Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Ίσως να μην είναι ακόμη πολύ καλά ορατό -ιδιαίτερα τώρα που φαίνεται να υπάρχει μια ύφεση- αλλά φαίνεται πως η πανδημία αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, καθώς και τη σχέση μας με τον κόσμο, αλλά και την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων (τι θεωρούμε σημαντικό και τι όχι) μέσα σ’ αυτόν.
Στην πραγματικότητα, μάλλον κάπως ανεπαίσθητα, ο Covid-19 διεύρυνε την αντίληψη που είχαμε για την μοναδική και ανεπανάληπτη (sic) «πάρτη» μας, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερο τον Άλλο. Κι’ αυτό ακριβώς γιατί, κάπως ξαφνικά, ο Άλλος έγινε κρίσιμος παράγοντας της κοινωνικής μας συμπεριφοράς, αλλά και της υγείας μας. Ο απέναντι Άλλος εισέβαλε στη ζωή μας, με τρόπο που δεν μας επιτρέπεται πλέον να αδιαφορήσουμε γι’ αυτόν, παραμένοντας κλεισμένοι στο προστατευτικό κέλυφος της περίκλειστης ατομικότητας μας. Δηλαδή, η ψυχολογία της πανδημίας «σπρώχνει» τον Εαυτό σε μια μεγαλύτερη αναγνώριση του «εμείς» και σε μια υποχώρηση του «εγώ». Στην θέση των παλαιότερων απομονωμένων ατομικοτήτων, αρχίζουν έτσι και διαμορφώνονται διάφορα «εμείς» σε αντίστιξη με διάφορους «αυτούς». Είδαμε, για παράδειγμα, τους Έλληνες να τα καταφέρνουν καλύτερα -στην αντιμετώπιση της πανδημίας- σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, είδαμε τους Κινέζους να τα καταφέρνουν καλύτερα από τους Αμερικανούς, αλλά είδαμε και τις φτωχές έγχρωμες κοινότητες να «χτυπιούνται» περισσότερο απ’ ότι οι πλούσιοι λευκοί. Είδαμε ακόμη τους κατοίκους των ελληνικών νησιών να ανησυχούν για το δικό τους «εμείς», μπροστά στην απειλή εισβολής των αστών της μητρόπολης. Οι παγκόσμιοι συγκριτικοί, ανά κράτος, χάρτες εξέλιξης της πανδημίας έδιναν επίσης καθημερινά και ανάγλυφα τις καθοριστικές για το κάθε «εμείς» συγκρίσεις.
Προκύπτει έτσι μια ανάδυση των κοινωνικών ταυτοτήτων, καθώς, όπως ορίζει η θεωρία των κοινωνικών ταυτοτήτων, (Tajfel & Turner, 1979), γνωρίζουμε ποιοι είμαστε (και τι να κάνουμε) συγκρίνοντας «εμάς» με «αυτούς». Κάπως άγαρμπα, είναι η αλήθεια, τα απομονωμένα άτομα του μετανεωτερικού καπιταλισμού επιχειρούν να αποκτήσουν μια αίσθηση θετικής, διακριτής και διαρκούς κοινωνικής ταυτότητας, που να είναι κάτι περισσότερο από την κοινωνική ταυτότητα της αθλητικής ομάδας που τόσο αγαπήσαμε στο παρελθόν. Διψάμε, στην πραγματικότητα, για μια κοινωνική ταυτότητα που να είναι διαφορετική, καλύτερη και κυρίως πιο ανθεκτική από «αυτούς». Ακόμη και η τόσο περιφρονημένη ελληνική ταυτότητα, «πουλήθηκε» από τους συστημικούς μηχανισμούς της ελίτ που κυβερνά και έγινε ανάρπαστη από το πελατειακό κοινό, που είχε να πανηγυρίσει κάποιο συλλογικό επίτευγμα από το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 2004, που ήταν «τρελός ο Γερμανός» και λοιπά και λοιπά. Είναι επίσης βέβαιο ότι, στην ίδια κατεύθυνση, όλες οι ηγετικές ελίτ των διαφόρων κρατών έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να δημιουργήσουν μια αίσθηση θετικής κοινωνικής ταυτότητας, αφού ανταποκρίθηκαν καλύτερα στην αντιμετώπιση της πανδημίας απ’ ότι «αυτοί». Με τον τρόπο αυτό, θολά ακόμη, διαμορφώνεται παγκόσμια μια ανάδυση των εθνικών, των περιφερειακών και των φυλετικών κοινωνικών ταυτοτήτων, το κύμα της οποίας ξέρουμε πολύ καλά ποιοι θα σπεύσουν να «καβαλήσουν» και να χειραγωγήσουν.
Βέβαια, πάντα υπάρχει και η αδήριτη, που λένε -για να μην την πουν «κουφάλα»- κοινωνική πραγματικότητα, η οποία τείνει να περιορίζει το θετικό πρόσημο που οι κυρίαρχες τάξεις επιχειρούν να επιβάλλουν και να αποκαλύπτει ότι για κάποια στρώματα αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου θετικό. Και η πανδημία το ανέδειξε και αυτό, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Κι έτσι όσο κι αν οι κυρίαρχες ομάδες κάνουν ότι μπορούν για να διατηρήσουν τη δεσπόζουσα θέση τους, οι ομάδες που βρίσκονται σε δυσμενέστερη κατάσταση βλέπουν τώρα με καλύτερη όραση τις συγκρίσεις με τους «αυτούς», επιβεβαιώνοντας τη δυσμενή θέση τους που καθιστά την δική τους κοινωνική ομάδα μη ελκυστική και, ίσως, και μη βιώσιμη. Κι έτσι δεν έχουν άλλο δρόμο παρά να παλέψουν για να πετύχουν τη βελτίωση της δικιάς τους συλλογικής ταυτότητας, έτσι καθώς αναδύεται πιεστική τώρα μέσα από την πανδημία. Το κίνημα «Ι can’t breathe» είναι ακριβώς αυτό.
Με βάση τη σχετική θεωρία οι κοινωνικές ταυτότητες διαμορφώνονται από τρεις κρίσιμους παράγοντες: την ιστορία, το πλαίσιο και την κοινωνική επιρροή. Με άλλα λόγια οι συγκρίσεις με τους «αυτοί» μας βοηθούν να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε, αλλά το ποια κοινωνική ταυτότητα -μέσα από μια μεγάλη γκάμα επιλογών- θα επιλέξουμε εξαρτάται τελικά από τους τρείς αυτούς παράγοντες. Για παράδειγμα, μπορεί να είμαι Ευρωπαίος, Έλληνας, δημόσιος υπάλληλος και ολυμπιακός και λοιπά. Ή μπορεί να είμαι μαύρος, άνεργος, μέλος της τοπικής κοινότητας του Queens και φίλαθλος των New York Mets και δεν ξέρω τι άλλο. Ποια απ’ όλες τις ταυτότητες θα επιλέξω μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο να υιοθετήσω; Εδώ υπεισέρχεται ο «ταυτοτικός πυροδότης» της πανδημίας. Με την υπαγωγή μου, δηλαδή, σε ποια κοινωνική ταυτότητα-ομάδα θεωρώ ότι θα ανταποκριθώ καλύτερα στο κρίσιμο ζήτημα της πανδημίας; Σίγουρα δεν έχει και πολύ νόημα να επιλέξω την ταυτότητα «ολυμπιακός» ή φίλαθλος των «New York Mets», καθώς τίθεται επιτακτικό το ζήτημα αναζήτησης της ασφάλειας μου. Μπορεί όμως να ορίσω τον εαυτό μου ως Έλληνα, αν στην υποκειμενική μου αντίληψη αυτή η κατηγορία-ταυτότητα έχει θετικό πρόσημο σε σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τι γίνεται όμως αν η φυλετική μου ταυτότητα ως φτωχός αφροαμερικανός με ορίζει ως ομάδα υψηλότερου κινδύνου σε σχέση με τους πλούσιους λευκούς; Η κοινωνική μου ταυτότητα -από την οποία επίσης δεν γίνεται να διαφύγω- φορτίζεται, δηλαδή, μ’ ένα αρνητικό πρόσημο, λόγω της πανδημίας-και όχι μόνο.
Εδώ υπεισέρχεται ακόμη ένας παράγοντας. Η κοινωνική επιρροή. Δηλαδή, η επιλογή της ταυτότητας στην οποία θα υπαχθώ, εξαρτάται επίσης από την ενθάρρυνση των άλλων μελών της ομάδας στο να ορίσω έτσι τον εαυτό μου. Εύλογα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δεν υπάρχουν και πάρα πολλοί που θα ενθαρρύνουν τους άλλους να υπαχθούν στην ταυτότητα Έλληνας, αφού ακόμη και αυτή η ενθάρρυνση είναι φορτισμένη αρνητικά-για λόγους που διαφεύγουν της έκτασης του παρόντος άρθρου, αλλά κυρίως γιατί δεν υπάρχουν και πολλοί που πιστεύουν ότι η ένταξη τους στην ομάδα «Έλληνες» θα τους βοηθούσε να επιτύχουν μια θετική αίσθηση ατομικής ταυτότητας. Από την άλλη η ένταξη στην ταυτότητα «αφροαμερικανός» μπορεί να αποδώσει μια θετική αίσθηση ταυτότητας, που «πατάει» τόσο στην κοινωνική ιστορία των ΗΠΑ, όσο και στην ανάγκη βελτίωσης της κοινωνικής θέσης της ομάδας αυτής σε σχέση με τους «αυτούς-άλλους», ιδιαίτερα μάλιστα στο παρόν ιστορικό πλαίσιο της απειλής του Covid-19.
Έτσι, σε ότι αφορά την υπαγωγή στην Ελληνική ταυτότητα, φαίνεται ότι αυτή δεν αποδίδει και ιδιαίτερα θετική αίσθηση, ενώ υπάρχει πάντα η ευκαιρία να αποχωρήσει κανείς, έστω φαντασιακά απ’ αυτήν -ορίζοντας για παράδειγμα τον εαυτό του ως Ευρωπαίο- όπως επίσης η δυνατότητα αλλαγής της θέσης της ομάδας στο διεθνές προσκήνιο μοιάζει αδύνατη-με βάση και την πρόσφατη μνημονιακή εμπειρία. Η κατάσταση στην ομάδα αυτή φαίνεται απίθανο να αλλάξει.
Αντιθέτως σε ότι αφορά στην αφροαμερικανική ταυτότητα, φαίνεται ότι αυτή μπορεί να αποδίδει μια θετική αίσθηση, παρά τις εμφανείς διακρίσεις σε βάρος της, ενώ η ευκαιρία φαντασιωσικής αποχώρησης είναι ελάχιστη καθώς το αμερικανικό όνειρο γίνεται όλο και πιο πολύ εφιάλτης και, τέλος, οι δυναμικές κινητοποιήσεις δείχνουν τις δυνατότητες αλλαγής της θέσης της ομάδας αυτής στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Επομένως η κατάσταση στην ομάδα αυτή φαίνεται πιθανόν να μπορεί να αλλάξει.
Συμπερασματικά η «Ελληνική» ταυτότητα δεν είναι ελκυστική (καθώς έχει στιγματιστεί και βρίσκεται σε μειονεκτική θέση) και έτσι τα μέλη της ομάδας αυτής θα προχωρούν σε περισσότερο ή λιγότερο ατομικές λύσεις ή σε ευρωκεντρικές αναπληρώσεις, δυσκολεύοντας τη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου που θα μπορούσε να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση, τόσο εντός της ίδιας της κοινωνίας, όσο και στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Η απειλή της πανδημίας, δηλαδή, θα αυξάνει, εν τέλει, τον ατομοκεντρισμό.
Από την άλλη, η κοινότητα των μαύρων στις ΗΠΑ, καθώς θα απομακρύνεται από ατομικιστικές ιδεολογίες, θα συγκροτείται όλο και πιο πολύ γύρω από την φυλετική ή και ταξική ταυτότητα κοινωνική της ταυτότητα, διεκδικώντας, με αφορμή την πανδημία, μια καλύτερη θέση σε σχέση με τις ηγεμονικές τάξεις.
* To άρθρο είναι στηριγμένο και στο βιβλίο “Together Apart – The Psychology of Covid-19” των Jolanda Jetten, Stephen Reicher, S. Alexander Haslam & Tegan Cruwys.
Πηγή: 3pointmagazine.gr
Αντώνης Ανδρουλιδάκης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Ίσως να μην είναι ακόμη πολύ καλά ορατό -ιδιαίτερα τώρα που φαίνεται να υπάρχει μια ύφεση- αλλά φαίνεται πως η πανδημία αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, καθώς και τη σχέση μας με τον κόσμο, αλλά και την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων (τι θεωρούμε σημαντικό και τι όχι) μέσα σ’ αυτόν.
Στην πραγματικότητα, μάλλον κάπως ανεπαίσθητα, ο Covid-19 διεύρυνε την αντίληψη που είχαμε για την μοναδική και ανεπανάληπτη (sic) «πάρτη» μας, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερο τον Άλλο. Κι’ αυτό ακριβώς γιατί, κάπως ξαφνικά, ο Άλλος έγινε κρίσιμος παράγοντας της κοινωνικής μας συμπεριφοράς, αλλά και της υγείας μας. Ο απέναντι Άλλος εισέβαλε στη ζωή μας, με τρόπο που δεν μας επιτρέπεται πλέον να αδιαφορήσουμε γι’ αυτόν, παραμένοντας κλεισμένοι στο προστατευτικό κέλυφος της περίκλειστης ατομικότητας μας. Δηλαδή, η ψυχολογία της πανδημίας «σπρώχνει» τον Εαυτό σε μια μεγαλύτερη αναγνώριση του «εμείς» και σε μια υποχώρηση του «εγώ». Στην θέση των παλαιότερων απομονωμένων ατομικοτήτων, αρχίζουν έτσι και διαμορφώνονται διάφορα «εμείς» σε αντίστιξη με διάφορους «αυτούς». Είδαμε, για παράδειγμα, τους Έλληνες να τα καταφέρνουν καλύτερα -στην αντιμετώπιση της πανδημίας- σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, είδαμε τους Κινέζους να τα καταφέρνουν καλύτερα από τους Αμερικανούς, αλλά είδαμε και τις φτωχές έγχρωμες κοινότητες να «χτυπιούνται» περισσότερο απ’ ότι οι πλούσιοι λευκοί. Είδαμε ακόμη τους κατοίκους των ελληνικών νησιών να ανησυχούν για το δικό τους «εμείς», μπροστά στην απειλή εισβολής των αστών της μητρόπολης. Οι παγκόσμιοι συγκριτικοί, ανά κράτος, χάρτες εξέλιξης της πανδημίας έδιναν επίσης καθημερινά και ανάγλυφα τις καθοριστικές για το κάθε «εμείς» συγκρίσεις.
Προκύπτει έτσι μια ανάδυση των κοινωνικών ταυτοτήτων, καθώς, όπως ορίζει η θεωρία των κοινωνικών ταυτοτήτων, (Tajfel & Turner, 1979), γνωρίζουμε ποιοι είμαστε (και τι να κάνουμε) συγκρίνοντας «εμάς» με «αυτούς». Κάπως άγαρμπα, είναι η αλήθεια, τα απομονωμένα άτομα του μετανεωτερικού καπιταλισμού επιχειρούν να αποκτήσουν μια αίσθηση θετικής, διακριτής και διαρκούς κοινωνικής ταυτότητας, που να είναι κάτι περισσότερο από την κοινωνική ταυτότητα της αθλητικής ομάδας που τόσο αγαπήσαμε στο παρελθόν. Διψάμε, στην πραγματικότητα, για μια κοινωνική ταυτότητα που να είναι διαφορετική, καλύτερη και κυρίως πιο ανθεκτική από «αυτούς». Ακόμη και η τόσο περιφρονημένη ελληνική ταυτότητα, «πουλήθηκε» από τους συστημικούς μηχανισμούς της ελίτ που κυβερνά και έγινε ανάρπαστη από το πελατειακό κοινό, που είχε να πανηγυρίσει κάποιο συλλογικό επίτευγμα από το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 2004, που ήταν «τρελός ο Γερμανός» και λοιπά και λοιπά. Είναι επίσης βέβαιο ότι, στην ίδια κατεύθυνση, όλες οι ηγετικές ελίτ των διαφόρων κρατών έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να δημιουργήσουν μια αίσθηση θετικής κοινωνικής ταυτότητας, αφού ανταποκρίθηκαν καλύτερα στην αντιμετώπιση της πανδημίας απ’ ότι «αυτοί». Με τον τρόπο αυτό, θολά ακόμη, διαμορφώνεται παγκόσμια μια ανάδυση των εθνικών, των περιφερειακών και των φυλετικών κοινωνικών ταυτοτήτων, το κύμα της οποίας ξέρουμε πολύ καλά ποιοι θα σπεύσουν να «καβαλήσουν» και να χειραγωγήσουν.
Βέβαια, πάντα υπάρχει και η αδήριτη, που λένε -για να μην την πουν «κουφάλα»- κοινωνική πραγματικότητα, η οποία τείνει να περιορίζει το θετικό πρόσημο που οι κυρίαρχες τάξεις επιχειρούν να επιβάλλουν και να αποκαλύπτει ότι για κάποια στρώματα αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου θετικό. Και η πανδημία το ανέδειξε και αυτό, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Κι έτσι όσο κι αν οι κυρίαρχες ομάδες κάνουν ότι μπορούν για να διατηρήσουν τη δεσπόζουσα θέση τους, οι ομάδες που βρίσκονται σε δυσμενέστερη κατάσταση βλέπουν τώρα με καλύτερη όραση τις συγκρίσεις με τους «αυτούς», επιβεβαιώνοντας τη δυσμενή θέση τους που καθιστά την δική τους κοινωνική ομάδα μη ελκυστική και, ίσως, και μη βιώσιμη. Κι έτσι δεν έχουν άλλο δρόμο παρά να παλέψουν για να πετύχουν τη βελτίωση της δικιάς τους συλλογικής ταυτότητας, έτσι καθώς αναδύεται πιεστική τώρα μέσα από την πανδημία. Το κίνημα «Ι can’t breathe» είναι ακριβώς αυτό.
Με βάση τη σχετική θεωρία οι κοινωνικές ταυτότητες διαμορφώνονται από τρεις κρίσιμους παράγοντες: την ιστορία, το πλαίσιο και την κοινωνική επιρροή. Με άλλα λόγια οι συγκρίσεις με τους «αυτοί» μας βοηθούν να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε, αλλά το ποια κοινωνική ταυτότητα -μέσα από μια μεγάλη γκάμα επιλογών- θα επιλέξουμε εξαρτάται τελικά από τους τρείς αυτούς παράγοντες. Για παράδειγμα, μπορεί να είμαι Ευρωπαίος, Έλληνας, δημόσιος υπάλληλος και ολυμπιακός και λοιπά. Ή μπορεί να είμαι μαύρος, άνεργος, μέλος της τοπικής κοινότητας του Queens και φίλαθλος των New York Mets και δεν ξέρω τι άλλο. Ποια απ’ όλες τις ταυτότητες θα επιλέξω μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο να υιοθετήσω; Εδώ υπεισέρχεται ο «ταυτοτικός πυροδότης» της πανδημίας. Με την υπαγωγή μου, δηλαδή, σε ποια κοινωνική ταυτότητα-ομάδα θεωρώ ότι θα ανταποκριθώ καλύτερα στο κρίσιμο ζήτημα της πανδημίας; Σίγουρα δεν έχει και πολύ νόημα να επιλέξω την ταυτότητα «ολυμπιακός» ή φίλαθλος των «New York Mets», καθώς τίθεται επιτακτικό το ζήτημα αναζήτησης της ασφάλειας μου. Μπορεί όμως να ορίσω τον εαυτό μου ως Έλληνα, αν στην υποκειμενική μου αντίληψη αυτή η κατηγορία-ταυτότητα έχει θετικό πρόσημο σε σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τι γίνεται όμως αν η φυλετική μου ταυτότητα ως φτωχός αφροαμερικανός με ορίζει ως ομάδα υψηλότερου κινδύνου σε σχέση με τους πλούσιους λευκούς; Η κοινωνική μου ταυτότητα -από την οποία επίσης δεν γίνεται να διαφύγω- φορτίζεται, δηλαδή, μ’ ένα αρνητικό πρόσημο, λόγω της πανδημίας-και όχι μόνο.
Εδώ υπεισέρχεται ακόμη ένας παράγοντας. Η κοινωνική επιρροή. Δηλαδή, η επιλογή της ταυτότητας στην οποία θα υπαχθώ, εξαρτάται επίσης από την ενθάρρυνση των άλλων μελών της ομάδας στο να ορίσω έτσι τον εαυτό μου. Εύλογα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δεν υπάρχουν και πάρα πολλοί που θα ενθαρρύνουν τους άλλους να υπαχθούν στην ταυτότητα Έλληνας, αφού ακόμη και αυτή η ενθάρρυνση είναι φορτισμένη αρνητικά-για λόγους που διαφεύγουν της έκτασης του παρόντος άρθρου, αλλά κυρίως γιατί δεν υπάρχουν και πολλοί που πιστεύουν ότι η ένταξη τους στην ομάδα «Έλληνες» θα τους βοηθούσε να επιτύχουν μια θετική αίσθηση ατομικής ταυτότητας. Από την άλλη η ένταξη στην ταυτότητα «αφροαμερικανός» μπορεί να αποδώσει μια θετική αίσθηση ταυτότητας, που «πατάει» τόσο στην κοινωνική ιστορία των ΗΠΑ, όσο και στην ανάγκη βελτίωσης της κοινωνικής θέσης της ομάδας αυτής σε σχέση με τους «αυτούς-άλλους», ιδιαίτερα μάλιστα στο παρόν ιστορικό πλαίσιο της απειλής του Covid-19.
Έτσι, σε ότι αφορά την υπαγωγή στην Ελληνική ταυτότητα, φαίνεται ότι αυτή δεν αποδίδει και ιδιαίτερα θετική αίσθηση, ενώ υπάρχει πάντα η ευκαιρία να αποχωρήσει κανείς, έστω φαντασιακά απ’ αυτήν -ορίζοντας για παράδειγμα τον εαυτό του ως Ευρωπαίο- όπως επίσης η δυνατότητα αλλαγής της θέσης της ομάδας στο διεθνές προσκήνιο μοιάζει αδύνατη-με βάση και την πρόσφατη μνημονιακή εμπειρία. Η κατάσταση στην ομάδα αυτή φαίνεται απίθανο να αλλάξει.
Αντιθέτως σε ότι αφορά στην αφροαμερικανική ταυτότητα, φαίνεται ότι αυτή μπορεί να αποδίδει μια θετική αίσθηση, παρά τις εμφανείς διακρίσεις σε βάρος της, ενώ η ευκαιρία φαντασιωσικής αποχώρησης είναι ελάχιστη καθώς το αμερικανικό όνειρο γίνεται όλο και πιο πολύ εφιάλτης και, τέλος, οι δυναμικές κινητοποιήσεις δείχνουν τις δυνατότητες αλλαγής της θέσης της ομάδας αυτής στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Επομένως η κατάσταση στην ομάδα αυτή φαίνεται πιθανόν να μπορεί να αλλάξει.
Συμπερασματικά η «Ελληνική» ταυτότητα δεν είναι ελκυστική (καθώς έχει στιγματιστεί και βρίσκεται σε μειονεκτική θέση) και έτσι τα μέλη της ομάδας αυτής θα προχωρούν σε περισσότερο ή λιγότερο ατομικές λύσεις ή σε ευρωκεντρικές αναπληρώσεις, δυσκολεύοντας τη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου που θα μπορούσε να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση, τόσο εντός της ίδιας της κοινωνίας, όσο και στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Η απειλή της πανδημίας, δηλαδή, θα αυξάνει, εν τέλει, τον ατομοκεντρισμό.
Από την άλλη, η κοινότητα των μαύρων στις ΗΠΑ, καθώς θα απομακρύνεται από ατομικιστικές ιδεολογίες, θα συγκροτείται όλο και πιο πολύ γύρω από την φυλετική ή και ταξική ταυτότητα κοινωνική της ταυτότητα, διεκδικώντας, με αφορμή την πανδημία, μια καλύτερη θέση σε σχέση με τις ηγεμονικές τάξεις.
* To άρθρο είναι στηριγμένο και στο βιβλίο “Together Apart – The Psychology of Covid-19” των Jolanda Jetten, Stephen Reicher, S. Alexander Haslam & Tegan Cruwys.
Πηγή: 3pointmagazine.gr
Αντώνης Ανδρουλιδάκης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου