Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Οι «αναρχικοί» μαθητές του 1909

Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού.


Η ενδοσχολική βία, οι καταστροφές που γίνονται στις σχολικές μονάδες, οι καταλήψεις, οι προπηλακισμοί σε βάρος εκπαιδευτικών είναι συνήθεις καταστάσεις στη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση. Αυτό κάνει πολλούς μεσήλικες και ηλικιωμένους να κατακρίνουν τους σημερινούς μαθητές για αυθάδεια, για έλλειψη σεβασμού προς τους δασκάλους τους και γενικότερα για την αδυναμία τους να κάνουν ορθή χρήση των δικαιωμάτων που τους έχουν δοθεί. Η κριτική τους για τη νέα γενιά δεν είναι αντικειμενική, δεδομένου ότι η συμπεριφορά των παιδιών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα προβαλλόμενα κάθε φορά κοινωνικά πρότυπα. Εκτός τούτου οι μαθητές και σε παλιότερες εποχές έδειχναν επαναστατικότητα και μια διάθεση να αντιταχθούν στην πολύπλευρη βία (σωματική, πνευματική, ψυχολογική) που τους ασκούσε το εκπαιδευτικό σύστημα. Αδιάψευστη μαρτυρία είναι μια είδηση που καταγράφηκε στις στήλες των εφημερίδων ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 17ης Δεκεμβρίου 1909) και ΕΜΠΡΟΣ (φύλλα της 16ης και 18ης Δεκεμβρίου 1909).

Με βάση δημοσιεύματα οι μαθητές του Γ΄ Γυμνασίου Πλάκας, που στεγαζόταν τότε επί της οδού Λυκαβηττού, έχοντας πολλά παράπονα, σοβαρότατα όπως ισχυρίζονταν, από τη συμπεριφορά απέναντί τους του Γυμνασιάρχη Ν. Δημόπουλου συμφώνησαν το απόγευμα της 15ης Δεκεμβρίου 1909 να κάνουν αποχή από τα μαθήματά τους. Στην αποχή συμμετείχε η πλειονότητα των μαθητών και των τεσσάρων τάξεων του Γυμνασίου. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να κοινοποιηθούν τα αιτήματά τους στους αρμοδίους. Έτσι κατευθύνθηκαν εν σώματι στο κτίριο του υπουργείου Παιδείας, όπου επιτροπή τους έγινε δεκτή από τον τότε υπουργό Ζαΐμη. Και τι δεν καταλόγισαν στο Γυμνασιάρχη! Εκτός από τις μηνιαίες αποβολές που τους επέβαλε για εντελώς ασήμαντα παραπτώματα, απέβαλε διά παντός δυο από τους επιμελέστερους και κοσμιότερους μαθητές, γιατί τους είδε να στέκονται έξω από ένα οινοπωλείο. Παρά τις διαμαρτυρίες τους ο Δημόπουλος τους απέβαλε χωρίς καν να ζητήσει τη γνώμη των μελών του Συλλόγου Καθηγητών. Εκτός από τον αυταρχισμό που επιδείκνυε, ο Γυμνασιάρχης μείωνε και τους βαθμούς των μαθητών, τους οποίους δεν συμπαθούσε, ασκώντας επιβολή στο διδακτικό προσωπικό.

Ο υπουργός Παιδείας άκουσε τα παράπονα των μαθητών, τους υπέδειξε να επανέλθουν στις σχολικές αίθουσες και τους δήλωσε ότι θα διατάξει αμέσως τη διενέργεια αυστηρών ανακρίσεων, για να διαπιστωθεί η βασιμότητα των καταγγελιών. Η απάντησή του, όταν ανακοινώθηκε στους συγκεντρωμένους κάτω από το κτίριο του υπουργείου, έγινε δεκτή με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.

Ακολούθως οι μαθητές πήγαν στα γραφεία των εφημερίδων και επέδωσαν κείμενο, με το οποίο διαμαρτύρονταν για τη στάση του Γυμνασιάρχη και παράλληλα δήλωναν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να διακόψουν την αποχή τους, αν αυτός δεν αντικαθίστατο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 16ης Δεκεμβρίου 1909).

Η μαθητική διαμαρτυρία συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα. Το γεγονός αυτό σχολιάστηκε από ορισμένους δημοσιογραφικούς κύκλους ως στασιαστική ενέργεια. Είναι ενδεικτικός ο τίτλος δημοσιεύματος της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 17ης Δεκεμβρίου 1909): «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ». Ο δημοσιογράφος καυτηρίαζε την υπερβολική αδράνεια των αστυνομικών αρχών μπροστά στις αναρχικές εκδηλώσεις μιας μειοψηφίας μαθητών, η οποία εμπόδιζε τη λειτουργία του σχολείου:

«Φαίνεται ότι ούτε η οδός Λυκαβηττού, όπου είναι το Γ΄ Γυμνάσιον, υπάγεται εις την περιφέρειαν της Αστυνομικής Διευθύνσεως, ούτε το Γυμνάσιον εις την δικαιοδοσίαν του υπουργείου της Παιδείας. Διότι άλλως δεν δύναται να εξηγηθεί πώς χθες καθ’ όλην την ημέραν, ενώ από προχθές οι στασιάσαντες κατά του Γυμνασιάρχου των μαθηταί είχον πολιορκήσει το Γυμνάσιον και δι’ αγρίων φωνών και απειλών προσεπάθουν να εμποδίσουν και τους ολίγους φρονίμους μαθητάς από του να εισέλθωσιν εις το Γυμνάσιον, και τον Γυμνασιάρχην και τους Καθηγητάς των εισερχομένους και εξερχομένους εσφύριζον και απεδοκίμαζον, και ενώ από στιγμής εις στιγμήν ηπειλούντο συγκρούσεις και διαπληκτισμοί, ίσως δε και αιματοχυσίαι, πώς λέγομεν η μεν Αστυνομία διά τριών οργάνων της έμεινε απλούς θεατής της ακοσμίας αυτής και της αναρχίας, το δε Υπουργείον ούτε εμερίμνησε καν να εξασφαλίσει την εξακολούθησιν των μαθημάτων και την ακίνδυνον είσοδον και έξοδον Καθηγητών και μαθητών;»

Οι «επαναστάτες» (κατά το χαρακτηρισμό του δημοσιογράφου) μαθητές είχαν συγκεντρωθεί στον περιβάλλοντα το Γυμνάσιο χώρο και με αλαλαγμούς, βωμολοχίες και απειλές κατά των συμμαθητών τους που δεν υπάκουαν στα «επαναστατικά σαλπίσματά» τους και κατά των καθηγητών τάραζαν την ησυχία των περιοίκων και των διερχόμενων πολιτών. Μάλιστα συνέταξαν και αναφορά, στην οποία εξέθεταν τα παράπονά τους, κατηγορώντας το Γυμνασιάρχη Δημόπουλο ότι ήταν πάρα πολύ του καθήκοντος, αυστηρότατος, δεν τους επέτρεπε να καπνίζουν στο προαύλιο του σχολείου και συχνά τους απέβαλε. Την αναφορά αυτή την επέδωσαν στη Βουλή (!).

Το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου οι «επαναστάτες» μαθητές, ενθαρρυμένοι από την παθητική στάση της Αστυνομίας, συγκεντρώθηκαν πάλι έξω από το Γυμνάσιο και όταν εξήλθαν ο Γυμνασιάρχης και οι καθηγητές τους τούς αποδοκίμασαν κατά πρόσωπο. Τότε έδρασαν τα αστυνομικά όργανα· συνέλαβαν δυο μαθητές που είχαν δώσει το σύνθημα για τις αποδοκιμασίες και τους οδήγησαν στο 5ο Αστυνομικό τμήμα. Οι υπόλοιποι προς στιγμή διασκορπίστηκαν, αλλά ξανασυγκεντρώθηκαν με στόχο να απελευθερώσουν τους κρατούμενους. Μάλιστα έστειλαν στον αστυνόμο ένα συμμαθητή τους, για να τον πείσει να τους αφήσει ελεύθερους. Όμως κρατήθηκε κι αυτός. Μετά από μισή περίπου ώρα οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι συμμαθητές τους τούς πήραν στα χέρια και έφυγαν με ζητωκραυγές υπέρ.της ελευθερίας του ατόμου !

Ο υπουργός Παιδείας Ζαΐμης, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους για τα γεγονότα που συνέβηκαν στο Γ΄ Γυμνάσιο, είπε ότι δεν γνώριζε τον Δημόπουλο, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες που πήρε από στελέχη του υπουργείου αυτός ήταν άριστος καθηγητής, αλλά αυστηρός Γυμνασιάρχης και πιθανώς η αυστηρότητά του συντέλεσε στην εξέγερση των μαθητών. Σε παρατήρηση ενός δημοσιογράφου ότι ο Δημόπουλος απέβαλε αναιτίως δυο μαθητές ο υπουργός απάντησε: « Ναι, τους απέβαλε, διότι κατά την ώραν του μαθήματος εσύχναζον εις το παρά το Γυμνάσιον καφενείον και εκάπνιζον. Εν τούτοις», εξακολούθησε , «διέταξα τον επιθεωρητήν της Μέσης Εκπαιδεύσεως Σακελλαρίου, όπως επιληφθεί ανακρίσεων». Δεσμεύτηκε ότι, αν οι μαθητές είχαν δίκιο, θα λαμβάνονταν υπόψη τα παράπονά τους και θα τιμωρούνταν μόνον οι πρωταίτιοι των εκτρόπων.

Η στάση τόσο του υπουργού Παιδείας όσο και της Αστυνομικής Διεύθυνσης δεν ικανοποίησε το δημοσιογράφο του ΣΚΡΙΠ, όπως φαίνεται από τα σχόλια που διατύπωσε στο τέλος της είδησης: «Και αυτά μεν είπεν ο κ. Υπουργός πολύ ορθά και δίκαια. Αλλά δεν πρόκειται τώρα να λυθεί το ζήτημα, αν πράγματι εφάνη αυστηρότερος του δέοντος ο Γυμνασιάρχης και αν τα παράπονα των μαθητών είναι δίκαια. Αυτό θα εξετασθεί και πρέπει να εξετασθεί. Αλλ’ έως ότου διαλευκανθεί το ζήτημα τούτο θα βασιλεύει η πρωτάκουστος ανταρσία; Και οι μαθηταί του καθήκοντος οι θέλοντες να παρακολουθήσουν τα μαθήματά των θα διατρέχουν καθ’ ημέραν τον κίνδυνον να γρονθοκοπούνται και να ραβδίζονται και να απειλούνται υπό δέκα ή είκοσι αναρχικών μαθητών; Και θα αποδοκιμάζονται καθ’ ημέραν οι Καθηγηταί και ο Γυμνασιάρχης, όταν εισέρχονται και εξέρχονται του Γυμνασίου; Ο δε κόσμος και οι περίοικοι τι χρεωστούν;».

Και μετά τα ρητορικά ερωτήματα που έθεσε, ο δημοσιογράφος εξέφρασε ορισμένες απόψεις για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να παταχθεί η ανταρσία των μαθητών, από την οποία κατά τη γνώμη του απειλούνταν η δημόσια τάξη και η δημόσια ηθική: «Ο κ. Υπουργός της Παιδείας έχει καθήκον να επικαλεσθεί την επέμβασιν της Εισαγγελικής αρχής προς σύλληψιν των πρωταιτίων των ταραχών, η δε Διεύθυνσις της Αστυνομίας υποθέτομεν ότι δεν θα εξακολουθήσει και σήμερον (: 17/12/1909) να μένει απλούς θεατής εκτρόπων, ακόσμων και αναρχικών σκηνών, αλλά θα περιφρουρήσει δι’ ισχυράς δυνάμεως τους νομιμόφρονας μαθητάς και την εν τω Γυμνασίω τάξιν και ησυχίαν, αφού μάλιστα από της χθες ο Γυμνασιάρχης επεκαλέσθη την επέμβασιν αυτής».

Η μαθητική εξέγερση αποτέλεσε το θέμα ενός χρονογραφήματος που δημοσιεύτηκε τη 18η Δεκεμβρίου στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ. Ο συντάκτης του ενέτασσε την κινητοποίηση των μαθητών στο γενικότερο επαναστατικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε σε ολόκληρη τη χώρα μετά την εκδήλωση του κινήματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Στη συνέχεια καταλόγιζε ευθύνες για τις μαθητικές ακρότητες στους γονείς τους που αδιαφορούσαν για τις πράξεις των νεαρών βλαστών τους. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Οι στασιάσαντες μαθηταί φαίνεται ότι δεν έχουν γονείς ή ότι οι γονείς των συμφωνούν με αυτούς. Άλλως δεν εξηγείται πώς εις αυτήν την ιστορίαν δεν παρουσιάζονται γονείς, αλλά μόνον παιδιά αυτεξούσια, τα οποία διέκοψαν τα μαθήματά των και συνεδριάζουν εις τα υπέρ το Γυμνάσιον υψώματα». Τέλος, χωρίς να έχει ελέγξει τη βασιμότητα των καταγγελιών των μαθητών, επαινούσε το Γυμνασιάρχη Δημόπουλο που «μη αρκούμενος εις τα εντός του σχολείου καθήκοντά του επιτηρούσε τους μαθητάς και έξω του σχολείου και τιμωρούσε όσους παρεκτρέπονταν. Οι γονείς, τους οποίους ούτος αναπληροί εις τον παιδευτικόν τους ρόλον, έπρεπε να του οφείλουν ιδιαιτέραν χάριν». Οι τελευταίες απόψεις του ήταν σύμφωνες με την κοινωνική νοοτροπία που επικρατούσε στα τέλη του 19ου και ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Η κοινωνία τότε έβλεπε το δάσκαλο ως τον αποκλειστικό σχεδόν φορέα κοινωνικοποίησης των εφήβων και δικαιολογούσε κάθε αυταρχική του ενέργεια. 



Πηγή: chronontoulapo



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου