Του Ερρίκου Φινάλη
Η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι δεν ανήκε στην ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος. Αναλαμβάνοντας όμως την πρωθυπουργία μετά την –κουτσουρεμένη– εκλογική επικράτηση των Συντηρητικών στις περσινές εκλογές, ήταν υποχρεωμένη να επιχειρήσει τον τετραγωνισμό του κύκλου: να υλοποιήσει την απόφαση του βρετανικού δημοψηφίσματος για έξοδο από την Ε.Ε. με «δημιουργικό» τρόπο. Προσπαθώντας δηλαδή να συμβιβάσει τις προσδοκίες αυτών που (αφελώς, όπως αποδεικνύεται) ανέμεναν… απλώς Brexit, κι εκείνων που φιλοδοξούσαν εξαρχής να το ξεδοντιάσουν. Πρόκειται για δύο πτέρυγες που αντανακλούν τον βαθύ διχασμό και τις αντιφάσεις της βρετανικής κοινωνίας, με την ύπαιθρο και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα να έχουν ψηφίσει υπέρ του Brexit –ενισχύοντας ταυτόχρονα τους πιο φιλοευρωπαίους Εργατικούς στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν!– και τα αστικά κέντρα εναντίον του.
Ακόμη χειρότερα για το πολιτικό προσωπικό της Βρετανίας, η άρχουσα τάξη είναι επίσης διχασμένη: το σχετικά ολιγάριθμο αλλά ισχυρότερο τμήμα της, με επικεφαλής το Σίτι του Λονδίνου, δεν σταμάτησε ποτέ να μοχθεί για την ακύρωση της εντολής του δημοψηφίσματος – με την ενεργητική συμπαράσταση των «θεσμών» της Ε.Ε. και της παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη, το αριθμητικά μεγαλύτερο τμήμα της άρχουσας τάξης, που παραμένει δεμένο με την πραγματική οικονομία σε βρετανικό έδαφος, υποστηρίζει ένα Brexit που προσφέρει ελπίδες επιβίωσης σε ένα διεθνές περιβάλλον αχαλίνωτου ανταγωνισμού. Έτσι τόσο η πρωθυπουργός όσο και οι πολιτικοί «φίλοι» της διαρκώς προσπαθούσαν να ισορροπήσουν μπροστά στο διχασμό. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που εξαρχής διάλεξαν στρατόπεδο: π.χ. οι πρώην πρωθυπουργοί Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν (και οι δύο Εργατικοί), όπως και ο Συντηρητικός Τζον Μέιτζορ, που σφυροκοπούν την «τυραννία της πλειοψηφίας». Πανό ψαράδων σε βρετανικό λιμάνι: «Μας υποσχεθήκατε: “Θα πάρουμε πίσω τον έλεγχο” – Αλλά μας προδώσατε, ξανά»…
Αλλά είναι η Μέι που είχε (και έχει) το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ό,τι και να έκανε, θα χρεωνόταν τον χαρακτηρισμό της χειρότερης μεταπολεμικής πρωθυπουργού. Αν επιχειρούσε ένα… κανονικό Brexit (αυτό που οι ευρωπαϊστές αποκαλούν «σκληρό» ή και «άναρχο»), θα αντιμετώπιζε τη μήνι των πιο δυναμικών συστημικών κέντρων. Αν συναινούσε σε μια πορεία ακύρωσής του, θα εξόργιζε ευρέα λαϊκά στρώματα αλλά και την «παραγωγική» πτέρυγα της άρχουσας τάξης. Τώρα, καταλήγοντας σε μια μεσοβέζικη λύση, δέχεται πυρά από τους πάντες… Οι παραιτήσεις υπουργών (που έρχονται να προστεθούν στο προηγούμενο κύμα παραιτήσεων), όπως και η πρόταση μομφής εναντίον της, αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Στη γωνία καραδοκεί και η ευρωκρατία, αποδυναμωμένη μεν, αλλά αποφασισμένη να προσπαθήσει μέχρι τέλους την ακύρωση του Brexit μέσω της υπονόμευσης ακόμη και του συμβιβασμού που της προσφέρεται.
Αν οι 500 σελίδες της συμφωνίας που το Λονδίνο προτείνει στις Βρυξέλλες έπρεπε να συμπυκνωθούν σε μια αράδα, θα έγραφαν: «Η Βρετανία αποδέχεται ότι η Ε.Ε. θα έχει δικαίωμα βέτο σε οτιδήποτε αποφασίσει στο μέλλον η βρετανική κυβέρνηση». Αυτή είναι η ουσία μιας διαδικασίας χωρίς σαφή κατάληξη, με «διαρκή εναρμόνιση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες» και εσκεμμένη ασάφεια για το καθεστώς των συνόρων. Ακόμη κι έτσι, οι Βρυξέλλες κάνουν τις δύσκολες, αφού –όπως όλες οι αντιμαχόμενες πτέρυγες– προτιμούν μια πιο «καθαρή λύση». Μόνο που η εποχή των καθαρών λύσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: καμία πλευρά δεν φαίνεται ικανή να συντρίψει τον αντίπαλο. Στην πραγματικότητα η Ε.Ε. είναι επίσης αδύναμη, όπως δείχνουν μεταξύ άλλων η ιταλική «απειθαρχία» και η οικονομική ύφεση και πολιτική αποδυνάμωση της Γερμανίας. Μια κινητοποίηση της βάσης που ψήφισε Brexit θα μπορούσε βέβαια να γύρει την πλάστιγγα. Αλλά η ενορχηστρωμένη κινδυνολογία, όπως και το πολιτικό χάος των αντιπαρατιθέμενων φραξιών εντός των δύο μεγάλων κομμάτων, λειτουργούν αποτρεπτικά.
Οπωσδήποτε, η προτεινόμενη συμφωνία συνιστά μια άνευ προηγουμένου, δεδομένης της ισχυρής βρετανικής αστικοδημοκρατικής παράδοσης, αγνόηση της βούλησης της πλειοψηφίας. «Το Brexit σημαίνει Brexit», διαβεβαίωνε η Τερέζα Μέι όταν αναλάμβανε την ηγεσία των Συντηρητικών, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη όσων την αντιμετώπιζαν με καχυποψία λόγω της πρότερης φιλοευρωπαϊκής στάσης της. Αλλά να κρατάς τη Βρετανία εντός της τελωνειακής ένωσης και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς δεν μοιάζει και πολύ με Brexit. Δυσαρεστημένη είναι βέβαια και η μειοψηφία που ψήφισε υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε.: μάλλον δεν είχε στο νου της ένα καθεστώς υποταγής σε μια ευρωπαϊκή νομοθεσία στην υιοθέτηση της οποίας δεν θα έχει λόγο η Βρετανία!
Σε κάθε περίπτωση, οι απλοί πολίτες δικαιούνται να νιώθουν ότι οι «εκπρόσωποί τους» τους γυρνούν την πλάτη. Μοιάζει να έχει περάσει ένας αιώνας κι όχι μόλις δύο χρόνια και κάτι από τότε που όλες, μα όλες οι ηγεσίες ορκίζονταν «σεβασμό στο αποτέλεσμα». Άλλωστε, σύμφωνα με τις έρευνες που ακολούθησαν, δεν ήταν μόνο οικονομικές προσδοκίες που έβγαλαν Brexit – ήταν και η βούληση των πολιτών να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους, κι όχι κάποιοι μη εκλεγμένοι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» στην υπηρεσία των ελίτ. Αλλά οι ελίτ, διαμέσου των «θεσμών» τους και των πολιτικών υπαλλήλων τους, στέλνουν πάλι το μήνυμα ότι η δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τις αγορές. Αρκεί εξάλλου να ακούσει κανείς όλους τους γκουρού της μετανεωτερικότητας και των πλήρως εξατομικευμένων «δικαιωμάτων»: τα δημοψηφίσματα δεν είναι δημοκρατία. Είναι λαϊκισμός. Και τυραννία της πλειοψηφίας…
Πηγή: e-dromos.gr
Ερρίκος Φινάλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι δεν ανήκε στην ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος. Αναλαμβάνοντας όμως την πρωθυπουργία μετά την –κουτσουρεμένη– εκλογική επικράτηση των Συντηρητικών στις περσινές εκλογές, ήταν υποχρεωμένη να επιχειρήσει τον τετραγωνισμό του κύκλου: να υλοποιήσει την απόφαση του βρετανικού δημοψηφίσματος για έξοδο από την Ε.Ε. με «δημιουργικό» τρόπο. Προσπαθώντας δηλαδή να συμβιβάσει τις προσδοκίες αυτών που (αφελώς, όπως αποδεικνύεται) ανέμεναν… απλώς Brexit, κι εκείνων που φιλοδοξούσαν εξαρχής να το ξεδοντιάσουν. Πρόκειται για δύο πτέρυγες που αντανακλούν τον βαθύ διχασμό και τις αντιφάσεις της βρετανικής κοινωνίας, με την ύπαιθρο και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα να έχουν ψηφίσει υπέρ του Brexit –ενισχύοντας ταυτόχρονα τους πιο φιλοευρωπαίους Εργατικούς στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν!– και τα αστικά κέντρα εναντίον του.
Ακόμη χειρότερα για το πολιτικό προσωπικό της Βρετανίας, η άρχουσα τάξη είναι επίσης διχασμένη: το σχετικά ολιγάριθμο αλλά ισχυρότερο τμήμα της, με επικεφαλής το Σίτι του Λονδίνου, δεν σταμάτησε ποτέ να μοχθεί για την ακύρωση της εντολής του δημοψηφίσματος – με την ενεργητική συμπαράσταση των «θεσμών» της Ε.Ε. και της παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη, το αριθμητικά μεγαλύτερο τμήμα της άρχουσας τάξης, που παραμένει δεμένο με την πραγματική οικονομία σε βρετανικό έδαφος, υποστηρίζει ένα Brexit που προσφέρει ελπίδες επιβίωσης σε ένα διεθνές περιβάλλον αχαλίνωτου ανταγωνισμού. Έτσι τόσο η πρωθυπουργός όσο και οι πολιτικοί «φίλοι» της διαρκώς προσπαθούσαν να ισορροπήσουν μπροστά στο διχασμό. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που εξαρχής διάλεξαν στρατόπεδο: π.χ. οι πρώην πρωθυπουργοί Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν (και οι δύο Εργατικοί), όπως και ο Συντηρητικός Τζον Μέιτζορ, που σφυροκοπούν την «τυραννία της πλειοψηφίας». Πανό ψαράδων σε βρετανικό λιμάνι: «Μας υποσχεθήκατε: “Θα πάρουμε πίσω τον έλεγχο” – Αλλά μας προδώσατε, ξανά»…
Τώρα πια, όλοι μαίνονται κατά της Μέι
Αλλά είναι η Μέι που είχε (και έχει) το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ό,τι και να έκανε, θα χρεωνόταν τον χαρακτηρισμό της χειρότερης μεταπολεμικής πρωθυπουργού. Αν επιχειρούσε ένα… κανονικό Brexit (αυτό που οι ευρωπαϊστές αποκαλούν «σκληρό» ή και «άναρχο»), θα αντιμετώπιζε τη μήνι των πιο δυναμικών συστημικών κέντρων. Αν συναινούσε σε μια πορεία ακύρωσής του, θα εξόργιζε ευρέα λαϊκά στρώματα αλλά και την «παραγωγική» πτέρυγα της άρχουσας τάξης. Τώρα, καταλήγοντας σε μια μεσοβέζικη λύση, δέχεται πυρά από τους πάντες… Οι παραιτήσεις υπουργών (που έρχονται να προστεθούν στο προηγούμενο κύμα παραιτήσεων), όπως και η πρόταση μομφής εναντίον της, αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Στη γωνία καραδοκεί και η ευρωκρατία, αποδυναμωμένη μεν, αλλά αποφασισμένη να προσπαθήσει μέχρι τέλους την ακύρωση του Brexit μέσω της υπονόμευσης ακόμη και του συμβιβασμού που της προσφέρεται.
Αν οι 500 σελίδες της συμφωνίας που το Λονδίνο προτείνει στις Βρυξέλλες έπρεπε να συμπυκνωθούν σε μια αράδα, θα έγραφαν: «Η Βρετανία αποδέχεται ότι η Ε.Ε. θα έχει δικαίωμα βέτο σε οτιδήποτε αποφασίσει στο μέλλον η βρετανική κυβέρνηση». Αυτή είναι η ουσία μιας διαδικασίας χωρίς σαφή κατάληξη, με «διαρκή εναρμόνιση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες» και εσκεμμένη ασάφεια για το καθεστώς των συνόρων. Ακόμη κι έτσι, οι Βρυξέλλες κάνουν τις δύσκολες, αφού –όπως όλες οι αντιμαχόμενες πτέρυγες– προτιμούν μια πιο «καθαρή λύση». Μόνο που η εποχή των καθαρών λύσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: καμία πλευρά δεν φαίνεται ικανή να συντρίψει τον αντίπαλο. Στην πραγματικότητα η Ε.Ε. είναι επίσης αδύναμη, όπως δείχνουν μεταξύ άλλων η ιταλική «απειθαρχία» και η οικονομική ύφεση και πολιτική αποδυνάμωση της Γερμανίας. Μια κινητοποίηση της βάσης που ψήφισε Brexit θα μπορούσε βέβαια να γύρει την πλάστιγγα. Αλλά η ενορχηστρωμένη κινδυνολογία, όπως και το πολιτικό χάος των αντιπαρατιθέμενων φραξιών εντός των δύο μεγάλων κομμάτων, λειτουργούν αποτρεπτικά.
Η επάρατη τυραννία της πλειοψηφίας…
Οπωσδήποτε, η προτεινόμενη συμφωνία συνιστά μια άνευ προηγουμένου, δεδομένης της ισχυρής βρετανικής αστικοδημοκρατικής παράδοσης, αγνόηση της βούλησης της πλειοψηφίας. «Το Brexit σημαίνει Brexit», διαβεβαίωνε η Τερέζα Μέι όταν αναλάμβανε την ηγεσία των Συντηρητικών, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη όσων την αντιμετώπιζαν με καχυποψία λόγω της πρότερης φιλοευρωπαϊκής στάσης της. Αλλά να κρατάς τη Βρετανία εντός της τελωνειακής ένωσης και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς δεν μοιάζει και πολύ με Brexit. Δυσαρεστημένη είναι βέβαια και η μειοψηφία που ψήφισε υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε.: μάλλον δεν είχε στο νου της ένα καθεστώς υποταγής σε μια ευρωπαϊκή νομοθεσία στην υιοθέτηση της οποίας δεν θα έχει λόγο η Βρετανία!
Σε κάθε περίπτωση, οι απλοί πολίτες δικαιούνται να νιώθουν ότι οι «εκπρόσωποί τους» τους γυρνούν την πλάτη. Μοιάζει να έχει περάσει ένας αιώνας κι όχι μόλις δύο χρόνια και κάτι από τότε που όλες, μα όλες οι ηγεσίες ορκίζονταν «σεβασμό στο αποτέλεσμα». Άλλωστε, σύμφωνα με τις έρευνες που ακολούθησαν, δεν ήταν μόνο οικονομικές προσδοκίες που έβγαλαν Brexit – ήταν και η βούληση των πολιτών να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους, κι όχι κάποιοι μη εκλεγμένοι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» στην υπηρεσία των ελίτ. Αλλά οι ελίτ, διαμέσου των «θεσμών» τους και των πολιτικών υπαλλήλων τους, στέλνουν πάλι το μήνυμα ότι η δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τις αγορές. Αρκεί εξάλλου να ακούσει κανείς όλους τους γκουρού της μετανεωτερικότητας και των πλήρως εξατομικευμένων «δικαιωμάτων»: τα δημοψηφίσματα δεν είναι δημοκρατία. Είναι λαϊκισμός. Και τυραννία της πλειοψηφίας…
Πηγή: e-dromos.gr
Ερρίκος Φινάλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου