Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού.
Στα μέσα του 20ου αιώνα η αδιαφορία των κυβερνήσεων για την ανάπτυξη της υπαίθρου είχε ως επακόλουθο τη μαζική μετανάστευση αγροτικών πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα, κυρίως στην Αθήνα. Έτσι επιδεινώθηκαν προϋπάρχοντα προβλήματα της πρωτεύουσας, ένα από τα οποία ήταν το κυκλοφοριακό. Η μεγάλη αύξηση τόσο των τροχοφόρων όσο και των πεζών καθιστούσε επιτακτική τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, η οποία ήταν πλέον μόνιμη κατάσταση στις λεωφόρους του κέντρου των Αθηνών.
Η πρώτη σκέψη για την εγκατάσταση αυτόματων φωτεινών σηματοδοτών στις διασταυρώσεις των κεντρικών δρόμων έγινε το 1950 και μάλιστα είχαν παραγγελθεί τότε ειδικά φανάρια. Όμως οι συγκοινωνιολόγοι και οι πολεοδόμοι έκριναν ότι θα έπρεπε να γίνουν σχετικές μελέτες, προτού τοποθετηθεί το σύστημα. Έτσι, τοποθετήθηκαν το 1954 ορισμένοι φωτεινοί σηματοδότες σε κεντρικά σημεία της πόλης, για να μελετηθεί η αποτελεσματικότητα του μέτρου. Το σύστημα όμως ήταν ατελές, όπως φαίνεται από δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας: «Φαίνεται ότι οι αυτόματοι φωτεινοί σηματοδόται, που ρυθμίζουν την κίνησιν των τροχοφόρων, είναι αυτόματοι μόνον κατ’ όνομα. Διότι εις μερικάς διασταυρώσεις, όπου έχουν τοποθετηθεί τέτοιοι σηματοδόται, υπάρχει και ένας αστυφύλαξ που ρυθμίζει τα φώτα των με ένα διακόπτην! Βέβαια και το σύστημα αυτό είναι πρακτικώτερον από τον αστυφύλακα της Τροχαίας που στέκει εις το μέσον του δρόμου και κατευθύνει την κίνησιν με τα σήματα των χεριών του» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 24ης Απριλίου 1954).
Ο χρόνος περνούσε και το κυκλοφοριακό πρόβλημα γινόταν οξύτερο. Υπό την πίεση, λοιπόν, των πραγμάτων και ύστερα από προτροπές ξένων ειδικών, οι οποίοι κλήθηκαν για να εξετάσουν επιτοπίως το θέμα, αποφασίστηκε η εγκατάσταση αυτόματων φωτεινών σηματοδοτών στο κέντρο των Αθηνών, σε συνδυασμό με προηγούμενη μονοδρόμηση των τριών κεντρικών παράλληλων αρτηριών που οδηγούν από την Ομόνοια στο Σύνταγμα (Ακαδημίας, Πανεπιστημίου και Σταδίου) καθώς και όλων των παρόδων τους ή και άλλων δρόμων που θα διευκόλυναν τη λειτουργία του συστήματος (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 9ης Μαρτίου 1961).
Κατά την τριετία 1957 – 1959 έγιναν τα έργα που κρίθηκαν αναγκαία για την εφαρμογή των σχεδιαζόμενων κυκλοφοριακών ρυθμίσεων.
Συγκεκριμένα:
- Στο τέλος του 1957 περατώθηκε η νέα διαρρύθμιση της πλατείας Συντάγματος με τη διεύρυνση των οδών Όθωνος και βασιλέως Γεωργίου Β΄ και άρχισε η εκτέλεση εργασιών στην πλατεία Ομονοίας, οι οποίες προβλέπονταν να ολοκληρωθούν τον Απρίλιο του 1958 (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 31ης Δεκεμβρίου 1957).
- Το 1959 μονοδρομήθηκαν όλες σχεδόν οι οδοί στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Παράλληλα είχαν γίνει οι προεργασίες για τη λειτουργία της αυτόματης φωτεινής σηματοδότησης. Σύμφωνα με δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας, «από του παρελθόντος Οκτωβρίου (1958) έχει ολοκληρωθεί η εγκατάστασις υπό της γερμανικής εταιρίας SIEMENS του συστήματος αυτομάτου σηματοδοτήσεως εις 50 διασταυρώσεις. Αύτη αρχίζει εκ της οδού Μάρνης (Πατησίων και Γ΄ Σεπτεμβρίου) και διά της Ομονοίας και των τριών κεντρικών αρτηριών (Πανεπιστημίου, Σταδίου και Ακαδημίας) καταλήγει εις την Βασιλίσσης Σοφίας (= στο ύψος της οδού Ριζάρη) και εις την Συγγρού. Έχουν τοποθετηθεί σηματοδόται πεζών (πράσινον και κόκκινον χρώματα) και οχημάτων (πράσινον, κόκκινον και κίτρινον χρώματα)» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 21ης Αυγούστου 1959).
Σημειωτέον ότι:
- Η αγορά και η τοποθέτηση των αρχικών σηματοδοτών στοίχισε στο ελληνικό κράτος περίπου επτάμιση εκατομμύρια δραχμές (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 9ης Μαρτίου 1961).
- Αρχικά η αυτόματη φωτεινή σηματοδότηση περιοριζόταν στο τμήμα από το Αρχαιολογικό Μουσείο ως το Ζάππειο και συγκεκριμένα στις οδούς Πατησίων, Γ΄ Σεπτεμβρίου, Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Αμαλίας, Σταδίου, Φιλελλήνων, Βασιλίσσης Σοφίας (από το Σύνταγμα ως την οδό Ριζάρη) και στην αρχή της λεωφόρου Συγγρού.
Μέσω του Τύπου δίνονταν οδηγίες στους πεζούς και στους οδηγούς τροχοφόρων «διά την κυκλοφορίαν με την φωτεινήν σηματοδότησιν» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 7ης Αυγούστου 1960).
Τελικά, οι φωτεινοί σηματοδότες στην Αθήνα τέθηκαν σε λειτουργία τη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 1960 (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 3ης Σεπτεμβρίου 1960). Την ίδια περίπου περίοδο λειτούργησαν και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (φύλλο της 21ης Αυγούστου 1960), το οποίο προανήγγελλε στους Θεσσαλονικείς την κυκλοφοριακή καινοτομία που θα γινόταν σε λίγες μέρες.
Έξι μήνες μετά την εφαρμογή του μέτρου έγινε από αξιωματικούς της Τροχαίας αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς του στη βελτίωση της κυκλοφορίας και στη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων. Αποδείχτηκε όμως και η «παραβατικότητα» των Αθηναίων οδηγών και πεζών. Από τις 9 Ιανουαρίου ως τις 9 Φεβρουαρίου 1961 τα συνεργεία της Τροχαίας επέβαλαν πρόστιμα σε 19.649 πεζούς και εποχούμενους για παράβαση του Κ.Ο.Κ. και συγκεκριμένα της διάταξης «περί ερυθρού σηματοδότη». Οι παραβάτες είτε πλήρωσαν τα πρόστιμα επί τόπου είτε παραπέμφθηκαν σε Πταισματοδικείο. Στις αρχές του 1961 καθιερώθηκε και μια νέα ρύθμιση: το άναμμα του πράσινου σήματος με διακοπές, το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους πεζούς να περνούν την πάροδο με δική τους ευθύνη, εφόσον δεν κινείτο στο δρόμο αυτοκίνητο (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 9ης Μαρτίου 1961).
Σταδιακά η αυτόματη σηματοδότηση επεκτάθηκε και σε άλλους αθηναϊκούς δρόμους. Το 1965 στην περιοχή της πρωτεύουσας λειτουργούσαν συνολικά 164 φωτεινοί σηματοδότες. Το γεγονός αυτό κατέστησε αναγκαία την κατασκευή νέου «Κέντρου Σηματοδοτήσεως», που μεταστεγάστηκε τον επόμενο χρόνο από το κτίριο της παλαιάς Βουλής στο κτίριο του Ο.Τ.Ε. στην πλατεία Βικτωρίας (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 3ης Νοεμβρίου 1965). Με την πάροδο του χρόνου ο «Σταμάτης» και ο «Γρηγόρης» συνδέθηκαν όχι μόνον με τη ζωή των Αθηναίων, αλλά γενικά των κατοίκων των ελληνικών πόλεων και κωμοπόλεων.
Το μόνο που άλλαξε από το μακρινό 1961 ως σήμερα είναι ο χρόνος λειτουργίας των φωτεινών σηματοδοτών.
- Την 23η Δεκεμβρίου 1961 αποφασίστηκε η λειτουργία της φωτεινής σηματοδότησης καθημερινά από της 7ης πρωινής ως την 1η μεταμεσονύκτια ώρα (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 23ης Δεκεμβρίου 1961).
- Με υπουργική απόφαση, που λήφθηκε τον Οκτώβριο του 1962, παρατεινόταν η λειτουργία των φωτεινών σηματοδοτών όλη τη νύχτα κατά την παραμονή μεγάλων εορτών (τις νύχτες των δύο τελευταίων Σαββάτων των Απόκρεω, του Πάσχα, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, της Πρωτομαγιάς, της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου) (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 13ης Οκτωβρίου 1962).
- Το 1966, για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες νυκτερινής κυκλοφορίας, παρατάθηκε τη θερινή περίοδο η λειτουργία της σηματοδοτήσεως ως τη 2α μεταμεσονύκτια ώρα (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 21ης Ιανουαρίου 1966).
- Τέλος, επειδή πολλά δυστυχήματα και ατυχήματα γίνονταν τις νυχτερινές ώρες, όταν πια δεν λειτουργούσαν τα φανάρια, κρίθηκε σκόπιμο το 1966 να λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο οι σηματοδότες σε κεντρικές λεωφόρους, όπως στις διασταυρώσεις των οδών Βασιλίσσης Σοφίας-Πανεπιστημίου, Ακαδημίας-Βασιλίσσης Σοφίας, Χαυτείων, Λεωφόρου Αλεξάνδρας-Πατησίων, Πατησίων-Μάρνης, Ηπείρου, Συγγρού-Διάκου, Αμαλίας-Όλγας και στην πλατεία Βάθης (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 11ης Φεβρουαρίου 1966). Σταδιακά, για την ασφάλεια των πεζών και των οδηγών, καθιερώθηκαν «καθ’ άπασαν την επικράτεια» οι «ακοίμητοι «Γρηγόρηδες» και «Σταμάτηδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου