Δημήτρης Μηλάκας
Η ιστορία του ποδοσφαίρου, διαπίστωνε στη «Monde Diplomatique» πριν από κάποια χρόνια ο Ιγνάθιο Ραμονέ, «είναι μια βία που το σύστημα την ανέχεται, είναι η έκφραση μιας ξεστρατισμένης εξέγερσης που περισσότερο ενισχύει παρά απειλεί την καθεστηκυία εξουσία». Αυτή η διαπίστωση, αν και αδικεί αυτό καθεαυτό το ποδοσφαιρικό παιχνίδι και την αθωότητα που κρύβει, περιγράφει εύστοχα το πώς η εξουσία το χρησιμοποιεί και το καπηλεύεται.
Η παρότρυνση («Παίξτε μπαλίτσα, ρεεε») που κρύβει ο τίτλος, λοιπόν, δεν απευθύνεται στους ποδοσφαιριστές που βγάζουν το ψωμί τους στα ελληνικά γήπεδα. Αυτοί παίζουν αυτό που μπορούν και όποιοι μπορούν κάτι περισσότερο (αν δηλαδή είναι εντός των προδιαγραφών που απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες του αθλήματος) φεύγουν τρέχοντας από την άθλια ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα.
Η παρότρυνση, λοιπόν, απευθύνεται σε όλους τους υπόλοιπους, που (καθ)ορίζουν, χρησιμοποιούν και καπηλεύονται το ελληνικό ποδοσφαιρικό προϊόν: Πολιτεία, θεσμικά όργανα, ιδιοκτήτες, παράγοντες, παρατρεχάμενους και «φιλάθλους». Είναι όλοι αυτοί που κάνουν ό,τι είναι δυνατόν ώστε να καταντήσουν το ποδοσφαιρικό παιχνίδι, από δραστικό αναλγητικό ψυχοσωματικής ανακούφισης, σε «όπιο» αποχαύνωσης για κάφρους...
Το σημερινό ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από αυτό που είναι: άθλιο θέαμα, μηδαμινά εισιτήρια, παράγοντες - κυκλώματα - στοιχηματζήδες - υπόκοσμος, «φίλαθλοι» επαγγελματίες της επιχορηγούμενης αλητείας, όπως ακριβώς επιχορηγούμενα (από το Δημόσιο) είναι με πολλούς και διάφορους τρόπους και τα αφεντικά των ΠΑΕ.
Στο σημερινό ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο αποτυπώνονται όλα εκείνα τα στοιχεία της εξάρτησης και υπανάπτυξης που χαρακτηρίζουν το οικονομικό «μοντέλο» της οικονομίας της χώρας.
Οικοδομήθηκε – ως επαγγελματικό – καθυστερημένα, με τη λογική της αρπαχτής και ως εκ τούτου καταδικασμένο να βρίσκεται στα πολύ πίσω ράφια της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής βιομηχανίας με τους τζίρους των δισεκατομμυρίων.
Από τα «ηρωικά» χρόνια που κάποιοι λεφτάδες (εξ)αγόραζαν ομάδες μαζί με τη φήμη και τη δόξα που αυτές περιέκλειαν, φτάσαμε στους επαγγελματίες τζάμπα μάγκες, οι οποίοι, ανάλογα με την επιφάνειά τους, τα «κονέ» τους με την εξουσία και το μέγεθος της ομάδας - ιδιοκτησίας τους, προσπαθούν να αρπάζουν με κάθε μέσο ό,τι και όσα περισσότερα γίνεται. Από δημόσιες συμβάσεις, δημόσιες επιχειρήσεις ή περιουσία μέχρι γήπεδα και αποτελέσματα...
Η αεριτζίδικη λογική των επιχειρηματιών του ποδοσφαίρου σε συνδυασμό με τον δομικό καιροσκοπισμό της πολιτικής εξουσίας διαμορφώνει τον βούρκο μέσα στον οποίο είναι καταδικασμένο να τσαλαβουτά το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Αυτή η καταδίκη αποτυπώνεται στο φτωχό θέαμα που προσφέρει στους αγωνιστικούς χώρους και στις επανειλημμένες θλιβερές πολεμικές εικόνες των οπαδικών συγκρούσεων μεταξύ τους και με τις αστυνομικές δυνάμεις.
Με αυτό το «μοντέλο» ανάπτυξης τα «κονέ» των ποδοσφαιρικών παραγόντων με τις δομές τις πολιτικής εξουσίας και η εξασφάλιση ελέγχου της Επιτροπής Διαιτησίας προσφέρουν περισσότερους βαθμούς και αγωνιστική προστασία απ ό,τι οι κοστοβόρες υποδομές και οι χρονοβόρες επενδύσεις για την ανάδειξη νέων ταλέντων. Έτσι οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ δαπανούν για να (εξ)αγοράσουν δημόσιες σχέσεις με την εξουσία και τους μανατζαραίους.
Οι αγοραπωλησίες παικτών είναι άλλωστε πιο εύκολη, πιο αποδοτική και πιο γρήγορη δουλειά απ’ αυτήν που απαιτείται για να δημιουργηθεί ένας νέος ποδοσφαιριστής, ενταγμένος σε μια φιλοσοφία παιχνιδιού που χαρακτηρίζει μια ομάδα και την ιστορία της. Επίσης, από το να δημιουργηθεί μια ισχυρή ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία να έχει το πλεονέκτημα εντός των αγωνιστικών χώρων, είναι ευκολότερη και φθηνότερη η υπόθαλψη της καφρίλας της κερκίδας και της «επαγγελματικής» στρατιάς των χουλιγκάνων, οι οποίοι έχουν καθήκον να πολεμούν (στην κυριολεξία) για τον πρόεδρο που τους ταΐζει...
Μια κοινωνία της αρπαχτής, των κονέ και των αεριτζίδικων δουλειών δεν θα μπορούσε παρά να οικοδομήσει ένα ποδόσφαιρο σαν αυτό που βλέπουμε: ποδόσφαιρο της (διαιτητικής) παράγκας, των θαλασσοδανείων των πτωχευμένων ομάδων με τα πάμπλουτα αφεντικά, των άδειων γηπέδων, της αναξιοπιστίας, της καχυποψίας, των ξυλοδαρμών, των χουλιγκάνων, των ξυλοδαρμών.
Όσα έγιναν την περασμένη Κυριακή στο ντέρμπι Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός δεν είναι τίποτε περισσότερο από αναμενόμενη λογική συνέπεια μιας κατάστασης μακροχρόνιας σήψης που καλλιέργησαν επιφανείς προσωπικότητες ιδιοκτήτες με προσωνύμια νονών της νύχτας.
Φίλοι και κολλητοί όλων αυτών οι εκάστοτε πολιτικοί υπεύθυνοι όλων των κυβερνήσεων, που η πρώτη τους εξαγγελία ήταν η εξυγίανση του ποδοσφαίρου και η πρώτη τους πράξη ήταν τα δωράκια στους προύχοντες του ποδοσφαίρου. Με αυτόν τον τρόπο, αντί η πολιτική εξουσία να «καθαρίσει» την κόπρο του Αυγεία, αφομοιώνεται κάθε φορά μέσα στην μπόχα.
Στην ίδια μπόχα πνίγονται τελικά και οι επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου, καθώς οι αεριτζίδικες δουλειές με τη βοήθεια του υποκόσμου της κερκίδας υπονομεύουν τελικά το προϊόν που εμπορεύονται: το ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Σε μια εποχή που η επαφή με τη διεθνή ποδοσφαιρική παραγωγή είναι εύκολη, εξίσου εύκολες είναι και οι συγκρίσεις του ελληνικού ποδοσφαιρικού προϊόντος με το ευρωπαϊκό, οι οποίεςυτές δεν γίνονται μια φορά στο τόσο, όταν ελληνικές ομάδες καλούνται να αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκά μεγαθήρια, αλλά καθημερινά, αφού κάποιος μπορεί, το ίδιο εύκολα που θα δει την ντροπή στο ελληνικό ντέρμπι των «αιωνίων», να απολαύσει τη μαγεία του ποδοσφαίρου της Μπάρτσα ή ακόμη και της δεύτερης αγγλικής επαγγελματικής κατηγορίας...
Είναι ακριβώς αυτή η σύγκριση που τελικά ενισχύει την τάση απομάκρυνσης του κόσμου από τα ελληνικά γήπεδα στα οποία μένουν να λασπομαχούν «πρωταγωνιστές» δεύτερης και τρίτης διαλογής, βλαχοπρόεδροι της αρπαχτής και χουλιγκάνοι της κακιάς ώρας...
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Η ιστορία του ποδοσφαίρου, διαπίστωνε στη «Monde Diplomatique» πριν από κάποια χρόνια ο Ιγνάθιο Ραμονέ, «είναι μια βία που το σύστημα την ανέχεται, είναι η έκφραση μιας ξεστρατισμένης εξέγερσης που περισσότερο ενισχύει παρά απειλεί την καθεστηκυία εξουσία». Αυτή η διαπίστωση, αν και αδικεί αυτό καθεαυτό το ποδοσφαιρικό παιχνίδι και την αθωότητα που κρύβει, περιγράφει εύστοχα το πώς η εξουσία το χρησιμοποιεί και το καπηλεύεται.
Η παρότρυνση («Παίξτε μπαλίτσα, ρεεε») που κρύβει ο τίτλος, λοιπόν, δεν απευθύνεται στους ποδοσφαιριστές που βγάζουν το ψωμί τους στα ελληνικά γήπεδα. Αυτοί παίζουν αυτό που μπορούν και όποιοι μπορούν κάτι περισσότερο (αν δηλαδή είναι εντός των προδιαγραφών που απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες του αθλήματος) φεύγουν τρέχοντας από την άθλια ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα.
Η παρότρυνση, λοιπόν, απευθύνεται σε όλους τους υπόλοιπους, που (καθ)ορίζουν, χρησιμοποιούν και καπηλεύονται το ελληνικό ποδοσφαιρικό προϊόν: Πολιτεία, θεσμικά όργανα, ιδιοκτήτες, παράγοντες, παρατρεχάμενους και «φιλάθλους». Είναι όλοι αυτοί που κάνουν ό,τι είναι δυνατόν ώστε να καταντήσουν το ποδοσφαιρικό παιχνίδι, από δραστικό αναλγητικό ψυχοσωματικής ανακούφισης, σε «όπιο» αποχαύνωσης για κάφρους...
Επιχορηγούμενη αλητεία
Το σημερινό ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από αυτό που είναι: άθλιο θέαμα, μηδαμινά εισιτήρια, παράγοντες - κυκλώματα - στοιχηματζήδες - υπόκοσμος, «φίλαθλοι» επαγγελματίες της επιχορηγούμενης αλητείας, όπως ακριβώς επιχορηγούμενα (από το Δημόσιο) είναι με πολλούς και διάφορους τρόπους και τα αφεντικά των ΠΑΕ.
Στο σημερινό ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο αποτυπώνονται όλα εκείνα τα στοιχεία της εξάρτησης και υπανάπτυξης που χαρακτηρίζουν το οικονομικό «μοντέλο» της οικονομίας της χώρας.
Οικοδομήθηκε – ως επαγγελματικό – καθυστερημένα, με τη λογική της αρπαχτής και ως εκ τούτου καταδικασμένο να βρίσκεται στα πολύ πίσω ράφια της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής βιομηχανίας με τους τζίρους των δισεκατομμυρίων.
Από τα «ηρωικά» χρόνια που κάποιοι λεφτάδες (εξ)αγόραζαν ομάδες μαζί με τη φήμη και τη δόξα που αυτές περιέκλειαν, φτάσαμε στους επαγγελματίες τζάμπα μάγκες, οι οποίοι, ανάλογα με την επιφάνειά τους, τα «κονέ» τους με την εξουσία και το μέγεθος της ομάδας - ιδιοκτησίας τους, προσπαθούν να αρπάζουν με κάθε μέσο ό,τι και όσα περισσότερα γίνεται. Από δημόσιες συμβάσεις, δημόσιες επιχειρήσεις ή περιουσία μέχρι γήπεδα και αποτελέσματα...
Αεριτζήδες και καιροσκόποι
Η αεριτζίδικη λογική των επιχειρηματιών του ποδοσφαίρου σε συνδυασμό με τον δομικό καιροσκοπισμό της πολιτικής εξουσίας διαμορφώνει τον βούρκο μέσα στον οποίο είναι καταδικασμένο να τσαλαβουτά το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Αυτή η καταδίκη αποτυπώνεται στο φτωχό θέαμα που προσφέρει στους αγωνιστικούς χώρους και στις επανειλημμένες θλιβερές πολεμικές εικόνες των οπαδικών συγκρούσεων μεταξύ τους και με τις αστυνομικές δυνάμεις.
Με αυτό το «μοντέλο» ανάπτυξης τα «κονέ» των ποδοσφαιρικών παραγόντων με τις δομές τις πολιτικής εξουσίας και η εξασφάλιση ελέγχου της Επιτροπής Διαιτησίας προσφέρουν περισσότερους βαθμούς και αγωνιστική προστασία απ ό,τι οι κοστοβόρες υποδομές και οι χρονοβόρες επενδύσεις για την ανάδειξη νέων ταλέντων. Έτσι οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ δαπανούν για να (εξ)αγοράσουν δημόσιες σχέσεις με την εξουσία και τους μανατζαραίους.
Οι αγοραπωλησίες παικτών είναι άλλωστε πιο εύκολη, πιο αποδοτική και πιο γρήγορη δουλειά απ’ αυτήν που απαιτείται για να δημιουργηθεί ένας νέος ποδοσφαιριστής, ενταγμένος σε μια φιλοσοφία παιχνιδιού που χαρακτηρίζει μια ομάδα και την ιστορία της. Επίσης, από το να δημιουργηθεί μια ισχυρή ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία να έχει το πλεονέκτημα εντός των αγωνιστικών χώρων, είναι ευκολότερη και φθηνότερη η υπόθαλψη της καφρίλας της κερκίδας και της «επαγγελματικής» στρατιάς των χουλιγκάνων, οι οποίοι έχουν καθήκον να πολεμούν (στην κυριολεξία) για τον πρόεδρο που τους ταΐζει...
Μια κοινωνία της αρπαχτής, των κονέ και των αεριτζίδικων δουλειών δεν θα μπορούσε παρά να οικοδομήσει ένα ποδόσφαιρο σαν αυτό που βλέπουμε: ποδόσφαιρο της (διαιτητικής) παράγκας, των θαλασσοδανείων των πτωχευμένων ομάδων με τα πάμπλουτα αφεντικά, των άδειων γηπέδων, της αναξιοπιστίας, της καχυποψίας, των ξυλοδαρμών, των χουλιγκάνων, των ξυλοδαρμών.
Η μπόχα
Όσα έγιναν την περασμένη Κυριακή στο ντέρμπι Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός δεν είναι τίποτε περισσότερο από αναμενόμενη λογική συνέπεια μιας κατάστασης μακροχρόνιας σήψης που καλλιέργησαν επιφανείς προσωπικότητες ιδιοκτήτες με προσωνύμια νονών της νύχτας.
Φίλοι και κολλητοί όλων αυτών οι εκάστοτε πολιτικοί υπεύθυνοι όλων των κυβερνήσεων, που η πρώτη τους εξαγγελία ήταν η εξυγίανση του ποδοσφαίρου και η πρώτη τους πράξη ήταν τα δωράκια στους προύχοντες του ποδοσφαίρου. Με αυτόν τον τρόπο, αντί η πολιτική εξουσία να «καθαρίσει» την κόπρο του Αυγεία, αφομοιώνεται κάθε φορά μέσα στην μπόχα.
Στην ίδια μπόχα πνίγονται τελικά και οι επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου, καθώς οι αεριτζίδικες δουλειές με τη βοήθεια του υποκόσμου της κερκίδας υπονομεύουν τελικά το προϊόν που εμπορεύονται: το ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Σε μια εποχή που η επαφή με τη διεθνή ποδοσφαιρική παραγωγή είναι εύκολη, εξίσου εύκολες είναι και οι συγκρίσεις του ελληνικού ποδοσφαιρικού προϊόντος με το ευρωπαϊκό, οι οποίεςυτές δεν γίνονται μια φορά στο τόσο, όταν ελληνικές ομάδες καλούνται να αντιμετωπίσουν ευρωπαϊκά μεγαθήρια, αλλά καθημερινά, αφού κάποιος μπορεί, το ίδιο εύκολα που θα δει την ντροπή στο ελληνικό ντέρμπι των «αιωνίων», να απολαύσει τη μαγεία του ποδοσφαίρου της Μπάρτσα ή ακόμη και της δεύτερης αγγλικής επαγγελματικής κατηγορίας...
Είναι ακριβώς αυτή η σύγκριση που τελικά ενισχύει την τάση απομάκρυνσης του κόσμου από τα ελληνικά γήπεδα στα οποία μένουν να λασπομαχούν «πρωταγωνιστές» δεύτερης και τρίτης διαλογής, βλαχοπρόεδροι της αρπαχτής και χουλιγκάνοι της κακιάς ώρας...
Πηγή: topontiki.gr
Δημήτρης Μηλάκας: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου