεμος, όμως, αφορά και τον «άμαχο πληθυσμό» των πόλεων. Από τη στιγμή, που ο κορωνοϊός προκαλεί ελλείψεις βασικών προϊόντων (είτε λόγω πανικού των καταναλωτών είτε λόγω μείωσης της παραγωγής), το κράτος οφείλει να αναλάβει τον απόλυτο έλεγχο των δικτύων διανομής. Στις σύγχρονες κοινωνίες αυτό σημαίνει να εθνικοποιήσει, ακόμη και τις εφαρμογές κινητών που αναλαμβάνουν τη διανομή προϊόντων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού.
Παρεμπιπτόντως, η Ιαπωνία είναι μια από τις λίγες χώρες, που έχει ήδη μεριμνήσει, ώστε σε περίπτωση σημαντικών ελλείψεων στην αγορά, όλα τα τρόφιμα που παράγουν ιδιωτικές εταιρείες να καταλήγουν στον κρατικό τομέα, που θα αναλάβει τη δίκαιη και ασφαλή διανομή τους στον πληθυσμό.
Προφανώς, η βασική διαφορά ανάμεσα σε έναν πραγματικό πόλεμο και στη μάχη απέναντι στον κορωνοϊό, είναι ότι στην πρώτη περίπτωση οι οικονομικές ελίτ προσδοκούν κέρδη από τη συμμετοχή τους στην πολεμική προσπάθεια, ενώ στη δεύτερη βλέπουν συνήθως ζημιές.
Πηγή: sputniknews.gr
Άρης Χατζηστεφάνου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου