Κώστας Γκιώνης
Μέρες χρονιάρες, μέρες γιορτινές, στολισμένες με χιλιάδες λαμπιόνια, δεντράκια και κάθε λογής στολίδια, όπου πίσω τους μπορούμε πολύ καλά ν’ ακουμπήσουμε για λίγες μέρες τη μελαγχολία των καιρών, των πολλών δύσκολων συσσωρευμένων καιρών. Να κρυφτούμε για μια ακόμα φορά πίσω από τη σκιά μας, να ξαναβγάλουμε από το ντουλάπι το περσινό ξεχασμένο χαμόγελο, να το φορέσουμε και να ξαναπαίξουμε τη γνωστή κακόγουστη καθιερωμένη παράσταση, «τι ωραία, τι καλά»!
Οι γιορτές ήταν ανέκαθεν η χαρά των παιδιών. Τα παιδιά είναι το μέλλον, όλοι το λένε, λίγοι το καταλαβαίνουν, ακόμα λγότεροι έχουν τον τρόπο να τα εμπνεύσουν. Τους μιλάνε, τους υποδεικνύουν πράγματα που θεωρούν καλά, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι δικά τους απωθημένα, που ποτέ δεν προσπάθησαν να τα εκπληρώσουν. Τους ζητάνε επιτακτικά να λένε την αλήθεια, και φροντίζουν να τους μαθαίνουν να ζουν στο ψέμα. Τα παιδιά δεν ακούν, μιμούνται. Ό,τι βλέπουν κάνουν, κι αυτό που βλέπουν είναι το απόλυτο τίποτα. Τους λένε «διάβασε να γίνεις άνθρωπος» και οι ίδιοι το μόνο που διαβάζουν είναι τα διαφημιστικά για τα ντελίβερι. Τους λένε «μη βλέπεις τηλεόραση γιατί δεν σου προσφέρει τίποτα» και οι ίδιοι έχουν τα μάτια τους κολλημένα στην οθόνη σαν τα μαγνητάκια στο ψυγείο. Τα προτρέπουν ν’ ασχοληθούν με τον αθλητισμό όταν οι κλειδώσεις τους τρίζουν σαν σκουριασμένοι μεντεσέδες.
Από μικρά, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, τους λένε ότι τα δώρα τους τα φέρνει ένας γηραιός υπέρβαρος κύριος, καβάλα σ’ ένα κάρο μια σταλιά, όπου ίσα που χωράνε οι υπερμεγέθεις γλουτοί του (άραγε πού χωράνε τα δώρα;), το οποίο σέρνουν οκτώ ιπτάμενοι τάρανδοι με πρώτο τον Ρούντολφ με την κόκκινη μύτη… που όμως είναι κι αυτός θηλυκός σαν όλους τους άλλους!
Επίσης ότι ο γερο-Μπιλ μπαίνει από την καπνοδόχο, ενώ εκ των πραγμάτων η συντριπτική πλειοψηφία δεν διαθέτει καν τζάκι, άρα ούτε καπνοδόχο. Αλλά και να διέθετε, πώς ήταν δυνατόν να εισχωρήσουν τόσα τριγλυκερίδια από μια τόση δα μικρή τρυπούλα; Αν τα παιδάκια αυτά είχαν μια μεγαλύτερη ηλικία και δεν τα είχαν συνηθίσει οι γονείς τους στη σχέση συμφέροντος, κάνε αυτό κι εγώ θα σε πάω στις κούνιες, φάε το φαΐ σου κι εγώ θα σου πάρω το τρενάκι που θέλεις, αν είσαι καλό παιδάκι ο άγιος θα σου φέρει ό,τι του ζήτησες… θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι οι γονείς τους ή ήταν γνήσιοι απόγονοι του βαρόνου Μινχάουζεν ή ότι ήταν χρόνιοι χρήστες παραισθησιογόνων χαπιών LSD.
Τίποτα δεν θ’ αλλάξει από τους ήδη τελειωμένους των προηγούμενων γενιών. Τη μόνη υπηρεσία που μπορείς να προσφέρεις πλέον είναι, υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα!
Μέρες χρονιάρες, μέρες γιορτινές, στολισμένες με χιλιάδες λαμπιόνια, δεντράκια και κάθε λογής στολίδια, όπου πίσω τους μπορούμε πολύ καλά ν’ ακουμπήσουμε για λίγες μέρες τη μελαγχολία των καιρών, των πολλών δύσκολων συσσωρευμένων καιρών. Να κρυφτούμε για μια ακόμα φορά πίσω από τη σκιά μας, να ξαναβγάλουμε από το ντουλάπι το περσινό ξεχασμένο χαμόγελο, να το φορέσουμε και να ξαναπαίξουμε τη γνωστή κακόγουστη καθιερωμένη παράσταση, «τι ωραία, τι καλά»!
Οι γιορτές ήταν ανέκαθεν η χαρά των παιδιών. Τα παιδιά είναι το μέλλον, όλοι το λένε, λίγοι το καταλαβαίνουν, ακόμα λγότεροι έχουν τον τρόπο να τα εμπνεύσουν. Τους μιλάνε, τους υποδεικνύουν πράγματα που θεωρούν καλά, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι δικά τους απωθημένα, που ποτέ δεν προσπάθησαν να τα εκπληρώσουν. Τους ζητάνε επιτακτικά να λένε την αλήθεια, και φροντίζουν να τους μαθαίνουν να ζουν στο ψέμα. Τα παιδιά δεν ακούν, μιμούνται. Ό,τι βλέπουν κάνουν, κι αυτό που βλέπουν είναι το απόλυτο τίποτα. Τους λένε «διάβασε να γίνεις άνθρωπος» και οι ίδιοι το μόνο που διαβάζουν είναι τα διαφημιστικά για τα ντελίβερι. Τους λένε «μη βλέπεις τηλεόραση γιατί δεν σου προσφέρει τίποτα» και οι ίδιοι έχουν τα μάτια τους κολλημένα στην οθόνη σαν τα μαγνητάκια στο ψυγείο. Τα προτρέπουν ν’ ασχοληθούν με τον αθλητισμό όταν οι κλειδώσεις τους τρίζουν σαν σκουριασμένοι μεντεσέδες.
Από μικρά, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, τους λένε ότι τα δώρα τους τα φέρνει ένας γηραιός υπέρβαρος κύριος, καβάλα σ’ ένα κάρο μια σταλιά, όπου ίσα που χωράνε οι υπερμεγέθεις γλουτοί του (άραγε πού χωράνε τα δώρα;), το οποίο σέρνουν οκτώ ιπτάμενοι τάρανδοι με πρώτο τον Ρούντολφ με την κόκκινη μύτη… που όμως είναι κι αυτός θηλυκός σαν όλους τους άλλους!
Επίσης ότι ο γερο-Μπιλ μπαίνει από την καπνοδόχο, ενώ εκ των πραγμάτων η συντριπτική πλειοψηφία δεν διαθέτει καν τζάκι, άρα ούτε καπνοδόχο. Αλλά και να διέθετε, πώς ήταν δυνατόν να εισχωρήσουν τόσα τριγλυκερίδια από μια τόση δα μικρή τρυπούλα; Αν τα παιδάκια αυτά είχαν μια μεγαλύτερη ηλικία και δεν τα είχαν συνηθίσει οι γονείς τους στη σχέση συμφέροντος, κάνε αυτό κι εγώ θα σε πάω στις κούνιες, φάε το φαΐ σου κι εγώ θα σου πάρω το τρενάκι που θέλεις, αν είσαι καλό παιδάκι ο άγιος θα σου φέρει ό,τι του ζήτησες… θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι οι γονείς τους ή ήταν γνήσιοι απόγονοι του βαρόνου Μινχάουζεν ή ότι ήταν χρόνιοι χρήστες παραισθησιογόνων χαπιών LSD.
Τίποτα δεν θ’ αλλάξει από τους ήδη τελειωμένους των προηγούμενων γενιών. Τη μόνη υπηρεσία που μπορείς να προσφέρεις πλέον είναι, υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου