Κόσμος
Η Ανταρκτική μπορεί να είναι η μόνη ήπειρος που δεν έχει πληγεί από την πανδημία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παρέμεινε άτρωτη από τα παρελκόμενά της. Καθώς ξέσπασε η παγκόσμια υγειονομική κρίση, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να ασχοληθούν αποκλειστικά με προγράμματα διάσωσης για τους πολίτες τους, οι μεγάλοι «παίκτες» άρχισαν να παγώνουν τα προγράμματα για την Ανταρκτική, κυρίως ως μέτρο προστασίας ώστε να αποτρέψουν διάδωση του ιού στην ήπειρο.
Η Αυστραλία, η οποία χρηματοδότησε με σχεδόν 190 εκατομμύρια δολάρια τα προγράμματα στην Ανταρκτική για την χρονιά 2020-21 και είναι ένας από τους σημαντικότερους παίκτες στην ήπειρο, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι θα αναγκαστεί να μειώσει το ερευνητικό της πρόγραμμα εκεί. Ο Κιμ Έλις, διευθυντής της αυστραλιανής υπηρεσίας για την Ανταρκτική δήλωσε στο The Atlantic, ότι ο αριθμός των ερευνητών και των εργαζομένων στους σταθμούς, που φτάνουν στην ήπειρο συνήθως για τη θερινή περίοδο, από τον Οκτώβριο έως τον Φεβρουάριο, θα μειωθεί κατά περίπου τους μισούς, από 300 άτομα σε περίπου 150 με 160.
Αυτό σημαίνει μειωμένη επιχειρησιακή ικανότητα, καθυστερήσεις σε νέα, μεγάλα έργα και στην ανάπτυξη υποδομών, καθώς και περιορισμένη ικανότητα πρόσληψης και εκπαίδευσης νέων ομάδων για έρευνα.
Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι αντίστοιχες υπηρεσίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ (NSF), το οποίο διέθεσε 488 εκατομμύρια δολάρια από τον προϋπολογισμό του 2019-20 για τις πολικές περιοχές, αναφέρει ότι «αναμφίβολα θα υπάρξουν επιπτώσεις» για την καλοκαιρινή περίοδο, σύμφωνα με την εκπρόσωπό του, Στέφανι Σορτ.
Το θέμα είναι οι περικοπές θα καθυστερήσουν όχι μόνο τη σημαντική έρευνα για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά αφήνουν επίσης μια ανοιχτή πόρτα στον θηριώδη ανταγωνισμό που λαμβάνει χώρα διεθνώς, αφού, ενώ η Δύση έχει αποσυρθεί, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι έχουν διατηρήσει τις δραστηριότητές τους στην ήπειρο αυτήν την περίοδο και ανταγωνίζονται για μεγαλύτερη πρόσβαση σε αλιευτικά και ενεργειακά αποθέματα, τα οποία παραμένουν ανέγγιχτα κάτω από τους πάγους.
Ακόμη και πριν από την πανδημία, πολλοί εμπειρογνώμονες τους οποίους επικαλείται το The Atlantic είπαν ότι η Ρωσία και η Κίνα χρησιμοποιούσαν το πρόσχημα της επιστημονικής έρευνας για να πρωθήσουν τις διεκδικήσεις τους στην ήπειρο. Τώρα, πιστεύουν ότι οι δύο χώρες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την πανδημία για να επεκτείνουν ακόμη περισσότερο την κυριαρχία τους.
Ο Ντόναλντ Ρόθγουελ, καθηγητής διεθνούς δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αυστραλίας θεωρεί ότι η Κίνα και η Ρωσία «πιθανότατα θα επιδιώξουν να διατηρήσουν και ακόμη και να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους στην Ανταρκτική, ειδικά εάν οι παραδοσιακές ανταρκτικές χώρες αρχίσουν να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στην ήπειρο».
Οι ΗΠΑ ήδη ανταγωνίζονται σκληρά με την Ρωσία και την Κίνα στην Αρκτική επί δεκαετίες. Ο στρατηγός Τσαρλς Μπράουν, διοικητής των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων του Ειρηνικού, ο οποίος διορίστηκε πρόσφατα επικεφαλής της Πολεμικής Αεροπορίας, πιστεύει ότι ο ανταγωνισμός της Ανταρκτικής θα μοιάζει σύντομα με τον ανταγωνισμό των Ηνωμένων
Πολιτειών με την Κίνα και τη Ρωσία στον Βόρειο Πόλο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, λέει, πρέπει να ρωτήσουν ποιο είναι το «κίνητρο όλων» όταν «κατεβαίνουν στην Ανταρκτική». Ο Μπράουν θεωρεί ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται περισσότερα παγοθραυστικά για να μπορέσουν να αντιπαρατεθούν με ουσιαστικά στο επεκτεινόμενο στρατιωτικό αποτύπωμα της Κίνας και της Ρωσίας και στις δύο πολικές περιοχές. Επί του παρόντος, η Ρωσία διαθέτει περισσότερα παγοθραυστικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα ναυπηγεί επίσης περισσότερα.
Θεωρητικά, η Ανταρκτική διέπεται από το σύστημα της ομώνυμης Συνθήκης. Το παγκόσμιο σύμφωνο, το οποίο υπογράφηκε το 1959, προσβλέπει στη διατήρηση και προστασία της ηπείρου αποκλεισιτκά για επιστημονική έρευνα και, συνεπώς, την αποκλείει από κάθε είδους στρατιωτικοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής. Στην πράξη, όμως, σχολιάζει το The Atlantic χωρίς κάποιου είδους διακυβέρνηση της περιοχής ή μόνιμη παρουσία ανθρώπου, πέρα από τους εποχιακούς επιστήμονες και το προσωπικό υποστήριξης, η υπόθεση της κυριαρχίας στην ήπειρο είναι «σκοτεινή».
Έτσι, η Αυστραλία θεωρεί ότι της ανήκει το 42% του εδάφους της ηπείρου, ισχυρισμός εξαιρετικά αντιδημοφιλής διεθνώς. «Ένα από τα πράγματα που οι άνθρωποι αναγνώρισαν γρήγορα στην Ανταρκτική», λέει, με μια λανθάνουσα ειρωνεία, ο Κλάους Ντοντς, καθηγητής γεωπολιτικής στο Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, «είναι ότι οι ονοματοδοτήσεις τόπων και η σχεδίαση ορίων έχουν εξαιρετική σημασία σε ένα μέρος όπου όλοι οι συνηθισμένοι δείκτες ιδιοκτησίας είναι μη εφαρμόσιμοι».
Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε μπορεί να εγείρει αξιώσεις στην Ανταρκτική. Η Κίνα, η οποία προσχώρησε στη συνθήκη το 1983, ανησυχεί ιδιαίτερα τους ανταγωνιστές. Το Πεκίνο έχει επενδύσει σημαντικά στην έρευνα και την ανάπτυξη στην ήπειρο, όχι μόνο φτάνοντας, αλλά και προσπερνώντας παλιούς «παίκτες», όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία. Το Πεκίνο εχει κατασκευάσει τέσσερις σταθμούς στην Ανταρκτική μέσα σε 30 χρόνια και διαθέτει έναν πέμπτο σταθμό, κοντά στη Θάλασσα του Ρος, ο οποίος θα τεθεί σε λειτουργία το 2022.
Το αποτέλεσμα είναι η Αυστραλία να έχει αμφιβολίες για τις προθέσεις της Κίνας, παρόλο που επωφελείται σημαντικά από τις κινεζικές επενδύσεις στο δικό της επιστημονικό πρόγραμμα της Ανταρκτικής. Ο Πίτερ Τζένινγκς, εκτελεστικός διευθυντής του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Στρατηγικής Πολιτικής υποθέτει ότι η Κίνα μπορεί να διεκδικήσει την ήπειρο για τους φυσικούς πόρους αλλά και για στρατιωτικά πλεονεκτήματα.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι η κινεζική εταιρεία Shanghai Chonghe Marine Industry παρήγγειλε τη ναυπήγηση του μεγαλύτερου σκάφος για την ελίευση κριλ στον κόσμο, έως το 2023. Το κριλ είναι ένα μικρό καρκινοειδές που έχει πρωταρχική σημασία για τη διατροφή των περισσότερων πλασμάτων της Ανταρκτικής θάλασσας και χρησιμοποιείται για παρασκευή λαδιού και ως ζωοτροφή στην Κίνα. Το αποτέλεσμα είναι να έχει μειωθεί σημαντικά ο πληθυσμός του τα τελευταία χρόνια και η υπεραλίευσή του αποτελεί σοβαρή απειλή για το οικοσύστημα της Ανταρκτικής.
Πολύ περισσότερο που είναι και προσοδοφόρο: Η αξία των αλιευμάτων κριλ στην Κίνα το 2014 ήταν περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια και η αγορά λαδιού από κριλ αναμένεται να αξίζει περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια έως το 2025. Πέρυσι, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα ενισχύσει με περισσότερα από 850 εκατομμύρια δολάρια μικρές εταιρείες για την επεξεργασία προϊόντων κριλ.
Ο πραγματικός φόβος πολλών όμως είναι, ότι η αλιεία είναι μόνο η «εμπροσθοφυλακή» με στόχο τα ορυκτά. Αν και οι κάθε είδους και σκοπού εξορύξεις απαγορεύονται από τη Συνθήκη, ωστόσο έχει οριστεί μια τυπική αναθεώρησή το 2048, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει την ευκαιρία τροποποίησης της απαγόρευσης της εξόρυξης πόρων, συμπεριλαμβανομένης της εξόρυξης και της γεώτρησης πετρελαίου. Η Ρωσία και η Κίνα θέλουν έτσι κι αλλιώς να χαλαρώσουν τις υπάρχουσες απαγορεύσεις, σύμφωνα με την ανάλυση της αμερικανικής επιθεώρησης, αλλά είναι σαφές ότι Αμερικανοί και Βρετανοί δεν έχουν επίσης καλύτερες προθέσεις.
Το σίγουρο είναι ότι, όπως η Κίνα, έτσι και η Ρωσία δεν πάγωσε τις δραστηριότητές της στην Ανταρκτική, παρά την πανδημία. Τον Φεβρουάριο, η ρωσική κρατική υπηρεσία, Rosgeologia, ανέφερε ότι είχε ήδη ξεκινήσει την πρώτη σεισμική έρευνα στην περιοχή, μετά από περισσότερα από 20 χρόνια. Μάλιστα δεν έκρυψε ότι ο σκοπός της έρευνας ήταν να εξακριβωθούν οι δυνατότητες εξόρυξης υπεράκτιου πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η Ρωσία εξέφρασε επίσης δυσαρέσκεια για την περίπλοκη διαδικασία έγκρισης ερευνητικών έργων, συμπεριλαμβανομένων των «διαφορών στις εθνικές διαδικασίες που ρυθμίζουν τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες». Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ διαβεβαίωσε ότι η ήπειρος δεν μπορεί να διεκδικηθεί από καμία χώρα.
Λίγες εβδομάδες πριν και μόλιες μια μέρα μετά από την ανακοίνωση της Αυστραλίας ότι η δραστηριότητά της στην Ανταρκτική κατεβάζει ρυθμούς λόγων της πανδημίας, ένα από τα ερευνητικά σκάφη του ρωσικού ναυτικού, το «Ναύαρχος Βλαντίμιρσκι», έφτασε στην ήπειρο για να εντοπίσει το σημερινό σημείο του Νότιου Μαγνητικού Πόλου. Φαινομενικά, δηλαδή, για να μελετήσει το μαγνητικό πεδίο της Γης . Η αποστολή ήταν σημαντική και για άλλους λόγους. Το πλοίο, το οποίο απέπλευσε τον Δεκέμβριο, ακολούθησε τη διαδρομή του ταξιδιού του 1819, ώστε να γιορτάσει την 200ή επέτειο της ανακάλυψης της Ανταρκτικής από την Ρωσία, αν και το ποιος ανακάλυψε για πρώτη φορά την Ανταρκτική είναι ακόμη θέμα προς διερεύνηση.
Όποιος όμως και να την ανακάλυψε, τώρα η Δύση φοβάται μια επανάληψη αυτού που είχε συμβεί το 2007, όταν η Ρωσία κάρφωσε με βαθυσκάφος τη σημαία της στον βυθό της Αρκτικής.
Ήταν μια κίνηση με ισχυρότατο συμβολισμό, αφού αντικατόπτριζε το γεγονός ότι μέχρι στιγμής είναι η Μόσχα που καθοδηγεί την κούρσα του ανταγωνισμού στον Βόρειο Πόλο. Έτσι, μια ανάλογη κίνηση στην Ανταρκτική, θα καταδείκνυε την παγκόσμια σημασία και τη διεθνή εμβέλειά της στις πολικές περιοχές.
Με πολλούς τρόπους, αυτό που συμβαίνει στην Ανταρκτική είναι εμβληματικό του τι συμβαίνει στην Αρκτική για αρκετό καιρό. Εδώ και αιώνες, οι χώρες προσπαθούν να διεκδικήσουν εδαφικές διεκδικήσεις στην Αρκτική για να ενισχύσουν τις εμπορικές οδούς. Πιο πρόσφατα, οι χώρες ανταγωνίζονται για τους μεγάλους φυσικούς πόρους της περιοχής, εκτός από την επέκταση των πυραυλικών συστημάτων και τον συστημάτων ραντάρ. Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντίθεση με την Ανταρκτική, η Αρκτική δεν διέπεται από τις ίδιες απαγορεύσεις και διεθνείς συνθήκες. Έτσι, η στρατιωτικοποίηση του Βόρειου Πόλου εντείνεται. Η Ρωσία έχει ξοδέψει δισεκατομμύρια δολάρια για να χτίσει νέες στρατιωτικές βάσεις στην Αρκτική και να αναβαθμίσει τις υπάρχουσες, επιτρέποντας επίσης στην Κίνα να προχωρήσει σε ερευντηικές γεωτρήσεις για πετρέλαιο στα ανοικτά της. Το αμερικανικό Πεντάγωνο προειδοποίησε για την ενίσχυση της παρουσίας της Κίνας στον Βόρειο Πόλο. Οι δυτικές χώρες έχουν αναπτύξει πλοία για την παρακολούθηση της ρωσικής δραστηριότητας.
Στην Ανταρκτική, ωστόσο, ο ανταγωνισμός δεν θα φοράει προς το παρόν «χακί», αλλά θα παιχτεί στο πεδίο της αλιείας και της επιστημονικής έρευνας. Αυτό δεν σημαίνει πως θα είναι λιγότερο ανησυχητικά τα πράγματα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, μια χώρα που δρα στην Ανταρκτική, επιτρέπεται να επιθεωρεί τις ερευνητικές εγκαταστάσεις μιας άλλης, όχι μόνο για να ενημερώνονται όλοι για τα τρέχοντα έργα, αλλά και να διασφαλίζεται ότι καμία χώρα δεν καταπατά τις συνθήκες. Λόγω της πανδημίας, ουσιαστικά θα παραμείνουν στην ήπειρο μόνο Ρώσοι και Κινέζοι, χωρίς να υπάρχει κανείς να τους ελέγξει.
Έτσι κι αλλιώς όμως αυτές οι επιθεωρήσεις δεν ήταν τέλειες ακόμη και πριν από την πανδημία. Πάνω από δώδεκα εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων κινεζικών και ρωσικών, δεν έχουν επιθεωρηθεί καθόλου. Τον Φεβρουάριο, οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν επιθεωρήσεις σε τρεις ξένες βάσεις (εκείνες της Ιταλίας, της Νότιας Κορέας και της Κίνας) για πρώτη φορά από το 2012.
Το σίγουρο είναι, ότι το πραγματικό «παιχνίδι» στους νότιους πάγους, μόλις ξεκινά...
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Η Ανταρκτική μπορεί να είναι η μόνη ήπειρος που δεν έχει πληγεί από την πανδημία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παρέμεινε άτρωτη από τα παρελκόμενά της. Καθώς ξέσπασε η παγκόσμια υγειονομική κρίση, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να ασχοληθούν αποκλειστικά με προγράμματα διάσωσης για τους πολίτες τους, οι μεγάλοι «παίκτες» άρχισαν να παγώνουν τα προγράμματα για την Ανταρκτική, κυρίως ως μέτρο προστασίας ώστε να αποτρέψουν διάδωση του ιού στην ήπειρο.
Η Αυστραλία, η οποία χρηματοδότησε με σχεδόν 190 εκατομμύρια δολάρια τα προγράμματα στην Ανταρκτική για την χρονιά 2020-21 και είναι ένας από τους σημαντικότερους παίκτες στην ήπειρο, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι θα αναγκαστεί να μειώσει το ερευνητικό της πρόγραμμα εκεί. Ο Κιμ Έλις, διευθυντής της αυστραλιανής υπηρεσίας για την Ανταρκτική δήλωσε στο The Atlantic, ότι ο αριθμός των ερευνητών και των εργαζομένων στους σταθμούς, που φτάνουν στην ήπειρο συνήθως για τη θερινή περίοδο, από τον Οκτώβριο έως τον Φεβρουάριο, θα μειωθεί κατά περίπου τους μισούς, από 300 άτομα σε περίπου 150 με 160.
Αυτό σημαίνει μειωμένη επιχειρησιακή ικανότητα, καθυστερήσεις σε νέα, μεγάλα έργα και στην ανάπτυξη υποδομών, καθώς και περιορισμένη ικανότητα πρόσληψης και εκπαίδευσης νέων ομάδων για έρευνα.
Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι αντίστοιχες υπηρεσίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ (NSF), το οποίο διέθεσε 488 εκατομμύρια δολάρια από τον προϋπολογισμό του 2019-20 για τις πολικές περιοχές, αναφέρει ότι «αναμφίβολα θα υπάρξουν επιπτώσεις» για την καλοκαιρινή περίοδο, σύμφωνα με την εκπρόσωπό του, Στέφανι Σορτ.
Ανοιχτές θύρες...
Το θέμα είναι οι περικοπές θα καθυστερήσουν όχι μόνο τη σημαντική έρευνα για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά αφήνουν επίσης μια ανοιχτή πόρτα στον θηριώδη ανταγωνισμό που λαμβάνει χώρα διεθνώς, αφού, ενώ η Δύση έχει αποσυρθεί, οι Ρώσοι και οι Κινέζοι έχουν διατηρήσει τις δραστηριότητές τους στην ήπειρο αυτήν την περίοδο και ανταγωνίζονται για μεγαλύτερη πρόσβαση σε αλιευτικά και ενεργειακά αποθέματα, τα οποία παραμένουν ανέγγιχτα κάτω από τους πάγους.
Ακόμη και πριν από την πανδημία, πολλοί εμπειρογνώμονες τους οποίους επικαλείται το The Atlantic είπαν ότι η Ρωσία και η Κίνα χρησιμοποιούσαν το πρόσχημα της επιστημονικής έρευνας για να πρωθήσουν τις διεκδικήσεις τους στην ήπειρο. Τώρα, πιστεύουν ότι οι δύο χώρες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την πανδημία για να επεκτείνουν ακόμη περισσότερο την κυριαρχία τους.
Ο Ντόναλντ Ρόθγουελ, καθηγητής διεθνούς δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αυστραλίας θεωρεί ότι η Κίνα και η Ρωσία «πιθανότατα θα επιδιώξουν να διατηρήσουν και ακόμη και να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους στην Ανταρκτική, ειδικά εάν οι παραδοσιακές ανταρκτικές χώρες αρχίσουν να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στην ήπειρο».
Το θολό τοπίο της κυριαρχίας
Οι ΗΠΑ ήδη ανταγωνίζονται σκληρά με την Ρωσία και την Κίνα στην Αρκτική επί δεκαετίες. Ο στρατηγός Τσαρλς Μπράουν, διοικητής των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων του Ειρηνικού, ο οποίος διορίστηκε πρόσφατα επικεφαλής της Πολεμικής Αεροπορίας, πιστεύει ότι ο ανταγωνισμός της Ανταρκτικής θα μοιάζει σύντομα με τον ανταγωνισμό των Ηνωμένων
Πολιτειών με την Κίνα και τη Ρωσία στον Βόρειο Πόλο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, λέει, πρέπει να ρωτήσουν ποιο είναι το «κίνητρο όλων» όταν «κατεβαίνουν στην Ανταρκτική». Ο Μπράουν θεωρεί ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται περισσότερα παγοθραυστικά για να μπορέσουν να αντιπαρατεθούν με ουσιαστικά στο επεκτεινόμενο στρατιωτικό αποτύπωμα της Κίνας και της Ρωσίας και στις δύο πολικές περιοχές. Επί του παρόντος, η Ρωσία διαθέτει περισσότερα παγοθραυστικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα ναυπηγεί επίσης περισσότερα.
Θεωρητικά, η Ανταρκτική διέπεται από το σύστημα της ομώνυμης Συνθήκης. Το παγκόσμιο σύμφωνο, το οποίο υπογράφηκε το 1959, προσβλέπει στη διατήρηση και προστασία της ηπείρου αποκλεισιτκά για επιστημονική έρευνα και, συνεπώς, την αποκλείει από κάθε είδους στρατιωτικοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής. Στην πράξη, όμως, σχολιάζει το The Atlantic χωρίς κάποιου είδους διακυβέρνηση της περιοχής ή μόνιμη παρουσία ανθρώπου, πέρα από τους εποχιακούς επιστήμονες και το προσωπικό υποστήριξης, η υπόθεση της κυριαρχίας στην ήπειρο είναι «σκοτεινή».
Έτσι, η Αυστραλία θεωρεί ότι της ανήκει το 42% του εδάφους της ηπείρου, ισχυρισμός εξαιρετικά αντιδημοφιλής διεθνώς. «Ένα από τα πράγματα που οι άνθρωποι αναγνώρισαν γρήγορα στην Ανταρκτική», λέει, με μια λανθάνουσα ειρωνεία, ο Κλάους Ντοντς, καθηγητής γεωπολιτικής στο Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, «είναι ότι οι ονοματοδοτήσεις τόπων και η σχεδίαση ορίων έχουν εξαιρετική σημασία σε ένα μέρος όπου όλοι οι συνηθισμένοι δείκτες ιδιοκτησίας είναι μη εφαρμόσιμοι».
Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε μπορεί να εγείρει αξιώσεις στην Ανταρκτική. Η Κίνα, η οποία προσχώρησε στη συνθήκη το 1983, ανησυχεί ιδιαίτερα τους ανταγωνιστές. Το Πεκίνο έχει επενδύσει σημαντικά στην έρευνα και την ανάπτυξη στην ήπειρο, όχι μόνο φτάνοντας, αλλά και προσπερνώντας παλιούς «παίκτες», όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία. Το Πεκίνο εχει κατασκευάσει τέσσερις σταθμούς στην Ανταρκτική μέσα σε 30 χρόνια και διαθέτει έναν πέμπτο σταθμό, κοντά στη Θάλασσα του Ρος, ο οποίος θα τεθεί σε λειτουργία το 2022.
Το αποτέλεσμα είναι η Αυστραλία να έχει αμφιβολίες για τις προθέσεις της Κίνας, παρόλο που επωφελείται σημαντικά από τις κινεζικές επενδύσεις στο δικό της επιστημονικό πρόγραμμα της Ανταρκτικής. Ο Πίτερ Τζένινγκς, εκτελεστικός διευθυντής του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Στρατηγικής Πολιτικής υποθέτει ότι η Κίνα μπορεί να διεκδικήσει την ήπειρο για τους φυσικούς πόρους αλλά και για στρατιωτικά πλεονεκτήματα.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι η κινεζική εταιρεία Shanghai Chonghe Marine Industry παρήγγειλε τη ναυπήγηση του μεγαλύτερου σκάφος για την ελίευση κριλ στον κόσμο, έως το 2023. Το κριλ είναι ένα μικρό καρκινοειδές που έχει πρωταρχική σημασία για τη διατροφή των περισσότερων πλασμάτων της Ανταρκτικής θάλασσας και χρησιμοποιείται για παρασκευή λαδιού και ως ζωοτροφή στην Κίνα. Το αποτέλεσμα είναι να έχει μειωθεί σημαντικά ο πληθυσμός του τα τελευταία χρόνια και η υπεραλίευσή του αποτελεί σοβαρή απειλή για το οικοσύστημα της Ανταρκτικής.
Πολύ περισσότερο που είναι και προσοδοφόρο: Η αξία των αλιευμάτων κριλ στην Κίνα το 2014 ήταν περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια και η αγορά λαδιού από κριλ αναμένεται να αξίζει περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια έως το 2025. Πέρυσι, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα ενισχύσει με περισσότερα από 850 εκατομμύρια δολάρια μικρές εταιρείες για την επεξεργασία προϊόντων κριλ.
Ο πραγματικός φόβος πολλών όμως είναι, ότι η αλιεία είναι μόνο η «εμπροσθοφυλακή» με στόχο τα ορυκτά. Αν και οι κάθε είδους και σκοπού εξορύξεις απαγορεύονται από τη Συνθήκη, ωστόσο έχει οριστεί μια τυπική αναθεώρησή το 2048, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει την ευκαιρία τροποποίησης της απαγόρευσης της εξόρυξης πόρων, συμπεριλαμβανομένης της εξόρυξης και της γεώτρησης πετρελαίου. Η Ρωσία και η Κίνα θέλουν έτσι κι αλλιώς να χαλαρώσουν τις υπάρχουσες απαγορεύσεις, σύμφωνα με την ανάλυση της αμερικανικής επιθεώρησης, αλλά είναι σαφές ότι Αμερικανοί και Βρετανοί δεν έχουν επίσης καλύτερες προθέσεις.
Το σίγουρο είναι ότι, όπως η Κίνα, έτσι και η Ρωσία δεν πάγωσε τις δραστηριότητές της στην Ανταρκτική, παρά την πανδημία. Τον Φεβρουάριο, η ρωσική κρατική υπηρεσία, Rosgeologia, ανέφερε ότι είχε ήδη ξεκινήσει την πρώτη σεισμική έρευνα στην περιοχή, μετά από περισσότερα από 20 χρόνια. Μάλιστα δεν έκρυψε ότι ο σκοπός της έρευνας ήταν να εξακριβωθούν οι δυνατότητες εξόρυξης υπεράκτιου πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η Ρωσία εξέφρασε επίσης δυσαρέσκεια για την περίπλοκη διαδικασία έγκρισης ερευνητικών έργων, συμπεριλαμβανομένων των «διαφορών στις εθνικές διαδικασίες που ρυθμίζουν τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες». Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ διαβεβαίωσε ότι η ήπειρος δεν μπορεί να διεκδικηθεί από καμία χώρα.
Λίγες εβδομάδες πριν και μόλιες μια μέρα μετά από την ανακοίνωση της Αυστραλίας ότι η δραστηριότητά της στην Ανταρκτική κατεβάζει ρυθμούς λόγων της πανδημίας, ένα από τα ερευνητικά σκάφη του ρωσικού ναυτικού, το «Ναύαρχος Βλαντίμιρσκι», έφτασε στην ήπειρο για να εντοπίσει το σημερινό σημείο του Νότιου Μαγνητικού Πόλου. Φαινομενικά, δηλαδή, για να μελετήσει το μαγνητικό πεδίο της Γης . Η αποστολή ήταν σημαντική και για άλλους λόγους. Το πλοίο, το οποίο απέπλευσε τον Δεκέμβριο, ακολούθησε τη διαδρομή του ταξιδιού του 1819, ώστε να γιορτάσει την 200ή επέτειο της ανακάλυψης της Ανταρκτικής από την Ρωσία, αν και το ποιος ανακάλυψε για πρώτη φορά την Ανταρκτική είναι ακόμη θέμα προς διερεύνηση.
Όπως στον Βόρειο Πόλο
Όποιος όμως και να την ανακάλυψε, τώρα η Δύση φοβάται μια επανάληψη αυτού που είχε συμβεί το 2007, όταν η Ρωσία κάρφωσε με βαθυσκάφος τη σημαία της στον βυθό της Αρκτικής.
Ήταν μια κίνηση με ισχυρότατο συμβολισμό, αφού αντικατόπτριζε το γεγονός ότι μέχρι στιγμής είναι η Μόσχα που καθοδηγεί την κούρσα του ανταγωνισμού στον Βόρειο Πόλο. Έτσι, μια ανάλογη κίνηση στην Ανταρκτική, θα καταδείκνυε την παγκόσμια σημασία και τη διεθνή εμβέλειά της στις πολικές περιοχές.
Με πολλούς τρόπους, αυτό που συμβαίνει στην Ανταρκτική είναι εμβληματικό του τι συμβαίνει στην Αρκτική για αρκετό καιρό. Εδώ και αιώνες, οι χώρες προσπαθούν να διεκδικήσουν εδαφικές διεκδικήσεις στην Αρκτική για να ενισχύσουν τις εμπορικές οδούς. Πιο πρόσφατα, οι χώρες ανταγωνίζονται για τους μεγάλους φυσικούς πόρους της περιοχής, εκτός από την επέκταση των πυραυλικών συστημάτων και τον συστημάτων ραντάρ. Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντίθεση με την Ανταρκτική, η Αρκτική δεν διέπεται από τις ίδιες απαγορεύσεις και διεθνείς συνθήκες. Έτσι, η στρατιωτικοποίηση του Βόρειου Πόλου εντείνεται. Η Ρωσία έχει ξοδέψει δισεκατομμύρια δολάρια για να χτίσει νέες στρατιωτικές βάσεις στην Αρκτική και να αναβαθμίσει τις υπάρχουσες, επιτρέποντας επίσης στην Κίνα να προχωρήσει σε ερευντηικές γεωτρήσεις για πετρέλαιο στα ανοικτά της. Το αμερικανικό Πεντάγωνο προειδοποίησε για την ενίσχυση της παρουσίας της Κίνας στον Βόρειο Πόλο. Οι δυτικές χώρες έχουν αναπτύξει πλοία για την παρακολούθηση της ρωσικής δραστηριότητας.
Στην Ανταρκτική, ωστόσο, ο ανταγωνισμός δεν θα φοράει προς το παρόν «χακί», αλλά θα παιχτεί στο πεδίο της αλιείας και της επιστημονικής έρευνας. Αυτό δεν σημαίνει πως θα είναι λιγότερο ανησυχητικά τα πράγματα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, μια χώρα που δρα στην Ανταρκτική, επιτρέπεται να επιθεωρεί τις ερευνητικές εγκαταστάσεις μιας άλλης, όχι μόνο για να ενημερώνονται όλοι για τα τρέχοντα έργα, αλλά και να διασφαλίζεται ότι καμία χώρα δεν καταπατά τις συνθήκες. Λόγω της πανδημίας, ουσιαστικά θα παραμείνουν στην ήπειρο μόνο Ρώσοι και Κινέζοι, χωρίς να υπάρχει κανείς να τους ελέγξει.
Έτσι κι αλλιώς όμως αυτές οι επιθεωρήσεις δεν ήταν τέλειες ακόμη και πριν από την πανδημία. Πάνω από δώδεκα εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων κινεζικών και ρωσικών, δεν έχουν επιθεωρηθεί καθόλου. Τον Φεβρουάριο, οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν επιθεωρήσεις σε τρεις ξένες βάσεις (εκείνες της Ιταλίας, της Νότιας Κορέας και της Κίνας) για πρώτη φορά από το 2012.
Το σίγουρο είναι, ότι το πραγματικό «παιχνίδι» στους νότιους πάγους, μόλις ξεκινά...
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου