Γελωτοποιός
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
«The child is grown / The dream is gone / I have become comfortably numb»
Pink Floyd
Αμέσως μετά την κηδεία του Αντρέι πήγε να βρει την Αναστασία. Ήθελε να προχωρήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στη Διαγραφή Λογοτεχνίας. Η ζωή του δεν είχε κάποιο άλλο νόημα, πέρα απ’ τις τέχνες που αγαπούσε.
Στην είσοδο της Κεντρική Βιβλιοθήκης ο βαριεστημένος υπάλληλος του είπε ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο. Ο Σάσα μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το τρία. Το ασανσέρ δεν κουνήθηκε. Το ξαναπάτησε. Τίποτα. Ο Θυρωρός άνοιξε την πόρτα.
“Είναι χαλασμένο”, του είπε.
“Και γιατί δεν μου το είπατε νωρίτερα;”
“Μ’ αρέσει να το κάνω σαν αστείο.”
Ο τρόπος που μιλούσε δεν έδειχνε καθόλου ν’ απολαμβάνει τη φάρσα του. Ήταν φλεγματικός σαν γέρος Άγγλος.
“Όλοι θέλουν να πάνε επάνω”, συνέχισε ο Θυρωρός. “Πατάνε το κουμπί και νομίζουν ότι θα γίνει. Το πατάνε δεύτερη, τρίτη. Κάποιοι πατάνε άλλο όροφο απ’ αυτόν που θέλουν, ναι, αρκεί να πάνε κάπου. Κάποιοι τους πατάνε όλους. Αλλά το ασανσέρ δεν ξεκινάει.”
“Και το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας ποιο είναι;” ρώτησε ο Σάσα και βγήκε.
“Δεν το καταλαβαίνεις; Μαύρος κύκνος.”
“Μαύρος τι;”
“Κύκνος. Επειδή δεν έχεις δει ποτέ μαύρο κύκνο δεν σημαίνει ότι όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι.”
“Μα όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι.”
“Το ίδιο πίστευες όταν πάτησες το κουμπί. Ο Πόπερ προτιμούσε τα κοράκια. Θα μπορούσε να ‘ναι και μονόκεροι. Κατάλαβες;”
“Όχι.”
Ο Θυρωρός γύρισε στη θέση του. Ο Σάσα αναρωτήθηκε μήπως ήταν κάποιος ανισόρροπος που έκανε τον θυρωρό.
Έφτασε στον τρίτο λαχανιασμένος. Δεν τα πήγαινε καλά με τις σκάλες. Πίστευε ότι θ’ αναγνώριζε την Αναστασία με μια ματιά. Οι βιβλιοθηκονόμοι είναι γυναίκες που φοράνε γυαλιά, μακριές φούστες, πουκάμισο κουμπωμένο στο λαιμό.
Στο γραφείο δεν ήταν κανείς. Κοίταξε στον πρώτο διάδρομο: Ξένη Λογοτεχνία A-C. Εκεί ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα με τρία βιβλία στην αγκαλιά. Ήταν το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι είχε σκεφτεί ο Σάσα.
Μαλλί στην τρίχα, τισέρτ χωρίς σουτιέν, αφαλός με σκουλαρίκι, άσπρο κολάν και γυμνασμένα οπίσθια. Ένας μαύρος κύκνος.
Την πλησίασε και της μίλησε ψιθυριστά, για να μην ενοχλεί:
“Μ’ έστειλε ο Αντρέι.”
“Ορίστε;”
Η φωνή της ήταν στριγκή, αυτό σκέφτηκε ο Σάσα. Μα κι εκείνη δεν σκεφτόταν κάτι καλό, το είδε στο πρόσωπο της.
“Ο Αντρέι. Που πέθανε.”
“Τι έκανε λέει;”
“Είσαι η Αναστασία, έτσι;”
Πριν απαντήσει ακούστηκε μια φωνή πίσω του.
“Μάλλον εμένα ψάχνετε.”
Η Αναστασία δεν ήταν σέξι γυμνάστρια ούτε ανοργασμική θεούσα. Ήταν μια κανονική γυναίκα με τις παραξενιές της. Το πρώτο που πρόσεξε ο Σάσα, σαν έκατσαν στο γραφείο, ήταν τα νύχια της. Τα έτρωγε. Και τα μάτια της είχαν κάτι παράξενο, αλλά δεν μπορούσε να το διευκρινίσει. Επιπλέον ήταν τα φιστίκια.
Είχε ένα σακουλάκι με Αιγίνης. Τα άνοιγε με τα δόντια, αφού δεν είχε νύχια. Έπειτα πετούσε την ψίχα σ’ ένα ποτήρι και κρατούσε τα τσόφλια. Αυτά τα έβαζε σε ομόκεντρους κύκλους πάνω στο γραφείο.
“Κρίμα για τον Αντρέι”, είπε κι άνοιξε ένα ακόμα φιστίκι.
“Τον ήξερες καιρό;”
Απ’ το πανεπιστήμιο. Πολλά χρόνια στην ίδια παρέα, ταίριαζαν τα γούστα τους, κάποια στιγμή προσπάθησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους κι ως ζευγάρι.
“Ήσασταν μαζί;”
“Όλοι έλεγαν ότι ήμασταν τέλειοι. Αλλά…” Άνοιξε ένα ακόμα φιστίκι. “Έχεις ακούσει τον Γκλεν Γκουλντ να παίζει Μπαχ;”
“Θεωρείται ένας απ’ τους κορυφαίους.”
“Ναι, είναι, αλλά τον έχεις ακούσει ζωντανά;”
Δεν θυμόταν. Η Αναστασία έπιασε το κινητό της και βρήκε το κατάλληλο βίντεο. Ο Γκουλντ έπαιζε την δεύτερη Παρτίτα. Και μουρμούριζε.
“Ο Αντρέι το ‘κανε αυτό την ώρα του σεξ”, του είπε.
“Έπαιζε πιάνο;”
Η Αναστασία δεν γέλασε. Είπε ότι είχαν προσπαθήσει να του το κόψουν, είχε προσπαθήσει να το αγνοήσει, δεν γινόταν.
“Και χωρίσατε γι’ αυτό;”
“Ξέρεις καλύτερη αιτία χωρισμού;”
Δεν είχε άδικο. Αφού της είπε κι εκείνος λίγα για τη σχέση του με τον Αντρέι, χωρίς σεξ και Μπαχ, της εξήγησε τι ήθελε να κάνει.
“Να σβήσεις κάθε λογοτεχνική μνήμη; Γίνεται αυτό;”
“Πριν ένα χρόνο έσβησα το σινεμά.”
“Εμένα τι με θες;”
“Να με κατευθύνεις.”
Μετά τη Διαγραφή δεν θα ‘ξερε τι να διαβάσει. Η Αναστασία θα γινόταν οδηγός του.
“Και γιατί να το κάνω;” τον ρώτησε.
Δεν ήθελε να το ακούσει αυτό. Μίλησε με πολλή αγάπη για τον Αντρέι, ίσως περισσότερη απ’ όση ένιωθε, προκειμένου να την πείσει ότι είχε κάποιο χρέος απέναντι του. Δεν είχε πετύχει.
“Θα σε πληρώσω”, της είπε.
“Πόσα;”
“Ένα… χιλιάρικο.”
“Το μήνα;”
“Όχι το μήνα! Το χρόνο. Το πολύ διακόσια το μήνα.”
“Καν’ το μόνος σου.”
Μετά από λίγη ώρα διαπραγματεύσεων και μισό σακουλάκι φιστίκια, κατέληξαν στα τετρακόσια το μήνα. Αποστολή της θα ήταν να του προτείνει ένα βιβλίο μόλις θα τέλειωνε το προηγούμενο.
“Θα έρθω σπίτι σου να δω τη βιβλιοθήκη σου”, του είπε. “Το διδακτορικό μου ήταν ακριβώς αυτό: Εξατομικευμένη βιβλιοθηκονομία.”
Κλείσανε ραντεβού για το ίδιο βράδυ. Πριν φύγει ο Σάσα τη ρώτησε γιατί το έκανε αυτό.
“Ποιο;”
“Αυτό με τα τσόφλια.”
“Τα τσόφλια;”
Η Αναστασία χάλασε με μια κίνηση τους κύκλους.
“Κανταΐφι”, του είπε.
Ήταν το αγαπημένο του γλυκό. Του έφτιαχνε η γιαγιά του η Πολίτισσα, και το ‘κανε έτσι, με σαν-φιστίκ.
Χαιρέτησε και μπήκε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί και περίμενε. Δεν έγινε τίποτα πάλι, ξασπρισμένος μαύρος κύκνος.
Γύρισε σπίτι ενθουσιασμένος. Η Αναστασία του προκαλούσε κάτι που είχε καιρό να νιώσει. Τον ερέθιζε σεξουαλικά, αλλά όχι μόνο. Ήθελε να κάτσει μαζί της, να μιλήσουν λίγο ακόμα και μετά να… Γέλασε με τον εαυτό του όταν φαντάστηκε ότι θα έκαναν σεξ το βράδυ. Τον είχε εξιτάρει. Μπορεί να έφταιγε το κανταΐφι. Ξεκίνησε να μουρμουράει το τρίτο Βρανδεμβούργειο Κοντσέρτο, σχεδόν ερωτευμένος, μέχρι που άνοιξε την πόρτα.
Τον κατέλαβε τρόμος. Το σπίτι μύριζε -απ’ την πόρτα- σαν τεκές. Κι ακόμα χειρότερα. Σαν τεκές όπου είχαν πεθάνει και δυο μικρά ζώα. Πώς θα υποδεχόταν γυναίκα εκεί μέσα; Πώς θα έμπαινε άνθρωπος εκεί μέσα;
Πήγε πιο βαθιά στο άδυτο της βρόμας. Ήταν το σπίτι ενός ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου. Τασάκια ξέχειλα και πιάτα με ξεραμένο φαΐ στο πάτωμα. Μπουκάλια από κρασί, τζιν, μπύρα. Σε μια ακρούλα είχε και λίγο ξερατό.
Τρόμαξε με τον εαυτό του. Πώς ζούσε εκεί μέσα; Πώς είχε καταντήσει έτσι; Σήκωσε τα μανίκια, έφτιαξε έναν τριπλό εσπρέσο κι έβαλε μπρος. Έπρεπε να καθαρίσει το σπίτι, να το κάνει σαν σπίτι, μέσα σε οκτώ ώρες.
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα είχε όλα στην εντέλεια. Είχε προλάβει να κάνει και μπάνιο. Μόνο που δεν μαγείρεψε. Είχε παραγγείλει από το εστιατόριο της γειτονιάς και τα έβαλε σε ταψιά και κατσαρόλες, σαν να τα είχε φτιάξει εκείνος.
Η Αναστασία φορούσε τα ίδια ρούχα με το πρωί και κουβαλούσε ένα ταψάκι κανταΐφι. Ο Σάσα το μύρισε κι ένιωσε σαν τον Προυστ με τη μαντλέν.
Της άρεσε το σπίτι, αν και το βρήκε υπερβολικά τακτοποιημένο.
“Πού να δεις το δικό μου”, του είπε.
Ο Σάσα δεν σχολίασε.
Φαγητό δεν ήθελε, αλλά θα έπινε ένα τζιν τόνικ. Δεν φαινόταν να έχει πάει εκεί για σεξ. Ο Σάσα το σκέφτηκε λίγο παραπάνω καθώς ετοίμαζε το ποτό της και κατάλαβε ότι ήταν τελείως ηλίθιος. Επειδή εκείνος είχε νιώσει κάτι, επειδή είχε δυο χρόνια να κάνει σεξ, νόμιζε ότι θα είχε την ίδια αίσθηση κι εκείνη. Όλοι οι άντρες είναι γουρούνια. Η Αναστασία είχε πάει εκεί για δουλειά, την πλήρωνε.
Την άφησε να φωτογραφήσει τη βιβλιοθήκη, να ψάξει τα βιβλία, να κρατήσει σημειώσεις. Μετά έκατσε απέναντι του, στον καναπέ.
“Είδα ότι δεν έχεις πολλή ποίηση”, του είπε. “Μόνο τα βασικά: Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσο, Έλιοτ.”
“Και Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.”
“Δεν σ’ αρέσει η ποίηση.”
“Προτιμώ να διαβάζω ιστορίες.”
“Μυθοπλασία δηλαδή.”
“Ναι, μ’ αρέσουν τα παραμύθια.”
“Η μητέρα σου; Σου διάβαζε παραμύθια;”
Ο Σάσα ανατρίχιασε. Πόσα χρόνια είχε να σκεφτεί πόσα χρόνια πέρασαν; Η παιδική του ηλικία είχε χαθεί. Δεν σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό του ως παιδί. Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ξεκινούσε από τότε που ήταν νεαρός άντρας. Το παιδί που ήταν κάποτε δεν υπήρχε πια. Η Αναστασία ήταν η μαντλέν του, όχι το κανταΐφι.
“Μου διάβαζαν κι οι δύο”, είπε ο Σάσα. “Όχι εναλλάξ, μαζί.”
“Πώς γίνεται αυτό;”
Η Αναστασία χαμογέλασε για πρώτη φορά.
“Το διάβαζαν σαν θεατρικό. Ο πατέρας έκανε τον αφηγητή. Η μητέρα έπαιζε τους διαλόγους.”
“Όμορφο.”
“Ναι, ήταν.”
Ένιωσε κάτι ν’ ανεβαίνει μέσα του απ’ τον πυρήνα της Γης. Ήταν ευτυχία. Η ανάμνηση των γονιών του, στο παιδικό δωμάτιο. Στο ταβάνι σύννεφα. Του έπαιζαν τον Μάγο του Οζ. Ο Σάσα γελούσε. Η μητέρα του ήταν τόσο όμορφη, τόσο νέα. Ο πατέρας του δεν είχε καράφλα, κι ήταν χαρούμενος. Τους λάτρευε και τους δυο. Ο πατέρας την είχε φιλήσει. Εκείνη είπε με τη φωνή της Ντόροθι, δεν είσαι στο Κάνσας πια. Γελάσανε. Ο Σάσα ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Δάκρυσε. Η Αναστασία το είδε.
“Έχουν πεθάνει;”
“Η μητέρα μου σκοτώθηκε όταν πήγαινα πρώτη γυμνασίου. Ο πιο άθλιος θάνατος, όπως έλεγε κι ο Καμύ.”
“Αυτοκινητιστικό. Ο πατέρας σου ζει;”
“Μάλλον.”
“Πόσο καιρό έχεις να του μιλήσεις;”
“Θες ακόμα ένα τζιν;” είπε και πήρε το ποτήρι της.
Δεν είχε καμιά διάθεση να μιλήσει για τον πατέρα του. Ένιωθε ωραία, γιατί να το χαλάσει; Η Αναστασία έκανε πολύ καίριες ερωτήσεις. Θα έπρεπε να είχε γίνει ψυχολόγος ή ντετέκτιβ.
“Είσαι παράξενος άνθρωπος”, του είπε σαν γύρισε.
“Γι’ αυτό ήμουν φίλος με τον Αντρέι.”
“Κι ο Αντρέι δικός μου. Κατάλαβα.”
Τη ρώτησε αν θα την πείραζε να βάλει μουσική.
“Αρκεί να μη βάλεις Μπαχ.”
“Καθόλου δεν το σκεφτόμουν αυτό.”
Πριν έρθει η Αναστασία είχε ετοιμάσει μια λίστα με μποσανόβες και μουσικές του κόσμου. Δεν αισθανόταν έτσι πια. Έβαλε σόουλ. Της έδωσε το ποτό της.
Ήπιαν άλλα δύο ακούγοντας Αρίθα. Στο πέμπτο σηκώθηκαν να χορέψουν. Ο Σάσα την είδε να κουνιέται και σκέφτηκε ότι μάλλον είχε κάποιον πρόγονο απ’ την Αφρική. Κόλλησε πάνω της.
“Τι ήταν αυτό;” είπε ο Σάσα όταν μπόρεσε να μιλήσει ξανά.
Ήταν ξαπλωμένοι και γυμνοί. Ευτυχώς είχε καθαρίσει και την κρεβατοκάμαρα.
Είχαν χορέψει σόουλ και φανκ στο σαλόνι. Κάποια στιγμή τη φίλησε. Χαμουρεύτηκαν στο χαλί σαν έφηβοι και μετά πήγαν προς την κρεβατοκάμαρα αφήνοντας πίσω ρούχα, σαν έναν πολύ ερωτικό Κοντορεβυθούλη. Έκαναν σεξ γελώντας και πέφτοντας απ’ το κρεβάτι. Κι όπως είχαν ανοικτή την πόρτα τους άκουσε όλο το τετράγωνο να δοξάζουν τον θεό.
“Δεν μουρμουρίζεις”, του είπε. “Δεν ξέρεις πόσο το φοβόμουν.”
“Ότι θα μουρμουρίζω;”
“Ναι, απ’ το πρωί αυτό σκεφτόμουν.”
“Δηλαδή ήρθες έχοντας στο μυαλό σου το σεξ;”
“Όχι ακριβώς, αλλά ναι.”
“Τελικά όλες οι γυναίκες είστε ίδιες.”
Του έδωσε μια σφαλιάρα, λίγο πιο δυνατή απ’ ό,τι υπολόγιζε. Τον φίλησε μετά.
“Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις;” τον ρώτησε μετά.
“Τη διαγραφή; Μπορώ να το αναβάλλω λιγάκι.”
“Όχι, δεν μ’ αρέσει αυτό. Γιατί θα φταίω εγώ.”
“Φταις εσύ.”
“Γιατί;”
“Μ’ έκανες ευτυχισμένο.”
Η Αναστασία ξάπλωσε πάνω του. Έτσι όπως ήταν πρόσωπο με πρόσωπο έμοιαζαν με την Πλατωνική Ιδέα για τον έρωτα.
“Θα είμαι εδώ”, του είπε. “Θα σε βοηθήσω να ξαναζήσεις τη λογοτεχνία.”
“Τζάμπα;”
“Εννοείται όχι. Το δωρεάν κανείς δεν το εκτιμά.”
“Μπορώ να σε πληρώνω σε είδος.”
“Σκεφτόμουν να σε χρεώνω κάτι παραπάνω και για το σεξ.”
Συνέχισαν να μιλάνε και να γελάνε. Μετά να χαϊδεύονται και να γελάνε. Μετά να φιλιούνται, χωρίς να γελάνε. Μετά έγιναν αυτό που είχε πει ο Πλάτωνας.
Το ανέβαλλε για μια βδομάδα, δύο, τελικά πήγε. Ο υπάλληλος του έκανε τις ίδιες ερωτήσεις ασφαλείας. Μάλλον ήταν εντελώς τυπικές.
“Πώς θα γίνει;” ρώτησε ο Σάσα.
“Τι εννοείτε;”
“Πώς θα διαλέξετε τις σωστές αναμνήσεις; Πώς θα ξεχωρίσετε το Θλιμμένοι Τροπικοί απ’ τη μυθοπλασία;”
“Δεν ξέρω τους Τροπικούς που λέτε, ούτε που χρειάζεται. Δεν το κάνουμε εμείς, δεν διαλέγουμε εμείς. Εσείς διαλέγετε.”
Του εξήγησε ότι ο εγκέφαλος, κάθε εγκέφαλος είναι ένα χαοτικό υπερσύστημα με περισσότερες δυνατές επιλογές μετακίνησης πληροφορίας απ’ όλα τα μόρια που υπάρχουν στο σύμπαν. Οι αναμνήσεις δεν αποθηκεύονται σε συγκεκριμένα ντουλαπάκια με ετικέτες. Είναι κατακερματισμένες σε όλον τον εγκέφαλο, σαν θραύσματα ενός κόκκου άμμου σ’ έναν γαλαξία. Είναι αδύνατον να τις εντοπίσεις, ακόμα και με τον καλύτερο κβαντικό υπολογιστή.
“Αυτό που κάνουμε”, του είπε, “είναι να χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο σου για να διαγράψει αυτό που θέλεις απ’ τον εγκέφαλο σου.”
“Δηλαδή εγώ διαλέγω τι είναι λογοτεχνία;”
“Όχι εσείς, ο εγκέφαλος σας.”
“Εγώ είμαι ο εγκέφαλος μου.”
“Δεν νομίζω”, είπε ο υπάλληλος κι άναψε τον φακό του στο μάτι του Σάσα.
Είχε άλλα τέσσερα ραντεβού εκείνη τη μέρα, δεν υπήρχε χρόνος για φιλοσοφικές συζητήσεις. Τα τρία ήταν εύκολα, Διαγραφή Πρώην Συζύγου, το είχαν σε προσφορά. Το τέταρτο ήταν Διαγραφή Παιδιού. Πολύ δύσκολο, συχνά προέκυπτε αφύπνιση και τρόμος κατά τη διαδικασία.
“Μια τελευταία ερώτηση”, είπε ο Σάσα, λίγο πριν του διακόψουν την εγρήγορση. “Κι αν ο εγκέφαλος μου κάνει λάθος;”
“Μην ανησυχείτε. Ο εγκέφαλος σας είναι πιο έξυπνος από εσάς. Δεν κάνει ποτέ λάθη.”
“Αυτό είναι σχεδόν ύβρις”, είπε ο Σάσα κι αποκοιμήθηκε.
Το ίδιο βράδυ η Αναστασία πήγε στο σπίτι του Σάσα. Ανησυχούσε για τη Διαγραφή, τι θα έκανε στον αγαπημένο της. Αλλά ήταν αισιόδοξος άνθρωπος, πίστευε ότι αυτό θα τους έφερνε ακόμα πιο κοντά. Για καλό και για κακό είχε αγοράσει καινούρια εσώρουχα. Το σεξ πάντα εξομαλύνει τα προβλήματα.
Άνοιξε με το κλειδί που της είχε δώσει απ’ τη δεύτερη μέρα. Τον φώναξε. Φανταζόταν ότι θα τον βρει στο κρεβάτι, να κοιτάει το ταβάνι.
Ήταν στο γραφείο του.
“Τι κάνεις;” τον ρώτησε.
“Μια χαρά”, είπε αυτός, σαν να ήταν Τρίτη απόγευμα.
Τον πλησίασε.
“Πώς πήγε η Διαγραφή;”
“Όπως πρέπει.”
Η Αναστασία δεν είδε το πρόσωπο του, αλλά είχε ήδη αρχίσει να τρομάζει. Η φωνή του, ο τρόπος που μιλούσε. Κι ούτε είχε γυρίσει να την κοιτάξει. Λες κι ήταν παντρεμένοι τριάντα χρόνια.
“Τι έγινε;” του είπε και τον γύρισε στην περιστρεφόμενη καρέκλα.
Φοβήθηκε ότι θα έβλεπε κάποιον άλλο. Ήταν ο Σάσα, αλλά ήταν κάποιος άλλος.
“Τι να γίνει; Όλα καλά.”
Ρομπότ, αυτό σκέφτηκε η Αναστασία, ρομπότ. Είχαν πάρει τον Σάσα κι είχαν βάλει μια ρέπλικα στη θέση του. Έπιασε το πρόσωπο του. Ήταν ζεστό, κανονικά ζεστό. Κι η ανάσα του μύριζε μήλο, όπως πάντα. Έσκυψε να τον φιλήσει. Τα χείλη του ήταν ίδια, αλλά το φιλί του
ρομπότ
“Τι έπαθες;”
“Δεν έπαθα κάτι.”
ρομπότ
Πετάχτηκε πίσω. Του φώναξε:
“Σάσα, τι συμβαίνει;”
“Δεν συμβαίνει κάτι. Γιατί φωνάζεις;”
ρομπότ
“Έλα”, του είπε και τον σήκωσε απ’ την καρέκλα. Τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνος ακολουθούσε πειθήνια. Τον έγδυσε και τον έριξε στο κρεβάτι. Μετά γδύθηκε κι εκείνη. Έμεινε με το σέξι ολόσωμο καλσόν που είχε αγοράσει. Κάτι γυάλισε στα μάτια του. Τον είδε ότι είχε στύση. Έπεσε πάνω του, έκαναν σεξ.
ρομπότ
Ο τρόπος που την έπιανε
ρομπότ
Έτσι όπως την κρατούσε
ρομπότ
έχυσε και γύρισε στο πλάι, χωρίς να της δίνει σημασία πλέον, κι η Αναστασία ένιωσε σαν να ήταν πόρνη.
“Τι έπαθες, Σάσα;”
“Δεν έπαθα τίποτα.”
Η Αναστασία σηκώθηκε και ντύθηκε. Είχε εξοργιστεί. Έπαιζε μαζί της. Ο Σάσα πάτησε κάτω τα πόδια του. Κοίταξε το παντελόνι που ήταν στο πάτωμα. Πήγε να το πιάσει. Σταμάτησε. Κοίταξε το πουκάμισο του, λίγο παραδίπλα. Μετά πάλι το παντελόνι.
“Τι να φορέσω πρώτα;”
Αυτό το είπε δυνατά, παρότι φαινόταν ότι μιλούσε στον εαυτό του. Μετά κοίταξε την Αναστασία και της είπε, χωρίς θλίψη:
“Δεν μπορώ να διαλέξω. Δεν μπορώ να διαλέξω τίποτα. Όταν βγήκα απ’ τη Lacuna σκεφτόμουν τι να πάρω, ταξί ή λεωφορείο. Έκατσα κι έγραψα στο notebook τα υπέρ και τα κατά κάθε επιλογής. Ξεκίνησα να περπατάω ενώ ζύγιζα τα δεδομένα. Έφτασα σπίτι με τα πόδια.”
Η Αναστασία στάθηκε μπρος του.
“Τι έσβησες;”
“Λογοτεχνία. Μυθοπλασία και ποίηση. Τους Θλιμμένους Τροπικούς τους κράτησα. Νομίζω ότι τους κράτησα. Ήθελα να τους κρατήσω. Όχι, δεν τους θυμάμαι. Τι λένε οι Θλιμμένοι Τροπικοί;”
Η Αναστασία υποψιάστηκε τι είχε γίνει. Ήξερε τους Θλιμμένους Τροπικούς. Ήταν ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κλοντ Λεβιστρός, απ’ τα ταξίδια του στον Αμαζόνιο. Το βιβλίο είχε προταθεί για το βραβείο Γκονκούρ, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας, και σίγουρα το άξιζε, αφού ήταν το καλύτερο βιβλίο της δεκαετίας τουλάχιστον, αλλά απορρίφτηκε. Δεν ήταν μυθοπλασία.
“Θυμάσαι την Οδύσσεια;” τον ρώτησε.
“Του Κιούμπρικ;”
“Το βιβλίο.”
“Υπάρχει και βιβλίο;”
Η Αναστασία ένιωσε κάτι Μπεκετικό στην κοιλιά της να φωνάζει: Quelle catastrophe! Τα ομηρικά έπη είναι μέρος του συλλογικού ασυνείδητου της ανθρωπότητας, δεν είναι απλώς μυθοπλασία.
“Θυμάσαι τον κατακλυσμό;”
“Εννοείς πέρυσι; Που πνίγηκαν είκοσι άνθρωποι.”
“Τον κατακλυσμό του Νώε, του Γκιλγκαμές, τον Μεγάλο Κατακλυσμό.”
Δεν χρειαζόταν να της απαντήσει, το είδε. Κι αυτές οι περιπτώσεις μυθοπλασίας είχαν χαθεί.
“Πείνασα”, είπε ο Σάσα και σηκώθηκε. Πήγε προς την κουζίνα, χωρίς να ντυθεί.
Η Αναστασία πετάχτηκε μπροστά του στον διάδρομο.
“Σάσα! Μ’ αγαπάς;”
“Ναι”, απάντησε εκείνος αμέσως.
Την παρέκαμψε και πήγε στο ψυγείο.
Εκείνο το ναι, εκείνη η κατάφαση, ήταν πιο άδεια και ψυχρή απ’ το κενό ανάμεσα στ’ αστέρια.
Την πήραν τα κλάματα. Ντύθηκε. Ήθελε να φύγει γρήγορα, δεν μπορούσε να είναι μαζί του. Άφησε το κλειδί δίπλα στο τηλέφωνο, πήγε να κλείσει. Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσε μια οικογένεια. Είχαν κι ένα μικρό κορίτσι που είχε κολλήσει στην πόρτα τους μια τεράστια ζωγραφιά μ’ έναν μονόκερο.
“Πιστεβο στους μονοκερους”, έγραφε με γράμματα νηπιαγωγείου.
Η Αναστασία έτρεξε στην κουζίνα. Ο Σάσα είχε βάλει τυριά κι αλλαντικά στον πάγκο της κουζίνας και τα κοιτούσε αναποφάσιστος.
“Σάσα.”
“Ναι.”
“Θυμάσαι τη μητέρα σου;”
“Ναι.”
“Σου διάβαζε παραμύθια;”
Ο Σάσα έμεινε να σκέφτεται. Μετά είπε:
“Ζαμπόν ή γαλοπούλα; Τι να βάλω;”
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
«The child is grown / The dream is gone / I have become comfortably numb»
Pink Floyd
Αμέσως μετά την κηδεία του Αντρέι πήγε να βρει την Αναστασία. Ήθελε να προχωρήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στη Διαγραφή Λογοτεχνίας. Η ζωή του δεν είχε κάποιο άλλο νόημα, πέρα απ’ τις τέχνες που αγαπούσε.
Στην είσοδο της Κεντρική Βιβλιοθήκης ο βαριεστημένος υπάλληλος του είπε ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο. Ο Σάσα μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το τρία. Το ασανσέρ δεν κουνήθηκε. Το ξαναπάτησε. Τίποτα. Ο Θυρωρός άνοιξε την πόρτα.
“Είναι χαλασμένο”, του είπε.
“Και γιατί δεν μου το είπατε νωρίτερα;”
“Μ’ αρέσει να το κάνω σαν αστείο.”
Ο τρόπος που μιλούσε δεν έδειχνε καθόλου ν’ απολαμβάνει τη φάρσα του. Ήταν φλεγματικός σαν γέρος Άγγλος.
“Όλοι θέλουν να πάνε επάνω”, συνέχισε ο Θυρωρός. “Πατάνε το κουμπί και νομίζουν ότι θα γίνει. Το πατάνε δεύτερη, τρίτη. Κάποιοι πατάνε άλλο όροφο απ’ αυτόν που θέλουν, ναι, αρκεί να πάνε κάπου. Κάποιοι τους πατάνε όλους. Αλλά το ασανσέρ δεν ξεκινάει.”
“Και το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας ποιο είναι;” ρώτησε ο Σάσα και βγήκε.
“Δεν το καταλαβαίνεις; Μαύρος κύκνος.”
“Μαύρος τι;”
“Κύκνος. Επειδή δεν έχεις δει ποτέ μαύρο κύκνο δεν σημαίνει ότι όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι.”
“Μα όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι.”
“Το ίδιο πίστευες όταν πάτησες το κουμπί. Ο Πόπερ προτιμούσε τα κοράκια. Θα μπορούσε να ‘ναι και μονόκεροι. Κατάλαβες;”
“Όχι.”
Ο Θυρωρός γύρισε στη θέση του. Ο Σάσα αναρωτήθηκε μήπως ήταν κάποιος ανισόρροπος που έκανε τον θυρωρό.
Έφτασε στον τρίτο λαχανιασμένος. Δεν τα πήγαινε καλά με τις σκάλες. Πίστευε ότι θ’ αναγνώριζε την Αναστασία με μια ματιά. Οι βιβλιοθηκονόμοι είναι γυναίκες που φοράνε γυαλιά, μακριές φούστες, πουκάμισο κουμπωμένο στο λαιμό.
Στο γραφείο δεν ήταν κανείς. Κοίταξε στον πρώτο διάδρομο: Ξένη Λογοτεχνία A-C. Εκεί ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα με τρία βιβλία στην αγκαλιά. Ήταν το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι είχε σκεφτεί ο Σάσα.
Μαλλί στην τρίχα, τισέρτ χωρίς σουτιέν, αφαλός με σκουλαρίκι, άσπρο κολάν και γυμνασμένα οπίσθια. Ένας μαύρος κύκνος.
Την πλησίασε και της μίλησε ψιθυριστά, για να μην ενοχλεί:
“Μ’ έστειλε ο Αντρέι.”
“Ορίστε;”
Η φωνή της ήταν στριγκή, αυτό σκέφτηκε ο Σάσα. Μα κι εκείνη δεν σκεφτόταν κάτι καλό, το είδε στο πρόσωπο της.
“Ο Αντρέι. Που πέθανε.”
“Τι έκανε λέει;”
“Είσαι η Αναστασία, έτσι;”
Πριν απαντήσει ακούστηκε μια φωνή πίσω του.
“Μάλλον εμένα ψάχνετε.”
Η Αναστασία δεν ήταν σέξι γυμνάστρια ούτε ανοργασμική θεούσα. Ήταν μια κανονική γυναίκα με τις παραξενιές της. Το πρώτο που πρόσεξε ο Σάσα, σαν έκατσαν στο γραφείο, ήταν τα νύχια της. Τα έτρωγε. Και τα μάτια της είχαν κάτι παράξενο, αλλά δεν μπορούσε να το διευκρινίσει. Επιπλέον ήταν τα φιστίκια.
Είχε ένα σακουλάκι με Αιγίνης. Τα άνοιγε με τα δόντια, αφού δεν είχε νύχια. Έπειτα πετούσε την ψίχα σ’ ένα ποτήρι και κρατούσε τα τσόφλια. Αυτά τα έβαζε σε ομόκεντρους κύκλους πάνω στο γραφείο.
“Κρίμα για τον Αντρέι”, είπε κι άνοιξε ένα ακόμα φιστίκι.
“Τον ήξερες καιρό;”
Απ’ το πανεπιστήμιο. Πολλά χρόνια στην ίδια παρέα, ταίριαζαν τα γούστα τους, κάποια στιγμή προσπάθησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους κι ως ζευγάρι.
“Ήσασταν μαζί;”
“Όλοι έλεγαν ότι ήμασταν τέλειοι. Αλλά…” Άνοιξε ένα ακόμα φιστίκι. “Έχεις ακούσει τον Γκλεν Γκουλντ να παίζει Μπαχ;”
“Θεωρείται ένας απ’ τους κορυφαίους.”
“Ναι, είναι, αλλά τον έχεις ακούσει ζωντανά;”
Δεν θυμόταν. Η Αναστασία έπιασε το κινητό της και βρήκε το κατάλληλο βίντεο. Ο Γκουλντ έπαιζε την δεύτερη Παρτίτα. Και μουρμούριζε.
“Ο Αντρέι το ‘κανε αυτό την ώρα του σεξ”, του είπε.
“Έπαιζε πιάνο;”
Η Αναστασία δεν γέλασε. Είπε ότι είχαν προσπαθήσει να του το κόψουν, είχε προσπαθήσει να το αγνοήσει, δεν γινόταν.
“Και χωρίσατε γι’ αυτό;”
“Ξέρεις καλύτερη αιτία χωρισμού;”
Δεν είχε άδικο. Αφού της είπε κι εκείνος λίγα για τη σχέση του με τον Αντρέι, χωρίς σεξ και Μπαχ, της εξήγησε τι ήθελε να κάνει.
“Να σβήσεις κάθε λογοτεχνική μνήμη; Γίνεται αυτό;”
“Πριν ένα χρόνο έσβησα το σινεμά.”
“Εμένα τι με θες;”
“Να με κατευθύνεις.”
Μετά τη Διαγραφή δεν θα ‘ξερε τι να διαβάσει. Η Αναστασία θα γινόταν οδηγός του.
“Και γιατί να το κάνω;” τον ρώτησε.
Δεν ήθελε να το ακούσει αυτό. Μίλησε με πολλή αγάπη για τον Αντρέι, ίσως περισσότερη απ’ όση ένιωθε, προκειμένου να την πείσει ότι είχε κάποιο χρέος απέναντι του. Δεν είχε πετύχει.
“Θα σε πληρώσω”, της είπε.
“Πόσα;”
“Ένα… χιλιάρικο.”
“Το μήνα;”
“Όχι το μήνα! Το χρόνο. Το πολύ διακόσια το μήνα.”
“Καν’ το μόνος σου.”
Μετά από λίγη ώρα διαπραγματεύσεων και μισό σακουλάκι φιστίκια, κατέληξαν στα τετρακόσια το μήνα. Αποστολή της θα ήταν να του προτείνει ένα βιβλίο μόλις θα τέλειωνε το προηγούμενο.
“Θα έρθω σπίτι σου να δω τη βιβλιοθήκη σου”, του είπε. “Το διδακτορικό μου ήταν ακριβώς αυτό: Εξατομικευμένη βιβλιοθηκονομία.”
Κλείσανε ραντεβού για το ίδιο βράδυ. Πριν φύγει ο Σάσα τη ρώτησε γιατί το έκανε αυτό.
“Ποιο;”
“Αυτό με τα τσόφλια.”
“Τα τσόφλια;”
Η Αναστασία χάλασε με μια κίνηση τους κύκλους.
“Κανταΐφι”, του είπε.
Ήταν το αγαπημένο του γλυκό. Του έφτιαχνε η γιαγιά του η Πολίτισσα, και το ‘κανε έτσι, με σαν-φιστίκ.
Χαιρέτησε και μπήκε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί και περίμενε. Δεν έγινε τίποτα πάλι, ξασπρισμένος μαύρος κύκνος.
~~
Γύρισε σπίτι ενθουσιασμένος. Η Αναστασία του προκαλούσε κάτι που είχε καιρό να νιώσει. Τον ερέθιζε σεξουαλικά, αλλά όχι μόνο. Ήθελε να κάτσει μαζί της, να μιλήσουν λίγο ακόμα και μετά να… Γέλασε με τον εαυτό του όταν φαντάστηκε ότι θα έκαναν σεξ το βράδυ. Τον είχε εξιτάρει. Μπορεί να έφταιγε το κανταΐφι. Ξεκίνησε να μουρμουράει το τρίτο Βρανδεμβούργειο Κοντσέρτο, σχεδόν ερωτευμένος, μέχρι που άνοιξε την πόρτα.
Τον κατέλαβε τρόμος. Το σπίτι μύριζε -απ’ την πόρτα- σαν τεκές. Κι ακόμα χειρότερα. Σαν τεκές όπου είχαν πεθάνει και δυο μικρά ζώα. Πώς θα υποδεχόταν γυναίκα εκεί μέσα; Πώς θα έμπαινε άνθρωπος εκεί μέσα;
Πήγε πιο βαθιά στο άδυτο της βρόμας. Ήταν το σπίτι ενός ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου. Τασάκια ξέχειλα και πιάτα με ξεραμένο φαΐ στο πάτωμα. Μπουκάλια από κρασί, τζιν, μπύρα. Σε μια ακρούλα είχε και λίγο ξερατό.
Τρόμαξε με τον εαυτό του. Πώς ζούσε εκεί μέσα; Πώς είχε καταντήσει έτσι; Σήκωσε τα μανίκια, έφτιαξε έναν τριπλό εσπρέσο κι έβαλε μπρος. Έπρεπε να καθαρίσει το σπίτι, να το κάνει σαν σπίτι, μέσα σε οκτώ ώρες.
~~
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα είχε όλα στην εντέλεια. Είχε προλάβει να κάνει και μπάνιο. Μόνο που δεν μαγείρεψε. Είχε παραγγείλει από το εστιατόριο της γειτονιάς και τα έβαλε σε ταψιά και κατσαρόλες, σαν να τα είχε φτιάξει εκείνος.
Η Αναστασία φορούσε τα ίδια ρούχα με το πρωί και κουβαλούσε ένα ταψάκι κανταΐφι. Ο Σάσα το μύρισε κι ένιωσε σαν τον Προυστ με τη μαντλέν.
Της άρεσε το σπίτι, αν και το βρήκε υπερβολικά τακτοποιημένο.
“Πού να δεις το δικό μου”, του είπε.
Ο Σάσα δεν σχολίασε.
Φαγητό δεν ήθελε, αλλά θα έπινε ένα τζιν τόνικ. Δεν φαινόταν να έχει πάει εκεί για σεξ. Ο Σάσα το σκέφτηκε λίγο παραπάνω καθώς ετοίμαζε το ποτό της και κατάλαβε ότι ήταν τελείως ηλίθιος. Επειδή εκείνος είχε νιώσει κάτι, επειδή είχε δυο χρόνια να κάνει σεξ, νόμιζε ότι θα είχε την ίδια αίσθηση κι εκείνη. Όλοι οι άντρες είναι γουρούνια. Η Αναστασία είχε πάει εκεί για δουλειά, την πλήρωνε.
Την άφησε να φωτογραφήσει τη βιβλιοθήκη, να ψάξει τα βιβλία, να κρατήσει σημειώσεις. Μετά έκατσε απέναντι του, στον καναπέ.
“Είδα ότι δεν έχεις πολλή ποίηση”, του είπε. “Μόνο τα βασικά: Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσο, Έλιοτ.”
“Και Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.”
“Δεν σ’ αρέσει η ποίηση.”
“Προτιμώ να διαβάζω ιστορίες.”
“Μυθοπλασία δηλαδή.”
“Ναι, μ’ αρέσουν τα παραμύθια.”
“Η μητέρα σου; Σου διάβαζε παραμύθια;”
Ο Σάσα ανατρίχιασε. Πόσα χρόνια είχε να σκεφτεί πόσα χρόνια πέρασαν; Η παιδική του ηλικία είχε χαθεί. Δεν σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό του ως παιδί. Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ξεκινούσε από τότε που ήταν νεαρός άντρας. Το παιδί που ήταν κάποτε δεν υπήρχε πια. Η Αναστασία ήταν η μαντλέν του, όχι το κανταΐφι.
“Μου διάβαζαν κι οι δύο”, είπε ο Σάσα. “Όχι εναλλάξ, μαζί.”
“Πώς γίνεται αυτό;”
Η Αναστασία χαμογέλασε για πρώτη φορά.
“Το διάβαζαν σαν θεατρικό. Ο πατέρας έκανε τον αφηγητή. Η μητέρα έπαιζε τους διαλόγους.”
“Όμορφο.”
“Ναι, ήταν.”
Ένιωσε κάτι ν’ ανεβαίνει μέσα του απ’ τον πυρήνα της Γης. Ήταν ευτυχία. Η ανάμνηση των γονιών του, στο παιδικό δωμάτιο. Στο ταβάνι σύννεφα. Του έπαιζαν τον Μάγο του Οζ. Ο Σάσα γελούσε. Η μητέρα του ήταν τόσο όμορφη, τόσο νέα. Ο πατέρας του δεν είχε καράφλα, κι ήταν χαρούμενος. Τους λάτρευε και τους δυο. Ο πατέρας την είχε φιλήσει. Εκείνη είπε με τη φωνή της Ντόροθι, δεν είσαι στο Κάνσας πια. Γελάσανε. Ο Σάσα ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Δάκρυσε. Η Αναστασία το είδε.
“Έχουν πεθάνει;”
“Η μητέρα μου σκοτώθηκε όταν πήγαινα πρώτη γυμνασίου. Ο πιο άθλιος θάνατος, όπως έλεγε κι ο Καμύ.”
“Αυτοκινητιστικό. Ο πατέρας σου ζει;”
“Μάλλον.”
“Πόσο καιρό έχεις να του μιλήσεις;”
“Θες ακόμα ένα τζιν;” είπε και πήρε το ποτήρι της.
Δεν είχε καμιά διάθεση να μιλήσει για τον πατέρα του. Ένιωθε ωραία, γιατί να το χαλάσει; Η Αναστασία έκανε πολύ καίριες ερωτήσεις. Θα έπρεπε να είχε γίνει ψυχολόγος ή ντετέκτιβ.
“Είσαι παράξενος άνθρωπος”, του είπε σαν γύρισε.
“Γι’ αυτό ήμουν φίλος με τον Αντρέι.”
“Κι ο Αντρέι δικός μου. Κατάλαβα.”
Τη ρώτησε αν θα την πείραζε να βάλει μουσική.
“Αρκεί να μη βάλεις Μπαχ.”
“Καθόλου δεν το σκεφτόμουν αυτό.”
Πριν έρθει η Αναστασία είχε ετοιμάσει μια λίστα με μποσανόβες και μουσικές του κόσμου. Δεν αισθανόταν έτσι πια. Έβαλε σόουλ. Της έδωσε το ποτό της.
Ήπιαν άλλα δύο ακούγοντας Αρίθα. Στο πέμπτο σηκώθηκαν να χορέψουν. Ο Σάσα την είδε να κουνιέται και σκέφτηκε ότι μάλλον είχε κάποιον πρόγονο απ’ την Αφρική. Κόλλησε πάνω της.
~~
“Τι ήταν αυτό;” είπε ο Σάσα όταν μπόρεσε να μιλήσει ξανά.
Ήταν ξαπλωμένοι και γυμνοί. Ευτυχώς είχε καθαρίσει και την κρεβατοκάμαρα.
Είχαν χορέψει σόουλ και φανκ στο σαλόνι. Κάποια στιγμή τη φίλησε. Χαμουρεύτηκαν στο χαλί σαν έφηβοι και μετά πήγαν προς την κρεβατοκάμαρα αφήνοντας πίσω ρούχα, σαν έναν πολύ ερωτικό Κοντορεβυθούλη. Έκαναν σεξ γελώντας και πέφτοντας απ’ το κρεβάτι. Κι όπως είχαν ανοικτή την πόρτα τους άκουσε όλο το τετράγωνο να δοξάζουν τον θεό.
“Δεν μουρμουρίζεις”, του είπε. “Δεν ξέρεις πόσο το φοβόμουν.”
“Ότι θα μουρμουρίζω;”
“Ναι, απ’ το πρωί αυτό σκεφτόμουν.”
“Δηλαδή ήρθες έχοντας στο μυαλό σου το σεξ;”
“Όχι ακριβώς, αλλά ναι.”
“Τελικά όλες οι γυναίκες είστε ίδιες.”
Του έδωσε μια σφαλιάρα, λίγο πιο δυνατή απ’ ό,τι υπολόγιζε. Τον φίλησε μετά.
“Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις;” τον ρώτησε μετά.
“Τη διαγραφή; Μπορώ να το αναβάλλω λιγάκι.”
“Όχι, δεν μ’ αρέσει αυτό. Γιατί θα φταίω εγώ.”
“Φταις εσύ.”
“Γιατί;”
“Μ’ έκανες ευτυχισμένο.”
Η Αναστασία ξάπλωσε πάνω του. Έτσι όπως ήταν πρόσωπο με πρόσωπο έμοιαζαν με την Πλατωνική Ιδέα για τον έρωτα.
“Θα είμαι εδώ”, του είπε. “Θα σε βοηθήσω να ξαναζήσεις τη λογοτεχνία.”
“Τζάμπα;”
“Εννοείται όχι. Το δωρεάν κανείς δεν το εκτιμά.”
“Μπορώ να σε πληρώνω σε είδος.”
“Σκεφτόμουν να σε χρεώνω κάτι παραπάνω και για το σεξ.”
Συνέχισαν να μιλάνε και να γελάνε. Μετά να χαϊδεύονται και να γελάνε. Μετά να φιλιούνται, χωρίς να γελάνε. Μετά έγιναν αυτό που είχε πει ο Πλάτωνας.
~~{}~~
Το ανέβαλλε για μια βδομάδα, δύο, τελικά πήγε. Ο υπάλληλος του έκανε τις ίδιες ερωτήσεις ασφαλείας. Μάλλον ήταν εντελώς τυπικές.
“Πώς θα γίνει;” ρώτησε ο Σάσα.
“Τι εννοείτε;”
“Πώς θα διαλέξετε τις σωστές αναμνήσεις; Πώς θα ξεχωρίσετε το Θλιμμένοι Τροπικοί απ’ τη μυθοπλασία;”
“Δεν ξέρω τους Τροπικούς που λέτε, ούτε που χρειάζεται. Δεν το κάνουμε εμείς, δεν διαλέγουμε εμείς. Εσείς διαλέγετε.”
Του εξήγησε ότι ο εγκέφαλος, κάθε εγκέφαλος είναι ένα χαοτικό υπερσύστημα με περισσότερες δυνατές επιλογές μετακίνησης πληροφορίας απ’ όλα τα μόρια που υπάρχουν στο σύμπαν. Οι αναμνήσεις δεν αποθηκεύονται σε συγκεκριμένα ντουλαπάκια με ετικέτες. Είναι κατακερματισμένες σε όλον τον εγκέφαλο, σαν θραύσματα ενός κόκκου άμμου σ’ έναν γαλαξία. Είναι αδύνατον να τις εντοπίσεις, ακόμα και με τον καλύτερο κβαντικό υπολογιστή.
“Αυτό που κάνουμε”, του είπε, “είναι να χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο σου για να διαγράψει αυτό που θέλεις απ’ τον εγκέφαλο σου.”
“Δηλαδή εγώ διαλέγω τι είναι λογοτεχνία;”
“Όχι εσείς, ο εγκέφαλος σας.”
“Εγώ είμαι ο εγκέφαλος μου.”
“Δεν νομίζω”, είπε ο υπάλληλος κι άναψε τον φακό του στο μάτι του Σάσα.
Είχε άλλα τέσσερα ραντεβού εκείνη τη μέρα, δεν υπήρχε χρόνος για φιλοσοφικές συζητήσεις. Τα τρία ήταν εύκολα, Διαγραφή Πρώην Συζύγου, το είχαν σε προσφορά. Το τέταρτο ήταν Διαγραφή Παιδιού. Πολύ δύσκολο, συχνά προέκυπτε αφύπνιση και τρόμος κατά τη διαδικασία.
“Μια τελευταία ερώτηση”, είπε ο Σάσα, λίγο πριν του διακόψουν την εγρήγορση. “Κι αν ο εγκέφαλος μου κάνει λάθος;”
“Μην ανησυχείτε. Ο εγκέφαλος σας είναι πιο έξυπνος από εσάς. Δεν κάνει ποτέ λάθη.”
“Αυτό είναι σχεδόν ύβρις”, είπε ο Σάσα κι αποκοιμήθηκε.
~~
Το ίδιο βράδυ η Αναστασία πήγε στο σπίτι του Σάσα. Ανησυχούσε για τη Διαγραφή, τι θα έκανε στον αγαπημένο της. Αλλά ήταν αισιόδοξος άνθρωπος, πίστευε ότι αυτό θα τους έφερνε ακόμα πιο κοντά. Για καλό και για κακό είχε αγοράσει καινούρια εσώρουχα. Το σεξ πάντα εξομαλύνει τα προβλήματα.
Άνοιξε με το κλειδί που της είχε δώσει απ’ τη δεύτερη μέρα. Τον φώναξε. Φανταζόταν ότι θα τον βρει στο κρεβάτι, να κοιτάει το ταβάνι.
Ήταν στο γραφείο του.
“Τι κάνεις;” τον ρώτησε.
“Μια χαρά”, είπε αυτός, σαν να ήταν Τρίτη απόγευμα.
Τον πλησίασε.
“Πώς πήγε η Διαγραφή;”
“Όπως πρέπει.”
Η Αναστασία δεν είδε το πρόσωπο του, αλλά είχε ήδη αρχίσει να τρομάζει. Η φωνή του, ο τρόπος που μιλούσε. Κι ούτε είχε γυρίσει να την κοιτάξει. Λες κι ήταν παντρεμένοι τριάντα χρόνια.
“Τι έγινε;” του είπε και τον γύρισε στην περιστρεφόμενη καρέκλα.
Φοβήθηκε ότι θα έβλεπε κάποιον άλλο. Ήταν ο Σάσα, αλλά ήταν κάποιος άλλος.
“Τι να γίνει; Όλα καλά.”
Ρομπότ, αυτό σκέφτηκε η Αναστασία, ρομπότ. Είχαν πάρει τον Σάσα κι είχαν βάλει μια ρέπλικα στη θέση του. Έπιασε το πρόσωπο του. Ήταν ζεστό, κανονικά ζεστό. Κι η ανάσα του μύριζε μήλο, όπως πάντα. Έσκυψε να τον φιλήσει. Τα χείλη του ήταν ίδια, αλλά το φιλί του
ρομπότ
“Τι έπαθες;”
“Δεν έπαθα κάτι.”
ρομπότ
Πετάχτηκε πίσω. Του φώναξε:
“Σάσα, τι συμβαίνει;”
“Δεν συμβαίνει κάτι. Γιατί φωνάζεις;”
ρομπότ
“Έλα”, του είπε και τον σήκωσε απ’ την καρέκλα. Τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνος ακολουθούσε πειθήνια. Τον έγδυσε και τον έριξε στο κρεβάτι. Μετά γδύθηκε κι εκείνη. Έμεινε με το σέξι ολόσωμο καλσόν που είχε αγοράσει. Κάτι γυάλισε στα μάτια του. Τον είδε ότι είχε στύση. Έπεσε πάνω του, έκαναν σεξ.
ρομπότ
Ο τρόπος που την έπιανε
ρομπότ
Έτσι όπως την κρατούσε
ρομπότ
έχυσε και γύρισε στο πλάι, χωρίς να της δίνει σημασία πλέον, κι η Αναστασία ένιωσε σαν να ήταν πόρνη.
“Τι έπαθες, Σάσα;”
“Δεν έπαθα τίποτα.”
Η Αναστασία σηκώθηκε και ντύθηκε. Είχε εξοργιστεί. Έπαιζε μαζί της. Ο Σάσα πάτησε κάτω τα πόδια του. Κοίταξε το παντελόνι που ήταν στο πάτωμα. Πήγε να το πιάσει. Σταμάτησε. Κοίταξε το πουκάμισο του, λίγο παραδίπλα. Μετά πάλι το παντελόνι.
“Τι να φορέσω πρώτα;”
Αυτό το είπε δυνατά, παρότι φαινόταν ότι μιλούσε στον εαυτό του. Μετά κοίταξε την Αναστασία και της είπε, χωρίς θλίψη:
“Δεν μπορώ να διαλέξω. Δεν μπορώ να διαλέξω τίποτα. Όταν βγήκα απ’ τη Lacuna σκεφτόμουν τι να πάρω, ταξί ή λεωφορείο. Έκατσα κι έγραψα στο notebook τα υπέρ και τα κατά κάθε επιλογής. Ξεκίνησα να περπατάω ενώ ζύγιζα τα δεδομένα. Έφτασα σπίτι με τα πόδια.”
Η Αναστασία στάθηκε μπρος του.
“Τι έσβησες;”
“Λογοτεχνία. Μυθοπλασία και ποίηση. Τους Θλιμμένους Τροπικούς τους κράτησα. Νομίζω ότι τους κράτησα. Ήθελα να τους κρατήσω. Όχι, δεν τους θυμάμαι. Τι λένε οι Θλιμμένοι Τροπικοί;”
Η Αναστασία υποψιάστηκε τι είχε γίνει. Ήξερε τους Θλιμμένους Τροπικούς. Ήταν ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κλοντ Λεβιστρός, απ’ τα ταξίδια του στον Αμαζόνιο. Το βιβλίο είχε προταθεί για το βραβείο Γκονκούρ, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας, και σίγουρα το άξιζε, αφού ήταν το καλύτερο βιβλίο της δεκαετίας τουλάχιστον, αλλά απορρίφτηκε. Δεν ήταν μυθοπλασία.
“Θυμάσαι την Οδύσσεια;” τον ρώτησε.
“Του Κιούμπρικ;”
“Το βιβλίο.”
“Υπάρχει και βιβλίο;”
Η Αναστασία ένιωσε κάτι Μπεκετικό στην κοιλιά της να φωνάζει: Quelle catastrophe! Τα ομηρικά έπη είναι μέρος του συλλογικού ασυνείδητου της ανθρωπότητας, δεν είναι απλώς μυθοπλασία.
“Θυμάσαι τον κατακλυσμό;”
“Εννοείς πέρυσι; Που πνίγηκαν είκοσι άνθρωποι.”
“Τον κατακλυσμό του Νώε, του Γκιλγκαμές, τον Μεγάλο Κατακλυσμό.”
Δεν χρειαζόταν να της απαντήσει, το είδε. Κι αυτές οι περιπτώσεις μυθοπλασίας είχαν χαθεί.
“Πείνασα”, είπε ο Σάσα και σηκώθηκε. Πήγε προς την κουζίνα, χωρίς να ντυθεί.
Η Αναστασία πετάχτηκε μπροστά του στον διάδρομο.
“Σάσα! Μ’ αγαπάς;”
“Ναι”, απάντησε εκείνος αμέσως.
Την παρέκαμψε και πήγε στο ψυγείο.
Εκείνο το ναι, εκείνη η κατάφαση, ήταν πιο άδεια και ψυχρή απ’ το κενό ανάμεσα στ’ αστέρια.
Την πήραν τα κλάματα. Ντύθηκε. Ήθελε να φύγει γρήγορα, δεν μπορούσε να είναι μαζί του. Άφησε το κλειδί δίπλα στο τηλέφωνο, πήγε να κλείσει. Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσε μια οικογένεια. Είχαν κι ένα μικρό κορίτσι που είχε κολλήσει στην πόρτα τους μια τεράστια ζωγραφιά μ’ έναν μονόκερο.
“Πιστεβο στους μονοκερους”, έγραφε με γράμματα νηπιαγωγείου.
Η Αναστασία έτρεξε στην κουζίνα. Ο Σάσα είχε βάλει τυριά κι αλλαντικά στον πάγκο της κουζίνας και τα κοιτούσε αναποφάσιστος.
“Σάσα.”
“Ναι.”
“Θυμάσαι τη μητέρα σου;”
“Ναι.”
“Σου διάβαζε παραμύθια;”
Ο Σάσα έμεινε να σκέφτεται. Μετά είπε:
“Ζαμπόν ή γαλοπούλα; Τι να βάλω;”
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου