Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Στο Οδόφραγμα του Λήδρα Παλλάς

Όσοι δεν αναγνωρίζουν αυτή την φωτογραφία, θα πρέπει να σκύψουν στα βιβλία της πρόσφατης Ιστορίας και να ξαναδιαβάσουν.

Είναι το Οδόφραγμα του Λήδρα Παλλάς, έτσι όπως ήταν πριν από λίγα χρόνια, πριν ανοίξουν τα σύνορα (λέμε τώρα ) και επιτρέψουν στους Ελληνοκυπρίους την διέλευση χωρίς να σφραγίζουν τα διαβατήριά τους με την σφραγίδα του ψευδοκράτους.

Βρέθηκα εκεί, πριν την άρση της απαγόρευσης αλλά και μετά. Με φίλους Κύπριους. Με ανθρώπους που έζησαν και επέζησαν της εισβολής. Συζήτησα μαζί τους, σαν νέος και καλαμαράς, προσπάθησα να μάθω από τις δικές τους μαρτυρίες, να αφουγκραστώ τα συναισθήματά τους, να τους καταλάβω όπως προσπαθεί ο μικρός αδερφός να καταλάβει τον λίγο μεγαλύτερο.


Μου είπαν ιστορίες, αληθινές ιστορίες. Για τον πόλεμο, για τα σπίτια τους που άφησαν πίσω, για τους αγνοούμενους, για τους εποίκους, για τους Τουρκοκυπρίους, για όλα.

Με λεπτομέρειες, πολλές λεπτομέρειες. Αναμνήσεις πικρές, αναμνήσεις δύσκολες, αναμνήσεις, αναμνήσεις......

Όταν πια "τα σύνορα" και το Οδόφραγμα, άνοιξαν, οι περισσότεροι, άντεχαν δεν άντεχαν έτρεξαν να δουν τα σπίτια τους, μέσα στο κατεχόμενο κομμάτι, στα χωριά τους, στα χωράφια τους, στα καφενεία τους.

Πόνεσαν τότε πολύ, σαν να ξαναέζησαν από την αρχή το ίδιο δράμα. Όπως όταν κάνεις το πρώτο μνημόσυνο πολυαγαπημένου προσώπου που χάθηκε. Μπορεί και περισσότερο.

Μαζί τους, είχαν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Πόνεσαν κι αυτά. Τον πόνο των γονιών τους Απέκτησαν εικόνα, όλα όσα άκουγαν αυτά τα χρόνια. Πήραν σάρκα και οστά.

Οι περισσότεροι πέρασαν μια δυο φορές και δεν το ξαναέκαναν. Θες δεν το άντεξαν, θες δεν το μπορούσαν, ότι θες πες. Μα δεν το ξαναέκαναν.

Μια φορά, πέρασα μαζί τους. Καλοκαίρι. Στο κατεχόμενο κομμάτι της Λευκωσίας. Περνώντας, είχα μια ανησυχία, ένα φόβο. Ένιωθα την στεναχώρια τους και θεωρούσα τον εαυτό μου υπαίτιο της. Αν δεν ήμουν εκεί, ίσως να μην έμπαιναν σε αυτό το βασανιστήριο.

Εκείνοι όμως, θέλοντας να κάνουν γνωστή και στον τελευταίο "καλαμαρά" την πτυχή του δράματος που έχουν ζήσει, δεν πτοούνται. Θέλουν να ξέρουν τα αδέρφια τους. Και καλά κάνουν.

Μας έπιασε μεσημέρι, αφού είχαμε τριγυρίσει στις γειτονιές μιας κατεστραμμένης πόλης, με τα σημάδια του πολέμου ακόμη ζωντανά στους τοίχους των σπιτιών και την λεηλασία να φωνάζει παντού, διψάσαμε. Δεν το είπε κανείς στον άλλο. Σαν αέναη συμφωνία. Δεν ψωνίζουμε τίποτα από εδώ. Δεν αφήνουμε ούτε σεντ, από εδώ.

Το διαπιστώσαμε (πως συμφωνούσαμε ), βγαίνοντας. Όλοι τρέξαμε να ξεδιψάσουμε στα μαγαζιά του ελεύθερου κομματιού που φθάνουν μέχρι χαμηλά, σχεδόν πάνω στο Οδόφραγμα.

Με την ευκαιρία του μεγάλου Όχι, των αδερφών Κυπρίων, έφερα στην μνήμη μου όλες εκείνες τις ιστορίες, εκείνες τις στιγμές.

Λέω μέσα μου, ήταν αναμενόμενο. Μπορεί να έζησαν την συμφορά και να ρούφηξαν μέχρι τον πάτο το φαρμάκι της. Μετά, από πείσμα ευημέρησαν δουλεύοντας σκληρά, μπορεί να χωρίστηκαν και σε ομάδες συμφερόντων, μπορεί, μπορεί, μπορεί, χίλια μπορεί.

Ένα όμως πράγμα δεν άλλαξε μέσα τους. ΤΟ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.
Ατόφιο, χαράχτηκε στις ψυχές τους και στις ψυχές των παιδιών τους.

Αυτό τους ένωσε τώρα. Αυτό τους κράτησε όρθιους απέναντι στον εξωτερικό εχθρό που έκανε και πάλι απειλητική την παρουσία του.

Γιατί οι Κύπριοι ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΝΟΟΥΝ !!!! Εμείς ;;;;