Γελωτοποιός
Γελωτοποιός
Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα.
1ο άρθρο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
Παρακολουθήσαμε μια πώληση γης και άλλων περιουσιακών στοιχείων κοντά στο Πίτερσμπουργκ της Βιρτζίνια και αναπάντεχα είδαμε να πωλούνται σκλάβοι σε μια δημοπρασία. Τους είχαν πει ότι δεν θα τους πουλούσαν κι αυτοί είχαν μαζευτεί μπροστά στο σπίτι και χάζευαν το συγκεντρωμένο πλήθος.
Αφού πουλήθηκε η γη, ακούστηκε η δυνατή φωνή του δημοπράτη: «Φέρτε τους αραπάδες!»
Όταν αποκαλύφθηκε η φρικτή αλήθεια ότι επρόκειτο να τους πουλήσουν κι ότι θα αποχωρίζονταν για πάντα στενούς συγγενείς και φίλους, η αγωνία τους ήταν απερίγραπτη. Γυναίκες άρπαζαν τα μωρά τους κι έτρεχαν ουρλιάζοντας στις καλύβες. Παιδιά κρύβονταν πίσω από τα δέντρα κι οι άντρες ήταν βουβοί από απελπισία.
Μερικοί ηλικιωμένοι πουλήθηκαν σε τιμές από δεκατρία ως είκοσι πέντε δολάρια και ήταν οδυνηρό να βλέπεις γέρους ανθρώπους, λυγισμένους από το μόχθο και τα βάσανα χρόνων να γίνονται περίγελως βάναυσων τυρράνων.
Στο βάθρο έβαλαν ένα λευκό αγόρι περίπου δεκαπέντε χρονών. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και ίσια, το δέρμα του ακριβώς στο ίδιο χρώμα με των άλλων λευκών και δεν είχε κανένα ορατό ίχνος νέγρικων χαρακτηριστικών στο πρόσωπό του. Ακούστηκαν μερικά χυδαία αστεία για το χρώμα του και προσφέρθηκαν γι” αυτό διακόσια δολάρια.
Πολλοί σχολίαζαν ότι δεν θα τον έπαιρναν ούτε χάρισμα. Κάποιοι έλεγαν ότι ένας λευκός αράπης ήταν περισσότερο μπελάς παρά καλό.
Ένας είπε ότι δεν ήταν σωστό να πωλούνται λευκοί. Τον ρώτησα αν ήταν σωστό να πωλούνται μαύροι. Δεν μου έδωσε καμία απάντηση.
Πριν πουληθεί ο νεαρός, η μητέρα του βγήκε τρέχοντας από το σπίτι, φωνάζοντας, αλλόφρων από πόνο: «Γιε μου! Ω, αγόρι μου, θα μου πάρουν τον αγαπημένο μου…» Εδώ η φωνή της χάθηκε γιατί την έσπρωξαν βάναυσα μέσα κι έκλεισαν την πόρτα.
Το καημένο το παιδί, φοβούμενο να κλάψει μπροστά σε τόσους ξένους που δεν έδειχναν κανένα ίχνος συμπόνιας ή οίκτου, έτρεμε και σκούπιζε τα δάκρυα με τα μανίκια του.
Στη συνέχεια κάλεσαν μια γυναίκα με το όνομα της. Έσφιξε άγρια στην αγκαλιά της το βρέφος της πριν το αφήσει σε μια γριά, κι έσπευσε μηχανικά να υπακούσει στο κάλεσμα. Όμως σταμάτησε και ούρλιαξε ότι της ήταν αδύνατο να κινηθεί.
Ένας απ” τους συντρόφους μου με άγγιξε στον ώμο και μου είπε: «Έλα, πάμε να φύγουμε από δω. Δεν το αντέχω άλλο.»
~~{}~~
Η τιμωρία μια σκλάβας, Νέα Ορλεάνη, 1846, από τον Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου
Μπαίνοντας σε μια μεγάλη λιθόστρωτη αυλή που είχε γύρω τους εξώστες γεμάτους σκλάβους όλων των φυλών, την ηλικιών και των χρωμάτων, άκουσα το κροτάλισμα ενός μαστιγίου, κάθε χτύπημα του οποίου ηχούσε σαν εκπυρσοκρότηση πιστολιού.
Γύρισα το κεφάλι μου κι αντίκρισα ένα θέαμα που με πάγωσε ως το κόκαλο.
Είδα μια μαύρη ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω σε μια σανίδα, με τους αντίχειρες δεμένους και στερεωμένους στην μια άκρη τα πόδια της δεμένα και τεντωμένα στην άλλη άκρη ενώ, ένα λουρί περασμένο από τη μέση της και δεμένο γύρω από τη σανίδα, την κρατούσε κολλημένη σ” αυτή. Η κοπέλα ήταν τελείως γυμνή.
Στο πλάι της, σε απόσταση έξι ποδιών, σκεκόταν ένας πελώριος νέγρος μ” ένα μακρύ μαστίγιο που το χρησιμοποιούσε με τρομερή δύναμη και απίστευτη ακρίβεια.
Το φτωχό πλάσμα σφάδαζε και, με μια φωνή που φανέρωνε και το φόβο της για τον θάνατο και τη φρικτή της οδύνη, ούρλιαζε στον αφέντη της που στεκόταν πάνω απ” το κεφάλι της: «Ω, λυπήσου τη ζωή μου! Μη μου βγάζεις την ψυχή.»
Όμως το μαστίγιο εξακολουθούσε να πέφτει και η μία λωρίδα μετά την άλλη να ξεκολλάει από το δέρμα της. Η μια πληγή μετά την άλλη ανοιγόταν στη ζωντανή σάρκα της που μετατράπηκε σε μια πελιδνή και ματωμένη μάζα.
Όμως νομίζετε ότι αυτή η δυστυχισμένη είχε διαπράξει κανένα αποτρόπαιο έγκλημα; Καθόλου. Την είχε φέρει ο ιδιοκτήτης της για να τη μαστιγώσει ο κοινός δήμιος, χωρίς δίκη, δικαστή ή ενόρκους, απλώς μ” ένα του νεύμα.
Κι είχε τη δυνατότητα να τη φέρνει κάθε μέρα χωρίς συγκεκριμένη αιτία και να την υποβάλλει σε μαστιγώσεις, όσες ήθελε, αρκεί να μην ξεπερνούσαν τις είκοσι πέντε, πληρώνοντας απλώς μια αμοιβή.
Μια αποτρόπαια πλευρά αυτής της τιμωρίας ήταν ότι επιβαλλόταν δημόσια. Φυσικά θα υποθέτατε ότι είχαν βγει όλοι έξω κι ότι κοίταζαν πλημμυρισμένοι από φρίκη το βάναυσο θέαμα. Όμως δεν το έκαναν. Πολλοί ούτε καν το παρακολουθούσαν κι άλλοι ήταν τελείως αδιάφοροι. Συνέχιζαν τις ανόητες ασχολίες τους και κάποιοι ακούγονταν να γελούν.
Τόσο πολύ χαμηλά, σε τέτοια κτηνωδία, μπορεί να ξεπέσει ο άνθρωπος, ο πλασμένος κατ” εικόνα του Θεού.
(Αυτά τα περιστατικά ξεπεσμού και φρίκης προέρχονται από το βιβλίο του John Carey «Τα μεγάλα ρεπορτάζ – τόμος Α'», εκδόσεις Νάρκισσος, μτφ Α. Βερυκοκάκη.
Ο Carey εξιστορεί την Iστορία της Aνθρωπότητας, από τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα ως τη Χιροσίμα και το Βιετνάμ, μέσα από τις διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων.
Και, δυστυχώς, είναι λίγες οι στιγμές που αισθάνεσαι υπερήφανος για το είδος σου, τον homo sapiens sapiens, καθώς διαβάζεις αυτές τις μαρτυρίες.
Και, δυστυχώς, οι άνθρωποι συνεχίζουν να μη γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και στα δικαιώματα.)
1ο άρθρο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
Πώληση σκλάβων, Βιρτζίνια 1846, από τον δρ Έλγουντ Χάρβεϊ
Παρακολουθήσαμε μια πώληση γης και άλλων περιουσιακών στοιχείων κοντά στο Πίτερσμπουργκ της Βιρτζίνια και αναπάντεχα είδαμε να πωλούνται σκλάβοι σε μια δημοπρασία. Τους είχαν πει ότι δεν θα τους πουλούσαν κι αυτοί είχαν μαζευτεί μπροστά στο σπίτι και χάζευαν το συγκεντρωμένο πλήθος.
Αφού πουλήθηκε η γη, ακούστηκε η δυνατή φωνή του δημοπράτη: «Φέρτε τους αραπάδες!»
Όταν αποκαλύφθηκε η φρικτή αλήθεια ότι επρόκειτο να τους πουλήσουν κι ότι θα αποχωρίζονταν για πάντα στενούς συγγενείς και φίλους, η αγωνία τους ήταν απερίγραπτη. Γυναίκες άρπαζαν τα μωρά τους κι έτρεχαν ουρλιάζοντας στις καλύβες. Παιδιά κρύβονταν πίσω από τα δέντρα κι οι άντρες ήταν βουβοί από απελπισία.
Μερικοί ηλικιωμένοι πουλήθηκαν σε τιμές από δεκατρία ως είκοσι πέντε δολάρια και ήταν οδυνηρό να βλέπεις γέρους ανθρώπους, λυγισμένους από το μόχθο και τα βάσανα χρόνων να γίνονται περίγελως βάναυσων τυρράνων.
Στο βάθρο έβαλαν ένα λευκό αγόρι περίπου δεκαπέντε χρονών. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και ίσια, το δέρμα του ακριβώς στο ίδιο χρώμα με των άλλων λευκών και δεν είχε κανένα ορατό ίχνος νέγρικων χαρακτηριστικών στο πρόσωπό του. Ακούστηκαν μερικά χυδαία αστεία για το χρώμα του και προσφέρθηκαν γι” αυτό διακόσια δολάρια.
Πολλοί σχολίαζαν ότι δεν θα τον έπαιρναν ούτε χάρισμα. Κάποιοι έλεγαν ότι ένας λευκός αράπης ήταν περισσότερο μπελάς παρά καλό.
Ένας είπε ότι δεν ήταν σωστό να πωλούνται λευκοί. Τον ρώτησα αν ήταν σωστό να πωλούνται μαύροι. Δεν μου έδωσε καμία απάντηση.
Πριν πουληθεί ο νεαρός, η μητέρα του βγήκε τρέχοντας από το σπίτι, φωνάζοντας, αλλόφρων από πόνο: «Γιε μου! Ω, αγόρι μου, θα μου πάρουν τον αγαπημένο μου…» Εδώ η φωνή της χάθηκε γιατί την έσπρωξαν βάναυσα μέσα κι έκλεισαν την πόρτα.
Το καημένο το παιδί, φοβούμενο να κλάψει μπροστά σε τόσους ξένους που δεν έδειχναν κανένα ίχνος συμπόνιας ή οίκτου, έτρεμε και σκούπιζε τα δάκρυα με τα μανίκια του.
Στη συνέχεια κάλεσαν μια γυναίκα με το όνομα της. Έσφιξε άγρια στην αγκαλιά της το βρέφος της πριν το αφήσει σε μια γριά, κι έσπευσε μηχανικά να υπακούσει στο κάλεσμα. Όμως σταμάτησε και ούρλιαξε ότι της ήταν αδύνατο να κινηθεί.
Ένας απ” τους συντρόφους μου με άγγιξε στον ώμο και μου είπε: «Έλα, πάμε να φύγουμε από δω. Δεν το αντέχω άλλο.»
~~{}~~
Η τιμωρία μια σκλάβας, Νέα Ορλεάνη, 1846, από τον Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου
Μπαίνοντας σε μια μεγάλη λιθόστρωτη αυλή που είχε γύρω τους εξώστες γεμάτους σκλάβους όλων των φυλών, την ηλικιών και των χρωμάτων, άκουσα το κροτάλισμα ενός μαστιγίου, κάθε χτύπημα του οποίου ηχούσε σαν εκπυρσοκρότηση πιστολιού.
Γύρισα το κεφάλι μου κι αντίκρισα ένα θέαμα που με πάγωσε ως το κόκαλο.
Είδα μια μαύρη ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω σε μια σανίδα, με τους αντίχειρες δεμένους και στερεωμένους στην μια άκρη τα πόδια της δεμένα και τεντωμένα στην άλλη άκρη ενώ, ένα λουρί περασμένο από τη μέση της και δεμένο γύρω από τη σανίδα, την κρατούσε κολλημένη σ” αυτή. Η κοπέλα ήταν τελείως γυμνή.
Στο πλάι της, σε απόσταση έξι ποδιών, σκεκόταν ένας πελώριος νέγρος μ” ένα μακρύ μαστίγιο που το χρησιμοποιούσε με τρομερή δύναμη και απίστευτη ακρίβεια.
Το φτωχό πλάσμα σφάδαζε και, με μια φωνή που φανέρωνε και το φόβο της για τον θάνατο και τη φρικτή της οδύνη, ούρλιαζε στον αφέντη της που στεκόταν πάνω απ” το κεφάλι της: «Ω, λυπήσου τη ζωή μου! Μη μου βγάζεις την ψυχή.»
Όμως το μαστίγιο εξακολουθούσε να πέφτει και η μία λωρίδα μετά την άλλη να ξεκολλάει από το δέρμα της. Η μια πληγή μετά την άλλη ανοιγόταν στη ζωντανή σάρκα της που μετατράπηκε σε μια πελιδνή και ματωμένη μάζα.
Όμως νομίζετε ότι αυτή η δυστυχισμένη είχε διαπράξει κανένα αποτρόπαιο έγκλημα; Καθόλου. Την είχε φέρει ο ιδιοκτήτης της για να τη μαστιγώσει ο κοινός δήμιος, χωρίς δίκη, δικαστή ή ενόρκους, απλώς μ” ένα του νεύμα.
Κι είχε τη δυνατότητα να τη φέρνει κάθε μέρα χωρίς συγκεκριμένη αιτία και να την υποβάλλει σε μαστιγώσεις, όσες ήθελε, αρκεί να μην ξεπερνούσαν τις είκοσι πέντε, πληρώνοντας απλώς μια αμοιβή.
Μια αποτρόπαια πλευρά αυτής της τιμωρίας ήταν ότι επιβαλλόταν δημόσια. Φυσικά θα υποθέτατε ότι είχαν βγει όλοι έξω κι ότι κοίταζαν πλημμυρισμένοι από φρίκη το βάναυσο θέαμα. Όμως δεν το έκαναν. Πολλοί ούτε καν το παρακολουθούσαν κι άλλοι ήταν τελείως αδιάφοροι. Συνέχιζαν τις ανόητες ασχολίες τους και κάποιοι ακούγονταν να γελούν.
Τόσο πολύ χαμηλά, σε τέτοια κτηνωδία, μπορεί να ξεπέσει ο άνθρωπος, ο πλασμένος κατ” εικόνα του Θεού.
(Αυτά τα περιστατικά ξεπεσμού και φρίκης προέρχονται από το βιβλίο του John Carey «Τα μεγάλα ρεπορτάζ – τόμος Α'», εκδόσεις Νάρκισσος, μτφ Α. Βερυκοκάκη.
Ο Carey εξιστορεί την Iστορία της Aνθρωπότητας, από τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα ως τη Χιροσίμα και το Βιετνάμ, μέσα από τις διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων.
Και, δυστυχώς, είναι λίγες οι στιγμές που αισθάνεσαι υπερήφανος για το είδος σου, τον homo sapiens sapiens, καθώς διαβάζεις αυτές τις μαρτυρίες.
Και, δυστυχώς, οι άνθρωποι συνεχίζουν να μη γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και στα δικαιώματα.)
Γελωτοποιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου