Του Ντμίτρι Κερασίδη*
Ο χειμώνας θεωρείται ήδη η παραδοσιακή εποχή των μαζικών βομβαρδισμών στο Ντονμπάς, περιοχή που dejure θεωρείται Ανατολική Ουκρανία. Οι βομβαρδισμοί πραγματοποιούνται από βαρύ οπλισμό, σε αντίθεση με τις Συμφωνίες του Μινσκ αλλά και καθετί ανθρώπινο. Ιδιαίτερα τεταμένη είναι η κατάσταση στις παράλιες περιοχές της Λ.Δ Ντονιέτσκ, κοντά στο Νοβοαζόβσκ και τη Μαριούπολη. Στους ντόπιους κατοίκους δεν χρειάζονται πλέον χριστουγεννιάτικα βεγγαλικά – τα αντικαθιστούν «επάξια» οι πολεμικές ομοβροντίες, που φέρνουν καταστροφές και θάνατο. Από τις αρχές του 2020 οι κάτοικοι του Ντονμπάς έχουν υποδεχθεί ήδη πέντε φορές τέτοιου είδους «βεγγαλικά».
Τα βόρεια παράλια της Αζοφικής Θάλασσας, τα οποία εκτείνονται από τον Κόλπο του Σιβάς έως το Ροστόβ-να-Ντονού, είναι μια πυκνοκατοικημένη περιοχή με ήπιο κλίμα. Εδώ κατά μήκος της ακτής της Αζοφικής Θάλασσας βρίσκεται ένα μεγάλο πλήθος οικισμών, μεταξύ των οποίων και μεγάλες πόλεις. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής αυτής είναι Ρώσοι. Κατά τη σοβιετική περίοδο το μεγαλύτερο μέρος των βόρειων παραλίων της Αζοφικής δόθηκαν στην Ουκρανία, ωστόσο μέχρι το 2014 τα σύνορα ανάμεσα στη Ρωσία και αυτές τις περιοχές δεν τα λάμβανε κανείς στα σοβαρά – οι ντόπιοι συνήθισαν να θεωρούν αυτά τα μέρη ως μία ενιαία περιοχή. Τώρα όμως, εξαιτίας της έξαρσης των εθνικιστικών διαθέσεων στην Ουκρανία, αυτή η περιοχή (ακριβώς όπως και το Δυτικό Ντονμπάς, το οποίο εκτείνεται ακριβώς δίπλα) έχει γίνει θέατρο ατελείωτων στρατιωτικών συγκρούσεων.
Η τόσο υψηλή στρατιωτική δραστηριότητα σε αυτή τη ζώνη εξηγείται από τη μοναδική της στρατηγική τοποθεσία και το ανάγλυφο της γης της: ανάμεσα στους λόφους του Ντονμπάς και την Αζοφική Θάλασσα εκτείνεται ως επί το πλείστον μια πεδινή στέπα με εξαιρετική ορατότητα. Επιπλέον η απόσταση μέχρι τα σύνορα με τη Ρωσία είναι ελάχιστη. Διόλου τυχαία αρκετοί στρατιωτικοί αναλυτές απ’ όλον τον κόσμο αποκαλούν αυτή τη ζώνη ως «πέρασμα για το Ταγκανρόγκ» (στμ: η πρώτη ρωσική πόλη που συναντά κανείς όταν περάσει τα συγκεκριμένα σύνορα, ιδιαίτερη πατρίδα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Α. Π. Τσέχοβ) και γι’ αυτόν το λόγο φυλάσσεται ιδιαίτερα από τη ρωσική πλευρά. Εκτός αυτού, σε αυτές τις εκτάσεις υπάρχουν «νησίδες» δασών, στις οποίες μπορεί να κρυφτεί βαρύς οπλισμός και απ’ όπου μπορεί κανείς να πραγματοποιεί έλεγχο των στόχων του. Γι΄αυτό και οποιεσδήποτε «φαντασιώσεις» περί (φύτευσης) μεγάλων δασών σε αυτή την περιοχή είναι εντελώς εκτός θέματος.
Έτσι λοιπόν, στις 24 Ιανουαρίου 2015 κοντά στη Μαριούπολη ο ουκρανικός στρατός βομβάρδισε κατοικημένη περιοχή, σκοτώνοντας 30 ανθρώπους (στμ: αμάχους) και τραυματίζοντας άλλους 107. Τουλάχιστον 16 κτήρια υπέστησαν σοβαρές ζημιές ή κάηκαν εντελώς. Αυτό το γεγονός καταγράφηκε επίσημα από το Ειδικό Παρατηρητήριο του ΟΑΣΕ για την Ουκρανία. Την ίδια περίοδο η οργάνωση Human Rights Watchεπι βεβαίωσε, ότι ο κυβερνητικός στρατός της Ουκρανίας φέρει την ευθύνη για την πλειονότητα ανάλογων περιστατικών. Αντίθετα, η διεθνής ομάδα διαδικτυακών ερευνών Bellingcat (στμ: για τον βρόμικο ρόλο και την «ύποπτη» χρηματοδότηση της οποίας έχουμε γράψει στο παρελθόν) ισχυριζόταν, ότι «ανακάλυψε» τους ενόχους για τον συστηματικό αφανισμό του άμαχου πληθυσμού στο πρόσωπο ορισμένων μαχητών των Ενόπλων Δυνάμεων της Λ.Δ Ντονιέτσκ και κάποιων Ρώσων αξιωματικών που τους βοηθούσαν.
Κατά την άποψη του Bellingcat, για τον σκοπό αυτό είχαν μεταφερθεί ειδικά από τη Ρωσία κοντά στη Μαριούπολη δύο συστοιχίες πυραύλων με διαταγή του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων της Λ.Δ Ντονιέτσκ. Ως «αποδεικτικά στοιχεία» το Bellingcat παρουσίασε μόνο κάποιες καταγραφές τηλεφωνικών συνομιλιών, τις οποίες έλαβε από τα Σώματα Ασφαλείας της Ουκρανίας. Η αυθεντικότητά τους μέχρι και σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί. Και αυτό τουλάχιστον λόγω του γεγονότος, ότι τους ηχητικούς φακέλους (audiofiles) τους έλαβε ξεχωριστά από τα μετα-δεδομένα (meta-data). Σε αυτήν την περίπτωση είναι εύκολο να αλλοιωθούν τα όποια στοιχεία, δεδομένου ότι την αυθεντικότητα των συνομιλιών το Bellingcat την έλεγξε με τη βοήθεια της ίδιας πηγής, απ’ όπου τις έλαβε!!! Εκτός αυτού, οι στρατιωτικές διαταγές συνήθως δίνονται μέσω ασυρμάτων και όχι μέσω… κινητών τηλεφώνων!... Επιπλέον, το Bellingcat δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τις γεωγραφικές συντεταγμένες των στόχων, κάτι που του στερεί κάθε βάση για να κατηγορήσει συγκεκριμένους αξιωματικούς για βομβαρδισμούς (αμάχων).
Είναι αξιοπερίεργο το να εξετάσει κανείς σε ποια ακριβώς κτήρια κατέληξαν με μεγάλη ακρίβεια τα βλήματα από τον βομβαρδισμό. Ήταν δύο σχολεία, σκεπαστές αγορές και πολυκατοικίες. Αυτά τα στοιχεία τα επιβεβαίωσε και το Ειδικό Παρατηρητήριο του ΟΑΣΕ για την Ουκρανία. Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν τουλάχιστον την ανεπαρκή προσοχή των αντιμαχόμενων πλευρών (και πρώτα απ’ όλα της ίδιας της ουκρανικής κυβέρνησης) στην παροχή ασφάλειας στον άμαχο πληθυσμό στις περιοχές όπου εξελίσσονται στρατιωτικές επιχειρήσεις. Παρόμοια περιστατικά βομβαρδισμού του άμαχου πληθυσμού από τον Στρατό της ίδιας του της χώρας έχουν παρατηρηθεί και παλιότερα, για παράδειγμα στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί, ωστόσο, οι κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές.
Τον επόμενο χειμώνα, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2016, παρά την υπογραφή των Συμφωνιών του Μινσκ, οι μαζικοί βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αντάλλασσαν πυρά. Καταστράφηκαν 10 σπίτια και εγκαταστάσεις κοινωνικών υποδομών. Και πάλι χρησιμοποιήθηκαν βαρέα όπλα – για τους βομβαρδισμούς χρησιμοποιήθηκαν συστήματα «Grad», «Uragan» και άλλα παρόμοια. Το μέγιστο βεληνεκές των δύο προαναφερθέντων συστημάτων είναι 20 και 35 χιλιόμετρα αντίστοιχα. Ο βαρύς οπλισμός αυτού του τύπου είναι ικανός να επιφέρει ακριβή και ξαφνικά χτυπήματα σε επίγειους στόχους. Η χρήση τέτοιου οπλισμού σε παραθαλάσσιες περιοχές με πυκνή δόμηση έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική και κάθε ηθικό κανόνα.
Κατά την αρχή του 2017 και του 2018 η ζώνη αυτή βομβαρδίστηκε και πάλι, αν και αυτούς τους βομβαρδισμούς δεν θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει «μαζικούς». Τα επόμενα χρόνια ο ουκρανικός στρατός πραγματοποιούσε βομβαρδισμούς των αντίπαλων θέσεων από την πλευρά των χωριών Σιρόκινο και Ταλακόβκα, ενώ οι μαχητές της Λ.Δ Ντονιέτσκ απαντούσαν με ανάλογο τρόπο στα πυρά που δέχονταν. Και πάλι τα θύματα αυτής της ιστορίας ήταν οι ντόπιοι (άμαχοι) κάτοικοι.
Γενικά η τακτική διεξαγωγής πολέμου μέσω του βομβαρδισμού κατοικημένων περιοχών παραμένει σε ισχύ, κάτι που αποτελεί εμπόδιο για τη διαδικασία ειρήνευσης στην περιοχή. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι αμφότερες οι αντιμαχόμενες πλευρές συνηθίζουν να αλληλοκατηγορούνται σε περιπτώσεις ανάλογων παραβιάσεων.
*Ο Ντμίτρι (Δημήτρης) Κερασίδης είναι Ρώσος, ελληνικής καταγωγής, δημοσιογράφος, μπλόγκερ και θρησκειολόγος.
**Μετάφραση από τα Ρωσικά: Βασίλης Μακρίδης
Η Σφήκα: Συντακτών μας
Ο χειμώνας θεωρείται ήδη η παραδοσιακή εποχή των μαζικών βομβαρδισμών στο Ντονμπάς, περιοχή που dejure θεωρείται Ανατολική Ουκρανία. Οι βομβαρδισμοί πραγματοποιούνται από βαρύ οπλισμό, σε αντίθεση με τις Συμφωνίες του Μινσκ αλλά και καθετί ανθρώπινο. Ιδιαίτερα τεταμένη είναι η κατάσταση στις παράλιες περιοχές της Λ.Δ Ντονιέτσκ, κοντά στο Νοβοαζόβσκ και τη Μαριούπολη. Στους ντόπιους κατοίκους δεν χρειάζονται πλέον χριστουγεννιάτικα βεγγαλικά – τα αντικαθιστούν «επάξια» οι πολεμικές ομοβροντίες, που φέρνουν καταστροφές και θάνατο. Από τις αρχές του 2020 οι κάτοικοι του Ντονμπάς έχουν υποδεχθεί ήδη πέντε φορές τέτοιου είδους «βεγγαλικά».
Τα βόρεια παράλια της Αζοφικής Θάλασσας, τα οποία εκτείνονται από τον Κόλπο του Σιβάς έως το Ροστόβ-να-Ντονού, είναι μια πυκνοκατοικημένη περιοχή με ήπιο κλίμα. Εδώ κατά μήκος της ακτής της Αζοφικής Θάλασσας βρίσκεται ένα μεγάλο πλήθος οικισμών, μεταξύ των οποίων και μεγάλες πόλεις. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής αυτής είναι Ρώσοι. Κατά τη σοβιετική περίοδο το μεγαλύτερο μέρος των βόρειων παραλίων της Αζοφικής δόθηκαν στην Ουκρανία, ωστόσο μέχρι το 2014 τα σύνορα ανάμεσα στη Ρωσία και αυτές τις περιοχές δεν τα λάμβανε κανείς στα σοβαρά – οι ντόπιοι συνήθισαν να θεωρούν αυτά τα μέρη ως μία ενιαία περιοχή. Τώρα όμως, εξαιτίας της έξαρσης των εθνικιστικών διαθέσεων στην Ουκρανία, αυτή η περιοχή (ακριβώς όπως και το Δυτικό Ντονμπάς, το οποίο εκτείνεται ακριβώς δίπλα) έχει γίνει θέατρο ατελείωτων στρατιωτικών συγκρούσεων.
Η τόσο υψηλή στρατιωτική δραστηριότητα σε αυτή τη ζώνη εξηγείται από τη μοναδική της στρατηγική τοποθεσία και το ανάγλυφο της γης της: ανάμεσα στους λόφους του Ντονμπάς και την Αζοφική Θάλασσα εκτείνεται ως επί το πλείστον μια πεδινή στέπα με εξαιρετική ορατότητα. Επιπλέον η απόσταση μέχρι τα σύνορα με τη Ρωσία είναι ελάχιστη. Διόλου τυχαία αρκετοί στρατιωτικοί αναλυτές απ’ όλον τον κόσμο αποκαλούν αυτή τη ζώνη ως «πέρασμα για το Ταγκανρόγκ» (στμ: η πρώτη ρωσική πόλη που συναντά κανείς όταν περάσει τα συγκεκριμένα σύνορα, ιδιαίτερη πατρίδα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Α. Π. Τσέχοβ) και γι’ αυτόν το λόγο φυλάσσεται ιδιαίτερα από τη ρωσική πλευρά. Εκτός αυτού, σε αυτές τις εκτάσεις υπάρχουν «νησίδες» δασών, στις οποίες μπορεί να κρυφτεί βαρύς οπλισμός και απ’ όπου μπορεί κανείς να πραγματοποιεί έλεγχο των στόχων του. Γι΄αυτό και οποιεσδήποτε «φαντασιώσεις» περί (φύτευσης) μεγάλων δασών σε αυτή την περιοχή είναι εντελώς εκτός θέματος.
Έτσι λοιπόν, στις 24 Ιανουαρίου 2015 κοντά στη Μαριούπολη ο ουκρανικός στρατός βομβάρδισε κατοικημένη περιοχή, σκοτώνοντας 30 ανθρώπους (στμ: αμάχους) και τραυματίζοντας άλλους 107. Τουλάχιστον 16 κτήρια υπέστησαν σοβαρές ζημιές ή κάηκαν εντελώς. Αυτό το γεγονός καταγράφηκε επίσημα από το Ειδικό Παρατηρητήριο του ΟΑΣΕ για την Ουκρανία. Την ίδια περίοδο η οργάνωση Human Rights Watchεπι βεβαίωσε, ότι ο κυβερνητικός στρατός της Ουκρανίας φέρει την ευθύνη για την πλειονότητα ανάλογων περιστατικών. Αντίθετα, η διεθνής ομάδα διαδικτυακών ερευνών Bellingcat (στμ: για τον βρόμικο ρόλο και την «ύποπτη» χρηματοδότηση της οποίας έχουμε γράψει στο παρελθόν) ισχυριζόταν, ότι «ανακάλυψε» τους ενόχους για τον συστηματικό αφανισμό του άμαχου πληθυσμού στο πρόσωπο ορισμένων μαχητών των Ενόπλων Δυνάμεων της Λ.Δ Ντονιέτσκ και κάποιων Ρώσων αξιωματικών που τους βοηθούσαν.
Κατά την άποψη του Bellingcat, για τον σκοπό αυτό είχαν μεταφερθεί ειδικά από τη Ρωσία κοντά στη Μαριούπολη δύο συστοιχίες πυραύλων με διαταγή του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων της Λ.Δ Ντονιέτσκ. Ως «αποδεικτικά στοιχεία» το Bellingcat παρουσίασε μόνο κάποιες καταγραφές τηλεφωνικών συνομιλιών, τις οποίες έλαβε από τα Σώματα Ασφαλείας της Ουκρανίας. Η αυθεντικότητά τους μέχρι και σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί. Και αυτό τουλάχιστον λόγω του γεγονότος, ότι τους ηχητικούς φακέλους (audiofiles) τους έλαβε ξεχωριστά από τα μετα-δεδομένα (meta-data). Σε αυτήν την περίπτωση είναι εύκολο να αλλοιωθούν τα όποια στοιχεία, δεδομένου ότι την αυθεντικότητα των συνομιλιών το Bellingcat την έλεγξε με τη βοήθεια της ίδιας πηγής, απ’ όπου τις έλαβε!!! Εκτός αυτού, οι στρατιωτικές διαταγές συνήθως δίνονται μέσω ασυρμάτων και όχι μέσω… κινητών τηλεφώνων!... Επιπλέον, το Bellingcat δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τις γεωγραφικές συντεταγμένες των στόχων, κάτι που του στερεί κάθε βάση για να κατηγορήσει συγκεκριμένους αξιωματικούς για βομβαρδισμούς (αμάχων).
Είναι αξιοπερίεργο το να εξετάσει κανείς σε ποια ακριβώς κτήρια κατέληξαν με μεγάλη ακρίβεια τα βλήματα από τον βομβαρδισμό. Ήταν δύο σχολεία, σκεπαστές αγορές και πολυκατοικίες. Αυτά τα στοιχεία τα επιβεβαίωσε και το Ειδικό Παρατηρητήριο του ΟΑΣΕ για την Ουκρανία. Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν τουλάχιστον την ανεπαρκή προσοχή των αντιμαχόμενων πλευρών (και πρώτα απ’ όλα της ίδιας της ουκρανικής κυβέρνησης) στην παροχή ασφάλειας στον άμαχο πληθυσμό στις περιοχές όπου εξελίσσονται στρατιωτικές επιχειρήσεις. Παρόμοια περιστατικά βομβαρδισμού του άμαχου πληθυσμού από τον Στρατό της ίδιας του της χώρας έχουν παρατηρηθεί και παλιότερα, για παράδειγμα στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί, ωστόσο, οι κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές.
Τον επόμενο χειμώνα, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2016, παρά την υπογραφή των Συμφωνιών του Μινσκ, οι μαζικοί βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αντάλλασσαν πυρά. Καταστράφηκαν 10 σπίτια και εγκαταστάσεις κοινωνικών υποδομών. Και πάλι χρησιμοποιήθηκαν βαρέα όπλα – για τους βομβαρδισμούς χρησιμοποιήθηκαν συστήματα «Grad», «Uragan» και άλλα παρόμοια. Το μέγιστο βεληνεκές των δύο προαναφερθέντων συστημάτων είναι 20 και 35 χιλιόμετρα αντίστοιχα. Ο βαρύς οπλισμός αυτού του τύπου είναι ικανός να επιφέρει ακριβή και ξαφνικά χτυπήματα σε επίγειους στόχους. Η χρήση τέτοιου οπλισμού σε παραθαλάσσιες περιοχές με πυκνή δόμηση έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική και κάθε ηθικό κανόνα.
Κατά την αρχή του 2017 και του 2018 η ζώνη αυτή βομβαρδίστηκε και πάλι, αν και αυτούς τους βομβαρδισμούς δεν θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει «μαζικούς». Τα επόμενα χρόνια ο ουκρανικός στρατός πραγματοποιούσε βομβαρδισμούς των αντίπαλων θέσεων από την πλευρά των χωριών Σιρόκινο και Ταλακόβκα, ενώ οι μαχητές της Λ.Δ Ντονιέτσκ απαντούσαν με ανάλογο τρόπο στα πυρά που δέχονταν. Και πάλι τα θύματα αυτής της ιστορίας ήταν οι ντόπιοι (άμαχοι) κάτοικοι.
Γενικά η τακτική διεξαγωγής πολέμου μέσω του βομβαρδισμού κατοικημένων περιοχών παραμένει σε ισχύ, κάτι που αποτελεί εμπόδιο για τη διαδικασία ειρήνευσης στην περιοχή. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι αμφότερες οι αντιμαχόμενες πλευρές συνηθίζουν να αλληλοκατηγορούνται σε περιπτώσεις ανάλογων παραβιάσεων.
*Ο Ντμίτρι (Δημήτρης) Κερασίδης είναι Ρώσος, ελληνικής καταγωγής, δημοσιογράφος, μπλόγκερ και θρησκειολόγος.
**Μετάφραση από τα Ρωσικά: Βασίλης Μακρίδης
Η Σφήκα: Συντακτών μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου