Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

ΛΕΦΤΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΟΜΩΣ;

Της Σάνιας Μωραΐτου niki.vikou

Η σκηνή σε μικρό συνοικιακό χρυσοχοείο - εργαστήριο, μου την διηγήθηκε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης.

- Γεια σου Γιώργο, πως πάει;

-Καλώς την, έλα κάτσε. Πως να πάει; Με το ζόρι το κρατώ ανοιχτό.

- Ωχ, και ήσουνα η τελευταία μου ελπίδα! Σκέφτηκα μήπως μπορούσες να αγοράσεις τα σκουλαρίκια και το δαχτυλίδι της γιαγιάς μου. Είναι οικογενειακό κειμήλιο, δεν θέλω να τα δώσω όπου - όπου. Πρέπει να πληρώσω την ΔΕΗ σήμερα! Ξέρεις ο άνδρας μου δεν μπορεί χωρίς την συσκευή οξυγόνου.


- Μαρία μου, δεν έχω, αυτό το πενηντάρι μόνον, από τις ασημένιες βέρες που αγόρασαν το πρωί δυο παιδιά. Πάρτο κι όταν ευκολυθείς μου το επιστρέφεις.

- Πότε θα ευκολυθώ βρε Γιώργο, δυο χρόνια άνεργη και ο Βασίλης μου, χωρίς ασφάλιση και αναπηρική σύνταξη οκτώ μήνες, δεν τον περάσανε ακόμη από επιτροπή του ΚΕΠΑ. Θα το πάρω, κράτησε όμως το δαχτυλίδι.

- Ωραία ιδέα έχεις για μένα γειτόνισσα! Με ξέρεις για μαυραγορίτη;

Όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε τη συζήτηση κρυμμένη πίσω από τον πάγκο, μια φίλη του ιδιοκτήτη, πωλήτρια στο διπλανό πολυκατάστημα, η οποία ξαφνικά έφυγε σαν σίφουνας. Κι ενώ ο Γιώργος προσπαθούσε να πείσει την Μαρία να πάρει το πενηντάρικο, χωρίς ενέχυρο, χτύπησε το τηλέφωνο.

- Ελα, η Καίτη είμαι (η φίλη του η πωλήτρια). Είπα στους συναδέλφους μου το πρόβλημα της κυρίας και μαζέψαμε 300 ευρώ. Βγες με τρόπο να τα πάρεις. Μην της πεις τίποτα, θα ντρέπεται να μπεί να ψωνίσει μετά!