Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Δήθεν ζωή....

Της Μαρίας Στριγκου


Στους Αμπελόκηπους δεν θέλω να συχνογυρίζω. Από τότε που μετακόμισα, είπα να ρίξω πέτρα πίσω μου. Οι φίλοι μου, αυτοί που έμειναν σταθεροί στις οικίες και στις συνήθειές τους, με φωνάζουν δήθεν επαναστάτη. Γιατί τώρα στα γεράματα μ’ έπιασε η κάψα να μείνω στα Εξάρχεια. Και να αναθεωρήσω την παλιά μου ζωή. Μπορεί και τις ιδέες μου.

«Έλα μωρέ μαλάκα, δε γίνονται αυτά! Τι σκατά μας το παίζεις τώρα; Αναρχία κι έτσι; Εσύ; Ο βολεμένος του οχτάωρου με το μισθουλάκο σου βρέξει χιονίσει; Εσύ ο τάχα μου φιλόσοφος και γιαλαντζί λαϊκός ήρωας; Λες και δεν ξέρουμε γιατί το κάνεις. Για τις γκόμενες ρε μαλάκα το κάνεις. Κάτι τέτοια ακούνε και ψήνονται μέχρι κόκκαλο. Ωραία μηχανή βρήκες μάγκα αλλά εμείς δε μασάμε! Δεν μας ξεγελάς. Γκέγκε;»

Τους ακούω πάντα μ’ ένα χαμόγελο. Στην αρχή στεναχωριόμουνα και θύμωνα. Ήθελα ν’ αρχίσω να μοιράζω μπουκέτα και φάσκελα. Χαμένος κόπος.

Μετά άρχισα να βλέπω πίσω απ’ τα λόγια. Την αγωνία, το φόβο, τη δυσπιστία για το διαφορετικό. Όποιος πάει να ξεχωρίσει απ’ το κοπάδι είναι εχθρός. Ή εξοστρακίζεται ή θανατώνεται ή γελοιοποιείται. Αλλιώς την πατήσαμε.

Βρε, λες να υπάρχει και κάτι πέρα απ’ την ωραία μας μύτη που συνήθισε να εκτιμά τη βοθρίλα και να την αναγάγει εφάμιλλη με γαλλικό άρωμα; Βρε, λες να είδε κάποιος μακρύτερα απ’ ότι μπόρεσα να δω εγώ με το κοντό μου σβέρκο; Βρε, λες να ξέρει κάτι παραπάνω αυτός κι εγώ να έχω μείνει πίσω;

Μπορεί να ‘ναι κι έτσι ρε φίλε. Μπορεί να είδε πιο μακριά από σένα. Μπορεί και να ‘ναι μαλάκας και να λέει αηδίες γιατί έτσι συγκινεί τα κορίτσια και τους χαζούς. Μπορεί…

Με το μπορεί το δικό σου όμως εγώ δεν θα πορευτώ. Θα προχωρήσω πέρα απ’ αυτό. Στους δρόμους που στάζουν υγρασία. Πετώντας χούφτες άστρα στους ξέχειλους κάδους σκουπιδιών. Εκεί που τρώνε τα αδέσποτα και οι άστεγοι. Θα κάνω τσιγάρο με τα πρεζόνια στην πλατεία. Θα διαβάζω Ελύτη και Γώγου στο παγκάκι, με μια μπύρα απ’ το περίπτερο. Όχι για να με δούνε οι άλλοι και να με πούνε ευαίσθητο και διαβασμένο. Μα γιατί είναι νύχτες που η μοναξιά μου είναι τόσο μεγάλη που πέφτει το σπίτι και με πλακώνει.

Νιώθω να σκάω εκεί μέσα και πρέπει κάτι να κάνω. Να σωθώ.

Έχεις μείνει για ώρες καταμεσής σε μια αλάνα που κάνει χρέη parking, να κοιτάς το φωτισμένο κλιμακοστάσιο της απέναντι πολυκατοικίας και να ψάχνεις τη μέσα σου ζωή; Να νιώθεις πως μόλις βγήκες απ’ τον καταψύκτη και σαπίζεις με ταχύτητα αστραπής δίχως να μπορείς να αντιδράσεις; Να αναρωτιέσαι αν υπάρχει ζεστασιά ανάμεσα σε πρώτο και τέταρτο σκαλί και αν δικαιούσαι το τελευταίο αντίδωρο του έρωτα που δεν είναι αμαρτία; Βρέθηκες τύφλα στο μεθύσι να αιωρείσαι πάνω από γκρεμούς προσφέροντας θυσία τα σωθικά σου στον Άδη; Σ’ έναν Άδη που ούτε αυτό δεν καταδέχτηκε.

Μόνο άφησε τα σκυλιά του λυτά και πεινασμένα να σε φάνε. Τρώνε. Ακόμα με τρώνε.

Ναι ρε φιλαράκι δήθεν είμαι. Γιατί μεγαλώνω το πρωί και μικραίνω το βράδυ. Γιατί γίνομαι ανδρόγυνος ανάλογα τις φάσεις της Σελήνης και δε χωράω στα κοστουμάκια του Artisti που φοράς. Καμιά φορά, κλαίω κιόλας. Όταν είμαι σίγουρος πως δεν με βλέπει κανείς. Τότε είναι που μπάζω από παντού. Αγέρηδες, ντουμάνια και νερά. Χαλασμός Κυρίου στην καθωσπρέπει οικοσκευή και φτιάξη. Κάντο κι εσύ άμα μπορείς. Καλά είναι.

Θα μου πεις όλα περνάνε σ’ αυτή τη ζωή. Όλα. Ακόμα και τα φτιαχτά επαναστατιλίκια. Έτσι κι αλλιώς όλα για τη μόστρα γίνονται και για την ιστορία. Μονάχα που από νωρίς αποφάσισα τη δικιά μου ιστορία να τη γράφω εγώ. Κι εγώ να τη σβήνω. Μονάχος μου.

Γιατί αν περίμενα από σένα…θα ήμουνα απλά ένα like απρόσωπο και κυρίως δίχως ψυχή. Και τι νόημα θα ‘χε; Εγώ δεν θέλω να σ’ αρέσω φιλαράκι. Πρώτα απ’ όλα θέλω να μου αρέσω.

Κι αυτό είναι το ρίσκο μου. Το δικό σου;