Γεννήθηκα μέσα στα έγχορδα και τις τσιγγάνικες μελωδίες. Τι ευτυχισμένοι καιροί! Οικογενειακή χορωδία είχαμε! Ακόμα κι η μανούλα έπαιζε, καλύτερα μάλιστα από τον αφέντη μας, σκεφτόμουν μεγαλώνοντας· όμως εκείνην, ο πατέρας δεν την άφηνε ποτέ να βγαίνει στους δρόμους. Λόγος τιμής, έλεγε.
Εμένα μου είχε σκαρώσει ένα βιολί ίσαμε το μπόι μου, να συνοδεύω την κομπανία, να βγάζουμε παράδες. Ιδέα δεν είχα όπως το αγκάλιαζα, ούτε μπορούσα να φανταστώ, ότι έμοιαζα με τσελίστα. Όχι, δεν ήξερα τι σημαίνει βιολοντσελίστας, ούτε πρόλαβα να μάθω.
Δεν πρόλαβα, διότι μια νύχτα, Δεκέμβρη του ’39, σπάσανε την πόρτα του σπιτιού μας. Μαυροντυμένοι μπήκανε και μας αρπάξανε. Μαζί με πολλούς άλλους, μας ρίξανε σ’ ένα σιδηροδρομικό βαγόνι μεταφοράς ζώων. Επειδή είμαστε Γύφτοι, είπανε, έπρεπε να πεθάνουμε…
Πενήντα ιστορίες σε εικονογραφία του Στάθη, γραμμένες με 121 λέξεις ακριβώς, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις “Φερενίκη”
Πηγή: raskolnick.medium.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου