Του Ερρίκου Φινάλη
Το μήνυμα που απηύθυνε αυτή την εβδομάδα στη Μέρκελ ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, εκ των ηγετών του γαλλικού Μετώπου της Αριστεράς, δεν είχε ίχνος παραδοσιακής γαλατικής ευγένειας: «Βουλώστε το, κυρία Μέρκελ! Η Γαλλία είναι ελεύθερη. Ασχοληθείτε με τους φτωχούς σας και με τα ερείπια των υποδομών σας». Την αφορμή είχε δώσει βέβαια η ίδια η Μέρκελ, όταν με σκαιό ύφος απαίτησε από τη Γαλλία και την Ιταλία να «μεταρρυθμίσουν» περαιτέρω τους προϋπολογισμούς τους σύμφωνα με τις επιταγές του Βερολίνου. Για να εισπράξει τις θυμωμένες αντιδράσεις των αντίστοιχων κυβερνήσεων που, στριμωγμένες ανάμεσα στις εντολές της Μέρκελ και τη δυσαρέσκεια των λαών τους, τόνισαν ότι δεν δέχονται έξωθεν εντολές. Την ίδια στιγμή, βέβαια, έσπευσαν να προσθέσουν ότι «θα κάνουμε κι άλλες μεταρρυθμίσεις – αλλά επειδή το αποφασίσαμε εμείς»…
Το πρόβλημα με το μήνυμα του Μελανσόν είναι ότι ήταν… εξαιρετικό: με την έννοια ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες ξεκάθαρες κόντρες με τη γερμανική μπότα. Προτιμά να συγκαλύπτει πίσω από έναν ντεμοντέ ευρωπαϊσμό το αδιαμφισβήτητο γεγονός της διαρκούς προσπάθειας της Μέρκελ να επιβάλει με το ζόρι τη γραμμή της σε δεκάδες ισότιμα, υποτίθεται, κράτη-μέλη. Προτιμά μια γενικόλογη «ταξική» ανάγνωση των συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο που ξεχνά το ρόλο της Γερμανίας στη φανατική επιβολή καταστροφικών πολιτικών. Εξ ου και η αναφυλαξία που την πλήττει όταν γίνεται λόγος για συνεργασία των λαών και κρατών του Νότου – όχι βέβαια ενάντια στους λαούς του Βορρά, αλλά ενάντια σε μια χούφτα κυβερνήσεων και ανεξέλεγκτων ευρωπαϊκών θεσμών που προωθούν σαφέστατους πολιτικούς στόχους, μέσα από τους οποίους εξυπηρετούνται και τα οικονομικά συμφέροντα «αγορών» και κυρίαρχων καπιταλιστικών κύκλων της Ευρώπης.
Ο Ελβετός κοινωνιολόγος Ράζμιγκ Κεουσεγιάν, συμμετέχοντας στη συζήτηση Ευρωπαίων διανοούμενων με τον αντιπρόεδρο της Βολιβίας Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα, χρησιμοποίησε μια πολύ πετυχημένη έκφραση για να περιγράψει αυτή τη στάση της ευρωπαϊκής Αριστεράς – μίλησε ακριβώς για τη «συλλογική αμηχανία μας απέναντι στο ευρωπαϊκό ζήτημα» (Δρόμος, φ. 240, σελ. 17). Μια συλλογική αμηχανία που ορίζεται από θεωρήσεις του περασμένου αιώνα, δηλαδή μιας εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, έστω κι αν αποδεχτούμε ότι τότε μπορούσαν να δικαιολογηθούν τέτοιες αντιλήψεις. Επιπρόσθετα, η πρόσδεση της Γερμανίας (άρα και ολόκληρης της Ε.Ε.) στο άρμα του ευρωατλαντισμού και η επακόλουθη ανανεωμένη «συνεργασία» με το ΔΝΤ στην απόπειρα διαχείρισης της κρίσης, τινάζει στον αέρα ό,τι είχε απομείνει όρθιο από το «όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και διαλύει και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις για έναν έστω και εν δυνάμει θετικό ρόλο που θα μπορούσε να έχει αυτή.
Για να επιστρέψουμε στην πέτρα του σκανδάλου, τον Μελανσόν και το «προσβλητικό» μήνυμά του στη Μέρκελ, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αποτελούσε μέρος μιας κλασικού τύπου αντίδρασης του «μεγάλου γαλλικού έθνους» που ένιωσε να ταπεινώνεται από την αλαζονεία της Γερμανίας. Αυτό έχει μια βάση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ο Μελανσόν όχι μόνο δεν επικρίθηκε, αλλά μάλλον χειροκροτήθηκε από δυναμικούς παράγοντες του γαλλικού (και όχι μόνο) κατεστημένου. Και φυσικά επευφημήθηκε από πλατιά λαϊκά στρώματα της Γαλλίας και άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, που κάνουν όλο και πιο σαφή την αντίθεσή τους στη «γερμανική» λιτότητα και κάθε άλλο παρά τρομοκρατούνται από τις απειλές της Μέρκελ και του Σόιμπλε.
Δεδομένου όμως του «εξαιρετικού», για τη συνήθη γραμμή της ευρωπαϊκής Αριστεράς, χαρακτήρα της παρέμβασης του Μελανσόν, τα στρώματα αυτά, απηυδισμένα από τη γραμμή των Βρυξελλών και του Βερολίνου, δεν βρίσκουν πολιτική έκφραση κυρίως στ’ αριστερά. Στρέφονται μάλλον σε λαϊκίστικες ευρωσκεπτικιστικές ή και καθαρά ακροδεξιές δυνάμεις, που φυσικά πίσω τους βρίσκονται τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου απογοητευμένα από την «αποτυχημένη γερμανική διαχείριση». Οι δυνάμεις αυτές, ιδιαίτερα ενισχυμένες από τη γενικευμένη δυσαρέσκεια, απειλούν να τινάξουν στον αέρα το συγκεκριμένο ευρωπαϊκό «οικοδόμημα». Από τη Λεπέν στη Γαλλία ως τον Γκρίλο στην Ιταλία, και βέβαια μέσα από την πιο «κλασική» Ακροδεξιά της Σκανδιναβίας (και όχι μόνο), οι αμφισβητίες προκαλούν μεγάλο και διαρκή πονοκέφαλο σε Βρυξέλλες και Βερολίνο.
Η Μέρκελ κινείται σαν να είναι σίγουρη ότι θα μπορέσει να ελέγξει αυτό το ρεύμα. Άλλωστε μετά τις αψιμαχίες του περασμένου Σαββατοκύριακου με Γάλλους και Ιταλούς, κυρίως, και κατόπιν των οργίλων αντιδράσεών τους, κατέβασε τους τόνους. Ο Σόιμπλε επαίνεσε τις «ήδη εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις των εταίρων μας» και δήλωσε ότι «κι εμείς πρέπει να καταβάλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια» (εντυπωσιακή μετριοφροσύνη, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Γερμανία έχει προ πολλού παραβιάσει τα δημοσιονομικά κριτήρια που απαιτεί να σεβαστούν οι «εταίροι» της!). Όμως η Γερμανία εξακολουθεί να στέλνει μηνύματα στους απείθαρχους μέσω… Νότου. Η αδιαλλαξία της τρόικας απέναντι στην Ελλάδα, οι προειδοποιήσεις σε μια Ισπανία που κινδυνεύει κι αυτή να βγει εκτός πολιτικού ελέγχου έχει ακριβώς σαν στόχο τον παραδειγματισμό και την καταστολή όσων διανοούνται να αποκλίνουν. Μόνο που οι αποκλίνοντες δεν μοιάζουν να ψαρώνουν: στην Ιταλία για παράδειγμα, η μεγαλύτερη κόντρα είναι μεταξύ του Γκρίλο και της Λέγκας του Βορρά, που ανταγωνίζονται για το ποιος θα βγάλει γρηγορότερα τη χώρα όχι μόνο από την ευρωζώνη αλλά και από την Ε.Ε.!
Είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι γεγονός: η υπάρχουσα Ευρώπη συνταράσσεται από αποκλίνουσες στρατηγικές και από αυτήν την αντιπαράθεση – στην οποία, δυστυχώς, η Αριστερά παίζει μικρό ρόλο. Εξίσου γεγονός είναι η ανυποχώρητη στάση της Ε.Ε. και της τρόικας απέναντι στις χώρες του Νότου και πρώτα-πρώτα την Ελλάδα, με το δίλημμα «πλήρης υποταγή ή ρήξη» να γίνεται αναπόφευκτο. Μια αδιαλλαξία που, όπως αναφέρθηκε και πριν, δεν ορίζεται κυρίως από την απληστία των αγορών αλλά περισσότερο από τους πολιτικούς στόχους των ισχυρών της Ευρώπης, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να επιβληθούν με κάθε κόστος στους απείθαρχους. Σ’ αυτές τις συνθήκες, τα ιδεολογήματα που έχουν διαλυθεί από την πραγματικότητα δεν είναι μόνο ρετρό – είναι και διπλά επικίνδυνα. Πρώτον επειδή αδυνατούν να ερμηνεύσουν ό,τι συμβαίνει, άρα και να προτείνουν μια διέξοδο προοδευτική. Και δεύτερον, επειδή αφοπλίζουν τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση μιας παλιάς Ευρώπης που ανατινάζεται, και της αφήνουν σαν μόνη δυνατότητα στρεβλής έκφρασης τα αντιδραστικά προγράμματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς.<
Δρόμος της Αριστεράς
Πολλαπλές αντιδράσεις στον αυταρχισμό και την πολιτική της Μέρκελ
Το μήνυμα που απηύθυνε αυτή την εβδομάδα στη Μέρκελ ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, εκ των ηγετών του γαλλικού Μετώπου της Αριστεράς, δεν είχε ίχνος παραδοσιακής γαλατικής ευγένειας: «Βουλώστε το, κυρία Μέρκελ! Η Γαλλία είναι ελεύθερη. Ασχοληθείτε με τους φτωχούς σας και με τα ερείπια των υποδομών σας». Την αφορμή είχε δώσει βέβαια η ίδια η Μέρκελ, όταν με σκαιό ύφος απαίτησε από τη Γαλλία και την Ιταλία να «μεταρρυθμίσουν» περαιτέρω τους προϋπολογισμούς τους σύμφωνα με τις επιταγές του Βερολίνου. Για να εισπράξει τις θυμωμένες αντιδράσεις των αντίστοιχων κυβερνήσεων που, στριμωγμένες ανάμεσα στις εντολές της Μέρκελ και τη δυσαρέσκεια των λαών τους, τόνισαν ότι δεν δέχονται έξωθεν εντολές. Την ίδια στιγμή, βέβαια, έσπευσαν να προσθέσουν ότι «θα κάνουμε κι άλλες μεταρρυθμίσεις – αλλά επειδή το αποφασίσαμε εμείς»…
Εξαιρετικός Μελανσόν και ρετρό ευρωπαϊσμός
Το πρόβλημα με το μήνυμα του Μελανσόν είναι ότι ήταν… εξαιρετικό: με την έννοια ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες ξεκάθαρες κόντρες με τη γερμανική μπότα. Προτιμά να συγκαλύπτει πίσω από έναν ντεμοντέ ευρωπαϊσμό το αδιαμφισβήτητο γεγονός της διαρκούς προσπάθειας της Μέρκελ να επιβάλει με το ζόρι τη γραμμή της σε δεκάδες ισότιμα, υποτίθεται, κράτη-μέλη. Προτιμά μια γενικόλογη «ταξική» ανάγνωση των συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο που ξεχνά το ρόλο της Γερμανίας στη φανατική επιβολή καταστροφικών πολιτικών. Εξ ου και η αναφυλαξία που την πλήττει όταν γίνεται λόγος για συνεργασία των λαών και κρατών του Νότου – όχι βέβαια ενάντια στους λαούς του Βορρά, αλλά ενάντια σε μια χούφτα κυβερνήσεων και ανεξέλεγκτων ευρωπαϊκών θεσμών που προωθούν σαφέστατους πολιτικούς στόχους, μέσα από τους οποίους εξυπηρετούνται και τα οικονομικά συμφέροντα «αγορών» και κυρίαρχων καπιταλιστικών κύκλων της Ευρώπης.
Αριστερή αμηχανία απέναντι σε μια… μη Ευρώπη
Ο Ελβετός κοινωνιολόγος Ράζμιγκ Κεουσεγιάν, συμμετέχοντας στη συζήτηση Ευρωπαίων διανοούμενων με τον αντιπρόεδρο της Βολιβίας Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα, χρησιμοποίησε μια πολύ πετυχημένη έκφραση για να περιγράψει αυτή τη στάση της ευρωπαϊκής Αριστεράς – μίλησε ακριβώς για τη «συλλογική αμηχανία μας απέναντι στο ευρωπαϊκό ζήτημα» (Δρόμος, φ. 240, σελ. 17). Μια συλλογική αμηχανία που ορίζεται από θεωρήσεις του περασμένου αιώνα, δηλαδή μιας εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, έστω κι αν αποδεχτούμε ότι τότε μπορούσαν να δικαιολογηθούν τέτοιες αντιλήψεις. Επιπρόσθετα, η πρόσδεση της Γερμανίας (άρα και ολόκληρης της Ε.Ε.) στο άρμα του ευρωατλαντισμού και η επακόλουθη ανανεωμένη «συνεργασία» με το ΔΝΤ στην απόπειρα διαχείρισης της κρίσης, τινάζει στον αέρα ό,τι είχε απομείνει όρθιο από το «όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και διαλύει και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις για έναν έστω και εν δυνάμει θετικό ρόλο που θα μπορούσε να έχει αυτή.
Το προσβλητικό μήνυμα εξέφρασε πολλούς
Για να επιστρέψουμε στην πέτρα του σκανδάλου, τον Μελανσόν και το «προσβλητικό» μήνυμά του στη Μέρκελ, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αποτελούσε μέρος μιας κλασικού τύπου αντίδρασης του «μεγάλου γαλλικού έθνους» που ένιωσε να ταπεινώνεται από την αλαζονεία της Γερμανίας. Αυτό έχει μια βάση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ο Μελανσόν όχι μόνο δεν επικρίθηκε, αλλά μάλλον χειροκροτήθηκε από δυναμικούς παράγοντες του γαλλικού (και όχι μόνο) κατεστημένου. Και φυσικά επευφημήθηκε από πλατιά λαϊκά στρώματα της Γαλλίας και άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, που κάνουν όλο και πιο σαφή την αντίθεσή τους στη «γερμανική» λιτότητα και κάθε άλλο παρά τρομοκρατούνται από τις απειλές της Μέρκελ και του Σόιμπλε.
Δυνάμεις που απειλούν την «αποτυχημένη γερμανική διαχείριση»
Δεδομένου όμως του «εξαιρετικού», για τη συνήθη γραμμή της ευρωπαϊκής Αριστεράς, χαρακτήρα της παρέμβασης του Μελανσόν, τα στρώματα αυτά, απηυδισμένα από τη γραμμή των Βρυξελλών και του Βερολίνου, δεν βρίσκουν πολιτική έκφραση κυρίως στ’ αριστερά. Στρέφονται μάλλον σε λαϊκίστικες ευρωσκεπτικιστικές ή και καθαρά ακροδεξιές δυνάμεις, που φυσικά πίσω τους βρίσκονται τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου απογοητευμένα από την «αποτυχημένη γερμανική διαχείριση». Οι δυνάμεις αυτές, ιδιαίτερα ενισχυμένες από τη γενικευμένη δυσαρέσκεια, απειλούν να τινάξουν στον αέρα το συγκεκριμένο ευρωπαϊκό «οικοδόμημα». Από τη Λεπέν στη Γαλλία ως τον Γκρίλο στην Ιταλία, και βέβαια μέσα από την πιο «κλασική» Ακροδεξιά της Σκανδιναβίας (και όχι μόνο), οι αμφισβητίες προκαλούν μεγάλο και διαρκή πονοκέφαλο σε Βρυξέλλες και Βερολίνο.
Η αδιαλλαξία παραμένει, το ίδιο και η αμφισβήτησή της
Η Μέρκελ κινείται σαν να είναι σίγουρη ότι θα μπορέσει να ελέγξει αυτό το ρεύμα. Άλλωστε μετά τις αψιμαχίες του περασμένου Σαββατοκύριακου με Γάλλους και Ιταλούς, κυρίως, και κατόπιν των οργίλων αντιδράσεών τους, κατέβασε τους τόνους. Ο Σόιμπλε επαίνεσε τις «ήδη εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις των εταίρων μας» και δήλωσε ότι «κι εμείς πρέπει να καταβάλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια» (εντυπωσιακή μετριοφροσύνη, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Γερμανία έχει προ πολλού παραβιάσει τα δημοσιονομικά κριτήρια που απαιτεί να σεβαστούν οι «εταίροι» της!). Όμως η Γερμανία εξακολουθεί να στέλνει μηνύματα στους απείθαρχους μέσω… Νότου. Η αδιαλλαξία της τρόικας απέναντι στην Ελλάδα, οι προειδοποιήσεις σε μια Ισπανία που κινδυνεύει κι αυτή να βγει εκτός πολιτικού ελέγχου έχει ακριβώς σαν στόχο τον παραδειγματισμό και την καταστολή όσων διανοούνται να αποκλίνουν. Μόνο που οι αποκλίνοντες δεν μοιάζουν να ψαρώνουν: στην Ιταλία για παράδειγμα, η μεγαλύτερη κόντρα είναι μεταξύ του Γκρίλο και της Λέγκας του Βορρά, που ανταγωνίζονται για το ποιος θα βγάλει γρηγορότερα τη χώρα όχι μόνο από την ευρωζώνη αλλά και από την Ε.Ε.!
Επικίνδυνα τα ρετρό ιδεολογήματα
Είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι γεγονός: η υπάρχουσα Ευρώπη συνταράσσεται από αποκλίνουσες στρατηγικές και από αυτήν την αντιπαράθεση – στην οποία, δυστυχώς, η Αριστερά παίζει μικρό ρόλο. Εξίσου γεγονός είναι η ανυποχώρητη στάση της Ε.Ε. και της τρόικας απέναντι στις χώρες του Νότου και πρώτα-πρώτα την Ελλάδα, με το δίλημμα «πλήρης υποταγή ή ρήξη» να γίνεται αναπόφευκτο. Μια αδιαλλαξία που, όπως αναφέρθηκε και πριν, δεν ορίζεται κυρίως από την απληστία των αγορών αλλά περισσότερο από τους πολιτικούς στόχους των ισχυρών της Ευρώπης, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να επιβληθούν με κάθε κόστος στους απείθαρχους. Σ’ αυτές τις συνθήκες, τα ιδεολογήματα που έχουν διαλυθεί από την πραγματικότητα δεν είναι μόνο ρετρό – είναι και διπλά επικίνδυνα. Πρώτον επειδή αδυνατούν να ερμηνεύσουν ό,τι συμβαίνει, άρα και να προτείνουν μια διέξοδο προοδευτική. Και δεύτερον, επειδή αφοπλίζουν τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση μιας παλιάς Ευρώπης που ανατινάζεται, και της αφήνουν σαν μόνη δυνατότητα στρεβλής έκφρασης τα αντιδραστικά προγράμματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς.<
Δρόμος της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου