Σάββατο 4 Μαΐου 2013

ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ

Της Σάνιας Μωραΐτου niki.vikou

Εκείνο το Πάσχα ήρθε πολύ νωρίς. Ο παγωμένος αέρας της Ξάνθης σάρωνε τους πιστούς και δεν άφηνε λαμπάδα για λαμπάδα αναμμένη στην πορεία του επιταφίου. Τότε ακόμη οι εποχές ήταν ευδιάκριτες μεταξύ τους και οι πρώτοι μήνες της Άνοιξης δεν ξεχώριζαν πολύ από αυτούς ενός ήπιου χειμώνα.

Η Χ και Ν. αδελφές, μαθήτρια της πρώτης λυκείου η μία και της δευτέρας γυμνασίου η δεύτερη, τόσκασαν από την πρωινή λειτουργία του Μ. Σαββάτου, για να βρεθούν στα κρυφά με τα αγόρια τους. Εκείνα τα χρόνια τα ήθη ήτανε πολύ αυστηρά και τα κορίτσια δεν είχαν πολλές ευκαιρίες, όπως τώρα, για να βρεθούν με το άλλο φύλο. Έπρεπε, πάση θυσία να μείνουν ανέγγιχτες ως την βραδυά του γάμου. Η φύση όμως, πάντα βρίσκει τον τρόπο της, να επιβάλει τους νόμους της σε πείσμα των ανθρώπινων κανόνων.



Τα κορίτσια λοιπόν , είπαν στην αυστηρή μαμά πως γυρίζουν σπίτι, είχαν φροντίσει να κοινωνήσουν από την Μ. Πέμπτη, σε αντίθεση με εκείνη - επειδή... πονά η κοιλιά της μεγάλης και μια και δυο ανηφόρισαν για το ραντεβού τους, σε ένα εγκατελειμμένο οικόπεδο, που το έπνιγε η βλάστηση πιο πάνω από τον Άη Βλάση. Οι ένοικοι των γύρω σπιτιών δεν αποτελούσαν κίνδυνο, αφού δεν υπήρχαν παράθυρα που να βλέπουν στον κρυψώνα τους, άσε που αυτή την ώρα οι γυναίκες βρισκόντουν στο παζάρι και οι άνδρες στις δουλειές τους.

Όταν λέμε ραντεβού τότε, σε αυτές τις ηλικίες, μην φανταστείτε σπουδαία πράγματα! Κανένα φευγαλαίο χάδι, ένα φιλί και πολύ πολύ κουβέντα.. Οι δυο αδελφές, φορούσαν με καμάρι τα καινούρια μαντώ - κάτι σαν ανοιξιάτικα πιο λεπτά παλτό - μωβ της μεγάλης και φούξια της μικρής. Βάψανε με καθρέφτη στο τζάμι μιας μονοκατοικίας τα μάτια και τα χείλη τους ελαφρά, βάλανε και λίγη κολώνια Μαντώ πίσω από τα αυτιά και δρόμο για τα αγόρια που τις περίμεναν ανυπόμονα.

Κάθισαν τα δυο ζευγαράκια στο κλειστό πια περβάζι ενός παλιού πηγαδιού, πλάτη το ένα με το άλλο, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας. Κάτι μύριζε δυσάρεστα, αλλά δεν έδωσαν και πολύ σημασία. Σε καμμιά ώρα όμως, όταν σηκώθηκαν να φύγουν. ανακάλυψαν πως το μωβ παλτό, πίσω, δεν ήταν και τόσο μωβ, αφού τόση ώρα η Χ. καθόταν πάνω στο προϊόν της υπαίθριας ανακούφισης της ...ανάγκης κάποιου περαστικού. Καταστροφή! Τα αγόρια ιπποτικά, συνεισέφεραν και τα δικά τους υφασμάτινατα μαντήλια - χαρτομάντηλα δεν υπήρχαν ακόμη - αλλά χωρίς νερό με το τρίψιμο γινότανε χειρότερος ο λεκές. Η ώρα περνούσε, η αυστηρή μαμά όπου νάναι θα επέστρεφε σπίτι, κάνανε την ανάγκη φιλοτιμία, έβγαλε η Χ το μαντώ και ξεκίνησαν τρέχοντας για το σπίτι.

Ώσπου να φτάσουν, πάγωσε, η Χ από το αγιάζι. Η κυρία Μ. τις περίμενε στην εξώπορτα.
- Που είστε εσείς; Ανησύχησα.

Η μικρή Ν, έτοιμη να πατήσει τα κλάματα, γλύστρισε από το πλάι της και μπήκε στο σπίτι.

- Καλά τρελάθηκες κορίτσι μου; Με τέτοιο κρύο έβγαλες το μαντό; Θα αρρωστήσεις.
- Αχ μαμά μου, δεν ξέρεις τι τράβηξα! Θυμάσαι που σου είπα, πως πονάει η κοιλιά μου;
- Μα για αυτό τρόμαξα που αργήσατε!
- Μαμά, στον δρόμο με έπιασε κόψιμο. Δεν προλάβαινα να φτάσω σπίτι. Μπήκαμε σε ένα ακάλυπτο οικόπεδο, η Ν. κρατούσε τσίλιες και... ξέρεις... Από την βιασύνη μου μην με δει κανείς, έκανα χάλια και το μαντό. Καθυστερήσαμε προσπαθώντας να το καθαρίσουμε με τα μαντήλια μας, που τα πετάξαμε βέβαια, αλλά... Συγνώμη μανούλα μου, δεν το ήθελα!
- Εντάξει, πως κάνεις έτσι; Εσύ να είσαι καλά, θα το δώσουμε την Τρίτη στο καθαριστήριο.

Κι εκεί που η Χ, πήγε να αναστενάξει από ανακούφιση της ήρθε η κεραμίδα.

- Ν. που κρύφτηκες παιδί μου; Πήγαινε να αγοράσεις ρύζι από τον κυρ. Χαράλαμπο, να φτιάξω ... λαπά για την αδελφή σου που αρρώστησε, δεν κάνει να φάει μαγειρίτσα το βράδυ, ούτε αρνί αύριο!