Γελωτοποιός
«Don’t talk to strangers ‘Cause they’re only there to do you harm»
DIO
«Ταξιδεύουμε για νέα εποχή και θα ψάχνουμε για πάντα κάτι που δεν βρίσκεται ποτέ»
Μανιφέστο – Μωρά στη Φωτιά
Ο Άλφα άργησε να τους δει. Άκουγε μια κασέτα στο γουόκμαν και του τη μάσησε. Βλαστήμησε και προσπάθησε να τη φτιάξει. Πρωτόγονη τεχνολογία, αλλά το κινητό του δεν είχε σήμα στη σκοπιά. Κανένα κινητό δεν είχε σήμα εκεί πάνω, όλο δεξιά όπως κοιτάς τον χάρτη.
Ευτυχώς που είχαν στο φυλάκιο και τον Παππού. Σαραπέντε χρονών ήταν, μόλις που είχε γκριζάρει, αλλά έτσι τον έλεγαν, Παππού. Ήταν της παλιάς σχολής. Είχε ένα κινητό αρχαίο και κουβάλησε μια τσάντα με κασέτες κι επαναφορτιζόμενες μπαταρίες. Οι πιτσιρικάδες τον κορόιδευαν στην αρχή. Μετά τον παρακαλούσαν να τους το δανείσει.
Μ’ εκείνο άκουγε ο Άλφα τα Μωρά στη Φωτιά, όταν του τη μάσησε. Ο Παππούς τους είχε δείξει το κόλπο με τον στυλό. Έτσι, καθώς πάλευε να φτιάξει την κασέτα δεν είδε τον ιπτάμενο δίσκο που προσγειώθηκε σαν γάτα διακόσια μέτρα απ’ τη σκοπιά.
Την είχε μασήσει καλά. Αναγκάστηκε να κόψει ένα μικρό κομμάτι και να την κολλήσει πάλι. Το φύσηξε να στεγνώσει, την έβαλε πάλι μέσα.
Γεννιόμαστε σαν λύκοι και πεθαίνουμε σαν τα λλκζχηελακεηρεκλ
“Μησουγαμήσω”, είπε ο Άλφα. “Γαμωτογαμήδισουγαμώ”
Ήθελε ν’ ακούσει σαν τι πεθαίνουμε. Του άρεσαν τα Μωρά στη Φωτιά, παρότι αρχαίοι.
Πήγε ν’ ανάψει τσιγάρο και τότε τους είδε να πλησιάζουν.
Κι η ζωή είναι εφιάλτης σταματά μονάχα όταν λκξηφδδσεαητρξκη
Του φάνηκε σαν να ‘βλεπε ταινία.
Γεννιέσαι, μεγαλώνεις και μετά ξσξεηησνβ κυνήγι
Ο Άλφα όπλισε. Τις τελευταίες μέρες τους έδιναν αληθινές σφαίρες και τους είχαν πει να προσέχουν για Τούρκους πράκτορες που κάνουν ότι είναι πρόσφυγες. Ο Παππούς είχε γελάσει σαν το άκουσε αυτό. Ο λοχαγός που τους έκανε επιθεώρηση του είχε πει ότι θα μείνει στο φυλάκιο μέχρι να πάρει το πρωτάθλημα ο Απόλλων Καλαμαριάς.
“Ποιος είναι εκεί”, φώναξε ο Άλφα. “Τις ει, ρε; Σταματήστε, σταματήστε, stop ρε γαμιόληδες θα πυροβολήσω, i ‘ll shoot you mothafuckas”
Τους σημάδεψε, έτοιμος να πυροβολήσει, και τότε είδε ότι δεν είχαν πόδια.
Τους άφησε να φτάσουν κάτω απ’ τον πύργο της σκοπιάς. Νόμιζε ότι είναι φαντάσματα και δεν προβλέπεται να πυροβολάς φαντάσματα, τζάμπα οι σφαίρες.
Στα είκοσι μέτρα άναψε τους προβολείς και είδε ότι δεν ήταν φαντάσματα, δεν φορούσαν άσπρα σεντόνια, έλαμπε το δέρμα τους.
Ο Άλφα είχε μεγαλώσει με NETFLIX και ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Κατάλαβε ότι ήταν εξωγήινοι. Μεγάλο κεφάλι, άτριχοι εντελώς, τρία δάκτυλα σε κάθε χέρι, μάτια σαν του Ε.Τ. Αποκλείεται να ήταν Τούρκοι.
Κατέβασε το όπλο. Δεν έπρεπε να νιώσουν απειλή.
“Ποτέ δεν ξέρεις τι είδους όπλα έχουν οι εξωγήινοι”, σκέφτηκε κι έκλεισε τον προβολέα.
“Έρχομαι κάτω”, τους φώναξε. Θυμήθηκε κάτι που είχε δει σε μια ταινία. “Έρχομαι ειρηνικά κάτω”.
Άφησε το όπλο και κατέβηκε τις σκάλες.
Όσο τους πλησίαζε τόσο μειωνόταν η λάμψη τους, σαν να είχαν ροοστάτη. Όταν έφτασε στα δύο μέτρα απλώς φωσφόριζαν.
Ήταν δύο, ίσοι στο ύψος. Δεν είχαν διαφορές φύλου στο πρόσωπο ή στο σώμα. Είχαν μεγάλη μύτη, σημιτική, και χείλη φουσκωτά, σχεδόν αφρικάνικα. Δεν είχαν θηλές ούτε αφαλό ούτε πέος ή αιδοίο.
Και το πιο σημαντικό: Δεν είχαν πόδια. Αιωρούνταν μισό μέτρο πάνω απ’ το έδαφος.
“Εγώ άνθρωπος”, του είπε ο Άλφα. “Νot war, peace. Ειρήνη και αλληλεγγύη. No pasaran.” Αυτό το σκέφτηκε λιγάκι. “Όχι εσείς, για τους φασίστες λέω.”
Οι εξωγήινοι δεν φάνηκαν να καταλαβαίνουν.
“Τι – θέλετε – από – μας; ” τους ρώτησε κάνοντας μαζί και κάποια νοήματα που θα μπορούσαν να σημαίνουν εκατό διαφορετικά πράγματα.
Οι εξωγήινοι κοιτάχτηκαν και άναψε ένα λαμπάκι μέσα στο κρανίο τους, σαν να επικοινωνούσαν. Μετά γύρισαν προς τον Άλφα. Ταυτόχρονα έκαναν έναν μεγάλο κύκλο με τα δυο τους χέρια και είπαν μια λέξη:
“Πίτσα.”
Ο Παππούς έπαιζε πόκερ με τον Γιώτα. Ο τέταρτος της ομάδας, ο Έψιλον, καθάριζε το όπλο του.
Όλοι είχαν σταλεί εκεί ως ανεπιθύμητοι. Ο Παππούς γιατί ήταν ανυπότακτος κάτι χιλιάδες χρόνια. Σπούδασε στη Μόσχα, μετά ταξίδεψε, έμεινε μερικά χρόνια στην Κούβα, βαρέθηκε, γύρισε.
Ο Γιώτα ήταν Μάρτυρας του Ιαχωβά. Δεν αποδεχόταν τη χρήση όπλων. Τον έβγαλαν Ι4, τον έκαναν τραυματιοφορέα και τον έστειλαν σ’ εκείνο το σημείο του χάρτη που κρύβει η πάνω δεξιά πινέζα.
Ο Έψιλον είχε έναν λογαριασμό facebook γεμάτο Λεωνίδες, Μολών λαβέ και Κρεμάλες στους Προδότες. Αυτό από μόνο του θα ήταν πλεονέκτημα, αλλά έδειρε ένα συριζαίο λοχία. Τον έβαλαν φυλακή και μετά στο Φ.Α, το φυλάκιο ανεπιθύμητων.
Είχαν ανοικτή την τηλεόραση. Έπαιζε μια τούρκικη σαπουνόπερα, χωρίς υπότιτλους, το έπιαναν απευθείας απ’ την πηγή. Η ξυλόσομπα βάραγε κατοστάρια. Είχε κρύο για Απρίλη, σχεδόν πάντα είχε κρύο εκεί πάνω. Κι η υγρασία σου προκαλούσε φυματίωση σε ένα τέταρτο της ώρας.
Ο Γιώτα πήγε χαρτί κι αφού είδε τι είχε πόνταρε δυο φασόλια. Κάθε φασόλι ήταν μια αγγαρεία. Ο Παππούς ξεκίνησε να μουρμουρίζει την Κατιούσα.
“Ξέρεις γιατί, ε μαλάκα;” είπε ο Έψιλον στον Γιώτα.
“Τι γιατί;”
“Πόσο μαλάκας είσαι, ρε μαλάκα; Όταν ο Παππούς κάνει τα κομουνιστικά του πάει να πει…”
“Τι;” ρώτησε ο Γιώτα.
“Πάει να πει σου γαμάω το γατί.”
“Δεν θα είναι τόσο εύκολο”, είπε ο Γιώτα.
Είχε τρεις ωραίους ρηγάδες να τον κοιτάνε και να του δίνουν θάρρος. Πόνταρε άλλα τέσσερα φασόλια. Ο Παππούς σταμάτησε για λίγο την Κατιούσα. Έβαλε τα τέσσερα του Γιώτα. Κι άλλα τέσσερα.
“Σου γαμάει το γατί”, είπε ο Έψιλον.
Ο Γιώτα το σκέφτηκε για λίγο. Αν έχανε θα καθάριζε την τουαλέτα για δυο μήνες. Αλλά είχε τους ρηγάδες να του δίνουν θάρρος. Έβαλε το στοίχημα κι άνοιξε τα χαρτιά του. Ο Παππούς ξεκίνησε πάλι να μουρμουρίζει κι έδειξε τι είχε: Τέσσερα εννιάρια. Μάζεψε τα φασόλια.
Τότε ακούστηκαν βήματα απέξω.
“Τι ώρα είναι;” είπε ο Γιώτα. “Πότε αλλάζει ο Άλφα;”
“Στις τέσσερις, του είχα κερδίσει έξι φασόλια”, είπε ο Παππούς.
“Και τι κάνει τώρα;”
Ο Έψιλον όπλισε και στάθηκε πίσω απ’ την πόρτα.
“Τις ει;” φώναξε.
“Εγώ είμαι, ηλίθιε φασίστα”, ακούστηκε η φωνή του Άλφα.
Ο Έψιλον κατέβασε το όπλο. Η πόρτα άνοιξε, μισή. Ο Άλφα έβαλε το κεφάλι του μόνο.
“Έφερα και δύο φίλους. Μην τρομάξετε.”
Δεν τρόμαξαν γιατί νόμιζαν ότι έβλεπαν ταινία.
“Τους βρήκα στο φυλάκιο. Έρχονται ειρηνικά.”
“Τι είναι;” είπε ο Γιώτα.
“Εξωγήινοι, μαλάκα.”
Οι εξωγήινοι είχαν μπει μέσα κι αιωρούνταν στο χώρο.
“Μιλάνε;” ρώτησε ο Παππούς.
“Μόνο μια λέξη είπαν.”
Οι εξωγήινοι είδαν λίγο τούρκικη τηλεόραση. Μετά πήγαν και στάθηκαν δίπλα στη σόμπα.
“Τώρα θα σκέφτονται πόσο πρωτόγονοι είμαστε”, είπε ο Άλφα.
“Μπορεί να κρυώσανε”, έκανε ο Παππούς. “Τι λέξη είπανε;”
“Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα, αλλά…”
Ο Παππούς είδε με την άκρη του ματιού τον Έψιλον να σηκώνει το όπλο. Του έκανε νόημα να το κατεβάσει.
“Τι λέξη;”
“Πίτσα.”
Σαν το είπε οι εξωγήινοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Έκαναν με τα χέρια τους την ίδια κίνηση, έναν μεγάλο κύκλο και είπαν: “Πίτσα.”
“Ποιος ξέρει τι σημαίνει πίτσα στη γλώσσα τους”, είπε ο Γιώτα. “Μπορεί να σημαίνει αφανισμός.”
“Μπορεί να σημαίνει πεϊνιρλί. Κύκλο κάνουν, κύκλο, και λένε πίτσα.”
“Πίτσα”, είπαν πάλι οι εξωγήινοι κι έκαναν τον κύκλο.
“Και γιατί δεν πήγαν στην Ιταλία;”
Το μάτι του Έψιλον είχε αγριέψει.
“Πίτσα κι αρχίδια”, είπε.
Σήκωσε το όπλο τους να τους πυροβολήσει.
Οι εξωγήινοι κούνησαν λιγάκι τα δάκτυλα τους.
Μισή ώρα μετά οι τέσσερις φαντάροι κάθονταν στο τραπέζι. Παντού στους τοίχους ήταν κολλημένα τ’ απομεινάρια των εξωγήινων, λαμπερή βλέννα και κόκαλα ελαφριά σαν της σουπιάς.
Ο Γιώτα έκλαιγε, με το κεφάλι μες στα χέρια. Ο Άλφα κοιτούσε αφηρημένα τη σόμπα κι ένα κομματάκι εξωγήινου που ψηνόταν πάνω της. Μύριζε σαν καλαμάρι. Ο Παππούς κάπνιζε Σέρτικα Λαμίας. Μόνο ο Έψιλον φαινόταν ικανοποιημένος. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε σκοτώσει εξωγήινους.
“Θα μπορούσαμε να παραγγείλουμε μια”, είπε ο Άλφα.
“Θα έφτιαχνα”, είπε ο Παππούς.
“Ξέρεις να κάνεις πίτσα;”
“Χημικός είμαι. Ξέρω να φτιάχνω εκρηκτικά από κουτσουλιές.”
Ο Έψιλον κοπάνησε το τραπέζι.
“Ακόμα δεν το καταλαβαίνετε; Δεν έχετε δει τους Τριακόσιους; Οι Πέρσες αγγελιοφόροι ζήτησαν από τον Λεωνίδα Γη και Ύδωρ. Κι εκείνος τους είπε…”
Σηκώθηκε όρθιος.
“THIS IS SPARTA!”
“Δεν του ζήτησαν πίτσα.”
“Το ίδιο είναι.”
Ο Γιώτα σήκωσε το κεφάλι.
“Όμως, αγαπητέ απόγονε του Λεωνίδα, οι Πέρσες έστειλαν μετά όλο τους τον στρατό.”
“Θα τους περιμένουμε στις Θερμοπύλες”, είπε ο Έψιλον.
Ο Άλφα κοίταξε τον Παππού. Εκείνος κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω. Η κατάσταση ήταν απελπιστική.
“Σκέφτηκα κάτι”, είπε ο Άλφα. “Πρέπει να υπάρχει σκάφος, κοντά στη σκοπιά.”
“Πάμε!” είπε ο Έψιλον.
“Εγώ δεν πάω πουθενά”, είπε ο Γιώτα.
“Όχι πριν ξημερώσει”, έκανε ο Παππούς.
“Όταν ξημερώσει μπορεί να ‘χει φτάσει όλος ο στρατός απ’ αυτούς τους φωτοκαριόληδες. Τώρα πάμε. Ποιος είναι μαζί μου;”
Κανείς δεν ήθελε. Ο Άλφα αναγκάστηκε να πάει για να μην τον αφήσουν μόνο. Ο Γιώτα ξεκίνησε να καθαρίζει. Ο Παππούς έβγαλε τα υλικά για να φτιάξει ζύμη πίτσας.
Δεν ήταν εύκολο να το βρούνε στο σκοτάδι. Δεν έλαμπε ούτε είχε φωτάκια σαν τις ταινίες του Σπίλμπεργκ.
Ο Έψιλον είχε μια καλή ιδέα. Έδεσε έναν σπάγκο στο δοκάρι της σκοπιάς. Μόλις έκαναν ολόκληρο κύκλο άφηνε δυο μέτρα σπάγγο. Έτσι έκαναν σπείρα.
Ο Άλφα τον θαύμασε, για πρώτη φορά. Σκέφτηκε ότι παρότι ήταν εντελώς ηλίθιος είχε κάποιες ικανότητες. Μάλλον ήταν όσο ηλίθιος κι όσο ικανός πρέπει να είναι ένας στρατιώτης.
“Τι έκανες έξω;” τον ρώτησε ο Άλφα, ενώ περπατούσαν.
“Τα πάντα.”
“Δεν σπούδασες κάτι.”
“Οικονομικά.”
“Πλάκα κάνεις. Είσαι οικονομολόγος.”
“Αρχίδια είμαι.”
Δεν του το εξήγησε αυτό, γιατί εκείνη τη στιγμή είδαν το διαστημόπλοιο. Ήταν στρογγυλό, ένας ιπτάμενος δίσκος όπως τους έβλεπαν οι άνθρωποι απ’ τη δεκαετία του πενήντα. Και μικρό, όχι ιδιαίτερα απειλητικό.
Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να μπουν μέσα, αφού ήταν ανοικτή η είσοδος. Ανάψανε φακούς για να βλέπουν, ο δίσκος δεν είχε ούτε ένα φωτάκι. Τι να το κάνουν οι αυτόφωτοι εξωγήινοι;
Ο Έψιλον πήγε με την πλάτη από τοίχο σε τοίχο, σαν κομάντο. Ο Άλφα ακολουθούσε χαλαρά, σαν μαστουρωμένος Αμερικάνος στο Βιετνάμ. Έφτασαν στο πιλοτήριο χωρίς να συναντήσουν κανέναν.
“Μάλλον είναι γιώτα χι”, είπε ο Άλφα. “Μπήκαν στο αυτοκινητάκι τους και είπαν: Πού θα πάμε σήμερα; Πάμε στη Γη να φάμε πίτσα. Ναι, ναι, οι γήινοι είναι πολύ φιλικοί. Ήρθαν και τους έκανε κομματάκια ένας φασίστας.”
“Μην το χάβεις”, είπε ο Έψιλον.
‘Εψαχνε να βρει πώς ενεργοποιείται το πιλοτήριο.
“Μην το χάβεις. Αν ήθελαν πίτσα θα πήγαιναν στο Μιλάνο.”
“Μπορεί να μάθαν για τον κορωνοϊό. Μπορεί να υπάρχουν διαστρικές ταξιδιωτικές οδηγίες: Αποφύγετε την Ιταλία.”
“Μην το χάβεις. Κι αυτό κατασκευασμένο είναι. Οι Αμερικάνοι φτιάξανε τον ιό για να χτυπήσουν την Κίνα, αλλά τους ξέφυγε απ’ τον έλεγχο.”
Ο Άλφα, απογοητευμένος μ’ αυτά που άκουγε, έκατσε στην καρέκλα. Αμέσως άναψαν όλα τα όργανα και το παράθυρο μετατράπηκε σε οθόνη.
“Μπράβο, το βρήκες”, είπε ο Έψιλον και προσπάθησε να καταλάβει πώς λειτουργούσε. Τα κουμπιά δεν είχαν γράμματα ή κάτι που να μοιάζει με γραφή. Μόνο σχήματα. Άρχισε να τα πατάει στην τύχη.
“Κι αν πατήσεις την αυτοκαταστροφή;” του είπε ο Άλφα.
“Προλαβαίνουμε να φύγουμε. Θα έχει αντίστροφη μέτρηση. Όπως στο πρώτο Άλιεν.”
Συνέχισε να τα πατάει όλα στη σειρά. Σε κάποιο ακούστηκε η λέξη Πίτσα.
“Σταμάτα!” του φώναξε ο Άλφα και του πιασε το χέρι. Στην οθόνη περνούσαν εικόνες.
Η πίτσα ακούστηκε ξανά και δημιουργήθηκε ένας κύκλος. Μετά πάνω στον κύκλο μικρά κομμάτια, σαν μπέικον, τυρί και ντομάτα. Όμως άλλαζαν σχήμα. Ο Άλφα άρχισε να υποψιάζεται τι βλέπει.
Το μπέικον και τ’ άλλα της πίτσας έγιναν οι ήπειροι της Γης. Διακρινόταν καθαρά η Ευρασία και η Αφρική.
“Πίτσα” ακούστηκε ξανά και η Γη χωρίστηκε σε οκτώ κομμάτια.
“Πίτσα”, για τρίτη φορά και κοκκίνισε το κέντρο της Πίτσας. Ήταν στη χερσόνησο του Αίμου, πέντε χιλιόμετρα απ’ το φυλάκιο, εκεί όπου είχε προσγειωθεί το Γιώτα Χι.
“Πίτσα”, για τελευταία φορά κι η Γη κόπηκε σε οκτώ τρίγωνα.
Ο Άλφα είχε μείνει με το στόμα ανοικτό.
“Είχαν έρθει για να μας καταστρέψουν”, είπε κοιτώντας την Πίτσα-Γη.
“Όλοι οι ξένοι μας ζηλεύουν”, είπε ο Έψιλον.
Ο Άλφα κοίταξε το φασιστόμουτρο που είχε δίπλα του και σκέφτηκε ότι έπρεπε να τον ευχαριστήσει, που είχε σώσει τον πλανήτη.
“Πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη”, είπε.
“Μη λες τίποτα. Θα βρω την αυτοκαταστροφή και θα φύγουμε τρέχοντας.”
Ο Έψιλον συνέχισε να πατάει κουμπιά.
Όταν γύρισαν στο φυλάκιο μοσχοβολούσε πίτσα. Την είχαν ψήσει στη σόμπα. Ο Γιώτα είχε σκουπίσει όλα τα υπολείμματα των εξωγήινων.
“Είστε μόνοι;” είπε ο Παππούς.
Δεν του απάντησαν. Μόνο κούνησαν το κεφάλι. Ήταν απογοητευμένοι κι οι δύο. Ο Άλφα γιατί χρωστούσε τη ζωή του σ’ έναν φασίστα. Όλος ο πλανήτης χρωστούσε την ύπαρξη του σ’ εκείνον τον εικοσάχρονο φασίστα απ’ τα Γιαννιτσά.
Ο Έψιλον από την άλλη ήταν απογοητευμένος γιατί δεν είχε καταφέρει ν’ ανατινάξει τον ιπτάμενο δίσκο. Είχε κάνει την εικόνα στο μυαλό του. Θα πατούσε το κουμπί και θ’ ακουγόταν η αντίστροφη μέτρηση. Ο αναρχικός φλώρος θα έφευγε τρέχοντας. Ο Έψιλον θα έβγαινε σιγά σιγά. Όταν θα έφτανε σε απόσταση τριάντα μέτρων θ’ ακουγόταν η έκρηξη πίσω του, αλλά εκείνος δεν θα γυρνούσε να κοιτάξει. Γιατί οι κουλ τύποι ποτέ δεν κοιτάνε τις εκρήξεις.
Δυστυχώς αντίστροφη μέτρηση δεν ακούστηκε.
Ο Παππούς έβαλε την πίτσα στη μέση του τραπεζιού. Του είχαν πει όσα είδαν στον ιπτάμενο δίσκο.
“Η σωτηρία δεν θα έρθει απ’ τον ουρανό”, είπε ο Παππούς. “Μόνο ο λαός μπορεί να…”
“Χέσε μας, Παππού”, του είπε ο Γιώτα. “Δεν το καταλαβαίνεις; Αν υπάρχουν εξωγήινοι, τότε δεν υπάρχει Θεός.”
Ως Μάρτυρας του Ιαχωβά είχε επενδύσει πολλά στην πίστη του. Θα πέθαινε γι’ αυτά που πίστευε, αλλά ποτέ δεν θα σκότωνε. Έτσι είχε μάθει. Και πλέον το ένιωθε, το έβλεπε, η πίστη του ήταν μόνο… πίστη.
“Θεός μπορεί να μην υπάρχει, αλλά υπάρχει η πίτσα. Θα τη μοιραστούμε ισότιμα.”
Στις τέσσερις μεριές του τραπεζιού κάθονταν ένας γερο-κομμουνιστής, ένας Μάρτυρας του Ιαχωβά, ένας αναρχικός γκέι κι ένας εθνικιστής που μόλις είχε σώσει τον κόσμο.
Ο Παππούς έκοψε την πίτσα κι αντιλήφθηκε ότι είχε εφτά κομμάτια.
“Πώς έγινε αυτό;” είπε. “Τελοσπάντων.”
Έδωσε από δύο στους άλλους. Εκείνος έφαγε ένα.
Έγλειφαν τα δάκτυλα τους, όταν ο Έψιλον κοπάνησε το χέρι στο τραπέζι. Όλοι πετάχτηκαν πάλι.
“Παππού!”
“Παρών.”
“Είπες πως ξέρεις να φτιάχνεις πίτσα.”
“Δεν ξέρω;”
“Ναι, ήταν τέλεια. Αλλά είπες πως ξέρεις να φτιάχνεις κι εκρηκτικά από κοτσιλιές.”
“Εύκολο. Το νάτριο απ’ τις κουτσουλιές, το ανακατεύεις με την αμμωνία στο κάτουρο.”
Ο Έψιλον ξεκίνησε να γελάει. Μόνο ο Παππούς κατάλαβε τι εννοούσε.
Όλο το πρωί τριγυρνούσαν και μαζεύαν κουτσουλιές. Το φυλάκιο ήταν μέσα στο δάσος, πουλιά και φωλιές είχε πολλά.
Ό,τι μάζεψαν το βάλανε στην μεγάλη κατσαρόλα. Μετά κατούρησαν μέσα με τη σειρά. Πρόσθεσε και άμμο.
“Θα το ανατινάξουμε λοιπόν;” είπε ο Γιώτα κλείνοντας τη μύτη του.
“Μέχρι τώρα είχε δίκιο το φασιστάκι.”
“Ακόμα κι ένα σταματημένο ρολόι δείχνει σωστά την ώρα δυο φορές την ημέρα”, είπε ο Γιώτα.
“Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω, νιώθω να μην υπάρχει τίποτα στέρεο, σαν να ‘χει θρυμματιστεί η πραγματικότητα”, είπε ο Άλφα.
“Κι εγώ το ίδιο”, έκανε ο Γιώτα.
Ο Παππούς τους παρατήρησε. Το ίδιο αισθανόταν κι εκείνος. Απ’ τη στιγμή που σκότωσαν τους εξωγήινους κάτι είχε αλλάξει. Κοίταξε την εκρηκτική ύλη. Ήταν κοντά είκοσι κιλά. Έφτανε για τον δίσκο.
Πήγαν κι οι τέσσερις. Θα μπορούσε να το κάνει ένας μόνος του, αλλά έπρεπε να μοιραστούν την ευθύνη. Ο Γιώτα επέμεινε να το κουβαλήσει, αφού δεν μπορούσε να πυροδοτήσει.
“Ακόμα πιστεύεις στο Θεό σου;” του είπε ο Άλφα. “Νόμιζα ότι το ξεπέρασες.”
“Τώρα πιστεύω πιο πολύ από πριν.”
“Είναι τρελό αυτό που λες.”
“Credo quia absurdum”, είπε ο Γιώτα.
“Τι σκατά είν’ αυτά;” έκανε ο Έψιλον.
“Λατινικά”, είπε ο Παππούς. “Πιστεύω, επειδή είναι παράλογο.”
“Αρχίδια”, είπε ο Έψιλον.
“Πρώτη φορά συμφωνούμε”, είπε ο Άλφα.
Γελάσανε και κοιταχτήκανε. Είχε πάρει να ξημερώνει. Ο Άλφα σκέφτηκε ότι φαινόταν ωραίος έτσι, με λίγο φως. Το ίδιο σκέφτηκε κι ο Έψιλον, αλλά δεν το άντεξε.
“Τι κοιτάς, ρε πουστάρα;” είπε και προχώρησε.
“Εδώ είμαστε”, είπε ο Παππούς. Τους είπε να στήσουν τον πυροδοτικό μηχανισμό εκατό μέτρα απ’ τον δίσκο. Ο Γιώτα με τον Έψιλον μπήκαν μέσα, για να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά.
“Παράξενο”, είπε ο Άλφα καθώς περίμεναν.
“Τι πράγμα;”
“Κοίτα.”
Του έδειξε αυτό που κρατούσε. Ήταν ένα τετράφυλλο τριφύλλι.
“Είσαι τυχερός”, είπε ο Παππούς.
“Όχι και τόσο.”
Του έδειξε πού κάθονταν. Ήταν ένα λιβάδι από τετράφυλλα τριφύλλια.
“Όπως η πίτσα”, είπε ο Παππούς. “Την έκοψα στα οκτώ, αλλά βγήκαν εφτά κομμάτια.”
“Μήπως τρελαινόμαστε;”
“Μακάρι να ‘ταν έτσι.”
Ο Έψιλον με τον Γιώτα επέστρεψαν τρέχοντας. Ο Γιώτα ξάπλωσε στα τετράφυλλα τριφύλλια κι έκλεισε τ’ αυτιά του. Ο Έψιλον έκανε βόλτες πέρα δώθε.
“Τι έπαθες;” του είπε ο Άλφα.
Ο Έψιλον ξάπλωσε δίπλα του.
“Κάτι συμβαίνει. Η οθόνη είχε αλλάξει.”
“Τι έλεγε; Καλτσόνε;”
“Δεν είναι αστείο. Καθόλου.”
Ο Άλφα παρατήρησε ότι ο Έψιλον είχε πει δυο προτάσεις χωρίς να βρίσει. Τα πράγματα σίγουρα δεν ήταν αστεία.
Ο Παππούς πήγε να συνδέσει τα καλώδια στον πυροκροτητή. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον αρνητικό απ’ τον θετικό πόλο.
“Βοηθήστε με”, τους είπε.
“Τι θες;”
“Πρέπει να ενώσω το μπλε με το μπλε. Και το κόκκινο με το κόκκινο. Αλλά είναι ίδια.”
Οι άλλοι τρεις στάθηκαν από πάνω του. Ήταν πράγματι ίδια. Τα ένωσαν στην τύχη. Ο Παππούς ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα.
“Κάτι πάει στραβά”, είπε ο Έψιλον στον Άλφα. “Αυτό που έδειχνε η οθόνη του δίσκου…”
“Κλείστε τ’ αυτιά σας, αγόρια”, φώναξε ο Παππούς. “Θ’ ανατινάξουμε τον Τσάρο.”
“Τι έδειχνε;” είπε ο Άλφα.
“Ήταν πάλι η Πίτσα”, είπε ο Έψιλον.
(Η φωνή του Παππού: Μετρήστε μαζί μου)
“Αλλά ήταν μικρή.”
“Πόσο μικρή;”
(Δέκα εννιά οκτώ εφτά)
“Σαν κουκκίδα. Και γύρω της…”
“Τι είχε γύρω;”
(έξι πέντε τέσσερα δύο)
“Τρίγωνα. Πολλά τρίγωνα.”
(τρία δύο ένα)
“Και τα τρίγωνα ανατίναζαν την πίτσα.”
(μηδέν)
“Σταμάτα!” φώναξε ο Άλφα.
Αλλά ο Παππούς είχε γυρίσει τον διακόπτη. Ο ιπτάμενος δίσκος έγινε κομμάτια, πολύ περισσότερα από οκτώ.
Τους πήρε οκτώ ώρες να γυρίσουν στο φυλάκιο. Ήταν σαν να περπατούσαν σε διάδρομο γυμναστικής.
Ο Έψιλον τους είπε τι είχε δει. Τους εξήγησε τα σχήματα, τα θυμόταν πιο καθαρά απ’ όλη τη ζωή του, λες κι είχε ανοίξει ένα λούκι κι άδειαζαν εκεί τ’ απόνερα του χρόνου.
“Νομίζω ότι κάναμε μια τρύπα”, είπε ο Έψιλον.
“Τρύπα ήταν όταν σκότωσες τους δύο”, είπε ο Άλφα. “Μόλις ανατινάξαμε τον δίσκο έγινε χάσμα.”
“Τη γαμήσαμε δηλαδή”, είπε ο Γιώτα -και καθόλου δεν τον ένοιαζε που είχε βρίσει.
Ο Παππούς σφύριξε τις πρώτες νότες της Κατιούσας. Σταμάτησε. Δεν του έβγαινε. Ούτε είχε σημασία πλέον.
Μόλις μπήκανε στο φυλάκιο ο Παππούς έπιασε να ετοιμάζει βαλίτσα.
“Θα σε κηρύξουν λιποτάκτη”, του είπε ο Γιώτα.
“Δεν νομίζω ότι θα προλάβουν να κάνουν τίποτα.”
“Πού θα πας;” τον ρώτησε ο Άλφα. Ο Παππούς δεν είχε οικογένεια, ίσως ένα γιο στην Κούβα, δεν ήταν σίγουρος.
“Έχω ένα μέρος”, τους είπε. “Μια παραλία που δεν την ξέρει κανένας. Θα περιμένω εκεί… Το τέλος.”
Δεν το είχαν πει τόση ώρα, αλλά όλοι το είχαν καταλάβει. Περίμεναν να ειπωθεί από κάποιον. Το είπε ο Παππούς: Το τέλος ήταν κοντά.
Έπιασαν όλοι να φτιάχνουν σακίδια.
“Εσύ δεν θα μείνεις να πολεμήσεις;” είπε ο Άλφα στον Έψιλον.
“Πάω πάσο απ’ τους πολέμους”, είπε εκείνος. “Θέλω να δω τους δικούς μου. Την αδελφή μου. Τη μάνα μου.”
“Έχεις καρδιά δηλαδή”, είπε ο Γιώτα.
Τους έπιασαν τα γέλια, έτσι, χωρίς λόγο.
Και στεκόντουσαν εκεί αντικριστά, τέσσερις άνθρωποι που γελούσαν και περίμεναν το τέλος του κόσμου.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«Don’t talk to strangers ‘Cause they’re only there to do you harm»
DIO
«Ταξιδεύουμε για νέα εποχή και θα ψάχνουμε για πάντα κάτι που δεν βρίσκεται ποτέ»
Μανιφέστο – Μωρά στη Φωτιά
Ο Άλφα άργησε να τους δει. Άκουγε μια κασέτα στο γουόκμαν και του τη μάσησε. Βλαστήμησε και προσπάθησε να τη φτιάξει. Πρωτόγονη τεχνολογία, αλλά το κινητό του δεν είχε σήμα στη σκοπιά. Κανένα κινητό δεν είχε σήμα εκεί πάνω, όλο δεξιά όπως κοιτάς τον χάρτη.
Ευτυχώς που είχαν στο φυλάκιο και τον Παππού. Σαραπέντε χρονών ήταν, μόλις που είχε γκριζάρει, αλλά έτσι τον έλεγαν, Παππού. Ήταν της παλιάς σχολής. Είχε ένα κινητό αρχαίο και κουβάλησε μια τσάντα με κασέτες κι επαναφορτιζόμενες μπαταρίες. Οι πιτσιρικάδες τον κορόιδευαν στην αρχή. Μετά τον παρακαλούσαν να τους το δανείσει.
Μ’ εκείνο άκουγε ο Άλφα τα Μωρά στη Φωτιά, όταν του τη μάσησε. Ο Παππούς τους είχε δείξει το κόλπο με τον στυλό. Έτσι, καθώς πάλευε να φτιάξει την κασέτα δεν είδε τον ιπτάμενο δίσκο που προσγειώθηκε σαν γάτα διακόσια μέτρα απ’ τη σκοπιά.
~~
Την είχε μασήσει καλά. Αναγκάστηκε να κόψει ένα μικρό κομμάτι και να την κολλήσει πάλι. Το φύσηξε να στεγνώσει, την έβαλε πάλι μέσα.
Γεννιόμαστε σαν λύκοι και πεθαίνουμε σαν τα λλκζχηελακεηρεκλ
“Μησουγαμήσω”, είπε ο Άλφα. “Γαμωτογαμήδισουγαμώ”
Ήθελε ν’ ακούσει σαν τι πεθαίνουμε. Του άρεσαν τα Μωρά στη Φωτιά, παρότι αρχαίοι.
Πήγε ν’ ανάψει τσιγάρο και τότε τους είδε να πλησιάζουν.
Κι η ζωή είναι εφιάλτης σταματά μονάχα όταν λκξηφδδσεαητρξκη
Του φάνηκε σαν να ‘βλεπε ταινία.
Γεννιέσαι, μεγαλώνεις και μετά ξσξεηησνβ κυνήγι
Ο Άλφα όπλισε. Τις τελευταίες μέρες τους έδιναν αληθινές σφαίρες και τους είχαν πει να προσέχουν για Τούρκους πράκτορες που κάνουν ότι είναι πρόσφυγες. Ο Παππούς είχε γελάσει σαν το άκουσε αυτό. Ο λοχαγός που τους έκανε επιθεώρηση του είχε πει ότι θα μείνει στο φυλάκιο μέχρι να πάρει το πρωτάθλημα ο Απόλλων Καλαμαριάς.
“Ποιος είναι εκεί”, φώναξε ο Άλφα. “Τις ει, ρε; Σταματήστε, σταματήστε, stop ρε γαμιόληδες θα πυροβολήσω, i ‘ll shoot you mothafuckas”
Τους σημάδεψε, έτοιμος να πυροβολήσει, και τότε είδε ότι δεν είχαν πόδια.
~~
Τους άφησε να φτάσουν κάτω απ’ τον πύργο της σκοπιάς. Νόμιζε ότι είναι φαντάσματα και δεν προβλέπεται να πυροβολάς φαντάσματα, τζάμπα οι σφαίρες.
Στα είκοσι μέτρα άναψε τους προβολείς και είδε ότι δεν ήταν φαντάσματα, δεν φορούσαν άσπρα σεντόνια, έλαμπε το δέρμα τους.
Ο Άλφα είχε μεγαλώσει με NETFLIX και ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Κατάλαβε ότι ήταν εξωγήινοι. Μεγάλο κεφάλι, άτριχοι εντελώς, τρία δάκτυλα σε κάθε χέρι, μάτια σαν του Ε.Τ. Αποκλείεται να ήταν Τούρκοι.
Κατέβασε το όπλο. Δεν έπρεπε να νιώσουν απειλή.
“Ποτέ δεν ξέρεις τι είδους όπλα έχουν οι εξωγήινοι”, σκέφτηκε κι έκλεισε τον προβολέα.
“Έρχομαι κάτω”, τους φώναξε. Θυμήθηκε κάτι που είχε δει σε μια ταινία. “Έρχομαι ειρηνικά κάτω”.
Άφησε το όπλο και κατέβηκε τις σκάλες.
~~
Όσο τους πλησίαζε τόσο μειωνόταν η λάμψη τους, σαν να είχαν ροοστάτη. Όταν έφτασε στα δύο μέτρα απλώς φωσφόριζαν.
Ήταν δύο, ίσοι στο ύψος. Δεν είχαν διαφορές φύλου στο πρόσωπο ή στο σώμα. Είχαν μεγάλη μύτη, σημιτική, και χείλη φουσκωτά, σχεδόν αφρικάνικα. Δεν είχαν θηλές ούτε αφαλό ούτε πέος ή αιδοίο.
Και το πιο σημαντικό: Δεν είχαν πόδια. Αιωρούνταν μισό μέτρο πάνω απ’ το έδαφος.
“Εγώ άνθρωπος”, του είπε ο Άλφα. “Νot war, peace. Ειρήνη και αλληλεγγύη. No pasaran.” Αυτό το σκέφτηκε λιγάκι. “Όχι εσείς, για τους φασίστες λέω.”
Οι εξωγήινοι δεν φάνηκαν να καταλαβαίνουν.
“Τι – θέλετε – από – μας; ” τους ρώτησε κάνοντας μαζί και κάποια νοήματα που θα μπορούσαν να σημαίνουν εκατό διαφορετικά πράγματα.
Οι εξωγήινοι κοιτάχτηκαν και άναψε ένα λαμπάκι μέσα στο κρανίο τους, σαν να επικοινωνούσαν. Μετά γύρισαν προς τον Άλφα. Ταυτόχρονα έκαναν έναν μεγάλο κύκλο με τα δυο τους χέρια και είπαν μια λέξη:
“Πίτσα.”
~~{}~~
Ο Παππούς έπαιζε πόκερ με τον Γιώτα. Ο τέταρτος της ομάδας, ο Έψιλον, καθάριζε το όπλο του.
Όλοι είχαν σταλεί εκεί ως ανεπιθύμητοι. Ο Παππούς γιατί ήταν ανυπότακτος κάτι χιλιάδες χρόνια. Σπούδασε στη Μόσχα, μετά ταξίδεψε, έμεινε μερικά χρόνια στην Κούβα, βαρέθηκε, γύρισε.
Ο Γιώτα ήταν Μάρτυρας του Ιαχωβά. Δεν αποδεχόταν τη χρήση όπλων. Τον έβγαλαν Ι4, τον έκαναν τραυματιοφορέα και τον έστειλαν σ’ εκείνο το σημείο του χάρτη που κρύβει η πάνω δεξιά πινέζα.
Ο Έψιλον είχε έναν λογαριασμό facebook γεμάτο Λεωνίδες, Μολών λαβέ και Κρεμάλες στους Προδότες. Αυτό από μόνο του θα ήταν πλεονέκτημα, αλλά έδειρε ένα συριζαίο λοχία. Τον έβαλαν φυλακή και μετά στο Φ.Α, το φυλάκιο ανεπιθύμητων.
Είχαν ανοικτή την τηλεόραση. Έπαιζε μια τούρκικη σαπουνόπερα, χωρίς υπότιτλους, το έπιαναν απευθείας απ’ την πηγή. Η ξυλόσομπα βάραγε κατοστάρια. Είχε κρύο για Απρίλη, σχεδόν πάντα είχε κρύο εκεί πάνω. Κι η υγρασία σου προκαλούσε φυματίωση σε ένα τέταρτο της ώρας.
Ο Γιώτα πήγε χαρτί κι αφού είδε τι είχε πόνταρε δυο φασόλια. Κάθε φασόλι ήταν μια αγγαρεία. Ο Παππούς ξεκίνησε να μουρμουρίζει την Κατιούσα.
“Ξέρεις γιατί, ε μαλάκα;” είπε ο Έψιλον στον Γιώτα.
“Τι γιατί;”
“Πόσο μαλάκας είσαι, ρε μαλάκα; Όταν ο Παππούς κάνει τα κομουνιστικά του πάει να πει…”
“Τι;” ρώτησε ο Γιώτα.
“Πάει να πει σου γαμάω το γατί.”
“Δεν θα είναι τόσο εύκολο”, είπε ο Γιώτα.
Είχε τρεις ωραίους ρηγάδες να τον κοιτάνε και να του δίνουν θάρρος. Πόνταρε άλλα τέσσερα φασόλια. Ο Παππούς σταμάτησε για λίγο την Κατιούσα. Έβαλε τα τέσσερα του Γιώτα. Κι άλλα τέσσερα.
“Σου γαμάει το γατί”, είπε ο Έψιλον.
Ο Γιώτα το σκέφτηκε για λίγο. Αν έχανε θα καθάριζε την τουαλέτα για δυο μήνες. Αλλά είχε τους ρηγάδες να του δίνουν θάρρος. Έβαλε το στοίχημα κι άνοιξε τα χαρτιά του. Ο Παππούς ξεκίνησε πάλι να μουρμουρίζει κι έδειξε τι είχε: Τέσσερα εννιάρια. Μάζεψε τα φασόλια.
Τότε ακούστηκαν βήματα απέξω.
“Τι ώρα είναι;” είπε ο Γιώτα. “Πότε αλλάζει ο Άλφα;”
“Στις τέσσερις, του είχα κερδίσει έξι φασόλια”, είπε ο Παππούς.
“Και τι κάνει τώρα;”
Ο Έψιλον όπλισε και στάθηκε πίσω απ’ την πόρτα.
“Τις ει;” φώναξε.
“Εγώ είμαι, ηλίθιε φασίστα”, ακούστηκε η φωνή του Άλφα.
Ο Έψιλον κατέβασε το όπλο. Η πόρτα άνοιξε, μισή. Ο Άλφα έβαλε το κεφάλι του μόνο.
“Έφερα και δύο φίλους. Μην τρομάξετε.”
~~
Δεν τρόμαξαν γιατί νόμιζαν ότι έβλεπαν ταινία.
“Τους βρήκα στο φυλάκιο. Έρχονται ειρηνικά.”
“Τι είναι;” είπε ο Γιώτα.
“Εξωγήινοι, μαλάκα.”
Οι εξωγήινοι είχαν μπει μέσα κι αιωρούνταν στο χώρο.
“Μιλάνε;” ρώτησε ο Παππούς.
“Μόνο μια λέξη είπαν.”
Οι εξωγήινοι είδαν λίγο τούρκικη τηλεόραση. Μετά πήγαν και στάθηκαν δίπλα στη σόμπα.
“Τώρα θα σκέφτονται πόσο πρωτόγονοι είμαστε”, είπε ο Άλφα.
“Μπορεί να κρυώσανε”, έκανε ο Παππούς. “Τι λέξη είπανε;”
“Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα, αλλά…”
Ο Παππούς είδε με την άκρη του ματιού τον Έψιλον να σηκώνει το όπλο. Του έκανε νόημα να το κατεβάσει.
“Τι λέξη;”
“Πίτσα.”
Σαν το είπε οι εξωγήινοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Έκαναν με τα χέρια τους την ίδια κίνηση, έναν μεγάλο κύκλο και είπαν: “Πίτσα.”
“Ποιος ξέρει τι σημαίνει πίτσα στη γλώσσα τους”, είπε ο Γιώτα. “Μπορεί να σημαίνει αφανισμός.”
“Μπορεί να σημαίνει πεϊνιρλί. Κύκλο κάνουν, κύκλο, και λένε πίτσα.”
“Πίτσα”, είπαν πάλι οι εξωγήινοι κι έκαναν τον κύκλο.
“Και γιατί δεν πήγαν στην Ιταλία;”
Το μάτι του Έψιλον είχε αγριέψει.
“Πίτσα κι αρχίδια”, είπε.
Σήκωσε το όπλο τους να τους πυροβολήσει.
Οι εξωγήινοι κούνησαν λιγάκι τα δάκτυλα τους.
~~
Μισή ώρα μετά οι τέσσερις φαντάροι κάθονταν στο τραπέζι. Παντού στους τοίχους ήταν κολλημένα τ’ απομεινάρια των εξωγήινων, λαμπερή βλέννα και κόκαλα ελαφριά σαν της σουπιάς.
Ο Γιώτα έκλαιγε, με το κεφάλι μες στα χέρια. Ο Άλφα κοιτούσε αφηρημένα τη σόμπα κι ένα κομματάκι εξωγήινου που ψηνόταν πάνω της. Μύριζε σαν καλαμάρι. Ο Παππούς κάπνιζε Σέρτικα Λαμίας. Μόνο ο Έψιλον φαινόταν ικανοποιημένος. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε σκοτώσει εξωγήινους.
“Θα μπορούσαμε να παραγγείλουμε μια”, είπε ο Άλφα.
“Θα έφτιαχνα”, είπε ο Παππούς.
“Ξέρεις να κάνεις πίτσα;”
“Χημικός είμαι. Ξέρω να φτιάχνω εκρηκτικά από κουτσουλιές.”
Ο Έψιλον κοπάνησε το τραπέζι.
“Ακόμα δεν το καταλαβαίνετε; Δεν έχετε δει τους Τριακόσιους; Οι Πέρσες αγγελιοφόροι ζήτησαν από τον Λεωνίδα Γη και Ύδωρ. Κι εκείνος τους είπε…”
Σηκώθηκε όρθιος.
“THIS IS SPARTA!”
“Δεν του ζήτησαν πίτσα.”
“Το ίδιο είναι.”
Ο Γιώτα σήκωσε το κεφάλι.
“Όμως, αγαπητέ απόγονε του Λεωνίδα, οι Πέρσες έστειλαν μετά όλο τους τον στρατό.”
“Θα τους περιμένουμε στις Θερμοπύλες”, είπε ο Έψιλον.
Ο Άλφα κοίταξε τον Παππού. Εκείνος κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω. Η κατάσταση ήταν απελπιστική.
“Σκέφτηκα κάτι”, είπε ο Άλφα. “Πρέπει να υπάρχει σκάφος, κοντά στη σκοπιά.”
“Πάμε!” είπε ο Έψιλον.
“Εγώ δεν πάω πουθενά”, είπε ο Γιώτα.
“Όχι πριν ξημερώσει”, έκανε ο Παππούς.
“Όταν ξημερώσει μπορεί να ‘χει φτάσει όλος ο στρατός απ’ αυτούς τους φωτοκαριόληδες. Τώρα πάμε. Ποιος είναι μαζί μου;”
Κανείς δεν ήθελε. Ο Άλφα αναγκάστηκε να πάει για να μην τον αφήσουν μόνο. Ο Γιώτα ξεκίνησε να καθαρίζει. Ο Παππούς έβγαλε τα υλικά για να φτιάξει ζύμη πίτσας.
~~
Δεν ήταν εύκολο να το βρούνε στο σκοτάδι. Δεν έλαμπε ούτε είχε φωτάκια σαν τις ταινίες του Σπίλμπεργκ.
Ο Έψιλον είχε μια καλή ιδέα. Έδεσε έναν σπάγκο στο δοκάρι της σκοπιάς. Μόλις έκαναν ολόκληρο κύκλο άφηνε δυο μέτρα σπάγγο. Έτσι έκαναν σπείρα.
Ο Άλφα τον θαύμασε, για πρώτη φορά. Σκέφτηκε ότι παρότι ήταν εντελώς ηλίθιος είχε κάποιες ικανότητες. Μάλλον ήταν όσο ηλίθιος κι όσο ικανός πρέπει να είναι ένας στρατιώτης.
“Τι έκανες έξω;” τον ρώτησε ο Άλφα, ενώ περπατούσαν.
“Τα πάντα.”
“Δεν σπούδασες κάτι.”
“Οικονομικά.”
“Πλάκα κάνεις. Είσαι οικονομολόγος.”
“Αρχίδια είμαι.”
Δεν του το εξήγησε αυτό, γιατί εκείνη τη στιγμή είδαν το διαστημόπλοιο. Ήταν στρογγυλό, ένας ιπτάμενος δίσκος όπως τους έβλεπαν οι άνθρωποι απ’ τη δεκαετία του πενήντα. Και μικρό, όχι ιδιαίτερα απειλητικό.
~~
Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να μπουν μέσα, αφού ήταν ανοικτή η είσοδος. Ανάψανε φακούς για να βλέπουν, ο δίσκος δεν είχε ούτε ένα φωτάκι. Τι να το κάνουν οι αυτόφωτοι εξωγήινοι;
Ο Έψιλον πήγε με την πλάτη από τοίχο σε τοίχο, σαν κομάντο. Ο Άλφα ακολουθούσε χαλαρά, σαν μαστουρωμένος Αμερικάνος στο Βιετνάμ. Έφτασαν στο πιλοτήριο χωρίς να συναντήσουν κανέναν.
“Μάλλον είναι γιώτα χι”, είπε ο Άλφα. “Μπήκαν στο αυτοκινητάκι τους και είπαν: Πού θα πάμε σήμερα; Πάμε στη Γη να φάμε πίτσα. Ναι, ναι, οι γήινοι είναι πολύ φιλικοί. Ήρθαν και τους έκανε κομματάκια ένας φασίστας.”
“Μην το χάβεις”, είπε ο Έψιλον.
‘Εψαχνε να βρει πώς ενεργοποιείται το πιλοτήριο.
“Μην το χάβεις. Αν ήθελαν πίτσα θα πήγαιναν στο Μιλάνο.”
“Μπορεί να μάθαν για τον κορωνοϊό. Μπορεί να υπάρχουν διαστρικές ταξιδιωτικές οδηγίες: Αποφύγετε την Ιταλία.”
“Μην το χάβεις. Κι αυτό κατασκευασμένο είναι. Οι Αμερικάνοι φτιάξανε τον ιό για να χτυπήσουν την Κίνα, αλλά τους ξέφυγε απ’ τον έλεγχο.”
Ο Άλφα, απογοητευμένος μ’ αυτά που άκουγε, έκατσε στην καρέκλα. Αμέσως άναψαν όλα τα όργανα και το παράθυρο μετατράπηκε σε οθόνη.
“Μπράβο, το βρήκες”, είπε ο Έψιλον και προσπάθησε να καταλάβει πώς λειτουργούσε. Τα κουμπιά δεν είχαν γράμματα ή κάτι που να μοιάζει με γραφή. Μόνο σχήματα. Άρχισε να τα πατάει στην τύχη.
“Κι αν πατήσεις την αυτοκαταστροφή;” του είπε ο Άλφα.
“Προλαβαίνουμε να φύγουμε. Θα έχει αντίστροφη μέτρηση. Όπως στο πρώτο Άλιεν.”
Συνέχισε να τα πατάει όλα στη σειρά. Σε κάποιο ακούστηκε η λέξη Πίτσα.
“Σταμάτα!” του φώναξε ο Άλφα και του πιασε το χέρι. Στην οθόνη περνούσαν εικόνες.
Η πίτσα ακούστηκε ξανά και δημιουργήθηκε ένας κύκλος. Μετά πάνω στον κύκλο μικρά κομμάτια, σαν μπέικον, τυρί και ντομάτα. Όμως άλλαζαν σχήμα. Ο Άλφα άρχισε να υποψιάζεται τι βλέπει.
Το μπέικον και τ’ άλλα της πίτσας έγιναν οι ήπειροι της Γης. Διακρινόταν καθαρά η Ευρασία και η Αφρική.
“Πίτσα” ακούστηκε ξανά και η Γη χωρίστηκε σε οκτώ κομμάτια.
“Πίτσα”, για τρίτη φορά και κοκκίνισε το κέντρο της Πίτσας. Ήταν στη χερσόνησο του Αίμου, πέντε χιλιόμετρα απ’ το φυλάκιο, εκεί όπου είχε προσγειωθεί το Γιώτα Χι.
“Πίτσα”, για τελευταία φορά κι η Γη κόπηκε σε οκτώ τρίγωνα.
Ο Άλφα είχε μείνει με το στόμα ανοικτό.
“Είχαν έρθει για να μας καταστρέψουν”, είπε κοιτώντας την Πίτσα-Γη.
“Όλοι οι ξένοι μας ζηλεύουν”, είπε ο Έψιλον.
Ο Άλφα κοίταξε το φασιστόμουτρο που είχε δίπλα του και σκέφτηκε ότι έπρεπε να τον ευχαριστήσει, που είχε σώσει τον πλανήτη.
“Πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη”, είπε.
“Μη λες τίποτα. Θα βρω την αυτοκαταστροφή και θα φύγουμε τρέχοντας.”
Ο Έψιλον συνέχισε να πατάει κουμπιά.
~~{}~~
Όταν γύρισαν στο φυλάκιο μοσχοβολούσε πίτσα. Την είχαν ψήσει στη σόμπα. Ο Γιώτα είχε σκουπίσει όλα τα υπολείμματα των εξωγήινων.
“Είστε μόνοι;” είπε ο Παππούς.
Δεν του απάντησαν. Μόνο κούνησαν το κεφάλι. Ήταν απογοητευμένοι κι οι δύο. Ο Άλφα γιατί χρωστούσε τη ζωή του σ’ έναν φασίστα. Όλος ο πλανήτης χρωστούσε την ύπαρξη του σ’ εκείνον τον εικοσάχρονο φασίστα απ’ τα Γιαννιτσά.
Ο Έψιλον από την άλλη ήταν απογοητευμένος γιατί δεν είχε καταφέρει ν’ ανατινάξει τον ιπτάμενο δίσκο. Είχε κάνει την εικόνα στο μυαλό του. Θα πατούσε το κουμπί και θ’ ακουγόταν η αντίστροφη μέτρηση. Ο αναρχικός φλώρος θα έφευγε τρέχοντας. Ο Έψιλον θα έβγαινε σιγά σιγά. Όταν θα έφτανε σε απόσταση τριάντα μέτρων θ’ ακουγόταν η έκρηξη πίσω του, αλλά εκείνος δεν θα γυρνούσε να κοιτάξει. Γιατί οι κουλ τύποι ποτέ δεν κοιτάνε τις εκρήξεις.
Δυστυχώς αντίστροφη μέτρηση δεν ακούστηκε.
~~
Ο Παππούς έβαλε την πίτσα στη μέση του τραπεζιού. Του είχαν πει όσα είδαν στον ιπτάμενο δίσκο.
“Η σωτηρία δεν θα έρθει απ’ τον ουρανό”, είπε ο Παππούς. “Μόνο ο λαός μπορεί να…”
“Χέσε μας, Παππού”, του είπε ο Γιώτα. “Δεν το καταλαβαίνεις; Αν υπάρχουν εξωγήινοι, τότε δεν υπάρχει Θεός.”
Ως Μάρτυρας του Ιαχωβά είχε επενδύσει πολλά στην πίστη του. Θα πέθαινε γι’ αυτά που πίστευε, αλλά ποτέ δεν θα σκότωνε. Έτσι είχε μάθει. Και πλέον το ένιωθε, το έβλεπε, η πίστη του ήταν μόνο… πίστη.
“Θεός μπορεί να μην υπάρχει, αλλά υπάρχει η πίτσα. Θα τη μοιραστούμε ισότιμα.”
Στις τέσσερις μεριές του τραπεζιού κάθονταν ένας γερο-κομμουνιστής, ένας Μάρτυρας του Ιαχωβά, ένας αναρχικός γκέι κι ένας εθνικιστής που μόλις είχε σώσει τον κόσμο.
Ο Παππούς έκοψε την πίτσα κι αντιλήφθηκε ότι είχε εφτά κομμάτια.
“Πώς έγινε αυτό;” είπε. “Τελοσπάντων.”
Έδωσε από δύο στους άλλους. Εκείνος έφαγε ένα.
~~
Έγλειφαν τα δάκτυλα τους, όταν ο Έψιλον κοπάνησε το χέρι στο τραπέζι. Όλοι πετάχτηκαν πάλι.
“Παππού!”
“Παρών.”
“Είπες πως ξέρεις να φτιάχνεις πίτσα.”
“Δεν ξέρω;”
“Ναι, ήταν τέλεια. Αλλά είπες πως ξέρεις να φτιάχνεις κι εκρηκτικά από κοτσιλιές.”
“Εύκολο. Το νάτριο απ’ τις κουτσουλιές, το ανακατεύεις με την αμμωνία στο κάτουρο.”
Ο Έψιλον ξεκίνησε να γελάει. Μόνο ο Παππούς κατάλαβε τι εννοούσε.
~~
Όλο το πρωί τριγυρνούσαν και μαζεύαν κουτσουλιές. Το φυλάκιο ήταν μέσα στο δάσος, πουλιά και φωλιές είχε πολλά.
Ό,τι μάζεψαν το βάλανε στην μεγάλη κατσαρόλα. Μετά κατούρησαν μέσα με τη σειρά. Πρόσθεσε και άμμο.
“Θα το ανατινάξουμε λοιπόν;” είπε ο Γιώτα κλείνοντας τη μύτη του.
“Μέχρι τώρα είχε δίκιο το φασιστάκι.”
“Ακόμα κι ένα σταματημένο ρολόι δείχνει σωστά την ώρα δυο φορές την ημέρα”, είπε ο Γιώτα.
“Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω, νιώθω να μην υπάρχει τίποτα στέρεο, σαν να ‘χει θρυμματιστεί η πραγματικότητα”, είπε ο Άλφα.
“Κι εγώ το ίδιο”, έκανε ο Γιώτα.
Ο Παππούς τους παρατήρησε. Το ίδιο αισθανόταν κι εκείνος. Απ’ τη στιγμή που σκότωσαν τους εξωγήινους κάτι είχε αλλάξει. Κοίταξε την εκρηκτική ύλη. Ήταν κοντά είκοσι κιλά. Έφτανε για τον δίσκο.
~~
Πήγαν κι οι τέσσερις. Θα μπορούσε να το κάνει ένας μόνος του, αλλά έπρεπε να μοιραστούν την ευθύνη. Ο Γιώτα επέμεινε να το κουβαλήσει, αφού δεν μπορούσε να πυροδοτήσει.
“Ακόμα πιστεύεις στο Θεό σου;” του είπε ο Άλφα. “Νόμιζα ότι το ξεπέρασες.”
“Τώρα πιστεύω πιο πολύ από πριν.”
“Είναι τρελό αυτό που λες.”
“Credo quia absurdum”, είπε ο Γιώτα.
“Τι σκατά είν’ αυτά;” έκανε ο Έψιλον.
“Λατινικά”, είπε ο Παππούς. “Πιστεύω, επειδή είναι παράλογο.”
“Αρχίδια”, είπε ο Έψιλον.
“Πρώτη φορά συμφωνούμε”, είπε ο Άλφα.
Γελάσανε και κοιταχτήκανε. Είχε πάρει να ξημερώνει. Ο Άλφα σκέφτηκε ότι φαινόταν ωραίος έτσι, με λίγο φως. Το ίδιο σκέφτηκε κι ο Έψιλον, αλλά δεν το άντεξε.
“Τι κοιτάς, ρε πουστάρα;” είπε και προχώρησε.
“Εδώ είμαστε”, είπε ο Παππούς. Τους είπε να στήσουν τον πυροδοτικό μηχανισμό εκατό μέτρα απ’ τον δίσκο. Ο Γιώτα με τον Έψιλον μπήκαν μέσα, για να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά.
“Παράξενο”, είπε ο Άλφα καθώς περίμεναν.
“Τι πράγμα;”
“Κοίτα.”
Του έδειξε αυτό που κρατούσε. Ήταν ένα τετράφυλλο τριφύλλι.
“Είσαι τυχερός”, είπε ο Παππούς.
“Όχι και τόσο.”
Του έδειξε πού κάθονταν. Ήταν ένα λιβάδι από τετράφυλλα τριφύλλια.
“Όπως η πίτσα”, είπε ο Παππούς. “Την έκοψα στα οκτώ, αλλά βγήκαν εφτά κομμάτια.”
“Μήπως τρελαινόμαστε;”
“Μακάρι να ‘ταν έτσι.”
~
Ο Έψιλον με τον Γιώτα επέστρεψαν τρέχοντας. Ο Γιώτα ξάπλωσε στα τετράφυλλα τριφύλλια κι έκλεισε τ’ αυτιά του. Ο Έψιλον έκανε βόλτες πέρα δώθε.
“Τι έπαθες;” του είπε ο Άλφα.
Ο Έψιλον ξάπλωσε δίπλα του.
“Κάτι συμβαίνει. Η οθόνη είχε αλλάξει.”
“Τι έλεγε; Καλτσόνε;”
“Δεν είναι αστείο. Καθόλου.”
Ο Άλφα παρατήρησε ότι ο Έψιλον είχε πει δυο προτάσεις χωρίς να βρίσει. Τα πράγματα σίγουρα δεν ήταν αστεία.
Ο Παππούς πήγε να συνδέσει τα καλώδια στον πυροκροτητή. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον αρνητικό απ’ τον θετικό πόλο.
“Βοηθήστε με”, τους είπε.
“Τι θες;”
“Πρέπει να ενώσω το μπλε με το μπλε. Και το κόκκινο με το κόκκινο. Αλλά είναι ίδια.”
Οι άλλοι τρεις στάθηκαν από πάνω του. Ήταν πράγματι ίδια. Τα ένωσαν στην τύχη. Ο Παππούς ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα.
“Κάτι πάει στραβά”, είπε ο Έψιλον στον Άλφα. “Αυτό που έδειχνε η οθόνη του δίσκου…”
“Κλείστε τ’ αυτιά σας, αγόρια”, φώναξε ο Παππούς. “Θ’ ανατινάξουμε τον Τσάρο.”
“Τι έδειχνε;” είπε ο Άλφα.
“Ήταν πάλι η Πίτσα”, είπε ο Έψιλον.
(Η φωνή του Παππού: Μετρήστε μαζί μου)
“Αλλά ήταν μικρή.”
“Πόσο μικρή;”
(Δέκα εννιά οκτώ εφτά)
“Σαν κουκκίδα. Και γύρω της…”
“Τι είχε γύρω;”
(έξι πέντε τέσσερα δύο)
“Τρίγωνα. Πολλά τρίγωνα.”
(τρία δύο ένα)
“Και τα τρίγωνα ανατίναζαν την πίτσα.”
(μηδέν)
“Σταμάτα!” φώναξε ο Άλφα.
Αλλά ο Παππούς είχε γυρίσει τον διακόπτη. Ο ιπτάμενος δίσκος έγινε κομμάτια, πολύ περισσότερα από οκτώ.
~~{}~~
Τους πήρε οκτώ ώρες να γυρίσουν στο φυλάκιο. Ήταν σαν να περπατούσαν σε διάδρομο γυμναστικής.
Ο Έψιλον τους είπε τι είχε δει. Τους εξήγησε τα σχήματα, τα θυμόταν πιο καθαρά απ’ όλη τη ζωή του, λες κι είχε ανοίξει ένα λούκι κι άδειαζαν εκεί τ’ απόνερα του χρόνου.
“Νομίζω ότι κάναμε μια τρύπα”, είπε ο Έψιλον.
“Τρύπα ήταν όταν σκότωσες τους δύο”, είπε ο Άλφα. “Μόλις ανατινάξαμε τον δίσκο έγινε χάσμα.”
“Τη γαμήσαμε δηλαδή”, είπε ο Γιώτα -και καθόλου δεν τον ένοιαζε που είχε βρίσει.
Ο Παππούς σφύριξε τις πρώτες νότες της Κατιούσας. Σταμάτησε. Δεν του έβγαινε. Ούτε είχε σημασία πλέον.
~~
Μόλις μπήκανε στο φυλάκιο ο Παππούς έπιασε να ετοιμάζει βαλίτσα.
“Θα σε κηρύξουν λιποτάκτη”, του είπε ο Γιώτα.
“Δεν νομίζω ότι θα προλάβουν να κάνουν τίποτα.”
“Πού θα πας;” τον ρώτησε ο Άλφα. Ο Παππούς δεν είχε οικογένεια, ίσως ένα γιο στην Κούβα, δεν ήταν σίγουρος.
“Έχω ένα μέρος”, τους είπε. “Μια παραλία που δεν την ξέρει κανένας. Θα περιμένω εκεί… Το τέλος.”
Δεν το είχαν πει τόση ώρα, αλλά όλοι το είχαν καταλάβει. Περίμεναν να ειπωθεί από κάποιον. Το είπε ο Παππούς: Το τέλος ήταν κοντά.
Έπιασαν όλοι να φτιάχνουν σακίδια.
“Εσύ δεν θα μείνεις να πολεμήσεις;” είπε ο Άλφα στον Έψιλον.
“Πάω πάσο απ’ τους πολέμους”, είπε εκείνος. “Θέλω να δω τους δικούς μου. Την αδελφή μου. Τη μάνα μου.”
“Έχεις καρδιά δηλαδή”, είπε ο Γιώτα.
Τους έπιασαν τα γέλια, έτσι, χωρίς λόγο.
Και στεκόντουσαν εκεί αντικριστά, τέσσερις άνθρωποι που γελούσαν και περίμεναν το τέλος του κόσμου.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη