Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Στη χώρα του "Πρωτογεννούς Πλεονάσματος"


Εκείνες τις μέρες τα μάτια των παιδιών είχαν χάσει την σπιρτάδα και το ανήσυχο πέρα δώθε που κάνουν οι κόρες τους, όταν εξερευνούν τον κόσμο.

Εκείνες τις μέρες οι άνθρωποι ήταν φανερά ανήσυχοι και σκεφτικοί όσο ποτέ άλλοτε. Συζητούσαν χαμηλόφωνα σχεδόν ψιθυριστά, σκυφτοί από τα κάγκελα της βεράντας προς την μεριά του δρόμου.

Ακόμη και τα οικόσιτα τα ζώα, οι γάτες οι σκύλοι, τα καναρίνια, και τα χρυσόψαρα είχαν αλλάξει συμπεριφορά. Δεν γλύφονταν πια οι γάτες, δεν αλυχτούσαν τα σκυλιά, δεν τριγύριζαν τα καναρίνια στα κλουβιά και τα χρυσόψαρα στις γυάλες.


Θαρρείς όλοι κάτι περίμεναν. Κάτι μεγάλο,απροσδόκητα μεγάλο. Καλό θα είναι; Κακό; Κάτι μεγάλο πάντως.

Καιρό τώρα τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Το κλίμα ήταν βαρύ. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Από τα ανοιχτά παράθυρα, άκουγες πότε πότε καβγάδες και φωνές. Κλάματα. Μετά σιωπές. Εκκωφαντικές σιωπές. Πότε καταλάβαινες από τα συμφραζόμενα πως είχε πέσει φτώχεια και ανέχεια, πότε ζήλιες, πότε στέρηση, πότε αρρώστια.

Οι τηλεοράσεις πια είχαν κλείσει. Τα πιο πολλά σπίτια δεν είχαν ηλεκτροδότηση λόγω μη πληρωμής. Κάνα δυο που λειτουργούσαν, έπαιζαν χαμηλόφωνα και για λίγη ώρα έμεναν ανοιχτές στα πλαίσια της εξοικονόμησης λίγων χρημάτων από το λογαριασμό. Η νέα εταιρία ηλεκτροδότησης δεν χαριζόταν σε υπερβάσεις και καθυστερήσεις.

Ραδιόφωνα, υπολογιστές, τηλέφωνα και όλα τα τεχνολογικά καλούδια ενημέρωσης και επικοινωνίας είχαν σχεδόν καταργηθεί. Ποιος θα μπορούσε να κάνει περιττά έξοδα; Το θέμα πια ήταν η επιβίωση. Η καθημερινή επιβίωση. Πως δηλαδή θα εξασφαλίσεις ένα πιάτο φαϊ, ένα μπουκάλι γάλα και μια φραντζόλα ψωμί την ημέρα. Ήταν αρκετά για να σταθείς στα πόδια σου.

Αν πάλι κανένας αρρώσταινε, όλοι έτρεχαν. Έδιναν ότι μπορούσαν από τα λιγοστά τους υπάρχοντα, να συμπληρώσουν στην βοήθεια του φαρμακοποιού, να σώσουν τον άνθρωπο. Και εκείνα τα χρόνια νοσήματα των μεγάλων ανθρώπων, κάπως έτσι τα αντιμετώπιζαν. Κοινό ταμείο. Ο γιατρός,ο φαρμακοποιός, η γειτονιά, και εξασφάλιζαν μια μικρή παρακαταθήκη υποκατάστατων φαρμάκων για να συντηρούνται τα γερόντια.

Τα σχολεία λειτουργούσαν λίγο. Καθηγητές και δάσκαλοι δεν έρχονταν πια από μακριά. Οι συγκοινωνίες είχαν γίνει πανάκριβες, στα χέρια των μεγάλων εταιριών. Έτσι παρέδιδαν το μάθημα για τις επόμενες τρεις με τέσσερις μέρες και φρόντιζαν ώστε τα μεγαλύτερα παιδιά να βοηθήσουν τα πιο μικρά.

Οι λιγοστοί κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι, ήταν αυτοί που κινούσαν την μικροοικονομία της κάθε γειτονιάς. Λίγα ψώνια από το μπακάλικο που είχε ξανανοίξει, λίγα πράγματα και μετρημένα από τους μικροπαραγωγούς που είχαν ξεφυτρώσει ενθυμούμενοι τρόπους καλλιέργειας με σπόρους παλιακούς, καμιά μικροεπισκευή σε ρούχα σε όσες γυναίκες είχαν προλάβει να μάθουν να κρατάνε βελόνα και κλωστή, λίγα πραγματάκια από τα μικρομάγαζα που είχαν στηθεί πρόχειρα, άλλα σε αυλές και άλλα σε πάγκους στο δρόμο.

Ένα πρωί κατά τις εννέα, οι φωνές ενός γείτονα έσπασε την νεκρική σιωπή μιας γειτονιάς. Σωθήκαμε αδέρφια, σωθήκαμε ήταν ένας από εκείνους που είχε κρυφά συνδέσει το ρεύμα του, αλλά κράταγε τον κεντρικό διακόπτη κλειστό είκοσι τρεις ώρες στις είκοσι τέσσερις, για να μην τον καταλαβαίνουν από την εταιρία διανομής ρεύματος.

Όλοι πετάχτηκαν στο δρόμο. Όλοι μέχρι και τα παιδιά. Τι έγινε ρωτούσαν, τι έγινε;

Άρχισε να τους εξιστορεί πως σε έναν από τους πειρατικούς σταθμούς που είχαν ξεφυτρώσει στα FM, όπως παλιά, άκουσε πως οι εργάτες του μετάλλου μαζί με τις πωλήτριες από το μεγάλο εμπορικό κέντρο, αφού όλο το βράδυ είχαν κάνει παύση εργασιών σιωπηλά, το πρωί με μια αιφνιδιαστική κίνηση, και χωρίς να προλάβει κανείς να αντιδράσει, είχαν κλείσει την πόρτα δύο υπουργείων που στεγάζονταν στα παλιά κτίρια δίπλα στα κυβερνητικά μέγαρα.

Πάμε αδέρφια,πάμε να βοηθήσουμε. Άκουσα έχουν πέσει πυροβολισμοί, αλλά και ότι η κυβέρνηση υπό το βάρος τω εξελίξεων παραιτήθηκε. Πάμε αδέρφια, τι έχουμε να χάσουμε; Τι άλλο από τη φτώχεια μας και τη μιζέρια μας;

Το σούσουρο ακούστηκε και στις διπλανές γειτονιές και στις παραδίπλα και στις παραδίπλα. Έτσι καθώς οι πρώτοι είχαν κιόλας ξεκινήσει, στο πέρασμά τους από τις γειτονιές σάρωναν και τους άλλους. Ποτέ πριν τα τελευταία χρόνια, τόσος κόσμος, δεν ακολουθούσε ένα δρόμο προς μια κατεύθυνση, χωρίς μπροστάρη, βιαστικός και ανυπόμονος. Ποτέ. Άλλοι σκόνταφταν, άλλοι τους τράβαγαν από το χέρι να σηκωθούν, άλλοι έτρεχαν να προλάβουν το γνωστό και το γείτονα. Μα όλοι, όλοι όμως γελούσαν. Τα πρόσωπά τους είχαν φωτιστεί. Τα μάτια τους σπινθηροβολούσαν απόφαση. Εκείνη η ωχράδα της κακοπέρασης είχε πάρει μια λάμψη, ένα φως αλλιώτικο.

Έφτασαν, όχι κοντά στο σημείο, οι πιο κοντινές γειτονιές είχαν φτάσει νωρίτερα. Είχαν σηκώσει δυο μεγάλες σημαίες από τεντόπανο ζωγραφισμένο στα χρώματα της σημαίας. Και είχαν ανάψει φωτιές, όχι σε κάδους ή σε μαγαζιά. Στο δρόμο. Όχι για να αποφύγουν τα χημικά, αλλά για να γιορτάσουν. Γιορτή το είχανε, μεγάλη γιορτή. Σαν αυτές που παλιά γίνονταν στα σχολεία με ποιήματα,απαγγελίες, τραγούδια με τα λόγια των μεγάλων ποιητών, λογύδρια από τους καθηγητές και τους δασκάλους.

Τώρα πια οι δάσκαλοι, θα έχουν να πουν άλλα λογύδρια ,άλλα ποιήματα, άλλα τραγούδια με λόγια ποιητών από αυτούς τους νεογέννητους του Πρωτογενούς Πλεονάσματος.