Αντιφάσεις, «ειδικά» και γενικά σχέδια, «ήξεις αφήξεις», επιφυλάξεις και προφυλάξεις. Λέξεις όπως αυτές αποτυπώνουν την εικόνα των προθέσεων των βασικών πόλων του πολιτικού συστήματος για τις μετεκλογικές εξελίξεις λίγες μέρες πριν την κάλπη της 21ης Μαΐου. Μπορεί το πλαίσιο των πολιτικών που θα ασκηθούν να είναι αυστηρά «τροχοδρομημένο» σε αντιλαϊκές ράγες, εξαιτίας των απαιτήσεων της Ε.Ε για επιστροφή σε δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης 2% και τις γνωστές συνταγές των «αναδιαρθρώσεων» και της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας», όμως παραμένει θολό το με ποιους όρους θα προκύψει το κυβερνητικό σχήμα που θα διαχειριστεί την κατάσταση. Όπως λέει όμως και ο Κυριάκος Μητσοτάκης «αυτή είναι η ομορφιά» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η Νέα Δημοκρατία
Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, η επίσημη θέση όπως την διατυπώνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πως θα επιδιώξει αυτοδύναμη κυβέρνηση σε κάθε κάλπη, είτε αυτή της 21ης Μαΐου, είτε σε τυχόν δεύτερες εκλογές. Μάλιστα, δεν δίνει δίνει απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το αν θα απαιτηθούν και τρίτες εκλογές εφόσον αυτή η τακτική διατηρηθεί στο διηνεκές. Σε σχετική, δε, ερώτηση που τέθηκε στην διακαναλική συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός αρκέστηκε να δηλώσει πως «με πάτε πολύ μακριά». Το σκεπτικό του Κυριάκου Μητσοτάκη βασίζεται στην λογική των «σταθερών κυβερνήσεων» και συνοδεύεται από έντονη πολεμική ενάντια στην απλή αναλογική συνολικά αλλά και στο εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επερχόμενες εκλογές (αναλογική κατανομή των εδρών με πλαφόν 3%). Όπως ανέφερε σε προχθεσινή ραδιοφωνική του συνέντευξη οι εξελίξεις «μας υποχρεώνουν να ξαναθέσουμε το “στοίχημα” των εκλογών, όχι μόνο στη λογική του αν η χώρα θα πάει μπροστά ή να θα πάει πίσω, αλλά αν θα έχουμε σταθερότητα ή ένα χάος».
Παράλληλα όμως στον προεκλογικό λόγο της Νέας Δημοκρατίας καταγράφεται και μία μεγάλη αντίφαση: Ο πρωθυπουργός που μιλά για αυτοδυναμία «πάση θυσία», δεν δεσμεύεται με σαφήνεια για το τι θα κάνει την Δευτέρα 22 Μαΐου, τότε δηλαδή που θα εκκινήσει το μοίρασμα διερευνητικών εντολών από την πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως ανέφερε (και) προχθές, μετά από επίμονα δημοσιογραφικά ερωτήματα, «δεν έχω να σας πω πολλά πράγματα για το τι θα κάνω εκείνη τη στιγμή, διότι θα σεβαστώ και θα περιμένω το αποτέλεσμα του ελληνικού λαού». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι … «αυτή είναι η ομορφιά της δημοκρατικής διαδικασίας». Προφανώς, η «θολή» αυτή τοποθέτηση προδίδει ότι η Νέα Δημοκρατία κάθε άλλο παρά έχει «βγάλει» από το σκεπτικό της την αναζήτηση κυβερνητικού εταίρου ή την διερεύνηση των δυνατοτήτων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ακόμη και δίχως μια κεντρική συμφωνία κομματιών ηγεσιών. Το σενάριο αυτό μένει ανοιχτό μετά την πρώτη ή και μετά την δεύτερη κάλπη.
Το «βλέμμα» της Νέας Δημοκρατίας πέφτει κατά κύριο λόγο προς το ΠΑΣΟΚ, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ασκεί προς το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη μία ιδιόμορφη πίεση. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του πρωθυπουργού με τις οποίες υποστηρίζει ότι η σημερινή ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη βρίσκεται σε …διάσταση απόψεων με τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Όπως έχει δηλώσει «υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών που μας λένε ότι “θα ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ”, που δεν έχουν κακή γνώμη ούτε για εμένα, ούτε για την κυβέρνηση μας. Θεωρούν ότι έχουμε κάνει ένα καλό έργο και θεωρούν και εμένα πιο κατάλληλο Πρωθυπουργό, στο ερώτημα αυτό. Κατά συνέπεια, αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να προβληματίσει τον κ. Ανδρουλάκη». Επίσης, υποστηρίζει ότι με τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ ήταν «απέναντι στο κύμα του λαϊκισμού που σάρωσε τη χώρα. Κρατήσαμε τη χώρα στην Ευρώπη. Ήμασταν απέναντι στη σκευωρία της Novartis». Η δημοσιοποίηση αυτής της εκτίμησης από την πλευρά της Ν.Δ αποτελεί έμμεση πίεση στη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αφού προφανώς «υπονοεί» ότι οι ψηφοφόροι αυτή θα έχουν την άμεση αντανάκλασή τους και στην κοινοβουλευτική ομάδα που θα εκλέξει το ΠΑΣΟΚ, ιδίως από την στιγμή που στην προηγούμενη σύνθεσή της ο Ανδρέας Λοβέρδος αλλά και άλλοι βουλευτές εμφανώς «αλληθώριζαν» συστηματικά προς την Νέα Δημοκρατία.
Ένα ακόμη ποιοτικό στοιχείο της κριτικής αυτής, είναι πως η ηγεσία της Ν.Δ ζητά από την Χαριλάου Τρικούπη να απομακρυνθεί ακόμη και από τις εναπομείνασες αναφορές στο «σοσιαλδημοκρατικό» παρελθόν του ΠΑΣΟΚ. Αυτό διότι οι τέτοιες αντιλήψεις δεν είναι συμβατές με τις ανάγκες διακυβέρνησης της χώρας. Όπως λέει ο Κυριάκος Μητσοτάκης μια συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ «θα ήταν μία κυβέρνηση στην οποία θα πατούσαμε συνέχεια το φρένο, σε μία εποχή που χρειάζεται η χώρα να πατήσει γκάζι και να προχωρήσει πολύ γρήγορα σε μία βαθιά τολμηρή εκσυγχρονιστική ατζέντα». Αυτά αναφερόμενος σε ένα κόμμα που στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο ψήφισε το 70% των νομοσχεδίων που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ν.Δ. Πρόκειται δηλαδή για ένα έμμεσο «κάλεσμα» στο ΠΑΣΟΚ να συναινέσει στην εφαρμογή μιας πολιτικής ακραίου νεοφιλελευθερισμού, τόσο «αιχμηρής» για τα λαϊκά συμφέροντα που θα δυσκολέψει ακόμη και τους σημερινούς εκπροσώπους της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, έστω κι αν αυτή έχει υιοθετήσει τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα.
Τέλος, για την Νέα Δημοκρατία πάντα υπάρχει το Plan B μιας συγκυβέρνησης με την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, εφόσον αυτή σημειώσει αξιόλογα ποσοστά. Το ενδεχόμενο έχει αποκλειστεί για την ώρα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δίχως όμως να διευκρινίζεται αν αυτό αφορά αποκλειστικά το αποτέλεσμα της κάλπης της 21ης Μαΐου. Αν δηλαδή θα ισχύει και μετά από δεύτερες εκλογές, εφόσον γίνουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει ως προεκλογική «βιτρίνα» τον στόχο της κατάκτησης της πρώτης θέσης στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, με τον Αλέξη Τσίπρα να παρουσιάζει το επίτευγμα αυτό ως το «κλειδί» που θα «ξεκλειδώσει» κάθε διεργασία συζήτησης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα πυροδοτήσει την σύμπραξη των δύο χώρων, εκτιμώντας πως δεν υπάρχουν ουσιώδης προγραμματικές διαφορές που θα εμπόδιζαν την κυβερνητική συνύπαρξη. Χαρακτηριστική είναι η φράση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην διακαναλική συνέντευξή του, όπου ανέφερε σχετικά με το πρόγραμμα 11 σημείων που πρόσφατα παρουσίασε: «Δεν θέτουμε όρους αδιαπραγμάτευτους, θα κουβεντιάσουμε. Όταν πας σε μια διαπραγμάτευση, βάζεις τη βάση για να κουβεντιάσεις. Όμως, επειδή το έχουμε καταθέσει αυτό το πρόγραμμα εδώ και 10 μέρες περίπου, 15, δεν έχω ακούσει κανέναν να πει ότι κάπου διαφωνεί. Και εν πάση περιπτώσει, έχω ακούσει ενδεχομένως ότι κάποιοι θέλουν να προσθέσουν κάτι. Είμαστε ανοιχτοί, να γίνουν τα άρθρα από 11, 12 ή 13. Είμαστε ανοιχτοί απολύτως. Αλλά δεν έχω ακούσει καμία διαφωνία ουσιαστική».
Παρόλα αυτά η εικόνα που παρουσιάζει ο χώρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνει σαφώς ότι γίνονται και δεύτερες σκέψεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ασχέτως αν αυτές υιοθετούνται από την ηγεσία του.
Μία εξ αυτών έχει διατυπωθεί στην αρχή της προεκλογικής περίοδου από στελέχη του κόμματος και αφορά την αναζήτηση κυβερνητικών λύσεων ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δεύτερο κόμμα. Το σενάριο αυτό προϋποθέτει την σύμπλευση τριών κομμάτων: Του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και του Μέρα 25, όπως και ποσοστά που θα δημιουργούν ένα άθροισμα της τάξης του 46,5 με 47% προκειμένου να προκύπτει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό παρά του υψηλούς τόνους που καταγράφονται ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Γιάνη Βαρουφάκη. Εδώ μάλιστα αξίζει ιδιαίτερης προσοχής στο ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται πάντα προσωπικά στον γραμματέα του Μέρα 25 -εκτιμώντας ότι «αυτοεξαιρέθηκε» από τα σενάρια μιας προοδευτικής διακυβέρνησης – και όχι στο Μέρα 25 συνολικά. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι η ηγεσία του Μέρα 25 ως πρωταρχικό εμπόδιο σε μια τέτοια κυβερνητική σύγκλιση θεωρεί την ανυπαρξία χρόνου προγραμματικών συζητήσεων και όχι την διάσταση πολιτικών απόψεων. Το γεγονός αυτό αφήνει ένα «παράθυρο» για άμεσες κυβερνητικές λύσεις «βασικών σημείων» προκειμένου αυτές να μετεξελιχθούν σε προγραμματική συμφωνία «εν κινήσει».
Επίσης στα σενάρια προστέθηκε και το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης «ειδικού σκοπού» με στόχο την «κάθαρση» από το σκάνδαλο των υποκλοπών, μια εκδοχή που φαίνεται να απασχολεί ένα τμήμα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, διαφορετικό από αυτό που συζητά την «κυβέρνηση δίχως το πρώτο κόμμα». Για το ζήτημα αυτό ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε στην τελευταία του συνέντευξη πως «δεν αποκλείω εκ των προτέρων την πιθανότητα να προκύπτει μια τέτοια συζήτηση την επομένη των εκλογών, αλλά ο στόχος μου δεν είναι μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Είναι μια κυβέρνηση τετραετίας, σταθερότητας, μακράς πνοής που θα συμπεριλάβει και όλους αυτούς τους ειδικούς σκοπούς που είναι καίριας σημασίας για τη δημοκρατία μας και για την κοινωνία».
Συνολικά οι μετεκλογικοί προβληματισμοί που υπάρχουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι έντονοι. Η ηγεσία του αντιλαμβάνεται την δύσκολη θέση στην οποία θα βρεθεί, είτε αν υποστεί μία ακόμη ήττα από την Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως επίσης και την δυσκολία του να βρεθεί σε ένα «αδύναμο» κυβερνητικό σχήμα, πόσω μάλλον αν δεν πρωτεύσει στις εκλογές.
Το ΠΑΣΟΚ
Ο τρίτος πόλος της εξίσωσης των μετεκλογικών εξελίξεων, πρωτίστως ενδιαφέρεται για το ποσοστό που θα συγκεντρώσει. Από αυτό το δεδομένο – πιστεύουν στην Χαριλάου Τρικούπη- πως θα κριθεί η διαπραγματευτική δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ στις διεργασίες που θα προκύψουν μετά τις εκλογές. Ως εκ τούτου θα συνεχίσει να πορεύεται μέχρι την κάλπη με το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας για πρωθυπουργός» και την δέσμευση πώς αν το ΠΑΣΟΚ έχει ποσοστό μεγαλύτερο του 10% θα αξιοποιήσει την διερευνητική εντολή θέτοντας προγραμματικούς όρους και αναζητώντας πρόσωπα κοινής αποδοχής για την πρωθυπουργία. Παρόλα αυτά καθίσταται σαφές πως πρόκειται για μία θέση «προεκλογική χρήσης» που θα «φύγει από το τραπέζι» την 22η Μαΐου.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι σαφές ότι θα λειτουργήσει παραπληρωματικά στην αναζήτηση διαχειριστικής κυβερνητικής λύσης, επιδιώκοντας όμως η κατεύθυνση που θα πάρει να είναι συμβατή με τις ισορροπίες της κοινοβουλευτικής ομάδας του, η οποία θα προκύψει από τις κάλπες. Ο μεγαλύτερος παράγοντας πίεσης που αντιμετωπίζει είναι το ενδεχόμενο συρρίκνωσης του ποσοστού του μεταξύ της πρώτης και της ενδεχόμενης δεύτερης κάλπης. Το στοιχείο αυτό θα επιδράσει καταλυτικά στις αποφάσεις του. Αυτός είναι και ο λόγος που συνιστά έναν «πρόθυμο» πλην όμως πλήρως αστάθμητο παράγοντα της μετεκλογικής διαδικασίας. Ειδικά μάλιστα για το ζήτημα των υποκλοπών και την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη η Χαριλάου Τρικούπη φαίνεται να το αντιλαμβάνεται ως «δίκοπο μαχαίρι», γιατί από την μία αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης της πολιτικής του επιρροής, από την άλλη όμως ένα ζήτημα δύσκολο στην διαχείρισή του σε περίπτωση πρωτιάς της Νέας Δημοκρατίας.
Πηγή:imerodromos.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου