Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ...


Η κατηφόρα έμοιαζε καλοακονισμένη κάτω απ’ το φως του ήλιου. Μήτε χαλικάκια, μήτε σκόρπια κλαδάκια μπορούσαν να ανατρέψουν τη ροή του λιωμένου φωτός προς τα κάτω.

Έβαλε το χέρι του αντιστύλι και προσπάθησε να δει που τελειώνει ο δρόμος. Μα, άσφαλτος καταμεσής του βουνού; Καλά, δεν παίζονται αυτοί οι εργολάβοι. Αυτοί είναι ικανοί ακόμα και στην κορφή του Έβερεστ να ρίξουν τσιμέντο. Λέμε τώρα!

Κοίταξε και τα ζουμερά δέντρα τριγύρω. Στην παχιά σκιά τους θα ξεκουραζόντουσαν και δέκα χιλιάδες όνειρα. Μεγαλείο! Μια μικρή φωτίτσα να έστηνες, λέμε τώρα ρε παιδί, ίσα να ψήσεις δυο λουκανικάκια για τη μπύρα, έτοιμο το οικοπεδάκι στο λεφτό. Κι έτσι όπως είναι πυκνή η βλάστηση;

Τι; Ένα οικοπεδάκι μόνο; Και ένα και δύο και τρία. Να χεστούμε κι εμείς στο τάληρο. Όχι τίποτα άλλο δηλαδή αλλά να αξιωθώ να πάω το πρόσωπο στο Ρέμο πρώτο τραπέζι πίστα με τις σαμπάνιες μου, τα λουλουδικά μου όλα κομπλέ. Και σιγά μη μείνω με το πρόσωπο άμα έχω φράγκα. Την αμαξάρα μου, τη σπιταρώνα μου κι από μουνιά άλλο τίποτα. Έτσι να κάνω, όλα τα γκομενάκια για πάρτη μου. Ναι ρε γαμώτι μου αυτή είναι ζωή. Όχι ένα ψωρομισθουλάκι βρέξει χιονίσει, «μάλιστα κύριε προϊστάμενε», ξύπνημα απ’ τα άγρια χαράματα και βόλτα στο σουβλατζίδικο της πλατείας. Και το Ποπάκι σα ξινισμένη κομπόστα να σου κάθεται στον καταπιώνα. Άει σιχτίρ!

Ενώ άμα την κάνεις έξυπνα θα αράξεις, θα ξύνεσαι και θα πηδάς όποια θέλεις. Και θα σε αποκαλούν και «κύριο» μ’ όλο το σεβασμό της ράτσας σου. Λέμε τώρα.

Δε γαμιέται ρε και το Πανεπιστήμιο και οι σχολές τους και τα γαμωδιαβάσματα. Στούρνος ήταν κι ο Πίπης, ο γιος του γιατρού αλλά τις πτυχιάρες τις κοτσάρισε στον τοίχο. Ταπετσαρία μουράτη. Πόσους ξαπόστειλε στη συνέχεια; Άστο, μη το ρωτάς. Λες κι είναι μποστάνι η επιστήμη και πάει κληρονομική.

Άμα έστρωνε τη δουλειά έτσι θα ‘κανε κι αυτός. Θα αγόραζε ένα – δυο πτυχία να τα κοτσάρει στον τοίχο να έρθει να στρώσει το μέσα του. Και δόκτωρας θα γίνω και απ’ όλα. Σιγά το δύσκολο. Φράγκα να υπάρχουν!

Μήπως θα κάτσει κανείς να σ’ εξετάσει; Λέμε τώρα. Σκατά διαβάσματα! Πεταμένος χρόνος. Άσε ρε φίλε αλλού είν’ η ζωή. Πρόκοψε κανείς μονάχα με το διάβασμα; Μπούρδες!

Να τακτοποιούσε και τη μάνα του που το ‘χε έννοια. Να την πάρει απ’ τα ξένα χέρια, να τη χώσει σ’ έναν απ’ αυτούς τους πολυτελείς οίκους ευγηρίας, που έβλεπε στην παραλιακή, να της φέρνουν τα πάντα στο χέρι. Και του πουλιού το γάλα. Να μην έχει τη μουρμούρα της μέσα στ’ αυτιά του. Που τάχα μου δεν πρόκοψε και δεν πήγε μπροστά. Λέμε τώρα. Αφού μωρή σκατόγρια δεν με υποστήριξες ποτέ, πώς να προκόψω; Με το σταυρό στο χέρι; Πάει μπροστά κανείς με το σταυρό στο χέρι; Με κανένα κλωτσομπουνίδι πάει. Με το ευχέλαιο όχι.

Ξανακοίταξε το δρόμο που απλωνότανε φαρδύς και γλιστερός στη ράχη του βουνού κι ύστερα χανότανε ανάμεσα στα δέντρα. Μια απόφαση ήτανε. Να ανάψει το σπίρτο γι’ αρχή.

Βέβαια δεν θα γινότανε όλα αμέσως. Με τη μία φραγκάτος απ’ το τίποτα θα τραβούσανε υποψίες. Πρώτα θα έπρεπε να κάνει πως δουλεύει στα κτήματα. Επιστάτης τάχα μου. Έλα μωρέ, λέμε τώρα. Επιστάτης; Σιγά. Είχε μαζέψει ο άνθρωπος καμιά εικοσαριά μαύρους κι ήθελε έναν της εμπιστοσύνης του να τους κάνει καλά. Γιατί αυτοί οι ξένοι είναι άτιμα σκυλιά. Ευθύς αμέσως να δαγκώσουνε το χέρι που τους ταίζει. Άντε ρε ξυπόλυτοι! Δε φτάνει που σας μαζέψαμε εδώ πέρα και λίγδωσε το αντεράκι σας, έχετε και άποψη από πάνω; Ίσα κι όμοια είμαστε ρε; Την ίδια ιστορία έχουμε, την ίδια καταγωγή; Εμείς είμαστε Έλληνες ρε! Έλληνες! Όχι πως ήταν κανένας φανατικός αλλά, λέμε τώρα.

Όλα τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι ίδια. Πώς να το κάνουμε; Μωρέ τον έκανες αυτόν κράτος για μια μέρα; Έξω ρε! Όλοι στη θάλασσα. Να πνιγείτε! Που ήρθατε στη χώρα μας και μας την κάνατε μπάχαλο. Βρωμιάρηδες όλοι!

Τα σπίρτα στην τσέπη του τον γαργαλούσαν γλυκά. Πρώτα θα άναβε μια περιποιημένη φωτιά. Κι ύστερα θα κατέβαινε τρέχοντας την κατηφόρα. Στο τέρμα θα τον περίμενε ο άλλος. Αυτός που θα τον πήγαινε στα κτήματα. Σήμερα κιόλας θα έπιανε δουλειά. Μέχρι να εισπράξει το παραδάκι απ’ τα οικόπεδα, βάλε κανένα πεντάρι μηνάκια. Τσάκα τσάκα θα γινότανε όλες οι διαδικασίες. Σάματι πρώτη φορά ήτανε; Τι θέλει η μηχανή για να δουλεύει καλά; Λίγο λαδάκι παραπάνω. Έτσι και το κράτος. Θα στάζανε λίγο λαδάκι παραπάνω κι η δουλειά θα γινότανε στο άψε σβήσε. Μέχρι τότε εκείνος θα ‘τανε κύριος, με τη δουλίτσα του, τις μάσες του και τον μισθό του βρέξει χιονίσει. Κι άμα του κόλλαγε και κανένας μαύρος θα έβλεπε τα ραδίκια ανάποδα μέχρι να πεις κίμινο. Λέμε τώρα. Μα στον τόπο του; Θα έκανε άλλος κουμάντο; Και με τη σκέψη αυτή ευχαριστημένος άναψε το σπίρτο. Κι ύστερα ρίχτηκε με φόρα στον κατήφορο. Γλίστραγε ο γαμώδρομος όμως. Γλίστραγε πολύ. Λες και τον είχανε αλείψει με λάδι. Κοίταξε μια προσεκτικά στο οδόστρωμα και τι να δει;

Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος με μαρμελάδα φράουλα. Ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε. Δεν πρόλαβε να καλοδεί. Ούτε να σκεφτεί με την ησυχία του πρόλαβε. Τι γύρευε τόση μαρμελάδα χυμένη σ’ έναν δρόμο στο βουνό. Γιατί άρχισε να πέφτει…