Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΕΛΑ ΡΕ ΜΕΓΑΛΕ ΣΕ ΤΑ ΜΑΣ ΤΩΡΑ ;;;;


Έλα ρε μεγάλε τώρα οκ; σε σένα μιλάω!! Ψιθυριστά θες;; Ψιθυριστά. Σε σένα που σ’ έχουν πιάσει οι ανησυχίες σου για την άνοδο της φασιστικής νοοτροπίας κι έτσι, μια χαρά δηλαδή, δε λέω, αλλά ρε παιδί μου!!!!

θυμάσαι που κορόιδευες κάποιους και στράβωνες τα μούτρα σου απαξιωτικά όταν έλεγαν κάτι τις παραπάνω, γιατί είχαν διαβάσει και κάνα βιβλίο παραπάνω. (Τι μπορούνε να πούνε σε τα μας οι φλούφληδες, έλεγες στους δικούς σου κι έτσι: Ρε εμείς τη ζωή τη φάγαμε με το κουτάλι). Δε λέω, κι εσύ αγόραζες κανένα βιβλίο, για να τα βλέπουν κάποιοι φίλοι, κι οι κάποιοι γνωστοί. (Καμιά φορά σου έλεγε και το έτερον: Αυτό με το πορτοκαλί εξώφυλλο: πηγαίνει με τα καλύμματα.) Τους έκανες στην άκρη (τους «μορφωμένους του κώλου»), μια που δεν ήξεραν «οι μαλάκες» πολλά από ποδοσφαιρικά, κι έβλεπαν και λίγο τηλεόραση. Οπότε να «κάνεις μια κουβέντα της ανθρωπιάς» μαζί τους, δε μπορούσες.


Θυμάσαι, ρε, που έβριζες όλους τους υπαλλήλους, από τους δημόσιους μέχρι εκείνους του εστιατορίου, γατί «ξύνουν τα’ αρχίδια τους», και δε σε εξυπηρετούσαν άμα την παρουσία σου μπροστά τους. Κι ας ήσουνα κι εσύ υπάλληλος του δημοσίου, ή ιδιωτικός, ή και επαγγελματίας αυτοαπασχολούμενος. Υπάλληλος δηλαδή των επιταγών και του τρεχούμενου. Κι απ’ την άλλη πήγαινες σε κανένα γνωστό λαμόγιο πολιτικό ή πολιτικάντη, ( «αυτοί έχουν τη δύναμη ρε πούστη μου στις μέρες μας. Όχι πες μου: εσύ δε θα έκλεβες αν μπορούσες; Όχι;;!!! Ε. Μαλάκας ήσουνα, είσαι και θα παραμείνεις.» Έλεγες:) μήπως και διορίσει το παιδί σε κάνα γραφείο, να κάθεται « να ξύνει τα’ αρχίδια του, και να πλερώνεται.Γιατί δηλαδή οι άλλοι είναι καλύτεροι; Ο σώζων εαυτό σωθείτο ρε μαλάκα. Έτσι πάει »..;;

Θυμάσαι ρε που το έπαιζες μαγκίτης μεγάλος, και δεν έκανες απεργία, αλλα τσέπωνες το επιδοματάκιον που "κέρδιζαν" οι απεργούντες, με τους συνδικαλισταράδες μπροστά, μέσα από τις "διαβουλεύσεις" και τις "συζητήσεις". «Δεν είμαι εγώ μαλάκας σαν τους άλλους, να ακολουθώ τους ξεπουλημένους συνδικαλισταράδες του κάθε κόμματος», φώναζες αγανακτισμένος και τσαμπουκαλεμένος στο καφενείο, και γούσταρες από την αποδοχή του λόγου σου, από τους παρευρισκόμενους γύρω από το τραπέζι του κουμ καν. «Έλα ρε τώρα: τι θα μας πούνε κι οι αριστεροί: τους είδαμε κι αυτούς, ρεεε, φαντάζεσαι να χανε νικήσει στον εμφύλιο: Βουλγαρία, ρεεε, θα ήμασταν τώρα», συνέχιζες μασώντας το σαλαμάκι από το μεζέ της μπύρας, και βήχοντας το καπνό του τσιγάρου σου..;;;

Θυμάσαι ρε που γούσταρες να λες στους κολλητούς σου για τις κατακτήσεις σου στο φύλλο το γυναικείο, και για τα «γαμίσια» σου με μια «πουτάνα παντρεμένη, που δε τη γαμάει ο άντρας της ο μαλάκας». έτσι μιλούσες για τη γκόμενα, κι ανακάτευες πάνω από το παντελόνι σου τα όργανα σου, που εσύ μεν τα έβλεπες, ολίγα, αλλά η γκόμενα στο ξενοδοχείο δεν έλεγε τίποτα και τα σεβόταν όσο τους έπρεπε δηλαδή. Κι απ’ την άλλη, ρε, τη γυναίκα σου την είχες «κορώνα στο κεφάλι» σου. Αλλά «έτσι κι η κουφάλα μου τη κάνει και πάει μ’ άλλον: Θα την αφήσω να σέρνεται αυτή και τα παιδιά της πίσω από το πορτοφόλι μου: Έτσι για να μάθει η καριόλα..». Έτσι μιλούσες για τη κορώνα στο κεφάλι σου ..!!

Θυμάσαι ρε που γούσταρες κρυφά πουστότσαρκα σε δρόμους γνωστούς τα βράδια κρυφά από’ όλους. « κι άμα κάτσει κάνα ωραίο κωλαράκι, μια χαρά θα είναι:» Έλεγες από μέσα σου. Αλλά το πρωί στη δουλειά τους έβριζες τους «πούστηδες», «τη ντροπή της κοινωνίας», «ρε θα κάψει ο μεγαλοδύναμος..!!»… «Ρε, κρέμασμα θέλουνε» …», «θα παρασύρουν και τα παιδιά μας, αυτοί ρε …»… «έχουνε πιάσει τον κόσμο όλο..!!»… «α ρε να είχα τη κυβέρνηση για μια ώρα: Θα τους μάζευα όλους αυτούς και στη Μακρόνησο θα τους έστελνα». Και θυμόσουνα καθώς τα έλεγες όλα αυτά το παπά, που σου έβαζε χέρι μέσα στο ιερό, μακριά από τα βλέμματα των πιστών, και δεν το είπες ποτέ και σε κανένα, γιατί ντρεπόσουνα, και ήθελες τώρα αν τον έβρισκες μπροστά σου, να τον έφτυνες «τον τραγόπαπα»..

Θυμάσαι ρε που έφτιαξες το «γαμημένο το εξοχικό», με κάτι Αλβανούς « καλά παιδιά», που δε τους πλήρωνες, μα τους άφηνες να κρύβονται μέσα στους τοίχους του, τους τούβλινους και τους τάιζες καμιά φασολάδα;;« Έλα ρε , Αλβανοί είναι ότι και να είναι, μη μου τη λες τώρα », κι άμα αργότερα που το χες τελειώσει, «το γαμημένο το εξοχικό, τα σκώτια μου μού χει φάει»: κι ήρθανε άλλοι, και μπουκάρανε και σου πήραν κουβέρτες. Θυμάσαι τότε ρε πως είχες αγανακτήσει;; «ρε θα μας κατακλέψουνε αυτοί ρεεε, κι η αστυνομία και το κράτος όλο γαμιέται, και τους έχει και κυκλοφορούν ελεύθεροι, και θα μας σκοτώνουνε ρεεε και θα μας βιάζουνε», έλεγες πάλι στο καφενείο και στο τηλέφωνο, χαϊδεύοντας τους 107 πόντους της κοιλιάς σου, κι έκανες και πλάκα χαχαρογελώντας: «Αλλά να το λέμε κι αυτό, άμα είναι καμιά 16άρικη μαυρούκα, θα ναι ωραίο να με βιάσει ρε παιδί μου, λέμε..!!!» …

Ρε μεγάλε που ανησυχείς για την άνοδο της φασιστικής λογικής μέσα στη κοινωνία: Έχω πολλά να σου θυμίσω, αλλά βαριέμαι. Σε θέλω όμως ρε φίλε, να πάμε όλοι μαζί να μουντζώσουμε τη Βουλή. και να φωνάξουμε: « να καεί - να καεί - το μπουρδέλο η Βουλή». Γουστάρεις: Το ξέρω: Και σε θέλω ρε φίλε να δημιουργήσουμε μαζί ομάδες περιφρούρησης της πορείας μας, κι άμα λάχει να στραπατσάρουμε και καμιά μούρη από αυτά τα κωλόπαιδα των βορείων προαστίων. Ακου με μένα ρεεε κάτι παραπάνω ξέρω: που τα έχουν όλα, και θέλουν κι εμείς τάχατες: Να τα χουμε όλα:
Γίνεται αυτό ρεεε ;; Όχι πες μου γίνεται;;;!!!