Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Μια φίλη που την έλεγαν Επίκριση

της Κατερίνας Τσιτούρα


Φορούσε πάντα στενές γόβες. Ένα με δύο νούμερα μικρότερες. Της άρεσε να στριμώχνεται στα άβολα υποδήματά της ή τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν.

«Τα μικρά βήματα εξυπηρετούν το μέτρο», τόνιζε συχνά φυσώντας τον καπνό της. Ύστερα έσβηνε το τσιγάρο και κάρφωνε αυστηρά το βλέμμα της πάνω σου, λες και σου απέδιδε μια κάποια ευθύνη για τον εθισμό της.

Δυσκολεύεσαι να θυμηθείς πότε πρωτοάνοιξες παρτίδες με την αφεντιά της. Θαρρείς πως μ’ έναν μυστήριο τρόπο βρισκόταν ανέκαθεν κάπου εκεί, κοντά σου, σαν μια ενοχλητική σκιά που προβάρει κομψά φορέματα μπας και τη βαφτίσεις φως.

Όταν έφερνες πίσω κακούς βαθμούς, εκείνη σε παρατηρούσε από πάνω ως κάτω με τη ματιά της. Κι ήταν σαν κάθε χαμένη μονάδα να σου στερούσε εκατοστά από το ανάστημα, να σ’ έκανε να αναρωτηθείς αν υπήρχε πράγματι το οποιοδήποτε ύψος για να ορθώσεις ή ως φιγούρα ενός άτεχνου κουκλοθέατρου θα χανόσουν με την πρώτη σκηνοθετική ανατροπή.

Τις στραβές μέρες σου υπενθύμιζε πως η εμμονή ν’ απολαμβάνεις τον καφέ στο μπαλκόνι ευθύνεται για το λεωφορείο που έχασες και για την παρατήρηση που εισέπραξες από τον διευθυντή. Όταν ο απρόσεκτος οδηγός ξεφορτωνόταν πάνω σου τη λάσπη της βροχής, δική σου η αστοχία.

Θα μπορούσες να προτάξεις το αδιάβροχο παλτό για ασπίδα σου, να κρυφτείς πίσω από τον μεγαλόσωμο τύπο που διάβαζε αφηρημένα την εφημερίδα του, να σκαρφαλώσεις στην πιο γερή βελανιδιά κι από εκεί ψηλά να γυρέψεις την ευσπλαχνία του μαύρου ουρανού.

Τα όνειρά σου τα λογόκρινε ένα ένα. Πάνω από όλα, ωστόσο, λάτρευε να σου μιλάει με αριθμούς. Μέχρι τα εικοσιοχτώ όφειλες να ολοκληρώσεις τα τρία μεταπτυχιακά σου, μέχρι τα τριάντα να νυμφευτείς, ως τα τριανταπέντε να τεκνοποιήσεις κι ως τα σαράντα να εξασφαλίσεις τη δουλειά που θα σε φτάσει στη σύνταξη.

Η πιστή σου ακόλουθος εξέφραζε συχνά την περιφρόνησή της για τους αιθεροβάμονες, για όσους ανόητους πίστεψαν στην ιδέα κι αγωνίστηκαν για την αλλαγή. «Οι ιδεαλιστές δεν πληρώνονται, μονάχα τρέφουν ελπίδες δίχως αντίκρισμα» σου μουρμούριζε, μετρώντας νομίσματα και κοινωνικές επευφημίες.

Η φίλη σου σνόμπαρε τους έρωτες. Να βρεις ένα καλό παιδί μονάχα ευχόταν. Λίγο χλιαρό στο κρεβάτι μα αξιόπιστο. Στην κατάλληλη ηλικία ασφαλώς. Και με την ενδεδειγμένη διαφορά ηλικίας –για να μην ξεχνιόμαστε. Θα παντρευόσασταν. Θα σκαρώνατε και δύο παιδιά. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μετά θα κοιμόσασταν ήσυχοι. Κανείς δεν θα τολμούσε να υπονοήσει πως σας λείπει το οτιδήποτε.

Εσένα όμως πάντα κάτι θα σου έλειπε. Θα το αναζητούσες στο τραπέζι που δεν έστρωσες σωστά, στα μακαρόνια που παραέβρασες, στο τζιν παντελόνι που δεν κούμπωσε ή στο άλλο που επέπλεε πάνω σου, στον προϊστάμενο που σε στραβοκοίταξε, στον σύντροφο που λησμόνησε να σου πει «σε αγαπώ» προτού ροχαλίσει.

Ως παιδί πίστευες ότι εκείνη γνωρίζει περισσότερα κι από την πλέον σύγχρονη εγκυκλοπαίδεια. Τη θυμάσαι να κάθεται αντικριστά σου, να ισιώνει το γκρι της φόρεμα και να σου ζητά τον λόγο με την επιτηδευμένη φωνή της.

«Μη γελάς δυνατά», «μη μιλάς ακατάπαυστα», «μη φλερτάρεις ανόητα», «μην εκδηλώνεις τη θλίψη σου», «μην επικοινωνείς τον θυμό σου». Την άκουγες με ευλαβεια. Χαμογελούσες, λοιπόν, στα κρυφά τις στιγμές που χαιρόσουν την ύπαρξη σου και φυλάκιζες τα δάκρυα στα τεραγωνικά του δωματίου σου μόλις ο χειμώνας ζύγωνε την καρδιά σου.

Πρόσεχες. Πώς θα κάτσεις και πώς θα σηκωθείς. Κυριώς πώς θα πέσεις όμως. Ή, για να ακριβολογούμε, δεν επιτρεπόταν να πέσεις. Αν γλιστρούσες, άλλωστε, εκείνη δε θα σε βοηθούσε, δε θα σε ενθάρρυνε να σταθείς όρθιος στα δύο σου πόδι. Τουναντίον θα σε χλεύαζε, θα σου καλλιεργούσε στο νου τη σκέψη πως δίχως δεκανίκι δε νοείσαι ικανός ούτε για ένα βήμα.

Κι έτσι πάσχιζες. Για μια επιτυχία. Για έναν θρίαβο. Για μια νίκη τόσο εξόφθαλμη που θα την ανάγκαζε να σε αποδεχτεί κι ίσως ακόμη και να σε αγαπήσει.

Η επιτυχία κάποτε έφτασε. Παραδόξως κι ο θρίαμβος. Ένα βράδυ φόρεσες τα καλά σου και την περίμενες ανυπόμονα στο νέο σου σπίτι. Ένιωθες πως είχες ψηλώσει κάμποσους πόντους από την τελευταία σας συνάντηση και πως θα την εξέπληττες εύχαριστα με την πρωτοφανή προοδό σου.

Εκείνη παρουσιάστηκε στην ώρα της στο ραντεβού. Ανέκαθεν υπήρξε συνεπής. Έβγαλε το καπέλο αλλά όχι ως ένδειξη επιδοκιμασίας προς το πρόσωπό σου. Το κρέμασε απλώς ανόρεκτα στον καλόγερο.

Ύστερα μουρμούρησε κάτι για τα μαλλιά της που δεν έστρωναν σωστά και για τον αέρα που δεν έλεγε να αφήσει σε ησυχία τους ευπρεπείς κότσους του σύμπαντος. Κατόπιν παρατήρησε τις σακούλες κάτω από τα μάτια σου.

«Φαίνεσαι κουρασμένη», σου είπε. «Ίσως και λιγάκι γερασμένη», συνέχισε. Ξαφνικά αισθάνθηκες το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι σου. Λαχταρούσες να υψώσεις τη φωνή, να της μιλήσεις για όσα λεωφορεία λαχάνιασες να προλάβεις, για τους χορούς στη βροχή που από σοβαροφάνεια στερήθηκες, για όσα γέλια η ωριμότητα σου απαγόρευσε, για τον έρωτα που αποχαιρέτησες διότι δεν ράφτηκε στα βολικά σου μέτρα.

Ωστόσο σιώπησες. Την οδήγησες απλώς στην έξοδο και της έκλεισες την πόρτα. Δίχως πικρά λόγια και περιττές μνησικακίες. Βαθιά μέσα σου το γνώριζες. Ο καθένας θα τραβούσε το δρόμο του. Εκλάψες. Από ανακούφιση. Τώρα που το σκέφτεσαι καλύτερα ίσως κι από φόβο. Την είχες, βλέπεις, συνηθίσει κι η συνήθεια αποτελεί άτιμο πράγμα. Μα πια δεν άντεχες μια ζωή με μισή ανάσα.

Κάποια βράδια εκείνη επέστρεφε. Σε ικέτευε να της ανοίξεις, σου υπενθύμιζε πως ακόμη κι από την κλειδαρότρυπα μπορούσε να διακρίνει το ασιδέρωτο πουκάμισο και το αμφιβόλου ποιότητας παντελόνι σου.

Κατόπιν σου σιγοψιθύριζε πως είναι τρέλα να παρατήσεις την πλητική εργασία σου για το σπουδαίο όνειρο και πως ο σύντροφος σου έχει χαριτωμένο μουτράκι κι οξυδερκές χιούμορ μα καθόλου δεν ανταποκρίνεται στην ιδανική διαφορά ηλικίας μιας καθωσπρέπει σχέσης. Της σφύριζες απλώς αδιάφορα.

«Με λένε Επίκριση» σου εξομολογήθηκε προτού αποχωρήσει οριστικά από τη γειτονιά σου. Τόσα χρόνια απέφευγε να συστηθεί αλλά εσύ μ’ έναν αλλόκοτο τροπο ανέκαθεν γνώριζες τ’ όνομά της. Όπως και την ιστορία της εξάλλου. Αυτή που σου φόρεσε καπέλο προτού καταφέρεις να συναντήσεις τη δική σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου