Γελωτοποιός
«Start by admitting from cradle to tomb
It isn’t that long a stay
Life is a cabaret, old chum»
Liza Minnelli, Cabaret (του Bob Fosse)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν κουρασμένος. Το πρωί δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Έκλεινε το ξυπνητήρι, το έβαζε στην αναβολή, λίγο ακόμα, λίγα λεπτά ακόμα, λίγα χρόνια ακόμα. Πολλές φορές ευχόταν να κοιμόταν αιώνια.
Σηκωνόταν γιατί έπρεπε ν’ ανοίξει το γραφείο -για τα μάτια του κόσμου. Ούτε το τηλέφωνο δεν σήκωνε. Όποτε χτυπούσε το κοιτούσε σαν να ‘ταν φίδι.
Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να πάει μεσημέρι, να γυρίσει σπίτι να κοιμηθεί. Κι ύστερα ανυπομονούσε να νυχτώσει, για να κοιμηθεί ξανά.
Ήταν πεθαμένος απ’ την κούραση. Περπατούσε αργά, γεροντικά, με σκυφτό το κεφάλι. Δεν μπορούσε να κοιτάζει ψηλά. Κάθε δραστηριότητα της ημέρας που έπρεπε να κάνει την έκανε με κόπο.
Πήγε βιταμίνη B12, άλλαξε τη διατροφή του -keto, pesceterian, atkins, γράφτηκε σε γυμναστήριο, πήγε σε ψυχολόγο, ψυχίατρο και νευρολόγο, δεν γινόταν τίποτα. Συνέχισε να είναι κουρασμένος.
Έτσι αποφάσισε να πάει στον μάγο της περιοχής. Καλαμαριώτης ήταν ο μάγος, Πόντιος, αλλά όταν ήταν νέος είχε δει ένα παράξενο φως κι είχε διευρυνθεί η συνείδηση του. Έτσι έλεγε -κι είχε πολλούς πιστούς.
Ο Άλφα δεν πίστευε στους μάγους, αλλά είχε κουραστεί να προσπαθεί να μην είναι κουρασμένος. Ο Μάγος δεν χρέωνε τίποτα. Ήταν σαν εκκλησία: Αν σ’ αρέσει το κήρυγμα ρίξε κάτι στο παγκάρι. Πήγε λοιπόν.
Το σπίτι του Μάγου δεν είχε τίποτα το μαγικό. Ένα διαμέρισμα που θύμιζε οδοντιατρείο. Στην αίθουσα αναμονής ήταν μαζεμένοι κάποιοι απ’ τους πιστούς. Διάβαζαν το ΒΙΒΛΙΟ!
Ο Μάγος είχε γράψει το ΒΙΒΛΙΟ! Ήταν η θεωρία του για τους ανθρώπους και τα προβλήματα τους. Στην αίθουσα είχε μερικά αντίτυπα -μόνο 22 ευρώ το πουλούσε το ΒΙΒΛΙΟ!
Όσο περίμενε ο Άλφα πήρε ένα να το ξεφυλλίσει. Αναγνώρισε απ’ τα περιεχόμενα που είχε στηριχτεί ο συγγραφέας. Οι τέσσερις τύποι του Ιπποκράτη, αυτοί που χρησιμοποιούν και οι ομοιοπαθητικοί, με διαφορετικά ονόματα. Μαζί κάποιες ιδέες από κβαντομηχανική, νανοβιοτεχνολογία, αστρολογία και μεταφυσική. Λίθοι, ξύλα, κεραμίδια, άτακτα ριγμένα.
Ήταν έτοιμος να φύγει όταν η γραμματέας φώναξε το όνομα του. Δεν είχε τίποτα να χάσει, δωρεάν ήταν, αποφάσισε να πάρει μέρος στη φαρσοκωμωδία. Άλλωστε ήταν νωρίς για ύπνο.
Ο Μάγος της Καλαμαριάς έμοιαζε πιο πολύ με μπακάλη της παλιάς σχολής. Ήταν ένας μπάρμπας με μουστάκι. Ο Άλφα εντυπωσιάστηκε. Πώς είχε καταφέρει ένας τόσο κοινότοπος τύπος να σαγηνεύσει τόσο κόσμο; Ίσως έφταιγε το μουστάκι. Είχε γίνει και στη Γερμανία του μεσοπολέμου.
Ο Μάγος του έκανε νόημα να κάτσει στη καρέκλα μπροστά στο γραφείο του. Ο Άλφα έκατσε και κοίταξε τριγύρω. Στον τοίχο είχε μερικά διπλώματα από πανεπιστήμια.
Σε κάποιο (Πανεπιστήμιο του Τζάκσονβιλ;) είχε κάνει μεταπτυχιακό στην Ανθρωπογεωγραφία της Φυσικής Εξέλιξης του Εγκεφάλου.
Δεν πρόλαβε να φύγει. Ο Μάγος τον κοίταξε στα μάτια -κι είχε μαγνητικό βλέμμα. Τον ρώτησε, με καλαμαριώτικη προφορά:
«Είσαι κουρασμένος, ναι;»
Ο Άλφα έκλινε το κεφάλι λιγάκι προς τ’ αριστερά, σαν σκυλί που ακούει κάτι ενδιαφέρον.
«Νιώθεις σαν να ‘σαι ογδόντα χρονών, ναι;» του είπε ο Μάγος.
«Μπορεί και ενενήντα.»
«Ξέρεις τι φταίει;»
«Αλκαλική διατροφή;»
«Όχι… Είσαι πεθαμένος», του είπε ο Μάγος.
Ο Άλφα έτριψε λίγο τα γένια του και μύρισε τα δάκτυλα του.
«Αυτό το λέτε…» Έκανε μια χειρονομία, σαν να σχεδίαζε κύματα στον αέρα. «…Μεταφορικά; Πεθαμένος από κούραση;»
«Καθόλου. Έχεις πεθάνει.»
Ένα σκυλί γάβγιζε κάπου έξω. Μάλλον το ‘χαν κλειδωμένο στο μπαλκόνι.
«Και τι είμαι;» είπε ο Άλφα. «Φάντασμα; Ζόμπι; Τι είμαι;»
«Δεν υπάρχουν φαντάσματα», είπε ο Μάγος. «Ούτε ζόμπι. Πολλές ταινίες βλέπεις.»
«Ναι, βλέπω, αυτό είναι αλήθεια, αλλά… Πώς μπορείτε να λέτε ότι είμαι νεκρός; Είμαι εδώ, σας μιλάω.»
«Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα. Και το τηλέφωνο μιλάει.»
Ο Άλφα ανακάθισε λιγάκι. Δεν αισθανόταν καλά.
«Δηλαδή, τώρα βλέπετε έναν νεκρό;» ρώτησε εκνευρισμένος.
«Βλέπω αυτό που βλέπω, λέω αυτό που βλέπω», είπε ο Μάγος. «Δεν εκλογικεύω, δεν φιλτράρω, δεν αμφιβάλλω για ό,τι βλέπω.»
Ο σκύλος απέξω συνέχισε να γαβγίζει.
Ο Άλφα σηκώθηκε όρθιος. Έλυσε τη ζώνη, κατέβασε το παντελόνι, έσκυψε και γύρισε.
«Και τώρα τι βλέπεις;» είπε στο Μάγο.
«Βλέπω τον κώλο ενός νεκρού», είπε εκείνος.
Ο Άλφα ανέβασε το παντελόνι του κι έκατσε ξεφυσώντας. Περίμενε να του πει κάτι ακόμα ο Μάγος. Εκείνος μόνο τον κοιτούσε, κάπως βαριεστημένα.
«Δεν είμαι τόσο χάλια», είπε ο Άλφα. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που απολαμβάνω, που δεν με κουράζουν.»
Σκέφτηκε τι του άρεσε να κάνει.
Σίγουρα του άρεσε ο ύπνος. Ιδιαίτερα το κομμάτι λίγο πριν τον πάρει. Του άρεσε να κάνει καφέ το πρωί. Μετά να πηγαίνει για χέσιμο. Να φτιάχνει κάτι μικρό να φάει. Να χαϊδεύει τη Λάιζα, τη σκυλίτσα του. Να ποτίζει τα φυτά στο μπαλκόνι. Να βλέπει ταινίες. Να οδηγάει γύρω γύρω στο τετράγωνο ψάχνοντας για την τέλεια θέση πάρκινγκ, ενώ ακούει τον Χρίστο Παπαγεωργίου στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ν’ αλλάζει θέση τα έπιπλα.
Να γνωρίζει κάποιον που πίνει κίτρινη τεκίλα σε ποτήρι του κονιάκ. Να γυρνάει σπίτι μαζί του. Να κάνουν σεξ ως το πρωί. Να ξυπνάνε αγκαλιά και να τρώνε μπουγάτσα με κρέμα για πρωινό.
Να καπνίζει ένα τσιγαριλίκι πριν τη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Να χαζεύει τα μωρά στα καροτσάκια τους. Να γελάει μόνος, μέσα στο σούπερ μάρκετ, όταν θυμάται τον Λεμπόφσκι που αγόραζε γάλα με την επιταγή ανεργίας. Να τραγουδάει το Let it go, από το Frozen.
Υπήρχαν τόσα πράγματα που του άρεσε να κάνει.
Σηκώθηκε. Ο Μάγος τον είχε βοηθήσει. Κατάλαβε ότι υπήρχαν πολλά που ήθελε να κάνει. Κι αν έφταιγε που είχε καιρό να κεράσει κίτρινη τεκίλα κάποιον, θα έβρισκε την άκρη, θα βρισκόταν κάποιος να φάνε μαζί μπουγάτσα το πρωί.
«Σας ευχαριστώ», είπε ο Άλφα, «κατάλαβα.»
«Άργησες», του είπε ο Μάγος.
«Ναι, το ξέρω. Αλλά τώρα θα ζήσω», είπε ο Άλφα.
«Άργησες», του είπε πάλι.
Ο Άλφα βγήκε τρέχοντας σχεδόν. Έριξε πενήντα ευρώ στο κουτί προαιρετικής συνεισφοράς και πήγε να πάρει μπουγάτσα.
Ο Μάγος έκατσε πίσω στην καρέκλα του. Η γραμματέας μπήκε να τον ρωτήσει αν μπορούσε να φέρει τον επόμενο.
«Περίμενε λίγο», της είπε. «Δεν είναι εύκολο.»
«Ήταν πεθαμένος;» ρώτησε η γραμματέας.
«Πιο πεθαμένος απ’ τον Τσάρλι Τσάπλιν», είπε ο Μάγος.
Η γραμματέας ρούφηξε αέρα και τον ξεφύσησε απότομα.
«Κρίμα. Φαινόταν πολύ εντάξει.»
Ο Μάγος πήγε και στάθηκε στο παράθυρο.
«Όλοι έτσι είναι. Όλοι έτσι θα καταλήξουμε. Πάμε, ερχόμαστε, πάμε, ερχόμαστε, ψωνίζουμε, μαγειρεύουμε, τρώμε, χέζουμε. Τι μένει τελικά απ’ όλη αυτή τη δραστηριότητα; Μια επίγευση από ξύδι.»
«Σαν το σφουγγάρι στα χείλη του Εσταυρωμένου;»
«Μπα, σαν χταπόδι βραστό πιο πολύ.»
Η γραμματέας ένιωσε σαν τον σκύλο του Παυλόφ. Λάτρευε το ξυδάτο χταποδάκι. Κάπου είχε διαβάσει ότι είναι πολύ έξυπνα ζώα, λύνουν προβλήματα και τέτοια. Αυτό την έκανε να της αρέσει περισσότερο.
«Πάμε στην Αρετσού μετά;» της είπε ο Μάγος.
«Σε ψαροταβέρνα;»
«Σε ψαροταβέρνα.»
Ο Άλφα γύρισε τρέχοντας στο σπίτι. Είχε μια δεύτερη ευκαιρία. Τέρμα η κατάθλιψη, τέρμα η παραίτηση, τέρμα η κούραση. Θα έκανε ό,τι ήθελε να κάνει. Θα έκανε τα πάντα. Θα ζούσε απ’ την αρχή.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας είδε κάποιον πλάτη, να κολλάει ένα χαρτί. Σκέφτηκε ότι είχε αδειάσει το διαμέρισμα του τρίτου.
Πλησίασε και είδε ότι ήταν κηδειόχαρτο.
Έγραφε τα στοιχεία του:
«Άλφα Πι, πολιτικός μηχανικός, ετών 35.»
Ο άνθρωπος που το κολλούσε μάσαγε τσίχλα. Ο Άλφα στάθηκε δίπλα του.
«Μάλλον κάνετε λάθος», είπε στον υπάλληλο του γραφείου τελετών.
«Τι πράγμα;» του είπε εκείνος καταπρόσωπο.
Ήταν με άρωμα καρπούζι. Τις μισούσε τις τσίχλες καρπούζι. Ήταν τόσο τεχνητό το άρωμα, τόσο αφύσικο.
«Αυτό είναι το όνομα μου», είπε ο Άλφα.
Ο υπάλληλος κοίταξε την αφίσα.
«Άλφα Πι;»
«Ναι.»
«Ήσουν πολιτικός μηχανικός;»
«Είμαι ακόμα.»
«Αυτός ήταν τριανταπεντάρης», είπε ο υπάλληλος.
«Τόσο είμαι.»
Ο υπάλληλος τον κοίταξε καλύτερα.
«Δεν σου φαίνεται. Βία τριάντα θα σ’ έκανα.»
«Παίρνω μπε δώδεκα», είπε ο Άλφα.
«Και στο σώμα.»
«Πάω γυμναστήριο.»
«Πιλάτες;»
«Κι εναέρια γιόγκα.»
Ο υπάλληλος έκανε ένα βήμα πίσω, χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω. Ο Άλφα παρατήρησε ότι είχε πολύ ωραία μαλλιά. Σαν τον Τζεφ Μπρίτζες στο Σχέσεις Πάθους, εκείνο με τη Μισέλ Φάιφερ πάνω στο πιάνο.
Του χαμογέλασε. Εκείνος ανταπέδωσε.
Τη σκηνή διέκοψε η κυρία Κούλα, που βγήκε απ’ το ασανσέρ τραβώντας το καρότσι της λαϊκής. Ήταν Τρίτη. Πέρασε ανάμεσά τους χωρίς να χαιρετήσει. Γύρισε και κοίταξε το κηδειόχαρτο. Μετά στράφηκε στον Άλφα.
«Εσύ δεν ήσουν στον τρίτο;»
«Εγώ είμαι», είπε ο Άλφα.
«Κρίμα», έκανε η κυρία Κούλα. «Τόσο νέος. Κρίμα.»
Και πήγε να πάρει παντζάρια και σολομό.
Οι δυο τους έμειναν να την παρακολουθούν, μέχρι που χάθηκε. Υπήρχε αμηχανία, κάτι έπρεπε να ειπωθεί. Ο Άλφα έπαιζε με τα μούσια του. Ο υπάλληλος τραβούσε λίγο σελοτέιπ, το έκοβε, το έκανε μπάλα, το πέταγε, έπειτα έκοβε κι άλλο.
«Μήπως θα ‘θελες…» ξεκίνησε να λέει ο Άλφα, αλλά δείλιασε. Μετά θυμήθηκε τον Μάγο. Πήρε θάρρος.
«Θα ‘θελες να πηγαίναμε για κανένα ποτό;»
«Πότε;»
«Σήμερα. Τι ώρα σχολάς;»
«Τώρα. Τέλειωσα. Τελευταίος πελάτης για σήμερα», είπε κι έδειξε με τον αντίχειρα το κηδειόχαρτο.
Ο Άλφα κοίταξε το όνομα του.
«Συγνώμη. Έτσι τους λέμε», προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο υπάλληλος.
«Καταλαβαίνω. Για να παίρνετε αποστάσεις.»
«Ναι, κάτι τέτοιο.»
Ο υπάλληλος χαμογέλασε ξανά. Ήταν πολύ όμορφος.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ο Άλφα.
«Τι πράγμα;» είπε ο υπάλληλος και τον πλησίασε λιγάκι.
Το καρπούζι μύριζε τόσο φυσικά. Του Άλφα του ήρθε να τον φιλήσει και να του πάρει τη τσίχλα απ’ το στόμα.
«Τι ποτό πίνεις;»
«Γιατί; Κερνάς;»
«Μπορεί. Τι πίνεις;»
«Γουάιτ ρόσιαν.»
Είχαν φτάσει πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Αν τους έβλεπε η κυρία Κούλα θα έκανε «τσ-τσ-τσ» με τη γλώσσα της.
«Μ’ αρέσει», είπε ο Άλφα.
«Κι εμένα», είπε ο υπάλληλος, άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε την άκρη απ’ το ρούχο του Άλφα.
Εκείνος ανατρίχιασε ολόκληρος.
«Έχει ένα μπαρ εδώ παρακάτω, το LEICA.»
«Το ξέρω.»
Ο υπάλληλος προχώρησε. Ο Άλφα κοντοστάθηκε για λίγο μπρος στο κηδειόχαρτο. Πήγε να το σκίσει.
«Υπάρχει ζωή και μετά τον θάνατο», είπε και το άφησε.
Περπάτησε λίγο πιο γρήγορα για να προλάβει τον Τζεφ Μπρίτζες του. Θα τραγουδούσε πάνω στο πιάνο για πάρτι του εκείνο το βράδυ.
~~~~~~~~~~
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«Start by admitting from cradle to tomb
It isn’t that long a stay
Life is a cabaret, old chum»
Liza Minnelli, Cabaret (του Bob Fosse)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν κουρασμένος. Το πρωί δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Έκλεινε το ξυπνητήρι, το έβαζε στην αναβολή, λίγο ακόμα, λίγα λεπτά ακόμα, λίγα χρόνια ακόμα. Πολλές φορές ευχόταν να κοιμόταν αιώνια.
Σηκωνόταν γιατί έπρεπε ν’ ανοίξει το γραφείο -για τα μάτια του κόσμου. Ούτε το τηλέφωνο δεν σήκωνε. Όποτε χτυπούσε το κοιτούσε σαν να ‘ταν φίδι.
Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να πάει μεσημέρι, να γυρίσει σπίτι να κοιμηθεί. Κι ύστερα ανυπομονούσε να νυχτώσει, για να κοιμηθεί ξανά.
Ήταν πεθαμένος απ’ την κούραση. Περπατούσε αργά, γεροντικά, με σκυφτό το κεφάλι. Δεν μπορούσε να κοιτάζει ψηλά. Κάθε δραστηριότητα της ημέρας που έπρεπε να κάνει την έκανε με κόπο.
Πήγε βιταμίνη B12, άλλαξε τη διατροφή του -keto, pesceterian, atkins, γράφτηκε σε γυμναστήριο, πήγε σε ψυχολόγο, ψυχίατρο και νευρολόγο, δεν γινόταν τίποτα. Συνέχισε να είναι κουρασμένος.
Έτσι αποφάσισε να πάει στον μάγο της περιοχής. Καλαμαριώτης ήταν ο μάγος, Πόντιος, αλλά όταν ήταν νέος είχε δει ένα παράξενο φως κι είχε διευρυνθεί η συνείδηση του. Έτσι έλεγε -κι είχε πολλούς πιστούς.
Ο Άλφα δεν πίστευε στους μάγους, αλλά είχε κουραστεί να προσπαθεί να μην είναι κουρασμένος. Ο Μάγος δεν χρέωνε τίποτα. Ήταν σαν εκκλησία: Αν σ’ αρέσει το κήρυγμα ρίξε κάτι στο παγκάρι. Πήγε λοιπόν.
~~
Το σπίτι του Μάγου δεν είχε τίποτα το μαγικό. Ένα διαμέρισμα που θύμιζε οδοντιατρείο. Στην αίθουσα αναμονής ήταν μαζεμένοι κάποιοι απ’ τους πιστούς. Διάβαζαν το ΒΙΒΛΙΟ!
Ο Μάγος είχε γράψει το ΒΙΒΛΙΟ! Ήταν η θεωρία του για τους ανθρώπους και τα προβλήματα τους. Στην αίθουσα είχε μερικά αντίτυπα -μόνο 22 ευρώ το πουλούσε το ΒΙΒΛΙΟ!
Όσο περίμενε ο Άλφα πήρε ένα να το ξεφυλλίσει. Αναγνώρισε απ’ τα περιεχόμενα που είχε στηριχτεί ο συγγραφέας. Οι τέσσερις τύποι του Ιπποκράτη, αυτοί που χρησιμοποιούν και οι ομοιοπαθητικοί, με διαφορετικά ονόματα. Μαζί κάποιες ιδέες από κβαντομηχανική, νανοβιοτεχνολογία, αστρολογία και μεταφυσική. Λίθοι, ξύλα, κεραμίδια, άτακτα ριγμένα.
Ήταν έτοιμος να φύγει όταν η γραμματέας φώναξε το όνομα του. Δεν είχε τίποτα να χάσει, δωρεάν ήταν, αποφάσισε να πάρει μέρος στη φαρσοκωμωδία. Άλλωστε ήταν νωρίς για ύπνο.
~~
Ο Μάγος της Καλαμαριάς έμοιαζε πιο πολύ με μπακάλη της παλιάς σχολής. Ήταν ένας μπάρμπας με μουστάκι. Ο Άλφα εντυπωσιάστηκε. Πώς είχε καταφέρει ένας τόσο κοινότοπος τύπος να σαγηνεύσει τόσο κόσμο; Ίσως έφταιγε το μουστάκι. Είχε γίνει και στη Γερμανία του μεσοπολέμου.
Ο Μάγος του έκανε νόημα να κάτσει στη καρέκλα μπροστά στο γραφείο του. Ο Άλφα έκατσε και κοίταξε τριγύρω. Στον τοίχο είχε μερικά διπλώματα από πανεπιστήμια.
Σε κάποιο (Πανεπιστήμιο του Τζάκσονβιλ;) είχε κάνει μεταπτυχιακό στην Ανθρωπογεωγραφία της Φυσικής Εξέλιξης του Εγκεφάλου.
Δεν πρόλαβε να φύγει. Ο Μάγος τον κοίταξε στα μάτια -κι είχε μαγνητικό βλέμμα. Τον ρώτησε, με καλαμαριώτικη προφορά:
«Είσαι κουρασμένος, ναι;»
Ο Άλφα έκλινε το κεφάλι λιγάκι προς τ’ αριστερά, σαν σκυλί που ακούει κάτι ενδιαφέρον.
«Νιώθεις σαν να ‘σαι ογδόντα χρονών, ναι;» του είπε ο Μάγος.
«Μπορεί και ενενήντα.»
«Ξέρεις τι φταίει;»
«Αλκαλική διατροφή;»
«Όχι… Είσαι πεθαμένος», του είπε ο Μάγος.
Ο Άλφα έτριψε λίγο τα γένια του και μύρισε τα δάκτυλα του.
«Αυτό το λέτε…» Έκανε μια χειρονομία, σαν να σχεδίαζε κύματα στον αέρα. «…Μεταφορικά; Πεθαμένος από κούραση;»
«Καθόλου. Έχεις πεθάνει.»
Ένα σκυλί γάβγιζε κάπου έξω. Μάλλον το ‘χαν κλειδωμένο στο μπαλκόνι.
«Και τι είμαι;» είπε ο Άλφα. «Φάντασμα; Ζόμπι; Τι είμαι;»
«Δεν υπάρχουν φαντάσματα», είπε ο Μάγος. «Ούτε ζόμπι. Πολλές ταινίες βλέπεις.»
«Ναι, βλέπω, αυτό είναι αλήθεια, αλλά… Πώς μπορείτε να λέτε ότι είμαι νεκρός; Είμαι εδώ, σας μιλάω.»
«Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα. Και το τηλέφωνο μιλάει.»
Ο Άλφα ανακάθισε λιγάκι. Δεν αισθανόταν καλά.
«Δηλαδή, τώρα βλέπετε έναν νεκρό;» ρώτησε εκνευρισμένος.
«Βλέπω αυτό που βλέπω, λέω αυτό που βλέπω», είπε ο Μάγος. «Δεν εκλογικεύω, δεν φιλτράρω, δεν αμφιβάλλω για ό,τι βλέπω.»
Ο σκύλος απέξω συνέχισε να γαβγίζει.
Ο Άλφα σηκώθηκε όρθιος. Έλυσε τη ζώνη, κατέβασε το παντελόνι, έσκυψε και γύρισε.
«Και τώρα τι βλέπεις;» είπε στο Μάγο.
«Βλέπω τον κώλο ενός νεκρού», είπε εκείνος.
Ο Άλφα ανέβασε το παντελόνι του κι έκατσε ξεφυσώντας. Περίμενε να του πει κάτι ακόμα ο Μάγος. Εκείνος μόνο τον κοιτούσε, κάπως βαριεστημένα.
«Δεν είμαι τόσο χάλια», είπε ο Άλφα. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που απολαμβάνω, που δεν με κουράζουν.»
Σκέφτηκε τι του άρεσε να κάνει.
Σίγουρα του άρεσε ο ύπνος. Ιδιαίτερα το κομμάτι λίγο πριν τον πάρει. Του άρεσε να κάνει καφέ το πρωί. Μετά να πηγαίνει για χέσιμο. Να φτιάχνει κάτι μικρό να φάει. Να χαϊδεύει τη Λάιζα, τη σκυλίτσα του. Να ποτίζει τα φυτά στο μπαλκόνι. Να βλέπει ταινίες. Να οδηγάει γύρω γύρω στο τετράγωνο ψάχνοντας για την τέλεια θέση πάρκινγκ, ενώ ακούει τον Χρίστο Παπαγεωργίου στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ν’ αλλάζει θέση τα έπιπλα.
Να γνωρίζει κάποιον που πίνει κίτρινη τεκίλα σε ποτήρι του κονιάκ. Να γυρνάει σπίτι μαζί του. Να κάνουν σεξ ως το πρωί. Να ξυπνάνε αγκαλιά και να τρώνε μπουγάτσα με κρέμα για πρωινό.
Να καπνίζει ένα τσιγαριλίκι πριν τη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Να χαζεύει τα μωρά στα καροτσάκια τους. Να γελάει μόνος, μέσα στο σούπερ μάρκετ, όταν θυμάται τον Λεμπόφσκι που αγόραζε γάλα με την επιταγή ανεργίας. Να τραγουδάει το Let it go, από το Frozen.
Υπήρχαν τόσα πράγματα που του άρεσε να κάνει.
~~
Σηκώθηκε. Ο Μάγος τον είχε βοηθήσει. Κατάλαβε ότι υπήρχαν πολλά που ήθελε να κάνει. Κι αν έφταιγε που είχε καιρό να κεράσει κίτρινη τεκίλα κάποιον, θα έβρισκε την άκρη, θα βρισκόταν κάποιος να φάνε μαζί μπουγάτσα το πρωί.
«Σας ευχαριστώ», είπε ο Άλφα, «κατάλαβα.»
«Άργησες», του είπε ο Μάγος.
«Ναι, το ξέρω. Αλλά τώρα θα ζήσω», είπε ο Άλφα.
«Άργησες», του είπε πάλι.
Ο Άλφα βγήκε τρέχοντας σχεδόν. Έριξε πενήντα ευρώ στο κουτί προαιρετικής συνεισφοράς και πήγε να πάρει μπουγάτσα.
~~
Ο Μάγος έκατσε πίσω στην καρέκλα του. Η γραμματέας μπήκε να τον ρωτήσει αν μπορούσε να φέρει τον επόμενο.
«Περίμενε λίγο», της είπε. «Δεν είναι εύκολο.»
«Ήταν πεθαμένος;» ρώτησε η γραμματέας.
«Πιο πεθαμένος απ’ τον Τσάρλι Τσάπλιν», είπε ο Μάγος.
Η γραμματέας ρούφηξε αέρα και τον ξεφύσησε απότομα.
«Κρίμα. Φαινόταν πολύ εντάξει.»
Ο Μάγος πήγε και στάθηκε στο παράθυρο.
«Όλοι έτσι είναι. Όλοι έτσι θα καταλήξουμε. Πάμε, ερχόμαστε, πάμε, ερχόμαστε, ψωνίζουμε, μαγειρεύουμε, τρώμε, χέζουμε. Τι μένει τελικά απ’ όλη αυτή τη δραστηριότητα; Μια επίγευση από ξύδι.»
«Σαν το σφουγγάρι στα χείλη του Εσταυρωμένου;»
«Μπα, σαν χταπόδι βραστό πιο πολύ.»
Η γραμματέας ένιωσε σαν τον σκύλο του Παυλόφ. Λάτρευε το ξυδάτο χταποδάκι. Κάπου είχε διαβάσει ότι είναι πολύ έξυπνα ζώα, λύνουν προβλήματα και τέτοια. Αυτό την έκανε να της αρέσει περισσότερο.
«Πάμε στην Αρετσού μετά;» της είπε ο Μάγος.
«Σε ψαροταβέρνα;»
«Σε ψαροταβέρνα.»
~~
Ο Άλφα γύρισε τρέχοντας στο σπίτι. Είχε μια δεύτερη ευκαιρία. Τέρμα η κατάθλιψη, τέρμα η παραίτηση, τέρμα η κούραση. Θα έκανε ό,τι ήθελε να κάνει. Θα έκανε τα πάντα. Θα ζούσε απ’ την αρχή.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας είδε κάποιον πλάτη, να κολλάει ένα χαρτί. Σκέφτηκε ότι είχε αδειάσει το διαμέρισμα του τρίτου.
Πλησίασε και είδε ότι ήταν κηδειόχαρτο.
Έγραφε τα στοιχεία του:
«Άλφα Πι, πολιτικός μηχανικός, ετών 35.»
Ο άνθρωπος που το κολλούσε μάσαγε τσίχλα. Ο Άλφα στάθηκε δίπλα του.
«Μάλλον κάνετε λάθος», είπε στον υπάλληλο του γραφείου τελετών.
«Τι πράγμα;» του είπε εκείνος καταπρόσωπο.
Ήταν με άρωμα καρπούζι. Τις μισούσε τις τσίχλες καρπούζι. Ήταν τόσο τεχνητό το άρωμα, τόσο αφύσικο.
«Αυτό είναι το όνομα μου», είπε ο Άλφα.
Ο υπάλληλος κοίταξε την αφίσα.
«Άλφα Πι;»
«Ναι.»
«Ήσουν πολιτικός μηχανικός;»
«Είμαι ακόμα.»
«Αυτός ήταν τριανταπεντάρης», είπε ο υπάλληλος.
«Τόσο είμαι.»
Ο υπάλληλος τον κοίταξε καλύτερα.
«Δεν σου φαίνεται. Βία τριάντα θα σ’ έκανα.»
«Παίρνω μπε δώδεκα», είπε ο Άλφα.
«Και στο σώμα.»
«Πάω γυμναστήριο.»
«Πιλάτες;»
«Κι εναέρια γιόγκα.»
Ο υπάλληλος έκανε ένα βήμα πίσω, χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω. Ο Άλφα παρατήρησε ότι είχε πολύ ωραία μαλλιά. Σαν τον Τζεφ Μπρίτζες στο Σχέσεις Πάθους, εκείνο με τη Μισέλ Φάιφερ πάνω στο πιάνο.
Του χαμογέλασε. Εκείνος ανταπέδωσε.
Τη σκηνή διέκοψε η κυρία Κούλα, που βγήκε απ’ το ασανσέρ τραβώντας το καρότσι της λαϊκής. Ήταν Τρίτη. Πέρασε ανάμεσά τους χωρίς να χαιρετήσει. Γύρισε και κοίταξε το κηδειόχαρτο. Μετά στράφηκε στον Άλφα.
«Εσύ δεν ήσουν στον τρίτο;»
«Εγώ είμαι», είπε ο Άλφα.
«Κρίμα», έκανε η κυρία Κούλα. «Τόσο νέος. Κρίμα.»
Και πήγε να πάρει παντζάρια και σολομό.
Οι δυο τους έμειναν να την παρακολουθούν, μέχρι που χάθηκε. Υπήρχε αμηχανία, κάτι έπρεπε να ειπωθεί. Ο Άλφα έπαιζε με τα μούσια του. Ο υπάλληλος τραβούσε λίγο σελοτέιπ, το έκοβε, το έκανε μπάλα, το πέταγε, έπειτα έκοβε κι άλλο.
«Μήπως θα ‘θελες…» ξεκίνησε να λέει ο Άλφα, αλλά δείλιασε. Μετά θυμήθηκε τον Μάγο. Πήρε θάρρος.
«Θα ‘θελες να πηγαίναμε για κανένα ποτό;»
«Πότε;»
«Σήμερα. Τι ώρα σχολάς;»
«Τώρα. Τέλειωσα. Τελευταίος πελάτης για σήμερα», είπε κι έδειξε με τον αντίχειρα το κηδειόχαρτο.
Ο Άλφα κοίταξε το όνομα του.
«Συγνώμη. Έτσι τους λέμε», προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο υπάλληλος.
«Καταλαβαίνω. Για να παίρνετε αποστάσεις.»
«Ναι, κάτι τέτοιο.»
Ο υπάλληλος χαμογέλασε ξανά. Ήταν πολύ όμορφος.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ο Άλφα.
«Τι πράγμα;» είπε ο υπάλληλος και τον πλησίασε λιγάκι.
Το καρπούζι μύριζε τόσο φυσικά. Του Άλφα του ήρθε να τον φιλήσει και να του πάρει τη τσίχλα απ’ το στόμα.
«Τι ποτό πίνεις;»
«Γιατί; Κερνάς;»
«Μπορεί. Τι πίνεις;»
«Γουάιτ ρόσιαν.»
Είχαν φτάσει πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Αν τους έβλεπε η κυρία Κούλα θα έκανε «τσ-τσ-τσ» με τη γλώσσα της.
«Μ’ αρέσει», είπε ο Άλφα.
«Κι εμένα», είπε ο υπάλληλος, άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε την άκρη απ’ το ρούχο του Άλφα.
Εκείνος ανατρίχιασε ολόκληρος.
«Έχει ένα μπαρ εδώ παρακάτω, το LEICA.»
«Το ξέρω.»
Ο υπάλληλος προχώρησε. Ο Άλφα κοντοστάθηκε για λίγο μπρος στο κηδειόχαρτο. Πήγε να το σκίσει.
«Υπάρχει ζωή και μετά τον θάνατο», είπε και το άφησε.
Περπάτησε λίγο πιο γρήγορα για να προλάβει τον Τζεφ Μπρίτζες του. Θα τραγουδούσε πάνω στο πιάνο για πάρτι του εκείνο το βράδυ.
~~~~~~~~~~
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου