Κοινωνία
Ένας αλπινιστής με πιολέ [1] στο χέρι διασχίζει μια στενή πλαγιά που οδηγεί σε μια χιονισμένη κορυφή. Και από τις δυο πλευρές, μια παγωμένη κατηφόρα βυθίζεται στην άβυσσο. « Τα άτομα με εξαιρετικές ηγετικές ικανότητες δεν περιορίζονται στο να ηγούνται », λέει με στόμφο το σλόγκαν.
Μόνο που δεν βρισκόμαστε στις Άλπεις ή στα Ιμαλάια, αλλά στο βρετανικό εβδομαδιαίο περιοδικό « The Economist ». Η εταιρία ΙΕ διαφημίζει το πιστοποιητικό της με τίτλο « θετική ηγεσία και στρατηγική » [2]
Το συλλογικό φαντασιακό αρέσκεται στο να συνδέει την ανάβαση στα όρη με την υπέρβαση του εαυτού, τις μεγάλες αναρριχήσεις με τον ηρωισμό. Αναμφίβολα διότι οι αλπινιστές προσπάθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα να δώσουν αυτή την εικόνα για τον εαυτό τους : « Μόνο όποιος ασκεί τον υψηλό αλπινισμό μπορεί να γνωρίζει το μεγαλείο και τη δύναμή του », έγραφε το 1973 ο Ρενέ Ντεμεζόν. Ο θρυλικός ορειβάτης δεν αντιλαμβανόταν το πάθος του ως ένα απλό άθλημα, αλλά ως ένα « ιδανικό με διακύβευμα τη ζωή [3] ». Εξ ου, βέβαια και η προθυμία του κόσμου των επιχειρήσεων να οικειοποιηθεί την εικόνα των ηρώων που έχουν το βλέμμα στραμμένο στην κορυφή.
Από το 1948 και μετά ωστόσο, κάποιοι αρχίζουν να αμφισβητούν τη συγκεκριμένη οπτική. Το περιοδικό « Tourisme et travail », το οποίο πρόσκειται στη Γενική Εργατική Συνομοσπονδία (CGT), καταγγέλλει τον ελιτισμό μιας πρακτικής η οποία « ξεχειλίζει από τον υπέρμετρο ατομικισμό των περισσότερων οπαδών της. Μας λένε για “απάτητες κορυφές”, “μοναξιά”, “μακριά από εκεί κάτω”, “εκεί ψηλά, μόνος μες στο φως” ή ακόμα : “πιο κοντά στον Θεό”. Κατά βάθος όμως, θέλουν να “μείνουν μόνοι τους” [4] ». Στο βιβλίο « Alpinisme et compétition » που δημοσιεύει την επόμενη χρονιά, ο Πιερ Αλέν (ένας από τους ορειβάτες που κάνουν εξάσκηση στο δάσος του Φοντενεμπλό) υπερασπίζεται την αναρρίχηση ως αυτόνομο άθλημα : « Δεν πηγαίνουμε και σκαρφαλώνουμε στο Φοντενεμπλό μόνο εν όψει των ορειβατικών αγώνων, αλλά κυρίως γιατί κάνουμε ένα παιχνίδι που μας συναρπάζει αυτό καθεαυτό [5] ».
Η Αθλητική και Γυμναστική Ομοσπονδία Εργασίας (FSGT) –προσκείμενη στο Κομμουνιστικό Κόμμα- καθιερώνει το 1953 μια « ειδικότητα περί βουνού » με στόχο να « κατεβάσει τον αλπινισμό στην κατηγορία ενός αθλήματος όπως όλα τα άλλα » και με τον τρόπο αυτό « να καταστρέψει κάτι που μάλλον θα πρέπει να ονομάζεται κοινωνικοπολιτισμικό προϊόν [6] ». Και εγένετο ο εργατικός αλπινισμός με το σύνθημα : « Eγώ προπορεύομαι στην αναρρίχηση κι εγώ ορίζω τις διαδρομές που κάνω ». Υιοθετεί για δικό του λογαριασμό την προσέγγιση των « ασυνόδευτων », οι οποίοι από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα έθεταν ως στόχο να γίνουν αυτόνομοι και υπεύθυνοι, σε αντίθεση με τους Βρετανούς πρωτοπόρους που πλήρωναν οδηγούς για να γράψουν τα ονόματά τους στις υψηλές κορυφές των Άλπεων.
Ήδη από την εποχή εκείνη, οι αλπινιστές της Γενεύης εκπαιδεύονταν στις βραχώδεις ασβεστολιθικές επιφάνειες της Λα Βαράπ, στο γειτονικό όρος Σαλέβ. Επρόκειτο πάντα για αναρρίχηση, μόνο που γινόταν σε πλαγιές με μέτριο υψόμετρο. H δυσκολία δεν έγκειται τόσο στο περιβάλλον και τους αντικειμενικούς του κινδύνους (σχισμές, χιονοστιβάδες, κατολισθήσεις) όσο στην κλίση των περασμάτων και στη δυσκολία αγκίστρωσης από το βράχο. Έχοντας πια καταστεί δυνατή καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, η ορειβασία τον 20ό αιώνα γίνεται μια μορφή άσκησης για κάθε πρόθυμο για περιπέτειες σε πιο επικίνδυνο υψόμετρο μετά την έλευση του καλοκαιριού. Η τελειοποίηση του εξοπλισμού (σκοινί, ιμάντας, άγκιστρα, καρφιά κ.λπ.), η δυνατότητα για επανάληψη της διαδρομής και η ανταλλαγή πληροφοριών χάρη σε λεπτομερείς χάρτες επιτρέπουν μια πιο εντατική σωματική άσκηση και τεχνική, με λιγότερο ρίσκο και μεγαλύτερη ασφάλεια.
Η FSGT βασίζεται σε αυτά και προωθεί την επέκταση της αναρρίχησης, στο εξής όμως ως μια αυτόνομη πρακτική, ξεχωριστή από τον αλπινισμό. Έτσι, αντιπαραθέτει τον πρωταθλητή, ο οποίος προστατεύεται κατά την ανάβαση από έναν « συμπαγή » εξοπλισμό, με τον ήρωα που αψηφά τον θάνατο ανά πάσα στιγμή. Η συνομοσπονδία είναι βέβαιη για αυτό : ο εκδημοκρατισμός των ορεινών αθλημάτων περνά μέσα από την « καθιέρωση της αναρρίχησης ως άθλημα » και τη μείωση των ατυχημάτων. Από το 1955, καθιερώνει ένα « τουρνουά αναρρίχησης » την ημέρα του φεστιβάλ της Humanité [7]. Το 1980 οργανώνει τις « 24 ώρες του Μπλο », τον πρώτο διαγωνισμό του είδους στο Φοντενεμπλό.
H αμφισβήτηση σοβούσε επίσης μακριά από τις Άλπεις, στις αγγλοσαξωνικές χώρες όπου, ελλείψει επαρκών οροσειρών, ασκούσαν το rock climbing (αναρρίχηση σε βράχο) ως ανεξάρτητη δραστηριότητα. Oι διεθνείς ανταλλαγές συμβάλλουν στη διάδοση του κινήματος της « αγνής αναρρίχησης » μέχρι τη Γαλλία, όπου οι « άνθρωποι με γυμνα χέρια », όπως ο Πατρίκ Εντλενζέ (πέθανε το Νοέμβριο του 2012) ή ο Πατρίκ Μπερό (πέθανε το 2004) υιοθετούν έναν « καλιφορνέζικο » τρόπο ζωής. Κάνουν την ορειβασία επάγγελμα, πολιορκούν τα φαράγγια του Βερντόν με τα τροχόσπιτά τους, επεξεργάζονται τις διαδρομές για μέρες ολόκληρες, συνδυάζοντας χαλάρωση και μυϊκή δύναμη [8]. Για αυτούς, την αγνή αναρρίχηση τη βιώνει κανείς σε όλη της την πληρότητα ως αυτόνομο άθλημα. Η ταινία του Edlinger « La vie au bout des doigts » [9] κάνει τον γύρο του κόσμου. Η συγκεκριμένη προσέγγιση ενισχύεται σύντομα από ένα παλιό φαινόμενο : καθώς εξαντλούνται οι παρθένες κορυφές που προσφέρονται προς κατάκτηση, ο αλπινισμός πρέπει να μεταλλαχθεί. Αφήνοντας στην άκρη την αριστοκρατική αναζήτηση των « πρώτων », αρχίζει να αναζητά το « άνοιγμα » καινούργιων δρόμων, πιο δύσκολων, όπου το βάρος πέφτει στην ομορφιά της τεχνικής κίνησης.
Για τον Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος εξελέγη το 1981 με την υπόσχεση να « αλλάξει τη ζωή », η μείωση των ωρών εργασίας (30 εργάσιμες ώρες την εβδομάδα, πέμπτη εβδομάδα άδειας μετά αποδοχών) δεν έπρεπε να προσφέρει μόνο κοινωνική πρόοδο, αλλά και να ενεργοποιήσει παράλληλα την οικονομική ανάπτυξη. Με αυτή την προοπτική, ο Υβ Μπαλί, σύμβουλος για « θέματα βουνών » στο υπουργείο Νεότητας και Αθλητισμού, παρουσιάζει 18 προτάσεις, οι τρεις μείζονος σημασίας. Μια μεταρρύθμιση των σχετικών με τα βουνά επαγγελμάτων δίνει έμφαση στην παιδαγωγική και την ψυχαγωγία με τέτοιο τρόπο, ώστε να ικανοποιούνται καλύτερα οι ανάγκες των συνδέσμων που οργανώνουν ομαδικές δραστηριότητες. Ένα σχέδιο υποστήριξης επισπεύδει την κατασκευή τοίχων αναρρίχησης σε αστικούς και σχολικούς χώρους. Η Γαλλική Ομοσπονδία Βουνών (FFM) πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα να διοργανώνει διαγωνισμούς –μια μικρή επανάσταση σε ένα περιβάλλον εχθρικό απέναντι σε οτιδήποτε θα μπορούσε να εξισώσει τα αθλήματα βουνού με τα υπόλοιπα. To 1987, μετατρέπεται σε Γαλλική Ομοσπονδία Βουνών και Ορειβασίας μετά τη συγχώνευσή της με τη Γαλλική Ομοσπονδία Ορειβασίας, η οποία είχε ιδρυθεί δυο χρόνια νωρίτερα με στόχο τη διοργάνωση διαγωνισμών. Μετά τον « εθνικο-αλπινισμό » και τις δεξιές αξίες του, ο σκοπός δεν ήταν άλλος από το να προωθηθεί μια μορφή « σοσιαλιστικής αναρρίχησης ».
Μια απόφαση της 5ης Οκτωβρίου του 1984 δημιουργεί το κρατικό πιστοποιητικό αναρρίχησης, το οποίο δίνει το δικαίωμα της επ’ αμοιβή άσκησης των δραστηριοτήτων διδασκαλίας, ψυχαγωγίας και εξάσκησης στην αναρρίχηση σε αγροτικές περιοχές (όπως στο δάσος του Φοντενεμπλό), σε τεχνητές κατασκευές και σε γκρεμούς. Το νέο πτυχίο συναντά την άγρια αντίθεση του Συνδικάτου Οδηγών Βουνού, το οποίο δεν έχει συνηθίσει να αμφισβητούνται τα προνόμιά του.
H FSGT υποστηρίζει την κατασκευή τοίχων ή τεχνητών κατασκευών αναρρίχησης σε σχολικούς και δημόσιους χώρους. Δυο μέλη της, ο Ζιλ Ροτιγιόν και ο Ζαν-Μαρκ Μπλανς, έχουν την ιδέα για τις πρώτες τεχνητές πλάκες εξάσκησης, ενώ οι μαθητές και οι καθηγητές τους φτιάχνουν τον πρώτο τεχνητό τοίχο στην Κορμπέιγ-Εσόν [10], το 1982. « Aφού με αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε η δολοφονία του πατέρα (του αλπινισμού), δεν απομένει πια παρά να τον χώσουμε βαθιά στη γη. [11] », φωνάζουν εκείνοι οι οποίοι δεν φαντάζονται να κάνουν αναρρίχηση χωρίς να σαρώνει το αεράκι τους πάγους με την ανατολή του ήλιου ή μακριά από τον κοκκινωπό κόκκο του όμορφου γρανίτη. Απεχθάνονται « την ασφυκτική οσμή των συμβάσεων [12] » που αναδύεται από το υπουργείο Αθλητισμού και ενδέχεται να φτάσει το ένα τρίτο του κόστους των σχεδίων. Αυτό δεν εμποδίζει τους τοίχους να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στα γυμναστήρια, στα δημοτικά σχολεία, στα γυμνάσια, στα λούνα παρκ, στα πάρκα των πόλεων, στα εξειδικευμένα καταστήματα, στα στέκια αθλητικών ομάδων, στις αίθουσες ιδιωτικών γυμναστηρίων... Πέντε χρόνια μετά την πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών στο Λύκειο της Κορμπέιγ, οι τοίχοι αναρρίχησης υπολογίζονται σε καμιά εκατοστή σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια.
Η διοργάνωση διαγωνισμών γίνεται το κατ’ εξοχήν συγκρουσιακό ζήτημα στη δεκαετία του 1980. H FSGT ισχυρίζεται ότι « σκοτώνουν το μύθο του υπεράνθρωπου αλπινιστή που αποτρέπει πολλούς νέους από την ενασχόληση με αυτό το σπορ [13] ». Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Αθλητών Εργατών, οι διαγωνισμοί θα κάνουν γνωστή την αναρρίχηση, θα απομυθοποιήσουν την πτώση και θα προσελκύσουν με αυτό τον τρόπο μεγάλο μέρος της νεολαίας προς τους τοίχους αναρρίχησης και, εν συνεχεία, σε φυσικές πλαγιές. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η ΕΣΣΔ είχε ήδη διαφοροποιηθεί από τη δυτική προσέγγιση, διοργανώνοντας τακτικά διαγωνισμούς αναρρίχησης, ακόμα και αλπινισμού, στις παρθένες και άγριες πλαγιές του Καυκάσου και του Παμίρ [14]. Αλλά, η πλειοψηφία των Γάλλων ορειβατών, από τη βάση ως την κορυφή, αντιτίθεται στο σχέδιο εκφράζοντας αποτροπιασμό μπροστά στην ιδέα για ολίσθηση προς το άθλημα – θέαμα και απορρίπτει την όποια επίσημη κατηγοριοποίηση. Πολλοί κορυφαίοι ορειβάτες συντάσσονται με το κίνημα και δημοσιεύουν το « Μανιφέστο των 19 » (1985). Επιμένουν να παραμείνει η συνήθειά τους « ένα καταφύγιο απέναντι σε ορισμένα αρχέτυπα της κοινωνίας μας, σε αντιπαράθεση με όλα αυτά τα αθλήματα τα οποία διέπονται από κριτές, διαιτητές, χρονομετρήσεις, επισημότητες, συγκεκαλυμμένα από το κράτος ».
Έναν χρόνο πριν από τον πρώτο γαλλικό διαγωνισμό σε γκρεμό, το Γαλλικό Αλπικό Κλαμπ εξεγείρεται : « Αντίθετα με την άποψη της μεγάλης πλειοψηφίας των άμεσα ενδιαφερομένων, κόντρα στη γνώμη των συνδέσμων, μπροστά στον οπορτουνισμό των Γάλλων υπεύθυνων για τα ορεινά αθλήματα και υπό την πίεση συγκεκριμένων εμπορικών συμφερόντων, θα διοργανωθούν στη Γαλλία διαγωνισμοί αναρρίχησης με μέσα ενημέρωσης και διαφήμιση, μεγάφωνα και συστήματα ήχου, μπύρα και χοτ-ντογκ και βέβαια, με έκθαμβο κοινό και εισιτήρια [15] ».
Σήμερα, ο αριθμός των τοίχων αναρρίχησης ξεπερνά τις δύο χιλιάδες. Σε αντίθεση με τον αλπινισμό, η αναρρίχηση προκαλεί ελάχιστα ατυχήματα και μπορεί να την ασκήσει κάποιος σε όλες τις περιοχές, ακόμα και σε πεδινές εκτάσεις. Διδάσκεται στα σχολεία και μπορεί να είναι μάθημα επιλογής για το μπακαλορεά. Το Αλπικό Κλαμπ αναπτύσσει τις δικές του αγωνιστικές ομάδες και ερίζει με τη FFME για τη διοργάνωση διαγωνισμών αναρρίχησης ή σκι-αλπινισμού, ενός άλλου σπορ που πλήττεται από τις κατηγοριοποιήσεις και τα κύπελλα. Πολλοί προσάπτουν στη FFME το γεγονός ότι έχει παραμερίσει την προβολή του βουνού για να γίνει μια γαλλική ομοσπονδία... « τοίχων αναρρίχησης ».
Notes
[1] (Σ.τ.Μ.) : Πιολέ ή ορειβατική σκαπάνη : το σημαντικότερο εργαλείο στον εξοπλισμό του ορειβάτη.
[2] « The Economist », Λονδίνο, 16 Φεβρουαρίου 2013.
[3] René Desmaison, « 342 heures dans les Grandes Jorasses », Hoëbeke, Παρίσι, 2010 (1η έκδοση Flammarion, 1973).
[4] Pierre Allain, « Alpinisme et compétition », Arthaud, Γκρενόμπλ, 1949.
[5] Όπ.π.
[6] Montagnes magazine, Γκρενόμπλ, 1983.
[7] « Sport et plein air », Pantin, Ιούλιος/Αύγουστος 2011.
[8] Patrick Edlinger και Jean-Michel Asselin, « Patrick Edlinger », Guérin, Chamonix, 2013. Michel Bricola και Dominique Potard, « Patrick Bérhault », Guérin, Chamonix, 2008.
[9] Ντοκιμαντέρ του Jean-Paul Janssen, το οποίο μεταδόθηκε από το κανάλι Antenne 2 το 1982 και ήταν υποψήφιο για τα βραβεία Césars.
[10] (Σ.τ.Μ.) Μικρή πόλη στα νότια του Παρισιού.
[11] Alpinisme et Randonee, Παρίσι, 1982.
[12] Ό.π..
[13] Montagnes magazine, Μάρτιος 1983.
[14] (Σ.τ.Μ.) Μεγάλη οροσειρά της Κεντρικής Ασίας.
[15] « La Montagne et Alpinisme », Φεβρουάριος 1985.
Le Monde Diplomatique
Μόνο που δεν βρισκόμαστε στις Άλπεις ή στα Ιμαλάια, αλλά στο βρετανικό εβδομαδιαίο περιοδικό « The Economist ». Η εταιρία ΙΕ διαφημίζει το πιστοποιητικό της με τίτλο « θετική ηγεσία και στρατηγική » [2]
Το συλλογικό φαντασιακό αρέσκεται στο να συνδέει την ανάβαση στα όρη με την υπέρβαση του εαυτού, τις μεγάλες αναρριχήσεις με τον ηρωισμό. Αναμφίβολα διότι οι αλπινιστές προσπάθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα να δώσουν αυτή την εικόνα για τον εαυτό τους : « Μόνο όποιος ασκεί τον υψηλό αλπινισμό μπορεί να γνωρίζει το μεγαλείο και τη δύναμή του », έγραφε το 1973 ο Ρενέ Ντεμεζόν. Ο θρυλικός ορειβάτης δεν αντιλαμβανόταν το πάθος του ως ένα απλό άθλημα, αλλά ως ένα « ιδανικό με διακύβευμα τη ζωή [3] ». Εξ ου, βέβαια και η προθυμία του κόσμου των επιχειρήσεων να οικειοποιηθεί την εικόνα των ηρώων που έχουν το βλέμμα στραμμένο στην κορυφή.
Από το 1948 και μετά ωστόσο, κάποιοι αρχίζουν να αμφισβητούν τη συγκεκριμένη οπτική. Το περιοδικό « Tourisme et travail », το οποίο πρόσκειται στη Γενική Εργατική Συνομοσπονδία (CGT), καταγγέλλει τον ελιτισμό μιας πρακτικής η οποία « ξεχειλίζει από τον υπέρμετρο ατομικισμό των περισσότερων οπαδών της. Μας λένε για “απάτητες κορυφές”, “μοναξιά”, “μακριά από εκεί κάτω”, “εκεί ψηλά, μόνος μες στο φως” ή ακόμα : “πιο κοντά στον Θεό”. Κατά βάθος όμως, θέλουν να “μείνουν μόνοι τους” [4] ». Στο βιβλίο « Alpinisme et compétition » που δημοσιεύει την επόμενη χρονιά, ο Πιερ Αλέν (ένας από τους ορειβάτες που κάνουν εξάσκηση στο δάσος του Φοντενεμπλό) υπερασπίζεται την αναρρίχηση ως αυτόνομο άθλημα : « Δεν πηγαίνουμε και σκαρφαλώνουμε στο Φοντενεμπλό μόνο εν όψει των ορειβατικών αγώνων, αλλά κυρίως γιατί κάνουμε ένα παιχνίδι που μας συναρπάζει αυτό καθεαυτό [5] ».
Η Αθλητική και Γυμναστική Ομοσπονδία Εργασίας (FSGT) –προσκείμενη στο Κομμουνιστικό Κόμμα- καθιερώνει το 1953 μια « ειδικότητα περί βουνού » με στόχο να « κατεβάσει τον αλπινισμό στην κατηγορία ενός αθλήματος όπως όλα τα άλλα » και με τον τρόπο αυτό « να καταστρέψει κάτι που μάλλον θα πρέπει να ονομάζεται κοινωνικοπολιτισμικό προϊόν [6] ». Και εγένετο ο εργατικός αλπινισμός με το σύνθημα : « Eγώ προπορεύομαι στην αναρρίχηση κι εγώ ορίζω τις διαδρομές που κάνω ». Υιοθετεί για δικό του λογαριασμό την προσέγγιση των « ασυνόδευτων », οι οποίοι από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα έθεταν ως στόχο να γίνουν αυτόνομοι και υπεύθυνοι, σε αντίθεση με τους Βρετανούς πρωτοπόρους που πλήρωναν οδηγούς για να γράψουν τα ονόματά τους στις υψηλές κορυφές των Άλπεων.
Ήδη από την εποχή εκείνη, οι αλπινιστές της Γενεύης εκπαιδεύονταν στις βραχώδεις ασβεστολιθικές επιφάνειες της Λα Βαράπ, στο γειτονικό όρος Σαλέβ. Επρόκειτο πάντα για αναρρίχηση, μόνο που γινόταν σε πλαγιές με μέτριο υψόμετρο. H δυσκολία δεν έγκειται τόσο στο περιβάλλον και τους αντικειμενικούς του κινδύνους (σχισμές, χιονοστιβάδες, κατολισθήσεις) όσο στην κλίση των περασμάτων και στη δυσκολία αγκίστρωσης από το βράχο. Έχοντας πια καταστεί δυνατή καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, η ορειβασία τον 20ό αιώνα γίνεται μια μορφή άσκησης για κάθε πρόθυμο για περιπέτειες σε πιο επικίνδυνο υψόμετρο μετά την έλευση του καλοκαιριού. Η τελειοποίηση του εξοπλισμού (σκοινί, ιμάντας, άγκιστρα, καρφιά κ.λπ.), η δυνατότητα για επανάληψη της διαδρομής και η ανταλλαγή πληροφοριών χάρη σε λεπτομερείς χάρτες επιτρέπουν μια πιο εντατική σωματική άσκηση και τεχνική, με λιγότερο ρίσκο και μεγαλύτερη ασφάλεια.
Η FSGT βασίζεται σε αυτά και προωθεί την επέκταση της αναρρίχησης, στο εξής όμως ως μια αυτόνομη πρακτική, ξεχωριστή από τον αλπινισμό. Έτσι, αντιπαραθέτει τον πρωταθλητή, ο οποίος προστατεύεται κατά την ανάβαση από έναν « συμπαγή » εξοπλισμό, με τον ήρωα που αψηφά τον θάνατο ανά πάσα στιγμή. Η συνομοσπονδία είναι βέβαιη για αυτό : ο εκδημοκρατισμός των ορεινών αθλημάτων περνά μέσα από την « καθιέρωση της αναρρίχησης ως άθλημα » και τη μείωση των ατυχημάτων. Από το 1955, καθιερώνει ένα « τουρνουά αναρρίχησης » την ημέρα του φεστιβάλ της Humanité [7]. Το 1980 οργανώνει τις « 24 ώρες του Μπλο », τον πρώτο διαγωνισμό του είδους στο Φοντενεμπλό.
H αμφισβήτηση σοβούσε επίσης μακριά από τις Άλπεις, στις αγγλοσαξωνικές χώρες όπου, ελλείψει επαρκών οροσειρών, ασκούσαν το rock climbing (αναρρίχηση σε βράχο) ως ανεξάρτητη δραστηριότητα. Oι διεθνείς ανταλλαγές συμβάλλουν στη διάδοση του κινήματος της « αγνής αναρρίχησης » μέχρι τη Γαλλία, όπου οι « άνθρωποι με γυμνα χέρια », όπως ο Πατρίκ Εντλενζέ (πέθανε το Νοέμβριο του 2012) ή ο Πατρίκ Μπερό (πέθανε το 2004) υιοθετούν έναν « καλιφορνέζικο » τρόπο ζωής. Κάνουν την ορειβασία επάγγελμα, πολιορκούν τα φαράγγια του Βερντόν με τα τροχόσπιτά τους, επεξεργάζονται τις διαδρομές για μέρες ολόκληρες, συνδυάζοντας χαλάρωση και μυϊκή δύναμη [8]. Για αυτούς, την αγνή αναρρίχηση τη βιώνει κανείς σε όλη της την πληρότητα ως αυτόνομο άθλημα. Η ταινία του Edlinger « La vie au bout des doigts » [9] κάνει τον γύρο του κόσμου. Η συγκεκριμένη προσέγγιση ενισχύεται σύντομα από ένα παλιό φαινόμενο : καθώς εξαντλούνται οι παρθένες κορυφές που προσφέρονται προς κατάκτηση, ο αλπινισμός πρέπει να μεταλλαχθεί. Αφήνοντας στην άκρη την αριστοκρατική αναζήτηση των « πρώτων », αρχίζει να αναζητά το « άνοιγμα » καινούργιων δρόμων, πιο δύσκολων, όπου το βάρος πέφτει στην ομορφιά της τεχνικής κίνησης.
Για τον Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος εξελέγη το 1981 με την υπόσχεση να « αλλάξει τη ζωή », η μείωση των ωρών εργασίας (30 εργάσιμες ώρες την εβδομάδα, πέμπτη εβδομάδα άδειας μετά αποδοχών) δεν έπρεπε να προσφέρει μόνο κοινωνική πρόοδο, αλλά και να ενεργοποιήσει παράλληλα την οικονομική ανάπτυξη. Με αυτή την προοπτική, ο Υβ Μπαλί, σύμβουλος για « θέματα βουνών » στο υπουργείο Νεότητας και Αθλητισμού, παρουσιάζει 18 προτάσεις, οι τρεις μείζονος σημασίας. Μια μεταρρύθμιση των σχετικών με τα βουνά επαγγελμάτων δίνει έμφαση στην παιδαγωγική και την ψυχαγωγία με τέτοιο τρόπο, ώστε να ικανοποιούνται καλύτερα οι ανάγκες των συνδέσμων που οργανώνουν ομαδικές δραστηριότητες. Ένα σχέδιο υποστήριξης επισπεύδει την κατασκευή τοίχων αναρρίχησης σε αστικούς και σχολικούς χώρους. Η Γαλλική Ομοσπονδία Βουνών (FFM) πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα να διοργανώνει διαγωνισμούς –μια μικρή επανάσταση σε ένα περιβάλλον εχθρικό απέναντι σε οτιδήποτε θα μπορούσε να εξισώσει τα αθλήματα βουνού με τα υπόλοιπα. To 1987, μετατρέπεται σε Γαλλική Ομοσπονδία Βουνών και Ορειβασίας μετά τη συγχώνευσή της με τη Γαλλική Ομοσπονδία Ορειβασίας, η οποία είχε ιδρυθεί δυο χρόνια νωρίτερα με στόχο τη διοργάνωση διαγωνισμών. Μετά τον « εθνικο-αλπινισμό » και τις δεξιές αξίες του, ο σκοπός δεν ήταν άλλος από το να προωθηθεί μια μορφή « σοσιαλιστικής αναρρίχησης ».
Μια απόφαση της 5ης Οκτωβρίου του 1984 δημιουργεί το κρατικό πιστοποιητικό αναρρίχησης, το οποίο δίνει το δικαίωμα της επ’ αμοιβή άσκησης των δραστηριοτήτων διδασκαλίας, ψυχαγωγίας και εξάσκησης στην αναρρίχηση σε αγροτικές περιοχές (όπως στο δάσος του Φοντενεμπλό), σε τεχνητές κατασκευές και σε γκρεμούς. Το νέο πτυχίο συναντά την άγρια αντίθεση του Συνδικάτου Οδηγών Βουνού, το οποίο δεν έχει συνηθίσει να αμφισβητούνται τα προνόμιά του.
« Η ασφυκτική οσμή των συμβάσεων »
H FSGT υποστηρίζει την κατασκευή τοίχων ή τεχνητών κατασκευών αναρρίχησης σε σχολικούς και δημόσιους χώρους. Δυο μέλη της, ο Ζιλ Ροτιγιόν και ο Ζαν-Μαρκ Μπλανς, έχουν την ιδέα για τις πρώτες τεχνητές πλάκες εξάσκησης, ενώ οι μαθητές και οι καθηγητές τους φτιάχνουν τον πρώτο τεχνητό τοίχο στην Κορμπέιγ-Εσόν [10], το 1982. « Aφού με αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε η δολοφονία του πατέρα (του αλπινισμού), δεν απομένει πια παρά να τον χώσουμε βαθιά στη γη. [11] », φωνάζουν εκείνοι οι οποίοι δεν φαντάζονται να κάνουν αναρρίχηση χωρίς να σαρώνει το αεράκι τους πάγους με την ανατολή του ήλιου ή μακριά από τον κοκκινωπό κόκκο του όμορφου γρανίτη. Απεχθάνονται « την ασφυκτική οσμή των συμβάσεων [12] » που αναδύεται από το υπουργείο Αθλητισμού και ενδέχεται να φτάσει το ένα τρίτο του κόστους των σχεδίων. Αυτό δεν εμποδίζει τους τοίχους να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στα γυμναστήρια, στα δημοτικά σχολεία, στα γυμνάσια, στα λούνα παρκ, στα πάρκα των πόλεων, στα εξειδικευμένα καταστήματα, στα στέκια αθλητικών ομάδων, στις αίθουσες ιδιωτικών γυμναστηρίων... Πέντε χρόνια μετά την πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών στο Λύκειο της Κορμπέιγ, οι τοίχοι αναρρίχησης υπολογίζονται σε καμιά εκατοστή σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια.
Η διοργάνωση διαγωνισμών γίνεται το κατ’ εξοχήν συγκρουσιακό ζήτημα στη δεκαετία του 1980. H FSGT ισχυρίζεται ότι « σκοτώνουν το μύθο του υπεράνθρωπου αλπινιστή που αποτρέπει πολλούς νέους από την ενασχόληση με αυτό το σπορ [13] ». Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Αθλητών Εργατών, οι διαγωνισμοί θα κάνουν γνωστή την αναρρίχηση, θα απομυθοποιήσουν την πτώση και θα προσελκύσουν με αυτό τον τρόπο μεγάλο μέρος της νεολαίας προς τους τοίχους αναρρίχησης και, εν συνεχεία, σε φυσικές πλαγιές. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η ΕΣΣΔ είχε ήδη διαφοροποιηθεί από τη δυτική προσέγγιση, διοργανώνοντας τακτικά διαγωνισμούς αναρρίχησης, ακόμα και αλπινισμού, στις παρθένες και άγριες πλαγιές του Καυκάσου και του Παμίρ [14]. Αλλά, η πλειοψηφία των Γάλλων ορειβατών, από τη βάση ως την κορυφή, αντιτίθεται στο σχέδιο εκφράζοντας αποτροπιασμό μπροστά στην ιδέα για ολίσθηση προς το άθλημα – θέαμα και απορρίπτει την όποια επίσημη κατηγοριοποίηση. Πολλοί κορυφαίοι ορειβάτες συντάσσονται με το κίνημα και δημοσιεύουν το « Μανιφέστο των 19 » (1985). Επιμένουν να παραμείνει η συνήθειά τους « ένα καταφύγιο απέναντι σε ορισμένα αρχέτυπα της κοινωνίας μας, σε αντιπαράθεση με όλα αυτά τα αθλήματα τα οποία διέπονται από κριτές, διαιτητές, χρονομετρήσεις, επισημότητες, συγκεκαλυμμένα από το κράτος ».
Έναν χρόνο πριν από τον πρώτο γαλλικό διαγωνισμό σε γκρεμό, το Γαλλικό Αλπικό Κλαμπ εξεγείρεται : « Αντίθετα με την άποψη της μεγάλης πλειοψηφίας των άμεσα ενδιαφερομένων, κόντρα στη γνώμη των συνδέσμων, μπροστά στον οπορτουνισμό των Γάλλων υπεύθυνων για τα ορεινά αθλήματα και υπό την πίεση συγκεκριμένων εμπορικών συμφερόντων, θα διοργανωθούν στη Γαλλία διαγωνισμοί αναρρίχησης με μέσα ενημέρωσης και διαφήμιση, μεγάφωνα και συστήματα ήχου, μπύρα και χοτ-ντογκ και βέβαια, με έκθαμβο κοινό και εισιτήρια [15] ».
Σήμερα, ο αριθμός των τοίχων αναρρίχησης ξεπερνά τις δύο χιλιάδες. Σε αντίθεση με τον αλπινισμό, η αναρρίχηση προκαλεί ελάχιστα ατυχήματα και μπορεί να την ασκήσει κάποιος σε όλες τις περιοχές, ακόμα και σε πεδινές εκτάσεις. Διδάσκεται στα σχολεία και μπορεί να είναι μάθημα επιλογής για το μπακαλορεά. Το Αλπικό Κλαμπ αναπτύσσει τις δικές του αγωνιστικές ομάδες και ερίζει με τη FFME για τη διοργάνωση διαγωνισμών αναρρίχησης ή σκι-αλπινισμού, ενός άλλου σπορ που πλήττεται από τις κατηγοριοποιήσεις και τα κύπελλα. Πολλοί προσάπτουν στη FFME το γεγονός ότι έχει παραμερίσει την προβολή του βουνού για να γίνει μια γαλλική ομοσπονδία... « τοίχων αναρρίχησης ».
Notes
[1] (Σ.τ.Μ.) : Πιολέ ή ορειβατική σκαπάνη : το σημαντικότερο εργαλείο στον εξοπλισμό του ορειβάτη.
[2] « The Economist », Λονδίνο, 16 Φεβρουαρίου 2013.
[3] René Desmaison, « 342 heures dans les Grandes Jorasses », Hoëbeke, Παρίσι, 2010 (1η έκδοση Flammarion, 1973).
[4] Pierre Allain, « Alpinisme et compétition », Arthaud, Γκρενόμπλ, 1949.
[5] Όπ.π.
[6] Montagnes magazine, Γκρενόμπλ, 1983.
[7] « Sport et plein air », Pantin, Ιούλιος/Αύγουστος 2011.
[8] Patrick Edlinger και Jean-Michel Asselin, « Patrick Edlinger », Guérin, Chamonix, 2013. Michel Bricola και Dominique Potard, « Patrick Bérhault », Guérin, Chamonix, 2008.
[9] Ντοκιμαντέρ του Jean-Paul Janssen, το οποίο μεταδόθηκε από το κανάλι Antenne 2 το 1982 και ήταν υποψήφιο για τα βραβεία Césars.
[10] (Σ.τ.Μ.) Μικρή πόλη στα νότια του Παρισιού.
[11] Alpinisme et Randonee, Παρίσι, 1982.
[12] Ό.π..
[13] Montagnes magazine, Μάρτιος 1983.
[14] (Σ.τ.Μ.) Μεγάλη οροσειρά της Κεντρικής Ασίας.
[15] « La Montagne et Alpinisme », Φεβρουάριος 1985.
Le Monde Diplomatique
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου