Όττο
Γουστάρω την Κρίση. Λατρεύω τα Μνημόνια. Τη βρίσκω, φτιάχνομαι, μ’ ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη –έτσι δεν το λεν οι γραμματιζούμενοι; Είναι η καλύτερη εποχή της ζωής μου, δεν θα την άλλαζα με οτιδήποτε άλλο έχω γνωρίσει μέχρι σήμερα…
Όλα τα χρόνια της ζωής μου ήμουν ένα τίποτα. Μέτριος μαθητής, χωρίς κοινωνικές δεξιότητες, μουντός χαρακτήρας, περνούσα απαρατήρητος, το φάντασμα του σχολείου. Οι άλλοι ήταν όμορφοι –ή κατάφερναν να πείθουν ότι ήταν–, φραγκάτοι έστω και με δανεικά, καλοντυμένοι, κοινωνικοί, αθλητικοί, είχαν γκόμενες, φίλους, παρέες.
Εγώ αθώρητος κι ασήμαντος, περνούσα τις τάξεις μόνο και μόνο επειδή σαν έφτανε η ώρα ο καθηγητής να βάλει τους βαθμούς, έξυνε τη γκλάβα του μπροστά στ’ όνομά μου –ποιος πούστης είναι πάλι αυτός;- κι έβαζε τελικά έναν συμβατικό βαθμό, από ντροπή που είχε μαθητή τον οποίο δεν γνώριζε, μην τυχόν πέσει σε καμιά λούμπα και ξεφτιλιστεί.
Σε άλλες περιπτώσεις, μου ανέβαζε τον μέσο όρο η απλή συνωνυμία με κάποιον αριστούχο μεγαλύτερης τάξης, ο συνειρμός πάντοτε βοηθάει τα κενά μνήμης. Στο τέλος της χρονιάς υπολόγιζα πόσο χρειαζόμουν να γράψω για να περάσω, χτυπούσα και μπόλικη παπαγαλία και διατηρούσα τα κεκτημένα μου. Αν έχω ένα προσόν, αυτό είναι η μνήμη ελέφαντα, πακέτο με τη μνησικακία.
Έτσι κατάφερα να περάσω ακόμη και στο πανεπιστήμιο. Θαρρείς ότι οι άλλοι, που διάβηκαν στα χρόνια μου τις πύλες της ανώτατης εκπαίδευσης, ήτανε καλύτεροι; Εδώ έμπαιναν χωρίς καν να πιάνουνε τη βάση, ο κάθε πικραμένος απέκτησε ένα πτυχίο-κωλόχαρτο.
Τέλειωσα λογιστής, με τον ίδιο τρόπο, όπως έβγαλα το σχολείο. Το πιο βαρετό επάγγελμα του κόσμου. Δεν μου προσέφερε ποτέ καμιά χαρά, ουδεμία κοινωνική καταξίωση, την παραμικρή πραγμάτωση. Βρήκα μια δουλίτσα των επτακοσίων ευρώ, έπιασα ένα σπίτι –σαράντα τετραγωνικά μαζί με τη χέστρα– αγόρασα κι ένα μικρό μεταχειρισμένο κατσαρίδι.
Οι γονείς μου, συνταξιούχοι δάσκαλοι, πέθαναν στην ψάθα, χωρίς να μου αφήσουν το παραμικρό περιουσιακό στοιχείο –ψόφος! Βαρετός, μίζερος, αφανής, γκρίζος.
Ανύπαρκτος! Τα μόνα συναισθήματα που θυμάμαι το κενό μου να περιέχει, πίσω από το μπετόν αρμέ της απάθειας και της μικροαστικής συμβατικότητας, ήτανε πικρία, απογοήτευση, μειονεξία και φθόνος, μα πόσο πολύς φθόνος, για ό,τι είχαν οι άλλοι κι όχι εγώ. Ένιωθα αδικημένος, κακόμοιρος, γκαντέμης, η μετενσάρκωση του Μέρφυ.
Μετά ήρθε η Κρίση, δόξα στον καλό θεούλη. Γύρω μου τα πάντα άρχισαν να βράζουν ξαφνικά, ο κόσμος ξέσπασε, κατέβηκε στις πλατείες. Μαζί κατέβηκα κι εγώ, μα δεν με πρόσεξε κανείς, όπως πάντα. Ένιωσα πως ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το χάσω κι η συνήθης μου απάθεια για πρώτη φορά υποχώρησε.
Σκιώδης κι αθόρυβος, παρατηρούσα τα τεκταινόμενα, μέρα με τη μέρα. Τους πέτυχα όλους εκεί· τους ΔΑΠίτες και ΠΑΣΠίτες συμφοιτητές μου, που περνούσαν τα μαθήματα με θέματα απ’ το κόμμα και με γλείψιμο στον καθηγητή, κείνους που διαγκωνίζονταν ρουφιανεύοντας τους αντίπαλους και μαχαιρώνοντας πισώπλατα τους κομματικούς «φίλους», για μια μελλοντική εξασφάλιση κάποιας θέσης στο κομματικό φαγοπότι. Τους ίδιους που έβγαζαν γκόμενες πουλώντας γκλαμουριά, σε κλαμπάτους κομματικούς χορούς πρωτοετών και σ’ εκδρομές στην Αράχοβα.
Είδα τους Κνίτες, τους Συριζαίους και τους λοιπούς αριστερούληδες, που πουλούσαν πνεύμα κι επανάσταση στις ταβέρνες και τα κουλτουριάρικα καταγώγια, που όργαζαν σε συναυλίες κακόφωνων πανκοειδών συγκροτημάτων, που δάκρυζαν σε ακαταλαβίστικες αρτιστίκ ταινίες, όπως οι γιαγιάδες τους τα παλιά χρόνια δάκρυζαν με τον Ξανθόπουλο.
Συνάντησα τους λαϊκούς αγωνιστές των ακίνδυνων καταλήψεων και των παχιών λόγων, τώρα με κοιλιές, με φαλάκρες, βολεμένους, συμβιβασμένους, ροδομάγουλους και προσφάτως καταϊδρωμένους.
Πέτυχα και κείνους τους άλλους, που τόσα χρόνια διάβαζαν μονάχα αθλητική εφημερίδα, να καυχιούνται για την αθάνατη ελληνική τους καταγωγή, ενώ ούτε να μιλάνε ή να γράφουνε τα ελληνικά σκαμπάζανε κι ανάθεμα αν γνώριζαν άλλον Απόλλωνα, πέραν εκείνου της Καλαμαριάς.
Τους άκουσα να βρίζουν υστερικά τα κόμματα που λάτρεψαν με θρησκευτική προσήλωση, να ουρλιάζουνε για τις καταραμένες τράπεζες, απ’ τις οποίες πήραν μέχρι σκασμού ένα σωρό καταναλωτικά δάνεια, που πλέον δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν. Τους είδα να μουντζώνουν και να φτύνουν τους πολιτικούς, που οι ίδιοι ψήφιζαν κι έγλειφαν, τους συνδικαλιστές που υποστήριζαν, το κράτος που προσκυνούσαν.
Όποιος δεν μιλάει, βλέπει κι ακούει κι έτσι γρήγορα τα κατάλαβα όλα. Ξέκρινα στα μάτια τους την απορία και τη σύγχυση κείνου που νόμιζε πως θα γαμήσει όλον τον κόσμο κι ένιωσε ξαφνικά δέκα αραπάδες να τον σκίζουνε πατόκορφα, άκουσα πίσω απ’ τις κραυγές τους το παράπονο της πουτάνας που την παράτησε ο νταβατζής της, την αγανάκτηση του ευπατρίδη που έχανε ξαφνικά όλα του τα προνόμια και τους τίτλους, το μυξόκλαμα του κακομαθημένου παιδιού, που του πήραν το γλειφιτζούρι και χτυπάει το πόδι στο πάτωμα με πείσμα.
Άρχισα να γελάω από μέσα μου πικρά και καυστικά. Ποτάμια χολής και κακεντρέχειας ξεχύθηκαν από κάθε οπή του σώματός μου, από κάθε πόρο του τομαριού μου, ανεκλάλητα, ύπουλα, θανατηφόρα.
Έλαμψε στα μάτια μου το φως το αληθινό. Σκέφτηκα σαν τον λύκο που χαίρεται μες στην αναμπουμπούλα, πως τώρα ήρθε η δικιά μου εποχή, η ώρα της δικαίωσης όσων είχα μέσα μου καταπιέσει, η Μέρα της Κρίσης των άλλων.
Άξαφνα συνειδητοποίησα πως ό,τι θεωρούσα έως σήμερα ατυχία, τελικά αποτελούσε μεγάλο τυχερό. Δεν είχα ιδιοκτησία να μου φορολογήσουν, δεν είχα δάνεια να μ’ εκβιάσουν, δεν είχα κανέναν που να κρέμεται από μένα, δεν είχα χλιδάτες ανάγκες να περικόψω, δεν είχα κανέναν να του δώσω λόγο.
Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να διασφαλίσω τη δουλειά και το μισθό μου. Να όμως που ο Μέρφυ ξάφνου έγινε Γκαστόνε.
Δούλευα σε εξαγωγική εταιρεία του ιδιωτικού τομέα και το αφεντικό μου είχε κάνει καλά τη μπάζα του. Διέθετε τρεις υπεράκτιες εταιρείες, είχε αρπάξει κρατικές επιδοτήσεις για αναπτυξιακά έργα που ποτέ δεν είχε πραγματοποιήσει, κατείχε λογαριασμούς σ’ ελβετική τράπεζα, του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά.
Είχα βοηθήσει τον αρχιλογιστή στην κάλυψη όλων αυτών, κράτησα φυσικά όλα τα πειστήρια των εγκλημάτων. Υπολόγισα προσεκτικά, πως σε μια εποχή που οι εργαζόμενοι χάνουν με ραγδαίο ρυθμό όλα τα δικαιώματα, τα οποία είχαν κερδίσει άλλοι γι’ αυτούς σε καιρούς αλλοτινούς, η διαχείριση ανθρώπινων πόρων έχει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από ρουφιάνους και λακέδες, όπως μάθανε οι αντάρτες της πορδής ν’ αποκαλούνε τους καλοπόταγους και τους ευπειθείς. Και ποιος θα ‘τανε καλύτερος για έναν τέτοιο τιμητικό ρόλο από κάποιον αόρατο, ένα φάντασμα όπως εγώ;
Έφτιαξα το πακέτο προσφοράς. Μόλις οσμίστηκα πως θα ξεκινούσαν οι περικοπές, κινήθηκα πρώτος.
Χτύπησα την πόρτα του αφεντικού και του πρόσφερα ένα εξαιρετικό σχέδιο μεταφοράς πόρων προς τις υπεράκτιες, με ταυτόχρονη υπαγωγή της εταιρείας στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, μαζί με τα ονόματα όσων υπαλλήλων της εταιρείας είχαν επικίνδυνες ανατρεπτικές τάσεις ή απύλωτα στόματα κι αψαλίδιστες γλώσσες, βορά στις επικείμενες απολύσεις. Ακόμη και χρηματοοικονομική μελέτη των μειώσεων μισθών του υπόλοιπου προσωπικού του ‘κανα.
Βεβαίως δεν τόλμησε να διανοηθεί να με απολύσει ή να μου κάνει μείωση. Και μόνο η αναφορά στις υπεράκτιες ήταν αρκετή για να του δείξει πως γνώριζα τόσα, ώστε θα του κόστιζα πολύ περισσότερα απ’ όσα θα κέρδιζε με την απόλυσή μου. Σηκώθηκε δακρυσμένος από συγκίνηση (έκανε βλέπεις παρέα με πολιτικούς) και με αγκάλιασε, διαβεβαιώνοντάς με πως «εμείς μαζί θα γεράσουμε αγόρι μου».
Μου υποσχέθηκε ότι ειδικά εμένα δεν θα μου μείωνε το μισθό, άφησε να αιωρείται και μια αόριστη υπόσχεση για «μελλοντικές προοπτικές, όταν στρώσουν κάπως τα πράματα».
Του αντιπρότεινα να μου κάνει τυπικά μείωση, για τα μάτια του κόσμου, και να μου δώσει τα ρέστα μαύρα, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τα κάλυπτα στα λογιστικά. «Μα πού ήταν κρυμμένο τέτοιο ταλέντο;» υπερθεμάτισε κείνος με βεβιασμένο χαμόγελο.
Και τώρα κόσμε οι δυο μας· έφτασε η ώρα της εκδίκησης!
Η μέχρι τότε απάθεια έδωσε τη θέση της σε μια άγρια χαρά, που δεν είχε προηγούμενο. Ένιωσα για πρώτη φορά τη διάθεση να διασκεδάσω χαιρέκακα με τον πόνο και την κατάντια των άλλων, να ξεράσω ηδονικά στα μούτρα τους τη χολή που κατάπινα όλον αυτό τον καιρό.
Η μειονεξία έδινε σταδιακά τη θέση της σε μια αυτοεκτίμηση με νοσηρή ίσως βάση, αλλά τόσο μα τόσο αναζωογονητική κι ερεθιστική. «Δεν είν’ νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει…» κι εγώ περίμενα όσο ήταν αναγκαίο· ταπεινά, σιωπηλά, στωικά.
Υπάρχει κάτι που οι περισσότεροι δεν μπορούν να κατανοήσουν, ούτε καν το έχουν διανοηθεί: η ευημερία σου μέσα σε μία κοινωνία είναι σχετικό κι όχι απόλυτο μέγεθος και καθορίζεται ως συνισταμένη αυτών που έχεις εσύ, σε σχέση με το σύνολο των ατομικών σου αναγκών κι υποχρεώσεων, κυρίως όμως σε σχέση με αυτά που κατέχουν οι άλλοι.
Έτσι, τα ψωριάρικα επτακόσια ευρώ που κάποτε αποτελούσαν αιτία μεμψιμοιρίας κι αυτολύπησης, έφτασαν στις σημερινές συνθήκες ν’ αποτελούν έναν παχυλό μισθό, ιδιαίτερα για κάποιον με τις ελάχιστες δικές μου ανάγκες, υποχρεώσεις κι εξαρτήσεις. Η προνομιούχα γενιά των επτακοσίων ευρώ.
Άρχισα να αισθάνομαι δυνατός, έξυπνος και μάγκας. Με το αφεντικό αποκτήσαμε «τα μυστικά μας», έχω αναβαθμιστεί σε δεξί του χέρι (ή αρχίδι, όπως το δει κανείς, χέστηκα τι πιστεύεις). Πόσο πιο καίρια, σημαντική κι ασφαλή θέση μπορεί να κατέχει κανείς;
Αυτή ήταν όμως μονάχα η αρχή. Η πρωτύτερα ανούσια και μαρτυρική εργάσιμη μέρα έγινε για μένα κάτι σαν τρενάκι του λούνα παρκ. Εδώ και πέντε χρόνια απολαμβάνω τη δουλειά μου όσο ποτέ άλλοτε κι επιτέλους χαμογελώ στη διαδρομή από και προς το γραφείο, μ’ έχω πιάσει ακόμη και να σιγοτραγουδώ αφηρημένα κάποιο χιτάκι της Πάολας ή του Κιάμου, τώρα που οι περισσότεροι δεν δύνανται πια να τους λούσουν με γαρδένιες…
Καβλώνω απίστευτα ν’ ακούω τους «συναδέλφους» να κλαίγονται για τα βάσανά τους, που δεν τα βγάζουν πέρα, που δεν έχουν να στείλουν τα μπαστάρδια τους στο φροντιστήριο, που ξεραίνουν το σκατό τους για να πληρώσουν το στεγαστικό και το χαράτσι των παινεμένων τους σπιτιών, που μόλις πριν λίγα χρόνια μου τα ‘τριβαν στη μούρη καυχησιάρικα –τα τζάκια, τις εντοιχισμένες κουζίνες και τα μαρμάρινα πατώματα–, για τα διακοποδάνεια που τους κυνηγούν ανελέητα· χώστε τώρα εκεί που ξέρετε γελοίοι, τις ειδυλλιακές φωτογραφίες σας από τις Βαρκελώνες και τις Βουδαπέστες, που μου μοστράρατε στο φατσοτέφτερο.
Ακόμη περισσότερο τη βρίσκω να παίρνω περίλυπο ύφος, να δείχνω εμφανώς πως τους λυπάμαι και να τους χτυπάω με οίκτο στην πλάτη.
Γουστάρω να τους ειρωνεύομαι παριστάνοντας κι εγώ τον ομοιοπαθή, να βρίζω το αφεντικό το μαλάκα που μας έκοψε τους μισθούς, καταγράφοντας άοκνα όσους τολμήσουν να συμφωνήσουν, ενώ την άλλη μέρα του ψιθυρίζω στο αυτί τα ονόματά τους.
Πέφτω στα πατώματα όμως, συμβολικά μιλώντας, όταν τους βλέπω να καταθέτουν τις πινακίδες των ακριβών μοντέρνων τους αυτοκινήτων, που γυάλιζαν κάθε Κυριακή επιδεικτικά έξω απ’ τις πυλωτές τους, κείνα που στο δρόμο μού έπαιζαν επιτακτικά τα φώτα να μεριάσω, απειλώντας να περάσουν πάνω απ’ το ταπεινό μου δεκαπενταετές σαραβαλάκι.
Νιώθω τον βαθύτατο πόνο που προκαλεί στον Έλληνα η απώλεια του μέγιστου φετίχ του και κουνώ με κατανόηση το κεφάλι, ενώ από μέσα μου καγχάζω «κάντε εσείς στην άκρη τώρα ρε κλαπαρχίδες, εγώ κι η σακαράκα μου είμαστε ακόμα στο δρόμο».
Μα η καινούρια χαρά της ζωής δεν σταματά σ’ αυτά. Έχω επιφυλάξει στον εαυτό μου μια σειρά από μικρές εσωτερικές απολαύσεις, από κείνες που κανένας δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί, όμως εμένα μου φτιάχνουν τη μέρα και μου ομορφαίνουν την ύπαρξη.
Μια απ’ τις πιο αγαπημένες μου ασχολίες –αφού αναφέραμε τ’ αυτοκίνητα –είναι να επισκέπτομαι τ’ απογεύματα τις αντιπροσωπείες. Γιορτοντυμένος βγαίνω στο σεργιάνι. Αφήνω τη σακαράκα μου σε απόσταση, να μη με βλέπουνε μαζί της. Μπαίνω στην αντιπροσωπεία με ύφος μπλαζέ και σοβαρό και παριστάνω ότι ενδιαφέρομαι ν’ αγοράσω κάποιο μοντέλο.
Διασκεδάζω αφάνταστα με τους πωλητές που διαγκωνίζονται ποιος θα με πρωτοεξυπηρετήσει, μερικές φορές μάλιστα αγνοώ επιδεικτικά τον πρώτο που θα καταφτάσει, διαλέγοντας όποιον έχει μούρη μεγαλύτερου κόπανου.
Στρογγυλοκάθομαι στα βελούδινα και στα δερμάτινα καθίσματα, παίζω με τα φώτα, τους υαλοκαθαριστήρες, το ηχοσύστημα, ανοίγω πορτμπαγκάζ, ελέγχω σχολαστικά τις πόρτες, εάν κλείνουν καλά κι αν ανοίγουν εύκολα, παζαρεύω πρόσθετα γκάτζετ, τους ρωτάω ένα σωρό τεχνικά χαρακτηριστικά κι όταν τελικά βαρεθώ, τους λέω ένα «ευχαριστώ πολύ, θα το σκεφτώ και θα επανέλθω» και φεύγω αφήνοντάς τους μπουκάλες.
Σε άλλες περιπτώσεις πηγαίνω στην αγορά. Κάθομαι γι’ αρκετή ώρα έξω από τη βιτρίνα εμπορικών καταστημάτων μ’ ελάχιστη κίνηση, αφού βεβαιωθώ πως οι υπάλληλοι ή ο ιδιοκτήτης μ’ έχουν αντιληφθεί. Ευχαριστιέμαι να παίζω με την προσμονή τους –θα μπει, δεν θα μπει-, κάνω πως απομακρύνομαι και με την άκρη του ματιού παρατηρώ την απογοήτευση στα πρόσωπά τους. Μετά ξαναπλησιάζω, στέκομαι σκεπτικός κι όταν τελικά νιώσω ότι τους έχω ψήσει αρκετά, μπαίνω μέσα.
Παριστάνω τον απαιτητικό, εκλεκτικό, δύσκολο κι αναποφάσιστο πελάτη. Εξονυχιστικά δοκιμάζω ρούχα και παπούτσια, σε όλα βρίσκω εντέχνως κάποιο ελάττωμα. Κατεβάζω ολάκερο το μαγαζί κι όταν σιγουρευτώ ότι τους έχω ξεθεώσει, τότε αρχίζει το καλύτερο: διαλέγω όσα κομμάτια μου αρέσουν περισσότερο και πιάνω να παζαρεύω.
Τους προτείνω εξευτελιστικά χαμηλές τιμές, στο ένα τέταρτο και κάτω απ’ όσα θέλουν κείνοι να με χρεώσουν. Παζαρεύω ανελέητα, εξοντωτικά, τους φέρνω στα όριά τους και πέρα απ’ αυτά. Εάν δεν λυγίσουν στο παζάρι, φεύγω πετώντας ένα ιοβόλο «με τέτοιες τιμές δεν το γλιτώνετε το λουκέτο» και τους αφήνω σύξυλους να περιμαζεύουν όσα τους ανάγκασα να κατεβάσουν απ’ τα ράφια, με τη φρούδα ελπίδα ότι θα μου τα πουλούσαν.
Μερικοί είναι τόσο απελπισμένοι, που τελικά δέχονται τις εξευτελιστικές μου προσφορές. Έτσι έφτασα ακόμη κι εγώ ο άχρωμος κι άοσμος να κυκλοφορώ μέσα στην Κρίση ντυμένος φιγουρίνι, πιο κομψός κι απ’ τον Αβραμόπουλο που λέει ο λόγος.
Μ’ όλα αυτά –την προσοχή, την ευγένεια, την περιποίηση, τον άπλετο χρόνο που ξοδεύουν τόσοι άνθρωποι για πάρτη μου– νιώθω επιτέλους σημαντικός, αξιοπρόσεκτος, έγινα κι εγώ ξαφνικά κάποιος, όπως δεν ήμουν άλλοτε ποτέ.
Μια φορά το μήνα παίρνω ρεπό απ’ τη δουλειά κι επιδίδομαι στο πιο λατρεμένο μου απ’ όλα τ’ αθλήματα, κείνο της δολιοφθοράς ανθρώπινων συνειδήσεων και του μαυρίσματος ανθρώπινων ψυχών.
Σηκώνομαι νωρίς, φοράω ρούχα φθαρμένα και παλιά, προσπαθώντας να δείχνω όσο το δυνατόν πιο μίζερος, και πάω να στηθώ στις ουρές του ΕΟΠΥΥ, παρέα με τα γερόντια, που αποτελούν τον πρωινό μου στόχο.
Έχω φροντίσει από λίγες μέρες πριν να βλέπω τηλεόραση –Τρέμη, Στάη, Πρετεντέρη κι άλλους κλασικούς– και να διαβάζω Πάσχο κι Ανανδρανιστάκη στο διαδίκτυο, ώστε να έχω φρέσκα τα επιχειρήματα που θα σερβίρω στους αναξιοπαθούντες.
Φχαριστιέμαι να βλέπω τη γενιά που με γαλούχησε –γονείς, δάσκαλοι, καθηγητές, καραβανάδες, μπάτσοι, παλιά αφεντικά– να παραπονιούνται, να ταλαιπωρούνται, να δεινοπαθούν, να σέρνονται. Μερικούς τους γνωρίζω, απ’ τη γειτονιά, το σχολείο ή το στρατό (μέχρι και τον διοικητή μου στο πεζικό έχω πετύχει), κείνοι φυσικά ούτε που με θυμούνται.
Περιμένω κάποιος ν’ αρχίσει να παραπονιέται και τότε αρχίζει η παράσταση. Παίρνω την πάσα και ξεκινώ διεκτραγωδώντας την κατάντια που βιώνουμε «εμείς οι νέοι», την ανεργία, την ξενιτιά, τη φτώχεια, περιγράφω το μέλλον με τα πιο μελανά χρώματα και λίγο-λίγο, κουβέντα στην κουβέντα, φορτώνω ύπουλα όλες τις ευθύνες στη γενιά τους, σ’ αυτούς τους ίδιους, αποδομώντας όλα όσα έκαναν, πρόσφεραν ή έχτισαν σ’ όλη τους τη ζωή.
Ευφραίνομαι βαθύτατα όταν τους βλέπω να σκύβουν σταδιακά το κεφάλι, ν’ αποδέχονται το ανάθεμα, να συνθηκολογούν με την ιδέα πως όσα τραβάνε είναι το αντίτιμο για τις αμαρτίες τους (ευτυχώς η χριστιανική τους διαπαιδαγώγηση καθιστά τούτο το έργο ιδιαίτερα εύκολο), ότι το μαρτύριο του σήμερα είναι απλώς το καθαρτήριο, μπροστά στην κόλαση που τους περιμένει στο τέλος και – γιατί όχι; - μετά το τέλος της άθλιας ζωής τους.
Αφού ξεβράσω όλα μου τα παιδιόθεν απωθημένα κι ενσταλάξω αβυσσάλεα ενοχή στις ψυχές των ανήμπορων ραμολιμέντων, σειρά έχουν οι ουρές του ΟΑΕΔ. Εκεί στόχος είναι η γενιά μου κι οι ακόμα νεώτεροι.
Παριστάνω κι εγώ τον άνεργο, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο για να χωθώ στις συζητήσεις που ανοίγονται μουρμουριστά, στις ατέλειωτες ώρες αναμονής. Εκεί που το κράτος έχει επιλέξει να ολοκληρώσει τον εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης, στον ΟΑΕΔ της κοροϊδίας, διαλέγω κι εγώ να στήσω την ηδονική μου αθλοπαιδιά.
Φροντίζω μόνο να ανιχνεύσω προηγουμένως το χώρο, μην τυχόν και βρίσκονται εκεί κάποιοι απ’ τους πρώην συναδέλφους, που με τη στοργική μου φροντίδα πήραν την άγουσα για την ανεργία. Εκεί δίνω τα ρέστα μου.
Η γενική ιδέα είναι: «φταίμε όλοι», «αποτελούμε την πιο αποτυχημένη γενιά που πέρασε ποτέ απ’ τη χώρα», «είμαστε άπαντες διεφθαρμένοι», «καλά μας κάνουν τέτοιοι που είμαστε», «τόσα εκατομμύρια άνεργοι δεν πρόκειται οι περισσότεροι να ξαναβρούν ποτέ δουλειά», «δεν υπάρχει κανένας τρόπος ν’ αντιδράσουμε», «πρέπει να κάνουμε υπομονή για να σωθεί η χώρα» κτλ.
Πέρα απ’ την ενοχή και τη συλλογική ευθύνη, καλλιεργώ με κάθε τρόπο την απελπισία, την παραίτηση και γενικότερα την ιδέα πως η επέμβαση των ξένων στη χώρα είναι η μόνη πρέπουσα λύση για να μας σώσει απ’ τους εαυτούς μας.
Πετάω και καμιά κουβέντα υπέρ των προσφύγων, να το παίξω αριστερός. Τούτο είναι απ’ τα καλύτερά μου τερτίπια. Η υπενθύμιση της αριστερής συνθηκολόγησης, υποδαυλίζει το κλίμα της απόγνωσης κι υπογραμμίζει εμφατικά την απουσία εναλλακτικής.
Όσο πιο πολύ καταρρακώνονται οι όμοιοί μου, τόσο εγώ ευημερώ και ξεχωρίζω. Η αθλιότητά τους κάνει τη δική μου μετρημένη διαβίωση να φαντάζει ως ζωή μεγιστάνα, τη χρυσή μου παγερή μετριότητα ν’ αποκτά υπόσταση, αξία και ψυχή. Κι αν κάποιοι από δαύτους αυτοκτονήσουν κάτω απ’ το βάρος της απελπισίας που διακονώ, δεν φταίω εγώ που είναι αδύναμοι αλλά η φυσική επιλογή. Επιτέλους, αρκετοί μαλάκες μαζευτήκαμε σ’ αυτόν τον κόσμο, ώρα ν’ αραιώνουμε σιγά-σιγά.
Η ζωή είναι σκληρή κι εγώ ακόμη σκληρότερος, στη μάχη για την επιβίωση και την επικράτηση, για χάρη της κοινωνικής καταξίωσης, του κύρους, του στάτους. Έκαναν λάθος όσοι με υποτίμησαν τόσα χρόνια, τεράστιο λάθος μα την αλήθεια.
Ένα ακόμα πολυαγαπημένο μου άθλημα στον στίβο της Κρίσης, είναι η φιλανθρωπία. Κλαίω απ’ τα γέλια με τα υποκριτικά κνώδαλα που αναχαράζουνε την τσίχλα της αλληλεγγύης. Μέχρι σήμερα ρε κοπρόσκυλα δεν έδινε κανείς δεκάρα για οποιονδήποτε εκτός του εαυτού του, τώρα που βρεθήκατε από κάτω τη θυμηθήκατε; Δεν θα σας κάνω τη χάρη.
Καθημερινά μου δίνονται πολλές ευκαιρίες να επιδείξω την καλοσύνη μου και την ανωτερότητά μου. Φροντίζω πάντοτε όταν ελεώ τον πλησίον μου να υπάρχουν μάρτυρες, μην πάνε χαμένα τα λεφτουδάκια μου. Δίνω όμως μόνο σε όποιον ζήτουλα δώσει την καλύτερη παράσταση, είμαι βλέπεις και φιλότεχνος τρομάρα μου.
Όσο πιο καημένος, φουκαράς, αξιολύπητος και κλαψομούνης εμφανιστεί κάποιος μπροστά μου, όσο περισσότερο παρακαλέσει, ει δυνατόν και γονατιστός, τόσα περισσότερα θα κερδίσει. Η ταπείνωσή του, ο θρόνος και το κλέος μου. Δίνω τον οβολό μου με ύφος χριστιανικής μεγαλοψυχίας και αυταπάρνησης, αρωματισμένο με μια ελαφρά εσάνς εγκαρτέρησης.
Όσοι προσπαθούν να διατηρήσουν έστω μια ικμάδα αξιοπρέπειας, δεν έχουν καμιά τύχη. Γι’ αυτούς κρατώ την πιο θανατερή μου ατάκα: «άντε ρε να δουλέψεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι;»
Πρόσφατα όμως είδα μια μεσοαστή γρέντζω να ρίχνει αυτήν την ίδια ατάκα σ’ ένα παιδάκι δέκα ετών και στεναχωρήθηκα. Με προσπέρασε στη στροφή η άτιμη η κωλόγρια κι έφαγα τη σκόνη της, πρέπει επειγόντως ν’ ανασυνταχθώ…
Άλλες φορές, μαζεύω ό,τι παλιό, ληγμένο και μουχλιασμένο τρόφιμο διαθέτει το αρχαίο ντουλάπι μου και το πετάω στον κάδο έξω απ’ την πολυκατοικία μου, ενόσω ξέρω ότι οι πεινασμένοι με βλέπουν, άσχετα αν κάνω τον ανίδεο. Κάθομαι μετά αραχτός στο μικρό μου μπαλκόνι, φτιάχνω τον φραπέ μου, ανάβω το τσιγάρο μου και χαζεύω τη μάχη που γίνεται στον κάδο, καθώς ορμούν για ν’ αρπάξουν το μάννα εξ ουρανού.
Αυτό είναι που λένε ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Συναρπαστικό θέαμα, με γλιτώνει κι απ’ τα έξοδα για συνδρομή στη NOVA. Μετά, παίρνω τηλέφωνο στη Δημοτική Αστυνομία και τους καταγγέλλω για τα υλικά που κλέβουν απ’ την ιδιοκτησία του Δήμου, τέρμα πια η ανοχή στην ανομία. Καλό τους κάνω. Στη φυλακή τουλάχιστον θα έχουν κι ένα πιάτο φαΐ, που πληρώνω εγώ ο φιλάνθρωπος, απ’ τους φόρους μου.
***
Ήμουν ασήμαντος, μηδαμινός, ανύπαρκτος, ένας φτωχομπινές μικροαστός, ένα στρογγυλό μηδενικό με μια τεράστια τρύπα στη μέση. Μα τώρα ήρθε η Κρίση κι άλλαξαν τα μέτρα και τα σταθμά.
Διατήρησα σταθερά τη θέση μου, ενώ από τα πάνω βρέχει πρώην βολεμένους που βουτάνε με τα μούτρα στον Καιάδα του ορίου της φτώχειας, που γκρεμίζονται στην ανυπαρξία της εξαθλίωσης. Τους δίνω κι εγώ άλλη μια σπρωξιά, να πέσουνε ακόμα χαμηλότερα.
Δεν έχει σημασία που δεν ανέβηκα εγώ, αρκεί που έπεσαν οι άλλοι κι όσοι περισσότεροι βουλιάζουν στο τέλμα, τόσο πιο σοφή, ικανή κι επαρκής αποδεικνύεται η αφεντιά μου.
Ένιωθα παραγκωνισμένος, ριγμένος, αδικημένος, μα η Κρίση γέμισε τη ζωή μου με χίλιες δυο μικρές χαρές, κρυφές ηδονές και μύχιες συγκινήσεις. Η ζωή μου πήρε χρώμα, σημασία, κίνητρο και ουσία, κέρδισα την αυτοεκτίμησή μου, ξεφορτώθηκα στις καμπούρες των άλλων τα βαθύτερα απωθημένα μου. Με τα παλιά καλά επτακόσια μου ευρώ αίφνης γίνηκα σπουδαίος.
Είμαι ο μέρμηγκας του Αισώπου, που διαολοστέλνει μοχθηρά τον ετοιμοθάνατο τζίτζικα μες στο καταχείμωνο, είμαι η μεσαία τάξη της νέας εποχής, είμαι πλέον σεβαστός, είμαι επιτέλους αυτό που πάντοτε ονειρευόμουν: ένας Αστός Καθεστώς!
Great Chaos'
Γουστάρω την Κρίση. Λατρεύω τα Μνημόνια. Τη βρίσκω, φτιάχνομαι, μ’ ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη –έτσι δεν το λεν οι γραμματιζούμενοι; Είναι η καλύτερη εποχή της ζωής μου, δεν θα την άλλαζα με οτιδήποτε άλλο έχω γνωρίσει μέχρι σήμερα…
Α. Του αφεντικού μας ο λακές
Όλα τα χρόνια της ζωής μου ήμουν ένα τίποτα. Μέτριος μαθητής, χωρίς κοινωνικές δεξιότητες, μουντός χαρακτήρας, περνούσα απαρατήρητος, το φάντασμα του σχολείου. Οι άλλοι ήταν όμορφοι –ή κατάφερναν να πείθουν ότι ήταν–, φραγκάτοι έστω και με δανεικά, καλοντυμένοι, κοινωνικοί, αθλητικοί, είχαν γκόμενες, φίλους, παρέες.
Εγώ αθώρητος κι ασήμαντος, περνούσα τις τάξεις μόνο και μόνο επειδή σαν έφτανε η ώρα ο καθηγητής να βάλει τους βαθμούς, έξυνε τη γκλάβα του μπροστά στ’ όνομά μου –ποιος πούστης είναι πάλι αυτός;- κι έβαζε τελικά έναν συμβατικό βαθμό, από ντροπή που είχε μαθητή τον οποίο δεν γνώριζε, μην τυχόν πέσει σε καμιά λούμπα και ξεφτιλιστεί.
Σε άλλες περιπτώσεις, μου ανέβαζε τον μέσο όρο η απλή συνωνυμία με κάποιον αριστούχο μεγαλύτερης τάξης, ο συνειρμός πάντοτε βοηθάει τα κενά μνήμης. Στο τέλος της χρονιάς υπολόγιζα πόσο χρειαζόμουν να γράψω για να περάσω, χτυπούσα και μπόλικη παπαγαλία και διατηρούσα τα κεκτημένα μου. Αν έχω ένα προσόν, αυτό είναι η μνήμη ελέφαντα, πακέτο με τη μνησικακία.
Έτσι κατάφερα να περάσω ακόμη και στο πανεπιστήμιο. Θαρρείς ότι οι άλλοι, που διάβηκαν στα χρόνια μου τις πύλες της ανώτατης εκπαίδευσης, ήτανε καλύτεροι; Εδώ έμπαιναν χωρίς καν να πιάνουνε τη βάση, ο κάθε πικραμένος απέκτησε ένα πτυχίο-κωλόχαρτο.
Τέλειωσα λογιστής, με τον ίδιο τρόπο, όπως έβγαλα το σχολείο. Το πιο βαρετό επάγγελμα του κόσμου. Δεν μου προσέφερε ποτέ καμιά χαρά, ουδεμία κοινωνική καταξίωση, την παραμικρή πραγμάτωση. Βρήκα μια δουλίτσα των επτακοσίων ευρώ, έπιασα ένα σπίτι –σαράντα τετραγωνικά μαζί με τη χέστρα– αγόρασα κι ένα μικρό μεταχειρισμένο κατσαρίδι.
Οι γονείς μου, συνταξιούχοι δάσκαλοι, πέθαναν στην ψάθα, χωρίς να μου αφήσουν το παραμικρό περιουσιακό στοιχείο –ψόφος! Βαρετός, μίζερος, αφανής, γκρίζος.
Ανύπαρκτος! Τα μόνα συναισθήματα που θυμάμαι το κενό μου να περιέχει, πίσω από το μπετόν αρμέ της απάθειας και της μικροαστικής συμβατικότητας, ήτανε πικρία, απογοήτευση, μειονεξία και φθόνος, μα πόσο πολύς φθόνος, για ό,τι είχαν οι άλλοι κι όχι εγώ. Ένιωθα αδικημένος, κακόμοιρος, γκαντέμης, η μετενσάρκωση του Μέρφυ.
Μετά ήρθε η Κρίση, δόξα στον καλό θεούλη. Γύρω μου τα πάντα άρχισαν να βράζουν ξαφνικά, ο κόσμος ξέσπασε, κατέβηκε στις πλατείες. Μαζί κατέβηκα κι εγώ, μα δεν με πρόσεξε κανείς, όπως πάντα. Ένιωσα πως ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το χάσω κι η συνήθης μου απάθεια για πρώτη φορά υποχώρησε.
Σκιώδης κι αθόρυβος, παρατηρούσα τα τεκταινόμενα, μέρα με τη μέρα. Τους πέτυχα όλους εκεί· τους ΔΑΠίτες και ΠΑΣΠίτες συμφοιτητές μου, που περνούσαν τα μαθήματα με θέματα απ’ το κόμμα και με γλείψιμο στον καθηγητή, κείνους που διαγκωνίζονταν ρουφιανεύοντας τους αντίπαλους και μαχαιρώνοντας πισώπλατα τους κομματικούς «φίλους», για μια μελλοντική εξασφάλιση κάποιας θέσης στο κομματικό φαγοπότι. Τους ίδιους που έβγαζαν γκόμενες πουλώντας γκλαμουριά, σε κλαμπάτους κομματικούς χορούς πρωτοετών και σ’ εκδρομές στην Αράχοβα.
Είδα τους Κνίτες, τους Συριζαίους και τους λοιπούς αριστερούληδες, που πουλούσαν πνεύμα κι επανάσταση στις ταβέρνες και τα κουλτουριάρικα καταγώγια, που όργαζαν σε συναυλίες κακόφωνων πανκοειδών συγκροτημάτων, που δάκρυζαν σε ακαταλαβίστικες αρτιστίκ ταινίες, όπως οι γιαγιάδες τους τα παλιά χρόνια δάκρυζαν με τον Ξανθόπουλο.
Συνάντησα τους λαϊκούς αγωνιστές των ακίνδυνων καταλήψεων και των παχιών λόγων, τώρα με κοιλιές, με φαλάκρες, βολεμένους, συμβιβασμένους, ροδομάγουλους και προσφάτως καταϊδρωμένους.
Πέτυχα και κείνους τους άλλους, που τόσα χρόνια διάβαζαν μονάχα αθλητική εφημερίδα, να καυχιούνται για την αθάνατη ελληνική τους καταγωγή, ενώ ούτε να μιλάνε ή να γράφουνε τα ελληνικά σκαμπάζανε κι ανάθεμα αν γνώριζαν άλλον Απόλλωνα, πέραν εκείνου της Καλαμαριάς.
Τους άκουσα να βρίζουν υστερικά τα κόμματα που λάτρεψαν με θρησκευτική προσήλωση, να ουρλιάζουνε για τις καταραμένες τράπεζες, απ’ τις οποίες πήραν μέχρι σκασμού ένα σωρό καταναλωτικά δάνεια, που πλέον δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν. Τους είδα να μουντζώνουν και να φτύνουν τους πολιτικούς, που οι ίδιοι ψήφιζαν κι έγλειφαν, τους συνδικαλιστές που υποστήριζαν, το κράτος που προσκυνούσαν.
Όποιος δεν μιλάει, βλέπει κι ακούει κι έτσι γρήγορα τα κατάλαβα όλα. Ξέκρινα στα μάτια τους την απορία και τη σύγχυση κείνου που νόμιζε πως θα γαμήσει όλον τον κόσμο κι ένιωσε ξαφνικά δέκα αραπάδες να τον σκίζουνε πατόκορφα, άκουσα πίσω απ’ τις κραυγές τους το παράπονο της πουτάνας που την παράτησε ο νταβατζής της, την αγανάκτηση του ευπατρίδη που έχανε ξαφνικά όλα του τα προνόμια και τους τίτλους, το μυξόκλαμα του κακομαθημένου παιδιού, που του πήραν το γλειφιτζούρι και χτυπάει το πόδι στο πάτωμα με πείσμα.
Άρχισα να γελάω από μέσα μου πικρά και καυστικά. Ποτάμια χολής και κακεντρέχειας ξεχύθηκαν από κάθε οπή του σώματός μου, από κάθε πόρο του τομαριού μου, ανεκλάλητα, ύπουλα, θανατηφόρα.
Έλαμψε στα μάτια μου το φως το αληθινό. Σκέφτηκα σαν τον λύκο που χαίρεται μες στην αναμπουμπούλα, πως τώρα ήρθε η δικιά μου εποχή, η ώρα της δικαίωσης όσων είχα μέσα μου καταπιέσει, η Μέρα της Κρίσης των άλλων.
Άξαφνα συνειδητοποίησα πως ό,τι θεωρούσα έως σήμερα ατυχία, τελικά αποτελούσε μεγάλο τυχερό. Δεν είχα ιδιοκτησία να μου φορολογήσουν, δεν είχα δάνεια να μ’ εκβιάσουν, δεν είχα κανέναν που να κρέμεται από μένα, δεν είχα χλιδάτες ανάγκες να περικόψω, δεν είχα κανέναν να του δώσω λόγο.
Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να διασφαλίσω τη δουλειά και το μισθό μου. Να όμως που ο Μέρφυ ξάφνου έγινε Γκαστόνε.
Δούλευα σε εξαγωγική εταιρεία του ιδιωτικού τομέα και το αφεντικό μου είχε κάνει καλά τη μπάζα του. Διέθετε τρεις υπεράκτιες εταιρείες, είχε αρπάξει κρατικές επιδοτήσεις για αναπτυξιακά έργα που ποτέ δεν είχε πραγματοποιήσει, κατείχε λογαριασμούς σ’ ελβετική τράπεζα, του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά.
Είχα βοηθήσει τον αρχιλογιστή στην κάλυψη όλων αυτών, κράτησα φυσικά όλα τα πειστήρια των εγκλημάτων. Υπολόγισα προσεκτικά, πως σε μια εποχή που οι εργαζόμενοι χάνουν με ραγδαίο ρυθμό όλα τα δικαιώματα, τα οποία είχαν κερδίσει άλλοι γι’ αυτούς σε καιρούς αλλοτινούς, η διαχείριση ανθρώπινων πόρων έχει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από ρουφιάνους και λακέδες, όπως μάθανε οι αντάρτες της πορδής ν’ αποκαλούνε τους καλοπόταγους και τους ευπειθείς. Και ποιος θα ‘τανε καλύτερος για έναν τέτοιο τιμητικό ρόλο από κάποιον αόρατο, ένα φάντασμα όπως εγώ;
Έφτιαξα το πακέτο προσφοράς. Μόλις οσμίστηκα πως θα ξεκινούσαν οι περικοπές, κινήθηκα πρώτος.
Χτύπησα την πόρτα του αφεντικού και του πρόσφερα ένα εξαιρετικό σχέδιο μεταφοράς πόρων προς τις υπεράκτιες, με ταυτόχρονη υπαγωγή της εταιρείας στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, μαζί με τα ονόματα όσων υπαλλήλων της εταιρείας είχαν επικίνδυνες ανατρεπτικές τάσεις ή απύλωτα στόματα κι αψαλίδιστες γλώσσες, βορά στις επικείμενες απολύσεις. Ακόμη και χρηματοοικονομική μελέτη των μειώσεων μισθών του υπόλοιπου προσωπικού του ‘κανα.
Βεβαίως δεν τόλμησε να διανοηθεί να με απολύσει ή να μου κάνει μείωση. Και μόνο η αναφορά στις υπεράκτιες ήταν αρκετή για να του δείξει πως γνώριζα τόσα, ώστε θα του κόστιζα πολύ περισσότερα απ’ όσα θα κέρδιζε με την απόλυσή μου. Σηκώθηκε δακρυσμένος από συγκίνηση (έκανε βλέπεις παρέα με πολιτικούς) και με αγκάλιασε, διαβεβαιώνοντάς με πως «εμείς μαζί θα γεράσουμε αγόρι μου».
Μου υποσχέθηκε ότι ειδικά εμένα δεν θα μου μείωνε το μισθό, άφησε να αιωρείται και μια αόριστη υπόσχεση για «μελλοντικές προοπτικές, όταν στρώσουν κάπως τα πράματα».
Του αντιπρότεινα να μου κάνει τυπικά μείωση, για τα μάτια του κόσμου, και να μου δώσει τα ρέστα μαύρα, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τα κάλυπτα στα λογιστικά. «Μα πού ήταν κρυμμένο τέτοιο ταλέντο;» υπερθεμάτισε κείνος με βεβιασμένο χαμόγελο.
Και τώρα κόσμε οι δυο μας· έφτασε η ώρα της εκδίκησης!
Η μέχρι τότε απάθεια έδωσε τη θέση της σε μια άγρια χαρά, που δεν είχε προηγούμενο. Ένιωσα για πρώτη φορά τη διάθεση να διασκεδάσω χαιρέκακα με τον πόνο και την κατάντια των άλλων, να ξεράσω ηδονικά στα μούτρα τους τη χολή που κατάπινα όλον αυτό τον καιρό.
Η μειονεξία έδινε σταδιακά τη θέση της σε μια αυτοεκτίμηση με νοσηρή ίσως βάση, αλλά τόσο μα τόσο αναζωογονητική κι ερεθιστική. «Δεν είν’ νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει…» κι εγώ περίμενα όσο ήταν αναγκαίο· ταπεινά, σιωπηλά, στωικά.
Υπάρχει κάτι που οι περισσότεροι δεν μπορούν να κατανοήσουν, ούτε καν το έχουν διανοηθεί: η ευημερία σου μέσα σε μία κοινωνία είναι σχετικό κι όχι απόλυτο μέγεθος και καθορίζεται ως συνισταμένη αυτών που έχεις εσύ, σε σχέση με το σύνολο των ατομικών σου αναγκών κι υποχρεώσεων, κυρίως όμως σε σχέση με αυτά που κατέχουν οι άλλοι.
Έτσι, τα ψωριάρικα επτακόσια ευρώ που κάποτε αποτελούσαν αιτία μεμψιμοιρίας κι αυτολύπησης, έφτασαν στις σημερινές συνθήκες ν’ αποτελούν έναν παχυλό μισθό, ιδιαίτερα για κάποιον με τις ελάχιστες δικές μου ανάγκες, υποχρεώσεις κι εξαρτήσεις. Η προνομιούχα γενιά των επτακοσίων ευρώ.
Άρχισα να αισθάνομαι δυνατός, έξυπνος και μάγκας. Με το αφεντικό αποκτήσαμε «τα μυστικά μας», έχω αναβαθμιστεί σε δεξί του χέρι (ή αρχίδι, όπως το δει κανείς, χέστηκα τι πιστεύεις). Πόσο πιο καίρια, σημαντική κι ασφαλή θέση μπορεί να κατέχει κανείς;
Αυτή ήταν όμως μονάχα η αρχή. Η πρωτύτερα ανούσια και μαρτυρική εργάσιμη μέρα έγινε για μένα κάτι σαν τρενάκι του λούνα παρκ. Εδώ και πέντε χρόνια απολαμβάνω τη δουλειά μου όσο ποτέ άλλοτε κι επιτέλους χαμογελώ στη διαδρομή από και προς το γραφείο, μ’ έχω πιάσει ακόμη και να σιγοτραγουδώ αφηρημένα κάποιο χιτάκι της Πάολας ή του Κιάμου, τώρα που οι περισσότεροι δεν δύνανται πια να τους λούσουν με γαρδένιες…
Β. Μικρές χαρές
Καβλώνω απίστευτα ν’ ακούω τους «συναδέλφους» να κλαίγονται για τα βάσανά τους, που δεν τα βγάζουν πέρα, που δεν έχουν να στείλουν τα μπαστάρδια τους στο φροντιστήριο, που ξεραίνουν το σκατό τους για να πληρώσουν το στεγαστικό και το χαράτσι των παινεμένων τους σπιτιών, που μόλις πριν λίγα χρόνια μου τα ‘τριβαν στη μούρη καυχησιάρικα –τα τζάκια, τις εντοιχισμένες κουζίνες και τα μαρμάρινα πατώματα–, για τα διακοποδάνεια που τους κυνηγούν ανελέητα· χώστε τώρα εκεί που ξέρετε γελοίοι, τις ειδυλλιακές φωτογραφίες σας από τις Βαρκελώνες και τις Βουδαπέστες, που μου μοστράρατε στο φατσοτέφτερο.
Ακόμη περισσότερο τη βρίσκω να παίρνω περίλυπο ύφος, να δείχνω εμφανώς πως τους λυπάμαι και να τους χτυπάω με οίκτο στην πλάτη.
Γουστάρω να τους ειρωνεύομαι παριστάνοντας κι εγώ τον ομοιοπαθή, να βρίζω το αφεντικό το μαλάκα που μας έκοψε τους μισθούς, καταγράφοντας άοκνα όσους τολμήσουν να συμφωνήσουν, ενώ την άλλη μέρα του ψιθυρίζω στο αυτί τα ονόματά τους.
Πέφτω στα πατώματα όμως, συμβολικά μιλώντας, όταν τους βλέπω να καταθέτουν τις πινακίδες των ακριβών μοντέρνων τους αυτοκινήτων, που γυάλιζαν κάθε Κυριακή επιδεικτικά έξω απ’ τις πυλωτές τους, κείνα που στο δρόμο μού έπαιζαν επιτακτικά τα φώτα να μεριάσω, απειλώντας να περάσουν πάνω απ’ το ταπεινό μου δεκαπενταετές σαραβαλάκι.
Νιώθω τον βαθύτατο πόνο που προκαλεί στον Έλληνα η απώλεια του μέγιστου φετίχ του και κουνώ με κατανόηση το κεφάλι, ενώ από μέσα μου καγχάζω «κάντε εσείς στην άκρη τώρα ρε κλαπαρχίδες, εγώ κι η σακαράκα μου είμαστε ακόμα στο δρόμο».
Μα η καινούρια χαρά της ζωής δεν σταματά σ’ αυτά. Έχω επιφυλάξει στον εαυτό μου μια σειρά από μικρές εσωτερικές απολαύσεις, από κείνες που κανένας δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί, όμως εμένα μου φτιάχνουν τη μέρα και μου ομορφαίνουν την ύπαρξη.
Μια απ’ τις πιο αγαπημένες μου ασχολίες –αφού αναφέραμε τ’ αυτοκίνητα –είναι να επισκέπτομαι τ’ απογεύματα τις αντιπροσωπείες. Γιορτοντυμένος βγαίνω στο σεργιάνι. Αφήνω τη σακαράκα μου σε απόσταση, να μη με βλέπουνε μαζί της. Μπαίνω στην αντιπροσωπεία με ύφος μπλαζέ και σοβαρό και παριστάνω ότι ενδιαφέρομαι ν’ αγοράσω κάποιο μοντέλο.
Διασκεδάζω αφάνταστα με τους πωλητές που διαγκωνίζονται ποιος θα με πρωτοεξυπηρετήσει, μερικές φορές μάλιστα αγνοώ επιδεικτικά τον πρώτο που θα καταφτάσει, διαλέγοντας όποιον έχει μούρη μεγαλύτερου κόπανου.
Στρογγυλοκάθομαι στα βελούδινα και στα δερμάτινα καθίσματα, παίζω με τα φώτα, τους υαλοκαθαριστήρες, το ηχοσύστημα, ανοίγω πορτμπαγκάζ, ελέγχω σχολαστικά τις πόρτες, εάν κλείνουν καλά κι αν ανοίγουν εύκολα, παζαρεύω πρόσθετα γκάτζετ, τους ρωτάω ένα σωρό τεχνικά χαρακτηριστικά κι όταν τελικά βαρεθώ, τους λέω ένα «ευχαριστώ πολύ, θα το σκεφτώ και θα επανέλθω» και φεύγω αφήνοντάς τους μπουκάλες.
Σε άλλες περιπτώσεις πηγαίνω στην αγορά. Κάθομαι γι’ αρκετή ώρα έξω από τη βιτρίνα εμπορικών καταστημάτων μ’ ελάχιστη κίνηση, αφού βεβαιωθώ πως οι υπάλληλοι ή ο ιδιοκτήτης μ’ έχουν αντιληφθεί. Ευχαριστιέμαι να παίζω με την προσμονή τους –θα μπει, δεν θα μπει-, κάνω πως απομακρύνομαι και με την άκρη του ματιού παρατηρώ την απογοήτευση στα πρόσωπά τους. Μετά ξαναπλησιάζω, στέκομαι σκεπτικός κι όταν τελικά νιώσω ότι τους έχω ψήσει αρκετά, μπαίνω μέσα.
Παριστάνω τον απαιτητικό, εκλεκτικό, δύσκολο κι αναποφάσιστο πελάτη. Εξονυχιστικά δοκιμάζω ρούχα και παπούτσια, σε όλα βρίσκω εντέχνως κάποιο ελάττωμα. Κατεβάζω ολάκερο το μαγαζί κι όταν σιγουρευτώ ότι τους έχω ξεθεώσει, τότε αρχίζει το καλύτερο: διαλέγω όσα κομμάτια μου αρέσουν περισσότερο και πιάνω να παζαρεύω.
Τους προτείνω εξευτελιστικά χαμηλές τιμές, στο ένα τέταρτο και κάτω απ’ όσα θέλουν κείνοι να με χρεώσουν. Παζαρεύω ανελέητα, εξοντωτικά, τους φέρνω στα όριά τους και πέρα απ’ αυτά. Εάν δεν λυγίσουν στο παζάρι, φεύγω πετώντας ένα ιοβόλο «με τέτοιες τιμές δεν το γλιτώνετε το λουκέτο» και τους αφήνω σύξυλους να περιμαζεύουν όσα τους ανάγκασα να κατεβάσουν απ’ τα ράφια, με τη φρούδα ελπίδα ότι θα μου τα πουλούσαν.
Μερικοί είναι τόσο απελπισμένοι, που τελικά δέχονται τις εξευτελιστικές μου προσφορές. Έτσι έφτασα ακόμη κι εγώ ο άχρωμος κι άοσμος να κυκλοφορώ μέσα στην Κρίση ντυμένος φιγουρίνι, πιο κομψός κι απ’ τον Αβραμόπουλο που λέει ο λόγος.
Μ’ όλα αυτά –την προσοχή, την ευγένεια, την περιποίηση, τον άπλετο χρόνο που ξοδεύουν τόσοι άνθρωποι για πάρτη μου– νιώθω επιτέλους σημαντικός, αξιοπρόσεκτος, έγινα κι εγώ ξαφνικά κάποιος, όπως δεν ήμουν άλλοτε ποτέ.
Μια φορά το μήνα παίρνω ρεπό απ’ τη δουλειά κι επιδίδομαι στο πιο λατρεμένο μου απ’ όλα τ’ αθλήματα, κείνο της δολιοφθοράς ανθρώπινων συνειδήσεων και του μαυρίσματος ανθρώπινων ψυχών.
Σηκώνομαι νωρίς, φοράω ρούχα φθαρμένα και παλιά, προσπαθώντας να δείχνω όσο το δυνατόν πιο μίζερος, και πάω να στηθώ στις ουρές του ΕΟΠΥΥ, παρέα με τα γερόντια, που αποτελούν τον πρωινό μου στόχο.
Έχω φροντίσει από λίγες μέρες πριν να βλέπω τηλεόραση –Τρέμη, Στάη, Πρετεντέρη κι άλλους κλασικούς– και να διαβάζω Πάσχο κι Ανανδρανιστάκη στο διαδίκτυο, ώστε να έχω φρέσκα τα επιχειρήματα που θα σερβίρω στους αναξιοπαθούντες.
Φχαριστιέμαι να βλέπω τη γενιά που με γαλούχησε –γονείς, δάσκαλοι, καθηγητές, καραβανάδες, μπάτσοι, παλιά αφεντικά– να παραπονιούνται, να ταλαιπωρούνται, να δεινοπαθούν, να σέρνονται. Μερικούς τους γνωρίζω, απ’ τη γειτονιά, το σχολείο ή το στρατό (μέχρι και τον διοικητή μου στο πεζικό έχω πετύχει), κείνοι φυσικά ούτε που με θυμούνται.
Περιμένω κάποιος ν’ αρχίσει να παραπονιέται και τότε αρχίζει η παράσταση. Παίρνω την πάσα και ξεκινώ διεκτραγωδώντας την κατάντια που βιώνουμε «εμείς οι νέοι», την ανεργία, την ξενιτιά, τη φτώχεια, περιγράφω το μέλλον με τα πιο μελανά χρώματα και λίγο-λίγο, κουβέντα στην κουβέντα, φορτώνω ύπουλα όλες τις ευθύνες στη γενιά τους, σ’ αυτούς τους ίδιους, αποδομώντας όλα όσα έκαναν, πρόσφεραν ή έχτισαν σ’ όλη τους τη ζωή.
Ευφραίνομαι βαθύτατα όταν τους βλέπω να σκύβουν σταδιακά το κεφάλι, ν’ αποδέχονται το ανάθεμα, να συνθηκολογούν με την ιδέα πως όσα τραβάνε είναι το αντίτιμο για τις αμαρτίες τους (ευτυχώς η χριστιανική τους διαπαιδαγώγηση καθιστά τούτο το έργο ιδιαίτερα εύκολο), ότι το μαρτύριο του σήμερα είναι απλώς το καθαρτήριο, μπροστά στην κόλαση που τους περιμένει στο τέλος και – γιατί όχι; - μετά το τέλος της άθλιας ζωής τους.
Αφού ξεβράσω όλα μου τα παιδιόθεν απωθημένα κι ενσταλάξω αβυσσάλεα ενοχή στις ψυχές των ανήμπορων ραμολιμέντων, σειρά έχουν οι ουρές του ΟΑΕΔ. Εκεί στόχος είναι η γενιά μου κι οι ακόμα νεώτεροι.
Παριστάνω κι εγώ τον άνεργο, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο για να χωθώ στις συζητήσεις που ανοίγονται μουρμουριστά, στις ατέλειωτες ώρες αναμονής. Εκεί που το κράτος έχει επιλέξει να ολοκληρώσει τον εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης, στον ΟΑΕΔ της κοροϊδίας, διαλέγω κι εγώ να στήσω την ηδονική μου αθλοπαιδιά.
Φροντίζω μόνο να ανιχνεύσω προηγουμένως το χώρο, μην τυχόν και βρίσκονται εκεί κάποιοι απ’ τους πρώην συναδέλφους, που με τη στοργική μου φροντίδα πήραν την άγουσα για την ανεργία. Εκεί δίνω τα ρέστα μου.
Η γενική ιδέα είναι: «φταίμε όλοι», «αποτελούμε την πιο αποτυχημένη γενιά που πέρασε ποτέ απ’ τη χώρα», «είμαστε άπαντες διεφθαρμένοι», «καλά μας κάνουν τέτοιοι που είμαστε», «τόσα εκατομμύρια άνεργοι δεν πρόκειται οι περισσότεροι να ξαναβρούν ποτέ δουλειά», «δεν υπάρχει κανένας τρόπος ν’ αντιδράσουμε», «πρέπει να κάνουμε υπομονή για να σωθεί η χώρα» κτλ.
Πέρα απ’ την ενοχή και τη συλλογική ευθύνη, καλλιεργώ με κάθε τρόπο την απελπισία, την παραίτηση και γενικότερα την ιδέα πως η επέμβαση των ξένων στη χώρα είναι η μόνη πρέπουσα λύση για να μας σώσει απ’ τους εαυτούς μας.
Πετάω και καμιά κουβέντα υπέρ των προσφύγων, να το παίξω αριστερός. Τούτο είναι απ’ τα καλύτερά μου τερτίπια. Η υπενθύμιση της αριστερής συνθηκολόγησης, υποδαυλίζει το κλίμα της απόγνωσης κι υπογραμμίζει εμφατικά την απουσία εναλλακτικής.
Όσο πιο πολύ καταρρακώνονται οι όμοιοί μου, τόσο εγώ ευημερώ και ξεχωρίζω. Η αθλιότητά τους κάνει τη δική μου μετρημένη διαβίωση να φαντάζει ως ζωή μεγιστάνα, τη χρυσή μου παγερή μετριότητα ν’ αποκτά υπόσταση, αξία και ψυχή. Κι αν κάποιοι από δαύτους αυτοκτονήσουν κάτω απ’ το βάρος της απελπισίας που διακονώ, δεν φταίω εγώ που είναι αδύναμοι αλλά η φυσική επιλογή. Επιτέλους, αρκετοί μαλάκες μαζευτήκαμε σ’ αυτόν τον κόσμο, ώρα ν’ αραιώνουμε σιγά-σιγά.
Η ζωή είναι σκληρή κι εγώ ακόμη σκληρότερος, στη μάχη για την επιβίωση και την επικράτηση, για χάρη της κοινωνικής καταξίωσης, του κύρους, του στάτους. Έκαναν λάθος όσοι με υποτίμησαν τόσα χρόνια, τεράστιο λάθος μα την αλήθεια.
Ένα ακόμα πολυαγαπημένο μου άθλημα στον στίβο της Κρίσης, είναι η φιλανθρωπία. Κλαίω απ’ τα γέλια με τα υποκριτικά κνώδαλα που αναχαράζουνε την τσίχλα της αλληλεγγύης. Μέχρι σήμερα ρε κοπρόσκυλα δεν έδινε κανείς δεκάρα για οποιονδήποτε εκτός του εαυτού του, τώρα που βρεθήκατε από κάτω τη θυμηθήκατε; Δεν θα σας κάνω τη χάρη.
Καθημερινά μου δίνονται πολλές ευκαιρίες να επιδείξω την καλοσύνη μου και την ανωτερότητά μου. Φροντίζω πάντοτε όταν ελεώ τον πλησίον μου να υπάρχουν μάρτυρες, μην πάνε χαμένα τα λεφτουδάκια μου. Δίνω όμως μόνο σε όποιον ζήτουλα δώσει την καλύτερη παράσταση, είμαι βλέπεις και φιλότεχνος τρομάρα μου.
Όσο πιο καημένος, φουκαράς, αξιολύπητος και κλαψομούνης εμφανιστεί κάποιος μπροστά μου, όσο περισσότερο παρακαλέσει, ει δυνατόν και γονατιστός, τόσα περισσότερα θα κερδίσει. Η ταπείνωσή του, ο θρόνος και το κλέος μου. Δίνω τον οβολό μου με ύφος χριστιανικής μεγαλοψυχίας και αυταπάρνησης, αρωματισμένο με μια ελαφρά εσάνς εγκαρτέρησης.
Όσοι προσπαθούν να διατηρήσουν έστω μια ικμάδα αξιοπρέπειας, δεν έχουν καμιά τύχη. Γι’ αυτούς κρατώ την πιο θανατερή μου ατάκα: «άντε ρε να δουλέψεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι;»
Πρόσφατα όμως είδα μια μεσοαστή γρέντζω να ρίχνει αυτήν την ίδια ατάκα σ’ ένα παιδάκι δέκα ετών και στεναχωρήθηκα. Με προσπέρασε στη στροφή η άτιμη η κωλόγρια κι έφαγα τη σκόνη της, πρέπει επειγόντως ν’ ανασυνταχθώ…
Άλλες φορές, μαζεύω ό,τι παλιό, ληγμένο και μουχλιασμένο τρόφιμο διαθέτει το αρχαίο ντουλάπι μου και το πετάω στον κάδο έξω απ’ την πολυκατοικία μου, ενόσω ξέρω ότι οι πεινασμένοι με βλέπουν, άσχετα αν κάνω τον ανίδεο. Κάθομαι μετά αραχτός στο μικρό μου μπαλκόνι, φτιάχνω τον φραπέ μου, ανάβω το τσιγάρο μου και χαζεύω τη μάχη που γίνεται στον κάδο, καθώς ορμούν για ν’ αρπάξουν το μάννα εξ ουρανού.
Αυτό είναι που λένε ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Συναρπαστικό θέαμα, με γλιτώνει κι απ’ τα έξοδα για συνδρομή στη NOVA. Μετά, παίρνω τηλέφωνο στη Δημοτική Αστυνομία και τους καταγγέλλω για τα υλικά που κλέβουν απ’ την ιδιοκτησία του Δήμου, τέρμα πια η ανοχή στην ανομία. Καλό τους κάνω. Στη φυλακή τουλάχιστον θα έχουν κι ένα πιάτο φαΐ, που πληρώνω εγώ ο φιλάνθρωπος, απ’ τους φόρους μου.
***
Ήμουν ασήμαντος, μηδαμινός, ανύπαρκτος, ένας φτωχομπινές μικροαστός, ένα στρογγυλό μηδενικό με μια τεράστια τρύπα στη μέση. Μα τώρα ήρθε η Κρίση κι άλλαξαν τα μέτρα και τα σταθμά.
Διατήρησα σταθερά τη θέση μου, ενώ από τα πάνω βρέχει πρώην βολεμένους που βουτάνε με τα μούτρα στον Καιάδα του ορίου της φτώχειας, που γκρεμίζονται στην ανυπαρξία της εξαθλίωσης. Τους δίνω κι εγώ άλλη μια σπρωξιά, να πέσουνε ακόμα χαμηλότερα.
Δεν έχει σημασία που δεν ανέβηκα εγώ, αρκεί που έπεσαν οι άλλοι κι όσοι περισσότεροι βουλιάζουν στο τέλμα, τόσο πιο σοφή, ικανή κι επαρκής αποδεικνύεται η αφεντιά μου.
Ένιωθα παραγκωνισμένος, ριγμένος, αδικημένος, μα η Κρίση γέμισε τη ζωή μου με χίλιες δυο μικρές χαρές, κρυφές ηδονές και μύχιες συγκινήσεις. Η ζωή μου πήρε χρώμα, σημασία, κίνητρο και ουσία, κέρδισα την αυτοεκτίμησή μου, ξεφορτώθηκα στις καμπούρες των άλλων τα βαθύτερα απωθημένα μου. Με τα παλιά καλά επτακόσια μου ευρώ αίφνης γίνηκα σπουδαίος.
Είμαι ο μέρμηγκας του Αισώπου, που διαολοστέλνει μοχθηρά τον ετοιμοθάνατο τζίτζικα μες στο καταχείμωνο, είμαι η μεσαία τάξη της νέας εποχής, είμαι πλέον σεβαστός, είμαι επιτέλους αυτό που πάντοτε ονειρευόμουν: ένας Αστός Καθεστώς!
Great Chaos'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου