Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Η χυδαία δήλωση ενός αλαζόνα: Όσα (δεν) είπε ο Μητσοτάκης για τα Τέμπη

ΤΖΕΝΗ ΚΡΙΘΑΡΑ


Σε περίπτωση που κάποιος πίστευε (αφελώς) μέχρι σήμερα πως η κυβέρνηση επιθυμεί την διαλεύκανση του εγκλήματος των Τεμπών – σε περίπτωση, δηλαδή, που δεν είχε πειστεί από την ιλαροτραγωδία της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής υπό την κυβερνητική πλειοψηφία ή από τα αδιάσειστα στοιχεία που φέρνουν συνεχώς στο φως οι συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι σηκώνουν το βάρος της απονομής δικαιοσύνης μόνοι τους – ήρθε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με μία δήλωσή του ανήμερα της συμπλήρωσης ενός χρόνου από τον θάνατο των 57 ανθρώπων να διαλύσει οποιαδήποτε υποψία λειτουργίας του κράτους δικαίου στην χώρα μας.

Ευθυγραμμισμένος απόλυτα με κορυφαία στελέχη της κυβέρνησής του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης («Κανένας στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρεται για εξεταστική για τα Τέμπη» / «Μπορείς να πας στην Βουλή και να πεις ‘ναι, έχουν πρόβλημα ασφαλείας τα τρένα’; Αν το πεις αυτό, δεν θα μπει αύριο άνθρωπος στα τρένα») ή η Ντόρα Μπακογιάννη («Κανείς δεν μπαίνει στα παπούτσια του Καραμανλή. Για μπέστε στα παπούτσια ενός υπουργού που καλείται να απαντήσει για τον μηχανοδηγό»), ο πρωθυπουργός προσπάθησε να παρουσιάσει και πάλι το έγκλημα των Τεμπών ως μία κακιά στιγμή, ένα ανθρώπινο λάθος, το οποίο ανάγεται σε χρόνιες ασθένειες του ελληνικού κράτους. Κοντολογίς, φταίει το κακό μας ριζικό. Φταίμε όλοι, άρα κανείς.

Σαν να μην έφτανε το βορβορώδες όργιο συγκάλυψης που έχουν με λύσσα εξαπολύσει οι κυβερνώντες και τα συν αυτώ ΜΜΕ εδώ και έναν χρόνο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε σκόπιμο να τρίψει στην μούρη των συγγενών των θυμάτων και όλων όσοι ζητάμε την διαλεύκανση του εγκλήματος την προκλητική απάθειά του και την χυδαία υπεροψία που απορρέει από την (εσφαλμένη) βεβαιότητά του πως είναι υπεράνω νόμου και κριτικής.

Η σημερινή δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μία σύντομη σύνοψη όσων ΔΕΝ έκανε σκοπίμως η κυβέρνηση εδώ και έναν χρόνο, αλλά και όσων αποπειράθηκε να προπαγανδίσει στους πολίτες μιας χώρας που συνειδητοποιούν κάθε μέρα με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ζουν από τύχη σε ένα κράτος που οι λίγοι ζουν εις βάρος των πολλών. Στην δική τους ζυγαριά, κανενός το παιδί δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την καρέκλα τους και κανενός η ζωή δεν αξίζει περισσότερο από τα κέρδη των φίλων τους.

Όχι απλώς «ξεπλυμένη», αλλά ενισχυμένη από τις εκλογές και το 41%, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διασπείρει εικασίες, υπόνοιες, κατηγορίες και ψεύδη για πρόσωπα και καταστάσεις ερχόμενη σε αντιπαράθεση με την ίδια την πραγματικότητα. Διαβάζοντας λέξη προς λέξη το διάγγελμα του πρωθυπουργού, καθίσταται σαφές πως όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για την απονομή δικαιοσύνης, αλλά είναι πρόθυμος να μας κάνει με κάθε αφορμή επίδειξη του αυταρχισμού του παραποιώντας ακόμα και αντικειμενικά γεγονότα:

«Έναν χρόνο από την τραγωδία των Τεμπών, οι πληγές από τον χαμό των θυμάτων της μένουν νωπές, με τον Γολγοθά των δικών τους ανθρώπων πάντα δύσκολο και ανηφορικό. Είναι αλήθεια ότι ο χρόνος πάγωσε, την ώρα εκείνη, που ο τόπος συγκρούστηκε μετωπικά με τον χειρότερο εαυτό του. Ξέφυγε από τις ράγες τoυ, λυγίζοντας από το βάρος μιας κρυφής πραγματικότητας. Και, σε μία στιγμή, είδε το παρελθόν να παράγει το αδιανόητο στο παρόν».

Δεν συγκρούστηκε ο τόπος με τον χειρότερο εαυτό του. Συγκρούστηκαν μετωπικά μία επιβατική και μία εμπορευματική αμαξοστοιχία στην μοναδική επί της ουσίας σιδηροδρομική γραμμή της χώρας. Έναν χρόνο μετά, όχι μόνο δεν ξέρουμε με σαφήνεια πώς έγινε και γιατί έγινε το δυστύχημα, αλλά η έρευνα των πραγματογνωμόνων των συγγενών των θυμάτων καταδεικνύει μία σειρά από κραυγαλέες παραλείψεις που οδηγούν στο συμπέρασμα της συγκάλυψης. Πότε θα μάθουμε γιατί προκλήθηκε η πυρκαγιά που έκαψε αρκετούς επιβάτες ζωντανούς; Πού είναι τα τρία βαγόνια της εμπορευματικής αμαξοστοιχίας; Εξαφανίστηκαν; Γιατί δεν εξετάστηκαν; Γιατί δεν ζητήθηκαν τα βίντεο φόρτωσης του εμπορεύματός τους; Γιατί μπαζώθηκαν δύο στρέμματα στο σημείο της σύγκρουσης και έπεσε χαλίκι σε άλλα είκοσι πέντε; Ποιος ανέλαβε να ρίξει το τσιμέντο; Γιατί δεν υπάρχει πουθενά στην «Διαύγεια»;

«Σε μία τέτοια μέρα η θλίψη δεν μπορεί να βαφτεί με χρώμα κομματικό. Κι ο σεβασμός στην οδύνη απαιτεί ωριμότητα και σύνεση. Στην υπέρβαση αυτού του εθνικού τραύματος ο καιρός δεν θα είναι σύμμαχος. Μπορεί, όμως, να προσφέρει κάποια ανακούφιση όταν αναδειχθούν όλες οι αιτίες του κακού. Όταν σβηστεί κάθε αμφιβολία. Όταν διαψευστούν ακόμη και οι πιο παράλογες φήμες. Και, κυρίως, όταν τιμωρηθούν οι ένοχοι. Και αυτό θα γίνει.»

Όντως, η οργή του κόσμου δεν έχει «κομματικό χρώμα», όμως η κυβέρνηση αρέσκεται να βαφτίζει κάθε κριτική και κάθε αντίδραση κομματικά υποκινούμενη. Ενδεχομένως, κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Σύμμαχος του εθνικού τραύματος δεν μπορεί να γίνει ο χρόνος, αλλά η απονομή δικαιοσύνης, την οποία η κυβέρνηση παρεμποδίζει με κάθε τρόπο. «Η ωριμότητα και η σύνεση» που μας υποδεικνύει να επιδείξουμε ο πρωθυπουργός, όπως και «ο σεβασμός στην οδύνη» εκφράζεται μέσα από τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και τις προσπάθειες του κόσμου για την στήριξη των προσπαθειών των συγγενών των θυμάτων για να αποδοθούν ποινικές ευθύνες σε πολιτικούς. «Η ωριμότητα και η σύνεση» που μας υποδεικνύει να επιδείξουμε ο πρωθυπουργός, όπως και «ο σεβασμός στην οδύνη» δεν έχουν καμία σχέση με την στάση που τηρεί η κυβέρνησή του από τα πρώτα κιόλας λεπτά του εγκλήματος.

Η «ανακούφιση» για όσους έχασαν τα παιδιά τους, τους γονείς τους, τους ανθρώπους τους στα Τέμπη, δεν θα έρθει με τον «καιρό». Θα έρθει με την τιμωρία των υπευθύνων. Όσο ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του ονομάζουν «αμφιβολία», «παράλογες φήμες» και «αιτίες του κακού» κάθε αποκάλυψη αντικειμενικού γεγονός ή παράγοντα που έρχεται στο φως και βάζει στο κάδρο συγκεκριμένα πρόσωπα με συγκεκριμένες αρμοδιότητες, δεν πρόκειται να αποδοθεί δικαιοσύνη.

«Η Βουλή εξέτασε δεκάδες μάρτυρες με εκατοντάδες στοιχεία, ερευνώντας πώς τα ανθρώπινα λάθη συναντήθηκαν μοιραία με τα διαχρονικά κενά του κράτους. Αλλά και αυτή δεν παύει να είναι ένας θεσμός πολιτικός. Γι’ αυτό και μόνο η Δικαιοσύνη είναι εκείνη που θα ρίξει φως στην υπόθεση, όπως το θέλουμε όλοι. Ήδη κινείται γρήγορα και στον ανώτατο βαθμό, καλώντας τους πρώτους από όσους πρέπει να λογοδοτήσουν. Της έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και είμαι βέβαιος ότι θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η αλήθεια, λοιπόν, δεν αργεί. Όπως δεν αργούν και οι προσπάθειες της πολιτείας να θεραπεύσει τις δικές της σοβαρές ελλείψεις.»

«Για να τιμωρηθούν οι ένοχοι«, όπως είπε ο πρωθυπουργός, θα έπρεπε να κινηθούν ή να έχουν κινηθεί διαδικασία όπως η προανακριτική επιτροπή της βουλής (που θα παρέπεμπε πολιτικά πρόσωπα στην δικαιοσύνη για την διερεύνηση ποινικών ευθυνών). Αντ’ αυτού, η κυβερνητική πλειοψηφία κάλυψε τα νώτα της και προστάτευσε τους δικούς της με μία εξεταστική επιτροπή (για την διερεύνηση πολιτικών ευθυνών), στην οποία εκτυλίχθηκε ένα όργιο τραμπουκισμού εκ μέρους της πλειοψηφίας προς βουλευτές της αντιπολίτευσης που πίεζαν συγκεκριμένους μάρτυρες και στην οποία δεν κλήθηκαν για αδιαφανείς λόγους πρόσωπα που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν μία διαφορετική από το κυβερνητικό αφήγημα υπόθεση. Έτσι θα τιμωρηθούν ένοχοι; Ποιοι ένοχοι; Ο σταθμάρχης (που εσείς πελατειακά τοποθετήσατε σε αυτήν την θέση) ή οι νεκροί οδηγοί των δύο αμαξοστοιχιών;

«Υποδεχόμαστε, συνεπώς, τη θλιβερή επέτειο, σκύβοντας το κεφάλι στη μνήμη των 57 αθώων που χάσαμε και στη δοκιμασία των τραυματιών. Με τη σκέψη στις οικογένειες, που έχουν κάθε δικαίωμα να κάνουν τον πόνο τους διαμαρτυρία. Ωστόσο, πρώτη η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα οφείλουμε να διακρίνουμε πίσω από την τραγωδία μία συλλογική αποτυχία. Να βρούμε τον κορμό και τα κλαδιά της και με τόλμη να την ξεριζώσουμε, όχι διχασμένοι, αλλά ενωμένοι.»

Πώς είναι συλλογική μία αποτυχία με προφανείς προσωπικές ευθύνες; Από που κι ως πού είναι οι πολίτες που μπαίνουν σε τρένα που δεν είναι ασφαλή εξίσου υπεύθυνοι ή «αποτυχημένοι» με τους κυβερνώντες που απαξίωσαν και κατέστησαν επικίνδυνο τον σιδηρόδρομο; Συλλογική είναι η αποτυχία όλων όσοι πέρασαν από το υπουργείο Μεταφορών και από τον σιδηρόδρομο όλα αυτά τα χρόνια. Συλλογική είναι η αποτυχία των 24.651 ανθρώπων που ψήφισαν τον Κώστα Καραμανλή στις εκλογές του Μαΐου, την ώρα που ο τόπος της σύγκρουσης στα Τέμπη μύριζε ακόμα φωτιά και ανθρώπινη σάρκα. Δεν γίνεται μία σειρά προσωπικών και υστερόβουλων αποφάσεων των λίγων να αποτελεί συλλογική αποτυχία των πολλών. Αυτό συμβαίνει μόνο στο μυαλό και στην ηθική όσων θέλουν να αποποιηθούν των δικών τους ευθυνών και να ρίξουν την ευθύνη αλλού. Όσο θα ψάχνει ο κύριος Μητσοτάκης κορμούς και κλαδιά για να ξεριζώσει «με τόλμη», η ζωή μας απαξιώνεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Πριν έναν χρόνο ήταν δύο τρένα, αύριο μπορεί να είναι ένα πλοίο. Πάντα κάτι βρίσκουν για να μας ενοχοποιούν για τα εξόφθαλμα εγκλήματά τους.

«Αποστολή μας είναι ο πόνος να μετουσιωθεί σε πράξεις. Ώστε οι οργανισμοί που υπηρετούν τον πολίτη να λειτουργούν με ασφάλεια, συνέπεια και επαγγελματισμό. Το Δημόσιο να μην μένει αιχμάλωτο της γραφειοκρατίας, που καθυστερεί κρίσιμα έργα. Και τα δικαστήρια να αποφασίζουν εγκαίρως, ιδίως για υποθέσεις που απασχολούν την κοινωνία.

Ως Πρωθυπουργός, ως πολίτης, αλλά και ως πατέρας, συμμετέχω στο πένθος της πατρίδας. Και επαναλαμβάνω τη δέσμευση ότι η χώρα θα συνεχίσει στον δρόμο της διαρκούς εγρήγορσης και της προόδου. Αλλάζοντας το κράτος και βελτιώνοντας την καθημερινότητα. Χωρίς συμβιβασμούς με λάθη του σήμερα και ανατρέποντας παθογένειες του χθες. Μέχρι το «ποτέ ξανά» από σύνθημα να γίνει, επιτέλους, πραγματικότητα.»


Ούτε ως πρωθυπουργός, ούτε ως πολίτης θα χρησιμοποιούσε ο κύριος Μητσοτάκης τον σιδηρόδρομο. Ό,τι δεν αφορά αυτούς τους λίγους, δεν έχει καμία θέση στο οπτικό τους πεδίο. Το ιδιωτικοποιούν -κοινώς, το ξεπουλάνε-, κακίζουν το γραφειοκρατικό δημόσιο και μετά νίπτουν τα χείρας τους. Είναι ντροπή και προσβολή να οικειοποιείσαι έναν πόνο που στην πράξη δεν σέβεσαι με τις αποφάσεις και τις δηλώσεις σου. Πώς θα «μετουσιωθεί ο πόνος σε πράξεις»; Με τσιτάτα σε διαγγέλματα; Με το μπάζωμα του σημείου της τραγωδίας, ενώ υπήρχαν ακόμα υπολείμματα των θυμάτων; Με την στοχοποίηση ως πολιτικά υποκινούμενων των γονέων που θέλουν να μπει στην φυλακή ο υπεύθυνος για τον θάνατο των παιδιών τους; Με την πολιτική συσκότιση; Ή με τις υποκριτικές δημόσιες συγγνώμες; Όπως είπε και η κυρία Μαρία Καρυστιανού ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της βουλής, «συγγνώμη ζητάς όταν σκουντάς κάποιον, όχι όταν του σκοτώνεις το παιδί».




Πηγή: imerodromos.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου