Γελωτοποιός
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
“Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία.”
Ρολάν Μπαρτ
“Στις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, οι γονείς μας είναι επίσης ευτυχισμένοι.”
Ρόμπερτ Μπρολτ
“Δεν υπάρχουν ίσως ημέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο απόλυτα, όσο εκείνες που πιστέψαμε ότι τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς να τις ζήσουμε, εκείνες που τις περάσαμε με ένα βιβλίο αγαπημένο.”
Μαρσέλ Προυστ
Πήγε τρέχοντας στην κεντρική βιβλιοθήκη. Είχε μια υποψία, αλλά δεν ήταν στον τομέα της. Θα μπορούσε να το γκουγκλάρει, αλλά προτίμησε να ρωτήσει τον άνθρωπο που θυμόταν τα πάντα.
“Κάρολε”, του φώναξε σαν μπήκε, “ερώτηση.”
Ο Θυρωρός έστησε αυτί.
“Κάποιο βιβλίο που γράφει για τι συναίσθημα και τις αποφάσεις.”
“Το Λάθος του Καρτέσιου”, είπε ο savant Θυρωρός, “Νταμάζιο Αντόνιο, 612.82 DAM.”
“Ωραία. Και κάτι ακόμα. Κάπου γράφει ότι διαβάζουν παραμύθια σε τεχνητές νοημοσύνες.”
“Scientific American, η αμερικανική έκδοση, Νοέμβρης του 2016.”
“Ευχαριστώ, Κάρολε”, του είπε κι ανέβηκε τις σκάλες. Εκείνη ήξερε για το ασανσέρ και τους μαύρους κύκνους.
Ο Νταμάζιο έγραφε για περιπτώσεις ανθρώπων που μετά από τραυματισμό ή εγκεφαλικό έχαναν το συναίσθημα. Ανάμεσα στα άλλα προβλήματα που δημιουργούσε ήταν και η αδυναμία λήψης αποφάσεων. Οι άνθρωποι, έγραφε, δεν αποφασίζουν για τίποτα λογικά. Το συναίσθημα είναι αυτό που τους οδηγεί στο τυρί ή στο ζαμπόν, στους δεξιούς ή στους αριστερούς.
“Αυτό είναι το πρόβλημα λοιπόν”, είπε η Αναστασία. “Του έσβησαν και το συναίσθημα. Αλλά γιατί;”
Η Αναστασία δεν ήξερε πώς λειτουργούσε η Διαγραφή. Ο εγκέφαλος του Σάσα είχε πάρει εντολή να σβήσει κάθε ανάμνηση και συνειρμό σχετικά με τη μυθοπλασία.
Η μυθοπλασία για έναν ενήλικο μπορεί να είναι το τελευταίο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ. Όμως για τα παιδιά είναι πολλά παραπάνω. Για εκείνα η μυθοπλασία είναι πραγματικότητα. Ο Άι Βασίλης, οι μονόκεροι, η νεράιδα των δοντιών, η Μπάμπα Γιάγκα, οι πριγκίπισσες της Ντίσνεϋ, το τέρας μέσα στην ντουλάπα.
Τα παιδιά πιστέβουν στουν μονόκερους.
Σβήνοντας τη μυθοπλασία και τα παρελκόμενα ο Σάσα είχε διαγράψει το μεγαλύτερο κομμάτι της παιδικής του ηλικίας πριν τα εννιά, όταν άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο Άι Βασίλης δεν υπάρχει. Ήταν σαν ένας Μόγλης που τον είχαν μεγαλώσει μηχανές.
Ποια μπορεί να ήταν η λύση; Η Αναστασία άνοιξε το περιοδικό. Είχε μια έρευνα του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Τζόρτζια. Οι ερευνητές είχαν αναπτύξει ένα λογισμικό, το Σεχραζάτ, που βοηθούσε τις Τεχνητές Νοημοσύνες να γίνουν πιο ανθρώπινες. Πώς; Διαβάζοντας παραμύθια.
Για τα ρομπότ έδειχνε να λειτουργεί. Τι θα πάθαινε ο Σάσα;
“Ό,τι κι αν πάθει θα ‘ναι καλύτερα απ’ αυτό που έχει τώρα”, είπε η Αναστασία και κατέβηκε στον πρώτο όροφο, στην παιδική βιβλιοθήκη.
Πίστευε ότι θα γύριζε σπίτι και θα τον έβρισκε να κοιτάει το ζαμπόν και το τυρί. Τα είχε φάει όλα. Η πείνα υπερκέρασε την αναποφασιστικότητα. Τα βασικά ορμέμφυτα είναι πιο βαθιά απ’ τη λογική και το συναίσθημα. Και τα βακτήρια τρέφονται.
Τον βρήκε να κάθεται μπροστά στην κλειστή τηλεόραση.
“Κάτι μου συμβαίνει”, της είπε, χωρίς ανησυχία ή φόβο στη φωνή του.
“Κάτι έκαναν στο μυαλό σου.”
“Αυτοί δεν κάνουν. Μόνος μου το έκανα.”
Της εξήγησε πώς γινόταν η Διαγραφή.
“Πώς νιώθεις;”
“Είμαι υγιής”, της είπε ο Σάσα.
“Αλλά κατάλαβες ότι κάτι έχεις πάθει.”
“Άνοιξα την τηλεόραση. Οι άνθρωποι είναι γκροτέσκοι.”
“Εσύ δεν είσαι άνθρωπος;”
“Φυσικά και είμαι.”
“Αλλά κάτι ανθρώπινο σου λείπει.”
“Ναι, ακριβώς.”
Η Αναστασία ξεκίνησε να γελάει. Ψεύτικα στην αρχή, μετά το κατάφερε να γελάσει στ’ αλήθεια. Είχε περάσει πολλά χρόνια σε ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου. Ο Σάσα την παρακολουθούσε χωρίς καν να χαμογελάει.
“Τι έκανα τώρα;” του είπε όταν σταμάτησε.
“Γελούσες.”
“Γιατί;”
“Δεν ξέρω.”
“Πώς νιώθει όποιος γελάει;”
“Γελαστός, γελασμένος, χαρωπός, χαρούμενος, ευτυχισμένος.”
“Δεύτερη άσκηση”, του είπε.
Το κλάμα το είχε στο τσεπάκι της. Από τότε στην ομάδα είχε βρει το στανισλαφσκικό κόλπο για να κλαίει στο δευτερόλεπτο. Θυμόταν τον Ρόκι, τον πρώτο της σκύλο που τον είχε σκοτώσει ένα αμάξι.
Έκλαιγε με δάκρυα και με λυγμούς. Ακούμπησε το πρόσωπο της στο πρόσωπο του Σάσα. Εκείνος δεν φάνηκε να συγκινείται. Μόνο, σαν σταμάτησε να κλαίει, της έδωσε χαρτομάντιλο.
Η Αναστασία ξεκίνησε να ουρλιάζει: “Δε νιώθεις τίποτα; Τίποτα; Τι είσαι;”
Δεν έκανε ψέματα, είχε εξοργιστεί.
Αλλά ο Σάσα της απάντησε μόνο: “Τρίτη άσκηση, θυμός. Μετά τι έχει; Φόβο;”
Η Αναστασία έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε στον καναπέ. Ναι, ήταν φόβος. Και απόγνωση. Ακούμπησε το κεφάλι της στην τσάντα. Θυμήθηκε το βιβλίο. Μαζί με την απόγνωση πάντα έρχεται κι η ελπίδα.
Έπρεπε να του διαβάσει παραμύθια για να τον κάνει άνθρωπο ξανά. Αλλά με ποιο θα ξεκινούσε; Σκέφτηκε τον Μικρό Πρίγκηπα του Εξυπερύ, που ήταν το αγαπημένο της βιβλίο. Μετά κατάλαβε ότι δεν ήταν παιδικό.
Ίσως έπρεπε να διαλέξει κάτι πιο κλασικό. Την Κοκκινοσκουφίτσα.
Ή κάτι παραδοσιακό: Τη Ροδιά;
Κάτι του Άντερσον; Πολύ μακάβριο.
Τριβιζά; Dr Seuss; Ροντάρι;
Ήταν πολύ δύσκολο να διαλέξει. Έτσι αποφάσισε να το αφήσει στη Μαρία, στο τμήμα παιδικής λογοτεχνίας.
“Πόσων χρονών είναι το παιδί;” ρώτησε εκείνη.
“Είναι… Υπάρχει κάποιο θέμα. Είναι μεγάλο παιδί, αλλά δεν έχει διαβάσει ποτέ παραμύθια.”
“Χριστέ και Παναγιά μου! Σε υπόγειο το είχανε δεμένο;”
“Όχι. Είναι…”
“Τι είναι;”
“Είναι προσφυγάκι. Απ’ το Αφγανιστάν. Σκληρή ζωή. Οι γονείς του πνίγηκαν.”
“Το κακόμοιρο, να μην έχει διαβάσει παραμύθι. Πόσων χρονών;”
“Γύρω στα εννιά.”
“Αγόρι είπες.”
“Δεν είπα.” Γιατί ν’ ακολουθήσει το κοινωνικό φύλο; “Κοριτσάκι είναι.”
“Ε, ας της δώσουμε κάτι να ταυτιστεί. Έλα.”
Η Μαρία περπατούσε ανάμεσα στα ράφια με τα βιβλία και τ’ άγγιζε με τ’ ακροδάκτυλα της, χωρίς να κοιτάει τίτλους.
“Χωρίς γονείς… Μακριά απ’ το σπίτι… Κάτι την πήρε… Βρίσκεται σ’ έναν τόπο όπου όλα είναι διαφορετικά.”
Σταμάτησε κι έβγαλε ένα βιβλίο. Το έδωσε στην Αναστασία χωρίς να το κοιτάξει.
“Τι είναι;” είπε εκείνη πριν το δει.
“Φρανκ Μπάουμ, αγαπητή μου. Ο Μάγος του Οζ. Δεν είσαι πια στο Αφγανιστάν, Ντόροθυ.”
Ο Σάσα κοιτούσε τη σβηστή τηλεόραση. Η Αναστασία έβγαλε το βιβλίο απ’ την τσάντα, σαν να έβγαζε όπλο. Κάτι που την προβλημάτιζε ήταν αν έπρεπε να το διαβάσει μόνος του ή αν θα ήταν καλύτερο να του το διαβάσει εκείνη.
Ήξερε από αφήγηση παραμυθιών, παρότι δεν είχε παιδιά δικά της. Διάβασε πολλά στα ανίψια της. Ήταν κι ηθοποιός, ερασιτέχνης έστω.
Η λογοτεχνία είναι κάτι που πρέπει να διαβάσεις μόνος σου; Τα ομηρικά έπη διαδίδονταν προφορικά για πεντακόσια χρόνια. Οι γιαγιάδες έλεγαν παραμύθια στα εγγόνια τους. Την πρώτη σου μυθοπλασία την ακούς, πολύ πριν μάθεις να διαβάζεις.
“Θέλω να σου διαβάσω ένα βιβλίο”, του είπε.
“Γιατί;”
“Γιατί έχει αυτό που σου λείπει.”
“Τι μου λείπει;”
“Αυτό που θα σου διαβάσω.”
Τον έβαλε να ξαπλώσει αναπαυτικά στον καναπέ, σαν να έκανε ψυχανάλυση. Τον σκέπασε και με μια βελουτέ κουβέρτα. Δεν έκανε κρύο, αλλά ήθελε να του δώσει την αίσθηση του σπιτικού.
Του διάβασε την πρώτη πρόταση:
“Η Ντόροθυ ζούσε στη μέση της μεγάλης κοιλάδας του Κάνσας, με τον θείο Χένρι και τη θεία Εμ, που ήταν αγρότες.”
Ο Σάσα γύρισε και την κοίταξε.
“Σου θυμίζει κάτι;” τον ρώτησε.
“Ίσως. Όχι.”
Συνέχισε να διαβάζει. Εκείνος άκουγε προσεκτικά, μέχρι που ο ανεμοστρόβιλος σήκωσε στον αέρα το σπίτι -μαζί με την Ντόροθι και τον Τότο.
“Δεν μπορεί να γίνει αυτό”, είπε ο Σάσα και πήγε να σηκωθεί. “Τι βιβλίο μου διαβάζεις;”
“Στην ιστορία έγινε”, του είπε η Αναστασία και τον κράτησε.
“Είναι αδύνατον. Το σπίτι θα διαλυόταν. Δεν γίνεται να το σηκώσει ανέπαφο.”
“Θυμάσαι τη γεωμετρία;” του είπε η Αναστασία. “Έστω δυο παράλληλες γραμμές που τέμνονται.”
“Αυτό είναι λογικό. Εις άτοπον απαγωγή.”
“Ναι, έτσι δες το. Σαν μια υπόθεση.”
“Έστω”, είπε ο Σάσα.
“Ναι, έστω ότι.”
Ο Σάσα έκατσε πίσω ν’ ακούσει τη συνέχεια. Όταν το σπίτι της Ντόροθι έλιωσε τη κακιά μάγισσα, ο Σάσα πετάχτηκε πάνω.
“Μάγισσα; Πότε διαδραματίζεται η ιστορία; Στο Μεσαίωνα; Στο Σάλεμ;”
“Έστω ότι”, του είπε και τον χάιδεψε σαν να τον νανούριζε, “έστω ότι.”
Κατάλαβε ότι θα ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι περίμενε. Μαζί με τη μυθοπλασία και την παιδική ηλικία είχε πειραχτεί κι η φαντασία. Καθώς προχωρούσε η ιστορία ο Σάσα δυσανασχετούσε όλο και περισσότερο. Η Αναστασία σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να είχαν ξεκινήσει με κάτι πιο ρεαλιστικό, Άλκη Ζέη ή Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Τον έβαλε να ξαπλώσει πάλι και ξεκίνησε το επεισόδιο της συνάντησης με το σκιάχτρο. Περίμενε να τον δει να σηκώνεται και να λέει: “Τα σκιάχτρα δεν μιλάνε.” Ψυχρά κι αδιάφορα.
Όμως αντί γι’ αυτό είδε στην άκρη απ’ το στόμα του, εκεί αριστερά, την αστραπιαία εμφάνιση μιας υποψίας χαμόγελου. Μετά γύρισε και τη ρώτησε:
“Έστω ότι;”
“Έστω ότι.”
Συνέχισε να του διαβάζει κι όταν τέλειωνε το επεισόδιο τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι.
“Μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ.”
“Τι λες;”
“Είναι ένα τραγούδι”, της είπε. “We’re off to see the Wizard, τhe wonderful Wizard of Oz.”
Η Αναστασία έσκυψε να τον φιλήσει.
“Διάβασε παρακάτω”, της είπε, “διάβασε.”
Και πλέον δεν την διέκοψε να της πει τα έστω-ότι του, άκουγε με τα μάτια ορθάνοιχτα σαν να έβλεπε τις εικόνες, σαν να ήταν παιδί απ’ το Αφγανιστάν και ν’ άκουγε για πρώτη φορά παραμύθι.
Καθώς του διάβαζε τις τελευταίες σελίδες τον είδε να δακρύζει, αλλά η Αναστασία σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κι απ’ την κούραση, που κοιτούσε τόση ώρα το ταβάνι.
“Δεν είναι ρεαλιστικό”, είπε ο Σάσα μόλις άκουσε το τέλος.
“Δεν είναι.”
“Αλλά είναι όμορφο.”
“Είναι.”
“Όπως οι πίνακες του Πικάσο ή τα γλυπτά του Μουρ. Ο δημιουργός αποδομεί το αληθινό και ανασυνθέτει με βάση τους προσωπικούς κανόνες.”
Η Αναστασία κατάλαβε ότι δεν θα ήταν το ίδιο εύκολο όσο μ’ έναν παιδί. Ο Σάσα ήξερε πολλά, για τους νόμους της φυσικής και για την ιστορία της τέχνης, τον συμβολισμό, την εικονοκλασία, την αποδόμηση, ήξερε να λέει παράξενες λέξεις που δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαιναν, αλλά ακούγονταν αρκετά σοβαρές.
Ο εγκέφαλος του παιδιού είναι ένα πράσινο λιβάδι.
Ο εγκέφαλος του Σάσα ήταν μια βομβαρδισμένη μεγαλούπολη.
Κοιμήθηκαν χωρίς να κάνουν σεξ. Το βράδυ αργά, σχεδόν ξημερώματα, η Αναστασία ξύπνησε απ’ το όνειρο της ακούγοντας γέλια. Έβλεπε ότι είχε φτάσει στον Μάγο του Οζ για να του ζητήσει μια χάρη, αλλά πριν του πει τίποτα εκείνος είχε αρχίσει να γελάει. Ξύπνησε και κατάλαβε ότι ο Μάγος ήταν όνειρο, αλλά τα γέλια ήταν αληθινά. Ακούμπησε το χέρι στο πλάι. Ο Σάσα έλειπε.
Ακολούθησε τον ήχο του γέλιου. Τον βρήκε στον καναπέ ξαπλωμένο, να διαβάζει το βιβλίο του Μπάουμ. Έμεινε στο κατώφλι να τον κοιτά, σαν μητέρα που βλέπει το μωρό της να κάνει τα πρώτα του βήματα. Την είδε κι εκείνος.
“Είναι υπέροχο”, της είπε. “Το σκιάχτρο είναι τόσο χαζό.” Και δωσ’ του πάλι γέλια.
“Δεν είχες ύπνο;” του είπε κι έκατσε στο προσκεφάλι του.
“Την είδα στο όνειρο μου”, είπε ο Σάσα.
“Την Ντόροθι;”
“Τη μητέρα μου.”
Μπορεί να ήταν σύμπτωση, μπορεί να ήταν εκείνη η κρυφή αρμονία που λέει ο Ηράκλειτος. Το βιβλίο του Μπάουμ ήταν απ’ τ’ αγαπημένα του μικρού Σάσα.
Το είχε ακούσει 34 φορές, το σημείωναν με μια γραμμή στο δοκάρι του κρεβατιού. Είχε δει και την ταινία του ’39, με τη Τζούντι Γκάρλαντ, we’re off to see the Wizard, the wonderful Wizard of Oz. Μέχρι που το είχε παίξει σε παράσταση, στο δημοτικό σχολείο. Είχε κάνει το σκιάχτρο.
Τα είχε διαγράψει μαζί με όλη τη μυθοπλασία κι όσα είχαν σχέση μ’ αυτό στην παιδική του ηλικία. Σίγουρα θα έμεναν εκεί θαμμένα, κάπου εκεί. Γιατί ο εγκέφαλος κρατάει αρχεία απ’ τα πάντα, κωδικοποιημένα κι ανενεργά. Θα έμεναν έτσι αν δεν είχε την Αναστασία. Όταν του διάβασε για πρώτη φορά τον Μάγο του Οζ έπαθε κάτι, αλλά δεν το συνειδητοποίησε.
Έπεσε να κοιμηθεί μ’ εκείνη την παράξενη αίσθηση ότι κάτι έχεις ξεχάσει, τον θερμοσίφωνα ανοιχτό, την πόρτα ξεκλείδωτη, το μαγιό σου στο πλυντήριο, την παιδική σου ηλικία σβησμένη.
Έπεσε να κοιμηθεί κι είδε ένα όνειρο. Το είπε στην Αναστασία έτσι όπως το θυμόταν.
Όλα είναι τεράστια. Η πόρτα, το τραπέζι, η ντουλάπα. Το κρεβάτι είναι μαλακό. Έχω κολλήσει χαλκομανίες στο ξύλο. Κάτι αεροπλανάκια, τη Μάγια τη Μέλισσα, τον Τιραμόλα. Τα έχω βρει στα γαριδάκια.
Κοιτάω το ρολόι με τον Μίκυ Μάους, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λέει. Όταν είναι ο μεγάλος δείκτης πού;
Ακούγονται φωνές απ’ την τηλεόραση. Ο μπαμπάς κι η μαμά βλέπουν την ταινία που είναι για μεγάλους κι όχι για παιδιά. Τον Χριστόφορο Κολόμπο.
Όμως δεν είναι ακόμα η ώρα του Κολόμπο. Ο μεγάλος δείκτης είναι… Δεν μου έχει διαβάσει το παραμύθι για να κοιμηθώ. Πώς θα κοιμηθώ; Θέλω να σηκωθώ να τους το πω. Δεν σηκώνομαι. Κατουράω το κρεβάτι μου.
Αυτές οι φωνές δεν είναι του Κολόμπο. Ο μπαμπάς φωνάζει. Λέει ότι θα φύγει, ότι βαρέθηκε. Η μαμά λέει για γκόμενες και για χαρτιά. Δεν είναι Κολόμπο.
Ακούγεται ένα δυνατό. Ο Μπαμπάς λέει κακές λέξεις, πολλές. Λέει εσύ φταις καριόλα. Μετά βήματα. Η πόρτα η έξω ανοίγει και κλείνει. Η Μαμά κλαίει. Δεν είναι Κολόμπο.
Τη φωνάζω. Μαμά, μαμά. Έρχεται και τα μάτια της είναι κόκκινα. Της λέω ότι πρέπει να μου τελειώσει την ιστορία του Μάγου του Οζ. Και τοκ τοκ τοκ χτυπάει τις φτέρνες της και ξυπνάω.
“Πώς νιώθεις;” τον ρώτησε η Αναστασία, αλλά μπορούσε να το δει, είχε αρχίσει να ξαναγίνεται άνθρωπος.
“Μπερδεμένα.”
“Για τη μητέρα σου πώς νιώθεις;”
“Μου λείπει. Νομίζω.”
Ο Σάσα χάιδεψε το βιβλίο. Θυμόταν ακόμα την αίσθηση του ονείρου, όπου εκείνη έσκυβε να τον φιλήσει.
“Για μένα τι νιώθεις;” του είπε η Αναστασία.
Αυτή ήταν η καίρια ερώτηση. Θα μπορούσε να την καθυστερήσει λιγάκι, αλλά δεν άντεχε. Το συναίσθημα του χαμένου χρόνου είχε ξαναβρεθεί, είχε αρχίσει να ξαναβρίσκεται. Το συναίσθημα του παρόντος;
“Δεν θέλω ποτέ να σου κάνω κακό”, της είπε.
“Εντάξει, είναι μια αρχή κι αυτό”, είπε η Αναστασία, αλλά είχε απογοητευτεί με την απάντηση. Θα προτιμούσε λίγη αγάπη, λίγο έρωτα, λίγη τρυφερότητα. Λίγο από κάτι και για εκείνη.
Πήγε να φύγει, να πάει προς το κρεβάτι. Αλλά της ήρθε μια σκέψη σαν κοιτάχτηκε τυχαία στο τζάμι και είδε το πρόσωπο της, μια γυναίκα που την κοίταζε. Κατάλαβε ότι ο Σάσα δεν είχε εκφράσει αγάπη ούτε για τη μητέρα του. Κατανοούσε τα συναισθήματα στους άλλους, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει και να εκφράσει τα δικά του. Εκτός αν τον πίεζε.
“Για τον πατέρα σου τι νιώθεις;” γύρισε και του είπε.
Το θυμόταν απ’ τη σχολή θεάτρου. Το πιο κατακλυσμικό συναίσθημα είναι ο θυμός. Οι άνθρωποι σκοτώνουν εν βρασμώ ψυχής και μετά δεν θυμούνται τι έκαναν.
“Σκεφτείτε τον Αλ Πατσίνο”, τους έλεγε η δασκάλα τους, που είχε περάσει απ’ το Ακτορ’ς Στούντιο. “Τι θα ήταν ο Πατσίνο χωρίς τις εκρήξεις οργής;”
“Θα προτιμούσα να μην τον σκέφτομαι”, είπε ο Σάσα.
“Γιατί;”
“Άσ’το.”
“Τι είπε στη μητέρα σου εκείνο το βράδυ;”
“Δεν θυμάμαι.”
“Σας παράτησε, έτσι δεν είναι;”
“Όχι τότε. Μετά το έκανε.”
“Αλλά χτυπούσε τη μαμά σου από τότε.”
“Θα προτιμούσα να το αφήσουμε.”
“Τον μισούσες γι’ αυτό.”
“Δεν θέλω να…”
“Την είχε χτυπήσει πολύ άσχημα;”
“Σταμάτα, σε παρακαλώ. Απλώς σταμάτα.”
“Την είχες δει με μαυρισμένο μάτι; Ή μήπως στο…”
Δεν πρόλαβε να πει τη λέξη που ήθελε να πει. Νοσοκομείο. Της ήρθε στο μυαλό ξεκάθαρα, σαν φωτογραφία. Την είχε σακατέψει στο ξύλο. Σπασμένη μύτη, πρόσωπο διαλυμένο, ένα πλευρό είχε τρυπήσει τον πνεύμονα. Δεν θα έλεγε τίποτα αν ήξερε. Αλλά ήταν αργά.
Η φωνή που βγήκε μέσα απ’ τον Σάσα δεν ήταν φωνή ρομπότ, δεν ήταν φωνή ανθρώπου.
Φώναξε μόνο μια λέξη: “Σταμάτα.”
Αλλά την είπε με τέτοια ένταση που ολόκληρος ο πλανήτης σταμάτησε για λίγο.
Το πρόσωπο του ήταν μια μάσκα τρόμου και θυμού. Τα μάτια ορθάνοιχτα, τα ρουθούνια να ρουφάνε, κόκκινος ολόκληρος με φλέβες έτοιμες να σκάσουν. Κι οι γροθιές κλεισμένες γερά για να βαστήξουν όλη τη φρίκη που νιώθει ένα παιδί όταν βλέπει τη μητέρα του διαλυμένη απ’ τον πατέρα του.
Ο Σάσα έκλαιγε στην αγκαλιά της ως το πρωί, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Εκεί μέσα αποκοιμήθηκε κι εκείνη. Κάποια στιγμή κουνήθηκε γιατί είχε πιαστεί στον καναπέ. Άνοιξε τα μάτια. Ο Σάσα την κοιτούσε.
“Σ’ αγαπώ”, της είπε.
Δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει τίποτα άλλο.
Τις επόμενες μέρες συνέχισε να του διαβάζει ιστορίες. Δεν το χρειαζόταν, αλλά του άρεσε. Της διάβαζε κι εκείνος. Πέρασαν έτσι έναν χρόνο. Χωρίς τηλεόραση και ταινίες, χωρίς εξόδους και ταξίδια, μόνο έρωτα και μυθοπλασία.
Ο Σάσα ένιωθε σαν να ‘χε αρχίσει απ’ την αρχή, σαν να ‘χε πατήσει το restart button, ένας καινούριος άνθρωπος. Αλλά ήξερε ότι υπήρχε ένας τελευταίος λεκές, μια τρύπα, ένα αγκάθι, ένα εμπόδιο.
Δεν μπορούσε ν’ αφεθεί και ν’ απολαύσει οριστικά την ευτυχία του, δεν μπορούσε να ελευθερωθεί, όσο ένιωθε μίσος ή έστω τα κατακάθια ενός παλιότερου μίσους.
Έπρεπε να βρει τον πατέρα του.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Διαβάστε το πρώτο μέρος ΕΔΩ
“Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία.”
Ρολάν Μπαρτ
“Στις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, οι γονείς μας είναι επίσης ευτυχισμένοι.”
Ρόμπερτ Μπρολτ
“Δεν υπάρχουν ίσως ημέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο απόλυτα, όσο εκείνες που πιστέψαμε ότι τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς να τις ζήσουμε, εκείνες που τις περάσαμε με ένα βιβλίο αγαπημένο.”
Μαρσέλ Προυστ
Πήγε τρέχοντας στην κεντρική βιβλιοθήκη. Είχε μια υποψία, αλλά δεν ήταν στον τομέα της. Θα μπορούσε να το γκουγκλάρει, αλλά προτίμησε να ρωτήσει τον άνθρωπο που θυμόταν τα πάντα.
“Κάρολε”, του φώναξε σαν μπήκε, “ερώτηση.”
Ο Θυρωρός έστησε αυτί.
“Κάποιο βιβλίο που γράφει για τι συναίσθημα και τις αποφάσεις.”
“Το Λάθος του Καρτέσιου”, είπε ο savant Θυρωρός, “Νταμάζιο Αντόνιο, 612.82 DAM.”
“Ωραία. Και κάτι ακόμα. Κάπου γράφει ότι διαβάζουν παραμύθια σε τεχνητές νοημοσύνες.”
“Scientific American, η αμερικανική έκδοση, Νοέμβρης του 2016.”
“Ευχαριστώ, Κάρολε”, του είπε κι ανέβηκε τις σκάλες. Εκείνη ήξερε για το ασανσέρ και τους μαύρους κύκνους.
Ο Νταμάζιο έγραφε για περιπτώσεις ανθρώπων που μετά από τραυματισμό ή εγκεφαλικό έχαναν το συναίσθημα. Ανάμεσα στα άλλα προβλήματα που δημιουργούσε ήταν και η αδυναμία λήψης αποφάσεων. Οι άνθρωποι, έγραφε, δεν αποφασίζουν για τίποτα λογικά. Το συναίσθημα είναι αυτό που τους οδηγεί στο τυρί ή στο ζαμπόν, στους δεξιούς ή στους αριστερούς.
“Αυτό είναι το πρόβλημα λοιπόν”, είπε η Αναστασία. “Του έσβησαν και το συναίσθημα. Αλλά γιατί;”
Η Αναστασία δεν ήξερε πώς λειτουργούσε η Διαγραφή. Ο εγκέφαλος του Σάσα είχε πάρει εντολή να σβήσει κάθε ανάμνηση και συνειρμό σχετικά με τη μυθοπλασία.
Η μυθοπλασία για έναν ενήλικο μπορεί να είναι το τελευταίο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ. Όμως για τα παιδιά είναι πολλά παραπάνω. Για εκείνα η μυθοπλασία είναι πραγματικότητα. Ο Άι Βασίλης, οι μονόκεροι, η νεράιδα των δοντιών, η Μπάμπα Γιάγκα, οι πριγκίπισσες της Ντίσνεϋ, το τέρας μέσα στην ντουλάπα.
Τα παιδιά πιστέβουν στουν μονόκερους.
Σβήνοντας τη μυθοπλασία και τα παρελκόμενα ο Σάσα είχε διαγράψει το μεγαλύτερο κομμάτι της παιδικής του ηλικίας πριν τα εννιά, όταν άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο Άι Βασίλης δεν υπάρχει. Ήταν σαν ένας Μόγλης που τον είχαν μεγαλώσει μηχανές.
Ποια μπορεί να ήταν η λύση; Η Αναστασία άνοιξε το περιοδικό. Είχε μια έρευνα του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Τζόρτζια. Οι ερευνητές είχαν αναπτύξει ένα λογισμικό, το Σεχραζάτ, που βοηθούσε τις Τεχνητές Νοημοσύνες να γίνουν πιο ανθρώπινες. Πώς; Διαβάζοντας παραμύθια.
Για τα ρομπότ έδειχνε να λειτουργεί. Τι θα πάθαινε ο Σάσα;
“Ό,τι κι αν πάθει θα ‘ναι καλύτερα απ’ αυτό που έχει τώρα”, είπε η Αναστασία και κατέβηκε στον πρώτο όροφο, στην παιδική βιβλιοθήκη.
~~
Πίστευε ότι θα γύριζε σπίτι και θα τον έβρισκε να κοιτάει το ζαμπόν και το τυρί. Τα είχε φάει όλα. Η πείνα υπερκέρασε την αναποφασιστικότητα. Τα βασικά ορμέμφυτα είναι πιο βαθιά απ’ τη λογική και το συναίσθημα. Και τα βακτήρια τρέφονται.
Τον βρήκε να κάθεται μπροστά στην κλειστή τηλεόραση.
“Κάτι μου συμβαίνει”, της είπε, χωρίς ανησυχία ή φόβο στη φωνή του.
“Κάτι έκαναν στο μυαλό σου.”
“Αυτοί δεν κάνουν. Μόνος μου το έκανα.”
Της εξήγησε πώς γινόταν η Διαγραφή.
“Πώς νιώθεις;”
“Είμαι υγιής”, της είπε ο Σάσα.
“Αλλά κατάλαβες ότι κάτι έχεις πάθει.”
“Άνοιξα την τηλεόραση. Οι άνθρωποι είναι γκροτέσκοι.”
“Εσύ δεν είσαι άνθρωπος;”
“Φυσικά και είμαι.”
“Αλλά κάτι ανθρώπινο σου λείπει.”
“Ναι, ακριβώς.”
Η Αναστασία ξεκίνησε να γελάει. Ψεύτικα στην αρχή, μετά το κατάφερε να γελάσει στ’ αλήθεια. Είχε περάσει πολλά χρόνια σε ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου. Ο Σάσα την παρακολουθούσε χωρίς καν να χαμογελάει.
“Τι έκανα τώρα;” του είπε όταν σταμάτησε.
“Γελούσες.”
“Γιατί;”
“Δεν ξέρω.”
“Πώς νιώθει όποιος γελάει;”
“Γελαστός, γελασμένος, χαρωπός, χαρούμενος, ευτυχισμένος.”
“Δεύτερη άσκηση”, του είπε.
Το κλάμα το είχε στο τσεπάκι της. Από τότε στην ομάδα είχε βρει το στανισλαφσκικό κόλπο για να κλαίει στο δευτερόλεπτο. Θυμόταν τον Ρόκι, τον πρώτο της σκύλο που τον είχε σκοτώσει ένα αμάξι.
Έκλαιγε με δάκρυα και με λυγμούς. Ακούμπησε το πρόσωπο της στο πρόσωπο του Σάσα. Εκείνος δεν φάνηκε να συγκινείται. Μόνο, σαν σταμάτησε να κλαίει, της έδωσε χαρτομάντιλο.
Η Αναστασία ξεκίνησε να ουρλιάζει: “Δε νιώθεις τίποτα; Τίποτα; Τι είσαι;”
Δεν έκανε ψέματα, είχε εξοργιστεί.
Αλλά ο Σάσα της απάντησε μόνο: “Τρίτη άσκηση, θυμός. Μετά τι έχει; Φόβο;”
Η Αναστασία έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε στον καναπέ. Ναι, ήταν φόβος. Και απόγνωση. Ακούμπησε το κεφάλι της στην τσάντα. Θυμήθηκε το βιβλίο. Μαζί με την απόγνωση πάντα έρχεται κι η ελπίδα.
~~{}~~
Έπρεπε να του διαβάσει παραμύθια για να τον κάνει άνθρωπο ξανά. Αλλά με ποιο θα ξεκινούσε; Σκέφτηκε τον Μικρό Πρίγκηπα του Εξυπερύ, που ήταν το αγαπημένο της βιβλίο. Μετά κατάλαβε ότι δεν ήταν παιδικό.
Ίσως έπρεπε να διαλέξει κάτι πιο κλασικό. Την Κοκκινοσκουφίτσα.
Ή κάτι παραδοσιακό: Τη Ροδιά;
Κάτι του Άντερσον; Πολύ μακάβριο.
Τριβιζά; Dr Seuss; Ροντάρι;
Ήταν πολύ δύσκολο να διαλέξει. Έτσι αποφάσισε να το αφήσει στη Μαρία, στο τμήμα παιδικής λογοτεχνίας.
“Πόσων χρονών είναι το παιδί;” ρώτησε εκείνη.
“Είναι… Υπάρχει κάποιο θέμα. Είναι μεγάλο παιδί, αλλά δεν έχει διαβάσει ποτέ παραμύθια.”
“Χριστέ και Παναγιά μου! Σε υπόγειο το είχανε δεμένο;”
“Όχι. Είναι…”
“Τι είναι;”
“Είναι προσφυγάκι. Απ’ το Αφγανιστάν. Σκληρή ζωή. Οι γονείς του πνίγηκαν.”
“Το κακόμοιρο, να μην έχει διαβάσει παραμύθι. Πόσων χρονών;”
“Γύρω στα εννιά.”
“Αγόρι είπες.”
“Δεν είπα.” Γιατί ν’ ακολουθήσει το κοινωνικό φύλο; “Κοριτσάκι είναι.”
“Ε, ας της δώσουμε κάτι να ταυτιστεί. Έλα.”
Η Μαρία περπατούσε ανάμεσα στα ράφια με τα βιβλία και τ’ άγγιζε με τ’ ακροδάκτυλα της, χωρίς να κοιτάει τίτλους.
“Χωρίς γονείς… Μακριά απ’ το σπίτι… Κάτι την πήρε… Βρίσκεται σ’ έναν τόπο όπου όλα είναι διαφορετικά.”
Σταμάτησε κι έβγαλε ένα βιβλίο. Το έδωσε στην Αναστασία χωρίς να το κοιτάξει.
“Τι είναι;” είπε εκείνη πριν το δει.
“Φρανκ Μπάουμ, αγαπητή μου. Ο Μάγος του Οζ. Δεν είσαι πια στο Αφγανιστάν, Ντόροθυ.”
~~
Ο Σάσα κοιτούσε τη σβηστή τηλεόραση. Η Αναστασία έβγαλε το βιβλίο απ’ την τσάντα, σαν να έβγαζε όπλο. Κάτι που την προβλημάτιζε ήταν αν έπρεπε να το διαβάσει μόνος του ή αν θα ήταν καλύτερο να του το διαβάσει εκείνη.
Ήξερε από αφήγηση παραμυθιών, παρότι δεν είχε παιδιά δικά της. Διάβασε πολλά στα ανίψια της. Ήταν κι ηθοποιός, ερασιτέχνης έστω.
Η λογοτεχνία είναι κάτι που πρέπει να διαβάσεις μόνος σου; Τα ομηρικά έπη διαδίδονταν προφορικά για πεντακόσια χρόνια. Οι γιαγιάδες έλεγαν παραμύθια στα εγγόνια τους. Την πρώτη σου μυθοπλασία την ακούς, πολύ πριν μάθεις να διαβάζεις.
“Θέλω να σου διαβάσω ένα βιβλίο”, του είπε.
“Γιατί;”
“Γιατί έχει αυτό που σου λείπει.”
“Τι μου λείπει;”
“Αυτό που θα σου διαβάσω.”
Τον έβαλε να ξαπλώσει αναπαυτικά στον καναπέ, σαν να έκανε ψυχανάλυση. Τον σκέπασε και με μια βελουτέ κουβέρτα. Δεν έκανε κρύο, αλλά ήθελε να του δώσει την αίσθηση του σπιτικού.
Του διάβασε την πρώτη πρόταση:
“Η Ντόροθυ ζούσε στη μέση της μεγάλης κοιλάδας του Κάνσας, με τον θείο Χένρι και τη θεία Εμ, που ήταν αγρότες.”
Ο Σάσα γύρισε και την κοίταξε.
“Σου θυμίζει κάτι;” τον ρώτησε.
“Ίσως. Όχι.”
Συνέχισε να διαβάζει. Εκείνος άκουγε προσεκτικά, μέχρι που ο ανεμοστρόβιλος σήκωσε στον αέρα το σπίτι -μαζί με την Ντόροθι και τον Τότο.
“Δεν μπορεί να γίνει αυτό”, είπε ο Σάσα και πήγε να σηκωθεί. “Τι βιβλίο μου διαβάζεις;”
“Στην ιστορία έγινε”, του είπε η Αναστασία και τον κράτησε.
“Είναι αδύνατον. Το σπίτι θα διαλυόταν. Δεν γίνεται να το σηκώσει ανέπαφο.”
“Θυμάσαι τη γεωμετρία;” του είπε η Αναστασία. “Έστω δυο παράλληλες γραμμές που τέμνονται.”
“Αυτό είναι λογικό. Εις άτοπον απαγωγή.”
“Ναι, έτσι δες το. Σαν μια υπόθεση.”
“Έστω”, είπε ο Σάσα.
“Ναι, έστω ότι.”
Ο Σάσα έκατσε πίσω ν’ ακούσει τη συνέχεια. Όταν το σπίτι της Ντόροθι έλιωσε τη κακιά μάγισσα, ο Σάσα πετάχτηκε πάνω.
“Μάγισσα; Πότε διαδραματίζεται η ιστορία; Στο Μεσαίωνα; Στο Σάλεμ;”
“Έστω ότι”, του είπε και τον χάιδεψε σαν να τον νανούριζε, “έστω ότι.”
Κατάλαβε ότι θα ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι περίμενε. Μαζί με τη μυθοπλασία και την παιδική ηλικία είχε πειραχτεί κι η φαντασία. Καθώς προχωρούσε η ιστορία ο Σάσα δυσανασχετούσε όλο και περισσότερο. Η Αναστασία σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να είχαν ξεκινήσει με κάτι πιο ρεαλιστικό, Άλκη Ζέη ή Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Τον έβαλε να ξαπλώσει πάλι και ξεκίνησε το επεισόδιο της συνάντησης με το σκιάχτρο. Περίμενε να τον δει να σηκώνεται και να λέει: “Τα σκιάχτρα δεν μιλάνε.” Ψυχρά κι αδιάφορα.
Όμως αντί γι’ αυτό είδε στην άκρη απ’ το στόμα του, εκεί αριστερά, την αστραπιαία εμφάνιση μιας υποψίας χαμόγελου. Μετά γύρισε και τη ρώτησε:
“Έστω ότι;”
“Έστω ότι.”
Συνέχισε να του διαβάζει κι όταν τέλειωνε το επεισόδιο τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι.
“Μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ, μπικόζ.”
“Τι λες;”
“Είναι ένα τραγούδι”, της είπε. “We’re off to see the Wizard, τhe wonderful Wizard of Oz.”
Η Αναστασία έσκυψε να τον φιλήσει.
“Διάβασε παρακάτω”, της είπε, “διάβασε.”
Και πλέον δεν την διέκοψε να της πει τα έστω-ότι του, άκουγε με τα μάτια ορθάνοιχτα σαν να έβλεπε τις εικόνες, σαν να ήταν παιδί απ’ το Αφγανιστάν και ν’ άκουγε για πρώτη φορά παραμύθι.
Καθώς του διάβαζε τις τελευταίες σελίδες τον είδε να δακρύζει, αλλά η Αναστασία σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κι απ’ την κούραση, που κοιτούσε τόση ώρα το ταβάνι.
“Δεν είναι ρεαλιστικό”, είπε ο Σάσα μόλις άκουσε το τέλος.
“Δεν είναι.”
“Αλλά είναι όμορφο.”
“Είναι.”
“Όπως οι πίνακες του Πικάσο ή τα γλυπτά του Μουρ. Ο δημιουργός αποδομεί το αληθινό και ανασυνθέτει με βάση τους προσωπικούς κανόνες.”
Η Αναστασία κατάλαβε ότι δεν θα ήταν το ίδιο εύκολο όσο μ’ έναν παιδί. Ο Σάσα ήξερε πολλά, για τους νόμους της φυσικής και για την ιστορία της τέχνης, τον συμβολισμό, την εικονοκλασία, την αποδόμηση, ήξερε να λέει παράξενες λέξεις που δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαιναν, αλλά ακούγονταν αρκετά σοβαρές.
Ο εγκέφαλος του παιδιού είναι ένα πράσινο λιβάδι.
Ο εγκέφαλος του Σάσα ήταν μια βομβαρδισμένη μεγαλούπολη.
~~{}~~
Κοιμήθηκαν χωρίς να κάνουν σεξ. Το βράδυ αργά, σχεδόν ξημερώματα, η Αναστασία ξύπνησε απ’ το όνειρο της ακούγοντας γέλια. Έβλεπε ότι είχε φτάσει στον Μάγο του Οζ για να του ζητήσει μια χάρη, αλλά πριν του πει τίποτα εκείνος είχε αρχίσει να γελάει. Ξύπνησε και κατάλαβε ότι ο Μάγος ήταν όνειρο, αλλά τα γέλια ήταν αληθινά. Ακούμπησε το χέρι στο πλάι. Ο Σάσα έλειπε.
Ακολούθησε τον ήχο του γέλιου. Τον βρήκε στον καναπέ ξαπλωμένο, να διαβάζει το βιβλίο του Μπάουμ. Έμεινε στο κατώφλι να τον κοιτά, σαν μητέρα που βλέπει το μωρό της να κάνει τα πρώτα του βήματα. Την είδε κι εκείνος.
“Είναι υπέροχο”, της είπε. “Το σκιάχτρο είναι τόσο χαζό.” Και δωσ’ του πάλι γέλια.
“Δεν είχες ύπνο;” του είπε κι έκατσε στο προσκεφάλι του.
“Την είδα στο όνειρο μου”, είπε ο Σάσα.
“Την Ντόροθι;”
“Τη μητέρα μου.”
~~
Μπορεί να ήταν σύμπτωση, μπορεί να ήταν εκείνη η κρυφή αρμονία που λέει ο Ηράκλειτος. Το βιβλίο του Μπάουμ ήταν απ’ τ’ αγαπημένα του μικρού Σάσα.
Το είχε ακούσει 34 φορές, το σημείωναν με μια γραμμή στο δοκάρι του κρεβατιού. Είχε δει και την ταινία του ’39, με τη Τζούντι Γκάρλαντ, we’re off to see the Wizard, the wonderful Wizard of Oz. Μέχρι που το είχε παίξει σε παράσταση, στο δημοτικό σχολείο. Είχε κάνει το σκιάχτρο.
Τα είχε διαγράψει μαζί με όλη τη μυθοπλασία κι όσα είχαν σχέση μ’ αυτό στην παιδική του ηλικία. Σίγουρα θα έμεναν εκεί θαμμένα, κάπου εκεί. Γιατί ο εγκέφαλος κρατάει αρχεία απ’ τα πάντα, κωδικοποιημένα κι ανενεργά. Θα έμεναν έτσι αν δεν είχε την Αναστασία. Όταν του διάβασε για πρώτη φορά τον Μάγο του Οζ έπαθε κάτι, αλλά δεν το συνειδητοποίησε.
Έπεσε να κοιμηθεί μ’ εκείνη την παράξενη αίσθηση ότι κάτι έχεις ξεχάσει, τον θερμοσίφωνα ανοιχτό, την πόρτα ξεκλείδωτη, το μαγιό σου στο πλυντήριο, την παιδική σου ηλικία σβησμένη.
Έπεσε να κοιμηθεί κι είδε ένα όνειρο. Το είπε στην Αναστασία έτσι όπως το θυμόταν.
~~
Όλα είναι τεράστια. Η πόρτα, το τραπέζι, η ντουλάπα. Το κρεβάτι είναι μαλακό. Έχω κολλήσει χαλκομανίες στο ξύλο. Κάτι αεροπλανάκια, τη Μάγια τη Μέλισσα, τον Τιραμόλα. Τα έχω βρει στα γαριδάκια.
Κοιτάω το ρολόι με τον Μίκυ Μάους, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λέει. Όταν είναι ο μεγάλος δείκτης πού;
Ακούγονται φωνές απ’ την τηλεόραση. Ο μπαμπάς κι η μαμά βλέπουν την ταινία που είναι για μεγάλους κι όχι για παιδιά. Τον Χριστόφορο Κολόμπο.
Όμως δεν είναι ακόμα η ώρα του Κολόμπο. Ο μεγάλος δείκτης είναι… Δεν μου έχει διαβάσει το παραμύθι για να κοιμηθώ. Πώς θα κοιμηθώ; Θέλω να σηκωθώ να τους το πω. Δεν σηκώνομαι. Κατουράω το κρεβάτι μου.
Αυτές οι φωνές δεν είναι του Κολόμπο. Ο μπαμπάς φωνάζει. Λέει ότι θα φύγει, ότι βαρέθηκε. Η μαμά λέει για γκόμενες και για χαρτιά. Δεν είναι Κολόμπο.
Ακούγεται ένα δυνατό. Ο Μπαμπάς λέει κακές λέξεις, πολλές. Λέει εσύ φταις καριόλα. Μετά βήματα. Η πόρτα η έξω ανοίγει και κλείνει. Η Μαμά κλαίει. Δεν είναι Κολόμπο.
Τη φωνάζω. Μαμά, μαμά. Έρχεται και τα μάτια της είναι κόκκινα. Της λέω ότι πρέπει να μου τελειώσει την ιστορία του Μάγου του Οζ. Και τοκ τοκ τοκ χτυπάει τις φτέρνες της και ξυπνάω.
~~
“Πώς νιώθεις;” τον ρώτησε η Αναστασία, αλλά μπορούσε να το δει, είχε αρχίσει να ξαναγίνεται άνθρωπος.
“Μπερδεμένα.”
“Για τη μητέρα σου πώς νιώθεις;”
“Μου λείπει. Νομίζω.”
Ο Σάσα χάιδεψε το βιβλίο. Θυμόταν ακόμα την αίσθηση του ονείρου, όπου εκείνη έσκυβε να τον φιλήσει.
“Για μένα τι νιώθεις;” του είπε η Αναστασία.
Αυτή ήταν η καίρια ερώτηση. Θα μπορούσε να την καθυστερήσει λιγάκι, αλλά δεν άντεχε. Το συναίσθημα του χαμένου χρόνου είχε ξαναβρεθεί, είχε αρχίσει να ξαναβρίσκεται. Το συναίσθημα του παρόντος;
“Δεν θέλω ποτέ να σου κάνω κακό”, της είπε.
“Εντάξει, είναι μια αρχή κι αυτό”, είπε η Αναστασία, αλλά είχε απογοητευτεί με την απάντηση. Θα προτιμούσε λίγη αγάπη, λίγο έρωτα, λίγη τρυφερότητα. Λίγο από κάτι και για εκείνη.
Πήγε να φύγει, να πάει προς το κρεβάτι. Αλλά της ήρθε μια σκέψη σαν κοιτάχτηκε τυχαία στο τζάμι και είδε το πρόσωπο της, μια γυναίκα που την κοίταζε. Κατάλαβε ότι ο Σάσα δεν είχε εκφράσει αγάπη ούτε για τη μητέρα του. Κατανοούσε τα συναισθήματα στους άλλους, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει και να εκφράσει τα δικά του. Εκτός αν τον πίεζε.
“Για τον πατέρα σου τι νιώθεις;” γύρισε και του είπε.
Το θυμόταν απ’ τη σχολή θεάτρου. Το πιο κατακλυσμικό συναίσθημα είναι ο θυμός. Οι άνθρωποι σκοτώνουν εν βρασμώ ψυχής και μετά δεν θυμούνται τι έκαναν.
“Σκεφτείτε τον Αλ Πατσίνο”, τους έλεγε η δασκάλα τους, που είχε περάσει απ’ το Ακτορ’ς Στούντιο. “Τι θα ήταν ο Πατσίνο χωρίς τις εκρήξεις οργής;”
“Θα προτιμούσα να μην τον σκέφτομαι”, είπε ο Σάσα.
“Γιατί;”
“Άσ’το.”
“Τι είπε στη μητέρα σου εκείνο το βράδυ;”
“Δεν θυμάμαι.”
“Σας παράτησε, έτσι δεν είναι;”
“Όχι τότε. Μετά το έκανε.”
“Αλλά χτυπούσε τη μαμά σου από τότε.”
“Θα προτιμούσα να το αφήσουμε.”
“Τον μισούσες γι’ αυτό.”
“Δεν θέλω να…”
“Την είχε χτυπήσει πολύ άσχημα;”
“Σταμάτα, σε παρακαλώ. Απλώς σταμάτα.”
“Την είχες δει με μαυρισμένο μάτι; Ή μήπως στο…”
Δεν πρόλαβε να πει τη λέξη που ήθελε να πει. Νοσοκομείο. Της ήρθε στο μυαλό ξεκάθαρα, σαν φωτογραφία. Την είχε σακατέψει στο ξύλο. Σπασμένη μύτη, πρόσωπο διαλυμένο, ένα πλευρό είχε τρυπήσει τον πνεύμονα. Δεν θα έλεγε τίποτα αν ήξερε. Αλλά ήταν αργά.
Η φωνή που βγήκε μέσα απ’ τον Σάσα δεν ήταν φωνή ρομπότ, δεν ήταν φωνή ανθρώπου.
Φώναξε μόνο μια λέξη: “Σταμάτα.”
Αλλά την είπε με τέτοια ένταση που ολόκληρος ο πλανήτης σταμάτησε για λίγο.
Το πρόσωπο του ήταν μια μάσκα τρόμου και θυμού. Τα μάτια ορθάνοιχτα, τα ρουθούνια να ρουφάνε, κόκκινος ολόκληρος με φλέβες έτοιμες να σκάσουν. Κι οι γροθιές κλεισμένες γερά για να βαστήξουν όλη τη φρίκη που νιώθει ένα παιδί όταν βλέπει τη μητέρα του διαλυμένη απ’ τον πατέρα του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~{}~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Σάσα έκλαιγε στην αγκαλιά της ως το πρωί, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Εκεί μέσα αποκοιμήθηκε κι εκείνη. Κάποια στιγμή κουνήθηκε γιατί είχε πιαστεί στον καναπέ. Άνοιξε τα μάτια. Ο Σάσα την κοιτούσε.
“Σ’ αγαπώ”, της είπε.
Δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει τίποτα άλλο.
~~
Τις επόμενες μέρες συνέχισε να του διαβάζει ιστορίες. Δεν το χρειαζόταν, αλλά του άρεσε. Της διάβαζε κι εκείνος. Πέρασαν έτσι έναν χρόνο. Χωρίς τηλεόραση και ταινίες, χωρίς εξόδους και ταξίδια, μόνο έρωτα και μυθοπλασία.
Ο Σάσα ένιωθε σαν να ‘χε αρχίσει απ’ την αρχή, σαν να ‘χε πατήσει το restart button, ένας καινούριος άνθρωπος. Αλλά ήξερε ότι υπήρχε ένας τελευταίος λεκές, μια τρύπα, ένα αγκάθι, ένα εμπόδιο.
Δεν μπορούσε ν’ αφεθεί και ν’ απολαύσει οριστικά την ευτυχία του, δεν μπορούσε να ελευθερωθεί, όσο ένιωθε μίσος ή έστω τα κατακάθια ενός παλιότερου μίσους.
Έπρεπε να βρει τον πατέρα του.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου