Αθηνά Παπανικολάου
Μιρουπφάσιμ μάνα
Κατέβασε τους, φώναζε ο πατέρας. Θα γκρεμοτσακιστούν και θα βρούμε το μπελά μας. Δεν βλέπεις πως δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους; Τι μπελά θες να μας βάλεις με τέτοια ζέστα σήμερα.
Άστους, απαντούσε η μάνα, το φαΐ έχει αξία όταν βγαίνει από δουλειά, αλλιώς χαράμι πάει. Άστους, ό,τι μπορούν θα κάνουν. Σάμπως τι περιμένω νομίζεις, για την περηφάνια τους τους ανέβασα.
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου ήταν όταν μπήκαν στον οβορό μας έξι λιανά παλληκαρόπουλα, αδύνατα σαν τα τσάκνα που είχαν μαζέψει στην αποθήκη για προσάναμμα το χειμώνα, να τα φυσούσε ο άνεμος θα τα σκόρπιζε σαν την άμμο στην ποταμιά, έφεγγαν οι φλέβες τους σε διάφανο δέρμα, κίτρινα σαν τα φλουριά που κρεμούσαν στις νύφες και στα νεογέννητα. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που άνοιξαν τα σύνορα, ο κόσμος που ήξεραν δεν υπήρχε πια, το άβατο κι η απομόνωση ανήκαν στο παρελθόν, σαν να μην χαράχτηκαν ποτέ οι γραμμές αυτές που τους χώριζαν.
Ένας άοπλος στρατός από άντρες κάθε ηλικίας κατέβαινε από τα βουνά, περνούσε μέσα από τα ρουμάνια, ξεφύτρωνε κάτω από τα γεφύρια, μέσα από τα σιταροχώραφα, από τις πλαγιές και τους παράδρομους, περπατούσε χιλιόμετρα σαν ατελείωτο ερπετό δίπλα στα ποτάμια,ο ένας πίσω από τον άλλο ή δυο δυο, σιωπηλά, με τα κεφάλια κατεβασμένα, με σκισμένα τα χείλια από τη δίψα, με πληγωμένα τα πόδια από το μακρύ δρόμο της φυγής, με τα πρόσωπα αγριεμένα από το φόβο και την ανέχεια. Μόνο στα μάτια σιγόκαιγε μια φλόγα και κάποιες στιγμές φούντωνε και φώτιζε το δρόμο κι άλλοτε γίνονταν πυρκαγιά που σάρωνε τα πάντα στο διάβα της.
“Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει”. Ένας πρωτόγνωρος στρατός να χτυπάει τις πόρτες, ψωμί μάνα, νερό, μια κουβέρτα για το βράδυ. Ξεφύτρωναν πίσω από τα δέντρα, τρόμαζαν οι ντόπιοι, άλλοι άνοιγαν τα σπίτια κι έδιναν κι άλλοι κλειδαμπαρώνονταν από το φόβο που κουβαλά πάνω της η εξαθλίωση και η ταπείνωση.
Μάνα ψωμί, μάνα δουλειά, είπαν στη μάνα μου που εκείνη την ώρα ετοίμαζε στο υπόστεγο το αρνί για το τραπέζι της Παναγιάς. Δυο-τρεις λέξεις είχαν μάθει στη διαδρομή, όσο για ν’ αντέξουν.
Από πού έρχεστε βρε παιδιά, ρώτησε η μάνα μου.
Τι ρωτάς, είπε αμέσως ο πατέρας, δεν ξέρεις; Έχει σημασία να μάθουμε και το χωριό ή την πόλη;
Έχει, πώς δεν έχει, απάντησε εκείνη ετοιμόλογη όπως πάντα. Ο τόπος ορίζει τον άνθρωπο, η φύτρα του κι η γενιά του.
Τα λιανοπαίδια δεν καταλάβαιναν πολλά, ήταν νιόφερτα στα χώματα μας κι η γλώσσα ξένη, είχαν δρόμο μπροστά τους για να τη μάθουν, κάτι που έγινε πολύ πιο γρήγορα από όσο πίστευαν.
Έλα, με φώναξε η μάνα, την ώρα που κοίμιζα το μωρό κάτω από την κληματαριά. Μίλα εσύ στα εγγλέζικα που ξέρεις. Ανέλαβα αμέσως, χωρίς δεύτερη εντολή, χρέη μεταφράστριας. Τα παιδιά όμως μιλούσαν μόνο γαλλικά, κι αυτά όχι όλα. Τσάτρα πάτρα τα καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Οι νέοι πάντα βρίσκουν τρόπους επικοινωνίας. Φοιτητές μάνα, από τα Τίρανα, μετέφερα στην αδημονούσα που τους εξέταζε από τα πάνω μέχρι κάτω κι έβγαζε τη διάγνωση που χρειαζόταν. Τότε έδωσε τη δεύτερη εντολή στον πατέρα. Σύρε στο μαγαζί και φέρε μπύρες. Πριν πας όμως, φέρε και τη μεγάλη ξύλινη σκάλα.
Αρχηγού παρούσης, πάσα αρχή παυσάτω, συνηθίζαμε να λέμε για τη μάνα γιατί αν έβαζε κάτι στο μυαλό της, ο κόσμος να γκρεμιζόταν δεν άλλαζε γνώμη. Και τότε μια χώρα ολόκληρη είχε γκρεμιστεί δίπλα μας. Έσυρε ο πατέρας τη σκάλα από την αποθήκη και τους ανέβασε έναν, έναν με προσοχή στη σκεπή του αχυρώνα, να φτιάξουν τα κεραμίδια. Μια χαρά ήταν τα κεραμίδια, τα μερεμετίσματα είχαν γίνει την περασμένη άνοιξη, όταν είχαν φανεί οι ζημιές κι οι τρύπες από τα χιόνια, αλλά αυτό σκέφτηκε εκείνη την ώρα. Αλίμονο μας αν πέσουν, μονολόγησε και τους έδειξε τον τρόπο να τα βάζουν σε σειρά.
Τα λιανοπαίδια προσποιούνταν ότι ήξεραν τη δουλειά, καταβάλλοντας φιλότιμες προσπάθειες είναι αλήθεια, κι η μάνα μου προσποιούνταν την ικανοποίηση της. Μπράβο, φώναζε, έτσι, έτσι, καλά τα βάζετε.
Ύστερα έβαλε τα ψητά στο φούρνο, πήγε και στο μπαξέ και μάζεψε στην ποδιά της τα αναγκαία για σαλάτες και τα νιόβγαλτα πρασόφυλλα για να κουλουριάσει την πίτα. Βρε μάνα, θα τα φάμε όλα αυτά σήμερα, αύριο είναι ο Δεκαπενταύγουστος, τόλμησα να ρωτήσω. Γύρισε το μάτι αυστηρό πάνω μου και δεν απάντησε, συνέχισε τις δουλειές της μέχρι που τα ετοίμασε όλα μέσα στην κάψα του μεσημεριού ενώ ο ήλιος όλο και ανέβαινε και πύρωνε το αλώνι. Φτάνει, είπε τότε ο πατέρας, θα ψηθούν κι αυτοί εκεί πάνω, ας κατεβούν. Στρώσαμε το μεγάλο τραπέζι κάτω από την κορομηλιά, έβαλε το καλό τραπεζομάντηλο, τους έδωσε καθαρές πετσέτες να πλυθούν και γέμισε τα ποτήρια με μπύρα. Γέμισε και το δικό της για πρώτη φορά, μέχρι που θα ξεχείλιζε. Τσουγκρίσαμε στην υγειά μας, χαμογέλασαν δειλά και τα παιδιά, τα κίτρινα σαν το φλουρί, κι έσκυψαν να τρώνε σιωπηλά. Ήρθε κι η τρίτη εντολή από μεριά της. Μίλα τους, συ που ξέρεις γλώσσες, να μην νιώθουν σαν ξένοι στο τραπέζι. Πες τους πως έχω και γω κι άλλο παιδί στα ξένα, και συ μακριά μου είσαι, ψέματα δεν λέω, στις γιορτές και το καλοκαίρι σε βλέπουμε, άιντε πες τους να μην νομίζουν πως μόνα αυτά έφυγαν.
Τι λες βρε μάνα, το ίδιο είναι; Εμείς φύγαμε για σπουδές, αυτά ξενομίσθηκαν, διαλύθηκε η πατρίδα τους, πήραν τα μονοπάτια, το ίδιο είναι;
Το ίδιο για μένα, αντιγύρισε με βλέμμα που έκοβε γυαλί, και σαν πήρε να ζαλίζεται από τη μπύρα, άρχισε το τραγούδι “ξενιτεμένο μου πουλί, εκεί στα ξένα που ’σαι, να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει...” Ξεθάρρεψαν και τα παιδιά κι άρχισαν ένα δικό τους. Έκλαιγε η μάνα μου, έκλαιγαν κι αυτά. Άφωνοι παρακολουθήσαμε με τον πατέρα μου τη σκηνή που μόνο ένας Αγγελόπουλος θα γύριζε. Η μόνη διαφορά ήταν στην ομίχλη. Αυτή λες κι είχε μεταναστεύσει από το λιβάδι που δάκρυζε στα μάτια τους, τα θολωμένα από το τραγούδι. Κι όλο τους γέμιζε τα πιάτα κι όλο αναστέναζε.
Τρόμαξε ο πατέρας, το κίτρινο του φλουριού άρχισε να κοκκινίζει. Άμαθα από πολύ φαί και ποτό θα έπεφταν σαν τα κοτόπουλα που είχαν στο κοτέτσι. Σηκώθηκε, πήγε στο μαγεριό και έφτιαξε καφέδες για όλους. Γλυκό δεν βγάλαμε, δεν θα άντεχε κανείς μας. Αργά το απόγευμα, σαν έπεσε ο ήλιος κι ακούστηκε ο εσπερινός της γιορτής, τους ξεπροβοδίσαμε στην αυλή. Ένας, ένας μας έπιασαν τα χέρια, της μάνας τα φίλησαν. Τους έβαλε και στην τσέπη το αντίτιμο της δουλειάς και τους χαιρέτισε. Άιντε στο καλό γιε μ’, στην ευχή της Παναγίας που γιορτάζει αύριο, καλή στράτα να ’χετε και να τρώτε βρε, μη σας ξαναδεί η μάνα σας έτσι, φέξατε.
Άιντε μιρουπάφσιμ μάνα
Άιντε μιρουπφάσιμ.
Πηγή: artinews.gr
Αθηνά Παπανικολάου: Σχετικά με τον συντάκτη
Μιρουπφάσιμ μάνα
Κατέβασε τους, φώναζε ο πατέρας. Θα γκρεμοτσακιστούν και θα βρούμε το μπελά μας. Δεν βλέπεις πως δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους; Τι μπελά θες να μας βάλεις με τέτοια ζέστα σήμερα.
Άστους, απαντούσε η μάνα, το φαΐ έχει αξία όταν βγαίνει από δουλειά, αλλιώς χαράμι πάει. Άστους, ό,τι μπορούν θα κάνουν. Σάμπως τι περιμένω νομίζεις, για την περηφάνια τους τους ανέβασα.
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου ήταν όταν μπήκαν στον οβορό μας έξι λιανά παλληκαρόπουλα, αδύνατα σαν τα τσάκνα που είχαν μαζέψει στην αποθήκη για προσάναμμα το χειμώνα, να τα φυσούσε ο άνεμος θα τα σκόρπιζε σαν την άμμο στην ποταμιά, έφεγγαν οι φλέβες τους σε διάφανο δέρμα, κίτρινα σαν τα φλουριά που κρεμούσαν στις νύφες και στα νεογέννητα. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που άνοιξαν τα σύνορα, ο κόσμος που ήξεραν δεν υπήρχε πια, το άβατο κι η απομόνωση ανήκαν στο παρελθόν, σαν να μην χαράχτηκαν ποτέ οι γραμμές αυτές που τους χώριζαν.
Ένας άοπλος στρατός από άντρες κάθε ηλικίας κατέβαινε από τα βουνά, περνούσε μέσα από τα ρουμάνια, ξεφύτρωνε κάτω από τα γεφύρια, μέσα από τα σιταροχώραφα, από τις πλαγιές και τους παράδρομους, περπατούσε χιλιόμετρα σαν ατελείωτο ερπετό δίπλα στα ποτάμια,ο ένας πίσω από τον άλλο ή δυο δυο, σιωπηλά, με τα κεφάλια κατεβασμένα, με σκισμένα τα χείλια από τη δίψα, με πληγωμένα τα πόδια από το μακρύ δρόμο της φυγής, με τα πρόσωπα αγριεμένα από το φόβο και την ανέχεια. Μόνο στα μάτια σιγόκαιγε μια φλόγα και κάποιες στιγμές φούντωνε και φώτιζε το δρόμο κι άλλοτε γίνονταν πυρκαγιά που σάρωνε τα πάντα στο διάβα της.
“Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει”. Ένας πρωτόγνωρος στρατός να χτυπάει τις πόρτες, ψωμί μάνα, νερό, μια κουβέρτα για το βράδυ. Ξεφύτρωναν πίσω από τα δέντρα, τρόμαζαν οι ντόπιοι, άλλοι άνοιγαν τα σπίτια κι έδιναν κι άλλοι κλειδαμπαρώνονταν από το φόβο που κουβαλά πάνω της η εξαθλίωση και η ταπείνωση.
Μάνα ψωμί, μάνα δουλειά, είπαν στη μάνα μου που εκείνη την ώρα ετοίμαζε στο υπόστεγο το αρνί για το τραπέζι της Παναγιάς. Δυο-τρεις λέξεις είχαν μάθει στη διαδρομή, όσο για ν’ αντέξουν.
Από πού έρχεστε βρε παιδιά, ρώτησε η μάνα μου.
Τι ρωτάς, είπε αμέσως ο πατέρας, δεν ξέρεις; Έχει σημασία να μάθουμε και το χωριό ή την πόλη;
Έχει, πώς δεν έχει, απάντησε εκείνη ετοιμόλογη όπως πάντα. Ο τόπος ορίζει τον άνθρωπο, η φύτρα του κι η γενιά του.
Τα λιανοπαίδια δεν καταλάβαιναν πολλά, ήταν νιόφερτα στα χώματα μας κι η γλώσσα ξένη, είχαν δρόμο μπροστά τους για να τη μάθουν, κάτι που έγινε πολύ πιο γρήγορα από όσο πίστευαν.
Έλα, με φώναξε η μάνα, την ώρα που κοίμιζα το μωρό κάτω από την κληματαριά. Μίλα εσύ στα εγγλέζικα που ξέρεις. Ανέλαβα αμέσως, χωρίς δεύτερη εντολή, χρέη μεταφράστριας. Τα παιδιά όμως μιλούσαν μόνο γαλλικά, κι αυτά όχι όλα. Τσάτρα πάτρα τα καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Οι νέοι πάντα βρίσκουν τρόπους επικοινωνίας. Φοιτητές μάνα, από τα Τίρανα, μετέφερα στην αδημονούσα που τους εξέταζε από τα πάνω μέχρι κάτω κι έβγαζε τη διάγνωση που χρειαζόταν. Τότε έδωσε τη δεύτερη εντολή στον πατέρα. Σύρε στο μαγαζί και φέρε μπύρες. Πριν πας όμως, φέρε και τη μεγάλη ξύλινη σκάλα.
Αρχηγού παρούσης, πάσα αρχή παυσάτω, συνηθίζαμε να λέμε για τη μάνα γιατί αν έβαζε κάτι στο μυαλό της, ο κόσμος να γκρεμιζόταν δεν άλλαζε γνώμη. Και τότε μια χώρα ολόκληρη είχε γκρεμιστεί δίπλα μας. Έσυρε ο πατέρας τη σκάλα από την αποθήκη και τους ανέβασε έναν, έναν με προσοχή στη σκεπή του αχυρώνα, να φτιάξουν τα κεραμίδια. Μια χαρά ήταν τα κεραμίδια, τα μερεμετίσματα είχαν γίνει την περασμένη άνοιξη, όταν είχαν φανεί οι ζημιές κι οι τρύπες από τα χιόνια, αλλά αυτό σκέφτηκε εκείνη την ώρα. Αλίμονο μας αν πέσουν, μονολόγησε και τους έδειξε τον τρόπο να τα βάζουν σε σειρά.
Τα λιανοπαίδια προσποιούνταν ότι ήξεραν τη δουλειά, καταβάλλοντας φιλότιμες προσπάθειες είναι αλήθεια, κι η μάνα μου προσποιούνταν την ικανοποίηση της. Μπράβο, φώναζε, έτσι, έτσι, καλά τα βάζετε.
Ύστερα έβαλε τα ψητά στο φούρνο, πήγε και στο μπαξέ και μάζεψε στην ποδιά της τα αναγκαία για σαλάτες και τα νιόβγαλτα πρασόφυλλα για να κουλουριάσει την πίτα. Βρε μάνα, θα τα φάμε όλα αυτά σήμερα, αύριο είναι ο Δεκαπενταύγουστος, τόλμησα να ρωτήσω. Γύρισε το μάτι αυστηρό πάνω μου και δεν απάντησε, συνέχισε τις δουλειές της μέχρι που τα ετοίμασε όλα μέσα στην κάψα του μεσημεριού ενώ ο ήλιος όλο και ανέβαινε και πύρωνε το αλώνι. Φτάνει, είπε τότε ο πατέρας, θα ψηθούν κι αυτοί εκεί πάνω, ας κατεβούν. Στρώσαμε το μεγάλο τραπέζι κάτω από την κορομηλιά, έβαλε το καλό τραπεζομάντηλο, τους έδωσε καθαρές πετσέτες να πλυθούν και γέμισε τα ποτήρια με μπύρα. Γέμισε και το δικό της για πρώτη φορά, μέχρι που θα ξεχείλιζε. Τσουγκρίσαμε στην υγειά μας, χαμογέλασαν δειλά και τα παιδιά, τα κίτρινα σαν το φλουρί, κι έσκυψαν να τρώνε σιωπηλά. Ήρθε κι η τρίτη εντολή από μεριά της. Μίλα τους, συ που ξέρεις γλώσσες, να μην νιώθουν σαν ξένοι στο τραπέζι. Πες τους πως έχω και γω κι άλλο παιδί στα ξένα, και συ μακριά μου είσαι, ψέματα δεν λέω, στις γιορτές και το καλοκαίρι σε βλέπουμε, άιντε πες τους να μην νομίζουν πως μόνα αυτά έφυγαν.
Τι λες βρε μάνα, το ίδιο είναι; Εμείς φύγαμε για σπουδές, αυτά ξενομίσθηκαν, διαλύθηκε η πατρίδα τους, πήραν τα μονοπάτια, το ίδιο είναι;
Το ίδιο για μένα, αντιγύρισε με βλέμμα που έκοβε γυαλί, και σαν πήρε να ζαλίζεται από τη μπύρα, άρχισε το τραγούδι “ξενιτεμένο μου πουλί, εκεί στα ξένα που ’σαι, να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει...” Ξεθάρρεψαν και τα παιδιά κι άρχισαν ένα δικό τους. Έκλαιγε η μάνα μου, έκλαιγαν κι αυτά. Άφωνοι παρακολουθήσαμε με τον πατέρα μου τη σκηνή που μόνο ένας Αγγελόπουλος θα γύριζε. Η μόνη διαφορά ήταν στην ομίχλη. Αυτή λες κι είχε μεταναστεύσει από το λιβάδι που δάκρυζε στα μάτια τους, τα θολωμένα από το τραγούδι. Κι όλο τους γέμιζε τα πιάτα κι όλο αναστέναζε.
Τρόμαξε ο πατέρας, το κίτρινο του φλουριού άρχισε να κοκκινίζει. Άμαθα από πολύ φαί και ποτό θα έπεφταν σαν τα κοτόπουλα που είχαν στο κοτέτσι. Σηκώθηκε, πήγε στο μαγεριό και έφτιαξε καφέδες για όλους. Γλυκό δεν βγάλαμε, δεν θα άντεχε κανείς μας. Αργά το απόγευμα, σαν έπεσε ο ήλιος κι ακούστηκε ο εσπερινός της γιορτής, τους ξεπροβοδίσαμε στην αυλή. Ένας, ένας μας έπιασαν τα χέρια, της μάνας τα φίλησαν. Τους έβαλε και στην τσέπη το αντίτιμο της δουλειάς και τους χαιρέτισε. Άιντε στο καλό γιε μ’, στην ευχή της Παναγίας που γιορτάζει αύριο, καλή στράτα να ’χετε και να τρώτε βρε, μη σας ξαναδεί η μάνα σας έτσι, φέξατε.
Άιντε μιρουπάφσιμ μάνα
Άιντε μιρουπφάσιμ.
Πηγή: artinews.gr
Αθηνά Παπανικολάου: Σχετικά με τον συντάκτη
Οι στίχοι: Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο - μωρέ ξένε μου - η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγω 'χω τον καημό σου. Tι να σου στείλω ξένε μου ν'αυτού στα ξένα πού 'σαι μωρέ ξένε μου, ν' αυτού στα ξένα πού 'σαι; Σου στέλνω μήλο, σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, σου στέλνω μοσχοστάφυλο, στο δρόμο σταφιδιάζει. Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ' ένα φτενό μαντήλι, το δάκρυ μου 'ναι καφτερό και καίει το μαντήλι.https://youtu.be/N8HzQhRpe4U
ΑπάντησηΔιαγραφή