Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Οι άνθρωποι των κέντρων.

Παναγιώτης Οικονομίδης


Ήρθε στην Αθήνα την δεκαετία του 80.Σπουδές. Στο χωριό του στην ορεινή Κορινθία πήγαινε μόνο στις μεγάλες γιορτές και τον Αύγουστο. Έπιασε ένα μικρό δυάρι στην Ακομινάτου. Τρίτος όροφος χωρίς ασανσέρ. Κάτω από την πλατεία Ομονοίας. Στο κέντρο. Όταν τον ρωτούσαν που μένει έλεγε: 'Κέντρο".

Στην γκαρσονιέρα από πάνω του, στο δώμα έμενε μια πουτάνα. Η Σούλα. Δούλευε εκτός σπιτιού και κατά τα κέφια της. Σφιχτοχέρα και τσαούσα. Από τις λίγες που δεν είχαν νταβατζή. Τον τελευταίο που προσπάθησε να την βάλει στο χέρι τον βρήκαν στην Ακομινάτου φαρδύ πλατύ με τα μυαλά φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του. Στην τσέπη του ένα γράμμα αυτοχειρίας. Εύκολη δουλειά για την αστυνομία. Η υπόθεση έκλεισε σε δύο μέρες.

Στον ίδιο όροφο στο απέναντι διαμέρισμα τριών δωματίων η κυρία Κούλα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που σπάνια έβγαινε έξω λόγω που δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες. Πολλές φορές της έκανε τα ψώνια. Η κυρία Κούλα τον κερνούσε γλυκό του κουταλιού. Καρυδάκι, ντοματάκι, συκαλάκι. Της έστελνε η αδελφή της τακτικά από το χωριό τους στην Θεσσαλία πεσκέσια και εκείνη τα έφτιαχνε γλυκά για να μην χαλάνε. Τα έφερνε ο ανιψιός της ο Νώντας. Κάθε που ερχόταν ο Νώντας, ξεφόρτωνε τα τελάρα και τα σακούλια έπινε έναν καφέ γρήγορα, φιλούσε την θεία του και έφευγε. Την άλλη μέρα αξημέρωτα την κοπάναγε από της Σούλας. 

Στον δεύτερο έμενε μια οικογένεια με τρία παιδιά. Είχαν ενώσει το δυάρι με το τριάρι και είχαν ένα μεγάλο διαμέρισμα. Τα παιδιά, τρία αγόρια, από 6 μέχρι 7 ετών ήταν ανήμερα θηρία. Ο πατέρας τους έλειπε όλη την ημέρα στην βιοτεχνία και η μητέρα τους προσπαθούσε να τα ηρεμεί. Πάντα με μια γλυκιά και ήρεμη φωνή. Η καλύτερή τους ήταν να τον πετύχουν στην σκάλα και να τον αρχίζουν στις ερωτήσεις. 
"Γιατί φοράς αυτήν την αλυσίδα στην τσέπη σου;"  
"Γιατί βάζεις το παντελόνι μέσα από τις μπότες σου;"  
Αυτός απαντούσε με διάφορα αστεία και τους μοίραζε από μία καραμέλα. 

Στον πρώτο έμενε ο Ηλίας και η γυναίκα του η Μαρία. Αυτός είχε μαγαζί στην λαχαναγορά. Έφευγε την νύχτα και γύριζε κατά τις 11 το μεσημέρι. Έκανε ένα μπάνιο τραγουδώντας δυνατά να τον ακούνε όλα τα διαμερίσματα και κατέβαινε στο καφενείο για το εικοσιένα του. Το μεσημέρι γύριζε μισό μεθυσμένος και ανάλογα αν είχε χάσει ή κερδίσει,έδερνε την γυναίκα του ή την πηδούσε. Έτρωγε και ξεραινόταν στον ύπνο μέχρι το βράδυ. 

Στο ισόγειο, που μετά χρόνια είχε γίνει λίγο υπόγειο λόγω της αλλαγής στις στάθμες των δρόμων, υπήρχε ένα κλειδαράδικο και ένα μαγαζί που έφτιαχνε ταμπέλες. Το κλειδαράδικο το είχε ο Δημήτριος Πασαπόρτης. Η Μήτσος ήταν από τους τελευταίους τεχνίτες κλειθροποϊούς. Μπορούσε να κατασκευάσει κλειδί για οποιαδήποτε πόρτα και να ανοίξει οποιοδήποτε χρηματοκιβώτιο. Παλιός ναυτικός που ξεμπαρκάρισε νωρίς και έμαθε γρήγορα την δουλειά σε μια εποχή που οι πολυκατοικίες ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια στην Αθήνα. Είχε ένα Zundapp και εξυπηρετούσε από Κολωνό μέχρι Κυψέλη και Κολονάκι. Άνθρωπος εμπιστοσύνης. Και των πελατών του και της ασφάλειας. Πολύ συχνά τον καλούσαν να γνωματεύσει για περιπτώσεις διαρρήξεων. Το κατάστημα με τις πινακίδες το είχε ο Γιώργος. Το είχε ξεκινήσει ο πατέρας του ο Λευτέρης μετά τον πόλεμο το 1950 αλλά πέθανε νωρίς.Από καρκίνο είπαν.Έτσι το ανέλαβε ο γιος του. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός του. Παιδί προκομμένο και της πιάτσας.

Στο καφενείο στην πλατεία Βάθη δεν πήγαινε. Του θύμιζε το καφενείο του χωριού του. Βαριές μυρωδιές. Βλαστήμιες πάνω στην τσόχα και φτηνό ούζο. Ανηφόριζε κατά τα Εξάρχεια. Εκεί ήταν η ζωή της πόλης. Μπορούσες να συναντήσεις όλη την εναλλακτική μουσική σκηνή. Από την Αρλέτα μέχρι τον Σιδηρόπουλο. Καθόταν στην καφετέρια που ήταν στην πάνω πλευρά της πλατείας προς την Σπύρου Τρικούπη. Εκεί ήταν πιο ήρεμη η κατάσταση. 

Κανα δύο φορές την κοπάνισε εύκολα προς τα πάνω και βγήκε στην άλλη Τρικούπη. Τον έμαθαν σιγά σιγά τα γκαρσόνια. Άρχισε να έχει μικρές διακριτικές κουβέντες μαζί τους. Συστήθηκε σαν Μάρκος. Φραπέ γλυκό με πολύ γάλα. Δεν πήγαινε συχνά. Δύο ή τρεις φορές τον μήνα. Ίσως λίγο παραπάνω όταν άνοιγε ο καιρός. Περνούσε την ώρα του στο σπίτι φτιάχνοντας παζλ. Έψαχνε να βρει παζλ με πίνακες εξπρεσιονιστών από 1500 κομμάτια και πάνω. Όταν τον ρωτούσαν έλεγε ότι διάβαζε. Η σχολή ήταν απαιτητική.

Όποτε πήγαινε στο χωριό έμενε λίγες μέρες. Έβγαζε την αλυσίδα από το πορτοφόλι. Το σκουλαρίκι από το αυτί. Έβαζε ένα ίσιο τζίν παντελόνι και όχι κολλητό. Μπλούζες χωρίς Motorhed στάμπες και ένα απλό τζιν μπουφάν. Όπως όλα τα παιδιά της επαρχίας. Το μόνο που κρατούσε ίδιο ήταν τα τσιγάρα του. Camel. Στο καφενείο πήγαινε την πρώτη ημέρα και την τελευταία. 

"Καλώς τον μουλίξ" έλεγε ο καφετζής. Για την ακρίβεια ο γιός του καφετζή που ήταν συμμαθητές στο σχολείο. Μουλίξ ήταν το παρατσούκλι του. Το έβγαλαν έτσι γιατί όλους τους φώναζε μούλους και ήταν ειδήμων στον Αστερίξ. Ήξερε απ’ έξω όλες τις ιστορίες και όλες τις ατάκες. Ένοιωθε μια ικανοποίηση που είχε δικό του παρατσούκλι και δεν κληρονόμησε του πατέρα του. 

Τις ενδιάμεσες ημέρες της διαμονής του στο χωριό, τα βράδια κατέβαινε στο Κιάτο. Μιλούσε σε αγνώστους για τις γνωριμίες των Εξαρχείων. Αρλέτα, Άσιμος και άλλοι. Τα πρωϊνά ξυπνούσε αργά και καθόταν με την μάνα του στο σπίτι ή πήγαινε με τον πατέρα του στα χωράφια. "Να τελειώσεις με την σχολή να έρθεις να με βοηθήσεις. Μεγάλωσα πιά". Εκείνος δεν μιλούσε και συνέχιζε να δουλεύει με ζήλο.

Τα χωράφια που του αναλογούσαν, μετά από 15 χρόνια, έγιναν διαμέρισμα στην Αθήνα. Στο Κέντρο. Όχι στην Ακομινάτου αλλά στην Νεάπολη Εξαρχείων Τρίτος όροφος με ασανσέρ. Καθιστικό, σαλόνι και δύο υπνοδωμάτια. Το ένα είχε ένα μονό κρεβάτι με κόκκινο αμπαζούρ και ολόσωμο καθρέπτη σε ξύλινη οβάλ κορνίζα ανάμεσα σε δύο κατακόρυφους σκαλιστούς στύλους. Το άλλο το είχε κάνει χώρο εργασίας. Ένα πάγκος τετράγωνος με φως χαμηλά από πάνω του. Εκεί έφτιαχνε παζλ των 5000 κομματιών πια και παραπάνω. Σκεφτόταν ένα με 18000 κομμάτια που θα το έβαζε στο ταβάνι. Θα ήταν ο νυκτερινός ουρανός όπως φαίνεται από την Αθήνα. Αυτά για αργότερα όμως. 

Οι γνωστότεροι εξπρεσιονιστές και κυβιστές ζωγράφοι τεμαχισμένοι σε χιλιάδες κομματάκια, κρέμονταν στους τοίχους του σπιτιού του. Μοναδικές εξαιρέσεις η Αφροδίτη του Botticelli που κοσμεί την ορθογωνική καπνοδόχο του τζακιού και το τμήμα από την οροφή της CapelaSixtina με τον θεό και τον άνθρωπο στο ταβάνι της εισόδου. Δύο διακριτικά σποτ τον φώτιζαν το βράδυ. Το διαμέρισμα βρισκόταν στην Μαυρομιχάλη κοντά στο ΑΛΦΑΒΙΛ. Δυο βήματα από το γραφείο του στο υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ.

Συνέχιζε να κατεβαίνει στα Εξάρχεια για καφέ. Καπουτσίνο με αφρόγαλα. Άλλαξε στέκι. Στην πάνω πλευρά της πλατείας. Απέναντι από το ΒΟΧ. Κατέβαινε πάντα από τα σκαλάκια της Θεμιστοκλέους. Το ταξί τον άφηνε στην Καλλιδρομίου. Πήγαινε πρώτα στο περίπτερο στην γωνία της πλατείας να αγοράσει την Ελευθεροτυπία. Έπιανε τραπέζι κοντά στη τζαμαρία. Χειμώνα καλοκαίρι. Μπορούσε πάντα να την κοπανίσει για την τουαλέτα.Επέστρεφε σπίτι από την Αραχώβης και μόλις έστριβε στην Μπενάκη έπαιρνε ταξί.

Πιο συχνά όμως πήγαινε στο Φίλιον στην Σκουφά. Καθόταν όπου έβρισκε. Αγόραζε από το περίπτερο τον Οικονομικό ταχυδρόμο και την Καθημερινή. Στην επιστροφή έπαιρνε ταξί ακριβώς μπροστά από το Φίλιον. Τα γκαρσόνια δεν τον γνώριζαν. Άλλαζαν συχνά. Κάθε σεζόν. Ακόμα και μέσα στην σεζόν. Το ίδιο και ο μπουφετζής. Ο καφές όμως παρέμενε ο ίδιος. Είχε επιτευχθεί πλέον η πολυπόθητη ομοιομορφία ακόμα και στα ροφήματα. Αυτό τον ανακούφιζε γιατί δεν χρειαζόταν να προσαρμόζει το κέφι του ανεξάρτητα αν έπινε τον καφέ του στα Εξάρχεια ή στο Κολονάκι. Ναι το Φίλιον ήταν στο Κολονάκι.

Την δεκαετία το 90 έκανε παρέα αραιά και πού, στα Εξάρχεια,με έναν συνομήλικο του από το Αγρίνιο. Τον Χρήστο. Από μικρό παιδί στα χωράφια του πατέρα του. Καπνά. Τσεμπέλια. Αχάραγα στο χωράφι με τις λάμπες για να μην πάρει υγρασία ο καπνός.Πριν χαράξει στην αποθήκη να περαστούν σε σπάγκο και να απλωθούν να στεγνώσουν. Μετά σχολείο. Ο Χρήστος ήταν στην Γεωπονική. Τσακωνόταν με τον πατέρα του που ξεπάτωνε τα τσεμπέλια για τα virginia. Με τα virginia έλεγε είχε επιτευχθεί μια ομοιομορφία στα τσιγάρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Είτε κάπνιζες marlboro στην Αθήνα είτε στην Νέα Υόρκη ήταν το ίδιο. 

Ο Χρήστος έτρεχε να αλλάξει τον κόσμο. Τον ξανασυνάντησε το 2014 στο Φίλιον. Ο Χρήστος τον πλησίασε κοιτώντας τον εξεταστικά. 
"Εσύ δεν είσαι ο . . ." 
Τον έκοψε γρήγορα: 
"Χρήστο! Ρε Χρήστο τι κάνεις. Χρόνια και ζαμάνια. Κάτσε να κεράσω καφέ". 
Σήκωσε το χέρι και παρήγγειλε. 
"Τι έγινε τελικά με τα virginia; Αλήθεια τι κάνεις εσύ εδώ στο Κολονάκι;" 
"Βρε βρε! Τόσα χρόνια και με γνώρισες; Βρε βρε! Όλα καλά. Κι εσένα μια χαρά σε βλέπω; Έχω ένα ραντεβού με έναν βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με κάποια θέματα αγροτικής παραγωγής" 
"Καλά εδώ; Χάθηκαν τα Εξάρχεια;". 
"Μου είπε ότι εκεί δεν θα μας άφηναν να κουβεντιάσουμε". 
"Μήπως εννοείς αυτόν;" Ο Χρήστος γύρισε. 
"Ναι αυτός είναι. Γειά σου. Χάρηκα."

Σηκώθηκε με τον καφέ στο χέρι και προχώρησε προς τον άνθρωπο που θα συναντούσε. Κάθισαν πιο μακριά. 
"Που τον ξέρεις αυτόν;" 
"Ουου! Από την εποχή της σχολής. Έχουμε χαθεί πάνω από 20 χρόνια" 
"Κάτι μου θυμίζει. Πως τον λένε;" 
"Ε! Κάτσε να δεις . . ε. . ε. . . Τώρα δα μιλούσαμε. Κοίτα να δεις. Ε . . ε. . . " 
"Τέλος πάντων δεν έχει σημασία. Στα δικά μας". 
Ο βουλευτής γύρισε και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Η καρέκλα ήταν άδεια.

Το βράδυ πήγε σε ένα μπαρ στο Περιστέρι.Είχε να πάει από την εποχή που ήταν φοιτητής. Του το είχε μάθει ο Χρήστος. Καλή μουσική. Καλά ποτά. Ευχάριστος, λιγομίλητος και σοφός μπάρμαν. Άνοιξε την πόρτα. Ο χώρος ίδιος. Κοντοστάθηκε μερικά δευτερόλεπτα. Στην μπάρα τρεις άνδρες και μια γυναίκα έπιναν τα ποτά τους και συζητούσαν. Λίγα τραπέζια γεμάτα με παρέες νέων αλλά και συνομηλίκων του. 

Το γωνιακό απέναντι από τη σκάλα τραπέζι ήταν άδειο. Στενόχωρο αλλά αυτός θα ήταν μόνος του έτσι κι αλλιώς. Κατέβηκε την σκάλα. Ο σφόνδυλος της πρέσας με το γρανάζι του, απομεινάρι από την προηγούμενη χρήση του χώρου, που χάρισε το όνομα στον μπαρ, πάντα εκεί να σηματοδοτεί το μέρος. Χάιδεψε φευγαλέα την περίμετρο του σφονδύλου. Έκατσε κάπως συνεσταλμένα και έκπληκτα. Τον πλησίασε μια νέα κοπέλα. Άφησε ένα σουβέρ και ένα ποτήρι νερό. 
"Καλησπέρα. Τι θα πάρετε;" 
"Μμμ. Δώσε μου λίγο χρόνο." 
 Άναψε τσιγάρο. Κοίταζε τον γαλαζωπό καπνό να ανεβαίνει. Έκανε νόημα στην κοπέλα. Πλησίασε με ένα τασάκι. 
"Λοιπόν;" 
"Ένα rustynail με Jack και ένα κόμπο Grand Marnier". 
Τον κοίταξε λίγο έκπληκτη. 

Συνέχισε να κοιτάει γύρω του τον χώρο. Αν εξαιρέσει κανείς την επέκταση του μαγαζιού στο υπόλοιπο υπόγειο της πολυκατοικίας τίποτα δεν είχε αλλάξει. Έσκυψε μπροστά να δει το μπαρ. Ίδιο και απαράλλαχτο. Ο Θανάσης δεν φαινόταν κάπου εκεί γύρω. Η κοπέλα πλησίασε. Ακούμπησε ένα δεύτερο σουβέρ, ένα μικρό μπολ με ξηρούς καρπούς και το ποτό. 

"Στην υγειά σας". 
Τον κοίταξε στα μάτια λίγο εξεταστικά. 
"Ευχαριστώ" 
Σήκωσε το ποτήρι του. Το ανακάτεψε με το κερασάκι. Το έφερε στα χείλη του. Κατέβασε τα μάτια του για μια στιγμή και ρούφηξε μια μικρή γουλιά. Άφησε το ποτό και έπιασε τα τσιγάρα του. Ακούμπησε πίσω την καρέκλα του. Το χέρι του ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι με την μέσα πλευρά του καρπού και η παλάμη σε ανάταση κρατώντας το τσιγάρο. Μισόκλεισε τα μάτια του. Το χέρι του άρχισε να τρέμει. Έφερε το τσιγάρο στο στόμα του. Για μια στιγμή το οπτικό του πεδίο σκοτείνιασε. 

Το ποτό είχε τελειώσει. Έφαγε το κερασάκι και παρήγγειλε άλλο ένα. Όταν του το έφερε την ρώτησε για τον Θανάση. 
"Α! Ο μπαμπάς είναι στην Σαμοθράκη. Στην Αθήνα έρχεται σπάνια πια αλλά τηλεφωνεί μια δύο φορές κάθε βράδυ. Δεν μπορεί να το αποχωριστεί εντελώς. Ρωτάει να μάθει ποιοι γνωστοί έχουν έρθει και καμιά φορά τους μιλάει στο τηλέφωνο" 
"Είναι καλά;" 
Καλύτερα δεν γίνεται. Τον ξέρετε τώρα." 
"Έχω πολλά χρόνια να έρθω. Γύρω στα 25" 
"Α τόσο πολύ! Κάτι μου θυμίζετε όμως. Αλλά είναι απροσδιόριστο" 
"Δηλαδή;"  
Της έκανε νόημα να καθίσει. 

Εκείνη έκατσε στην άκρη της καρέκλας. 
"Να, πώς να το πω. Έχετε μια φυσιογνωμία σαν άνθρωπος του κέντρου". 
"Άνθρωπος του κέντρου; Δεν καταλαβαίνω;" 
"Να. Οι άνθρωποι του κέντρου δεν έχουν την νευρικότητα των ανθρώπων της συνοικίας. Οι θαμώνες νιώθουν σαν τα ψάρια στο νερό. Θα μπουν μέσα, θα χαιρετήσουν ένα δύο γνωστούς και θα πιουν ποτό με όλους τους. Οι άνθρωποι του κέντρου είναι πιο μαζεμένοι σαν να είναι άχρωμοι αλλά έχουν έναν αέρα. Μια άνεση. Είναι κάπως cool. Δεν είναι ψαρωμένοι θέλω να πω αλλά στέκονται στον χώρο. Θα μπορούσαν να σταθούν παντού νομίζω. Είναι σαν αυτούς τους δημόσιους υπαλλήλους της υψηλής ιεραρχίας που όποια κυβέρνηση κι αν είναι επάνω αυτοί πάντα επιβιώνουν" 
"Α! Ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Κάτι σαν το μαγαζί σας που έχει μείνει το ίδιο παρ΄ όλο που έχει αλλάξει η μουσική,το στυλ των μαγαζιών και ο τρόπος που διασκεδάζει ο κόσμος". 

Εκείνη Σηκώθηκε. Έτριψε νευρικά το δεξί δείκτη στην αριστερή παλάμη της.χαμογέλασε αμήχανα και πήγε προς το μπαρ. Έφερε το ποτό στα χείλη του. Μισόκλεισε ηδονικά τα μάτια του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Σούφρωσε το στόμα του και έπαιξε με το ποτό στο στόμα του. Το ουίσκι τον έπνιξε. Του ήρθε να βήξει. Κρατήθηκε. Στο τέλος κάηκε ο ουρανίσκος του. Εκείνη την στιγμή που ο ArtBlakey έφτανε στο κρεσέντο του σόλο αυτοσχεδιασμού του.Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και έσκυψε μπροστά ξεφυσώντας το ποτό από την μύτη.

Το τηλέφωνο φώτισε κάτω από τον πάγκο. "Μπαμπάκα!"
"Γεια σου λουλούδι μου. Όλα καλά;" 
"Ναι. Σούπερ" 
"Τι σούπερ; Σουπερμάρκετ;" 
"Χαχα. Καλόοοο!" 
"Ποιοι έχουν έρθει;" 
"Κανείς γνωστός ακόμα. Μόνο ένας τύπος , "άνθρωπος του κέντρου" και σε ζήτησε" 
"Άνθρωπος του κέντρου και με ζήτησε; Περίεργο. Τι πήρε;" 
"Α! Αυτό είναι πολύ καλό. Rustynail με έναν κόμπο Grand Marnier. Πώς σου φαίνεται;" 
"Rustynail με έναν κόμπο Grand Marnier;" 
"Ναι. Κουφάθηκα" 
"Και τι είπε;" 
"Τίποτα τον ρώτησα από που σε ξέρει και είπε . . . ."  
"Ξέρω, ξέρω 25 χρόνια. Τι άλλο είπε;" 
"Μια μαλακία για το μαγαζί που δεν την κατάλαβα" 
"Δηλαδή;" 
"Κάτι ότι έχει μείνει ίδιο και τέτοια." 
"Γιατί το είπε αυτό;" 
"Του είπα ότι μοιάζει με άνθρωπο του κέντρου και ξέρεις τώρα σαν τους υπαλλήλους της υψηλής ιεραρχίας κλπ κατάλαβες.
" Α. Και τι είπε αυτός;" 
" Να ότι οι άνθρωποι του κέντρου είναι σαν το μαγαζί μας που έχει μείνει το ίδιο παρ΄ όλο που έχει αλλάξει η μουσική, το στυλ των μαγαζιών και ο τρόπος που διασκεδάζει ο κόσμος" 
"Έτσι ε;! Δώστον μού στο τηλέφωνο." 
"Περίμενε γιατί δεν σε ακούω. Τι είπες;"  
Κοίταξε την οθόνη. Η κλήση είχε τερματιστεί.

Το τηλέφωνο ξαναφώτισε κάτω από τον πάγκο. 
"Έλα μπαμπά, έκλεισε". 
"Όχι περίμενα να τελειώσει ο Art σόλο του. Δώσε μου τον τύπο με το Rustynail" 
Πήρε το τηλέφωνο και πήγε προς το τραπέζι του. Τα μάτια του έτρεχαν και σκούπιζε την μύτη του. "Είστε καλά;"
Πετάχτηκε. Κοίταξε το πουκάμισό του. Έχωσε στην τσέπη το χαρτομάντηλο. Τράβηξε μπροστά την καρέκλα του και χαμογέλασε. 
"Ναι ναι. Μια χαρά. Καλά. Μου μπήκε καπνός στο μάτι". 
Έκανε ότι τρίβει το μάτι του.

"Ο Θανάσης θέλει να σας πει ένα γειά"
 Του πρότεινε το τηλέφωνο. 
"Γειά σου ρε Θανάση;" 
"Γειά σου Κώστα από την Στιμάγκα;" 
"Έλα ρε θηρίο. Με θυμήθηκες;" 
"Βέβαια. Δεν ξεχνιέται ο ένας κόμπος Grand Marnier στο rustynail. Χαχαχα" 
"Ναι ναι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν" 
"Αυτό λέω κι εγώ. Ο μαλάκας και η δευτεράντζα δεν αλλάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αυτοί μας έχουν κατσικωθεί στον σβέρκο τόσα χρόνια. Μαλάκες και  δευτεράντζες" 
"Τώρα θα αλλάξουν τα πράγματα Θανάση" 
"Δεν ξέρω αν θα αλλάξουν ή όχι. Έχω τις επιφυλάξεις μου. Πάντως το μαγαζί θα συνεχίσει όπως ήταν και θα έχει και νεότερο κόσμο.Κοίτα γύρω σου και θα καταλάβεις" 
"Ναι ναι. Όπως τα λες Θανάση, τα νέα παιδιά έρχονται ακόμα σε τέτοια μαγαζιά" 
"Όπως τα λες Κώστα από την Στιμάγκα. Και να θυμάσαι ότι η ειρωνεία είναι σαν δευτεράντζα γκόμενα. Γεια σου" 
"Γειά" .
 
Έδωσε το τηλέφωνο στην Μαργαρίτα. Σηκώθηκε απότομα. 
Άρπαξε τα τσιγάρα και τα έχωσε στην τσέπη του. Κατέβασε το υπόλοιπο ποτό του. 
"Τι σου χρωστάω;" 



Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου