Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ (2)

Του Κοσμά Ηλιάδη


Πολλά πράγματα δεν μου άρεσαν στη χώρα της κατ’ επίφαση, αλλά κατ’ εκείνους αληθινής δημοκρατίας, της δεινοκρατίας τους. Τα περισσότερα θέλω να τα αποσιωπήσω, ίσως από εμπάθεια, μπορεί από ζήλια, για το καλοκουρδισμένο σύστημα που είχαν.

Δεν ξέρω, δεν μπορώ επακριβώς να το εξηγήσω. Κάτι όμως θεματάκια που φθάσανε μέχρι εδώ, παραφθαρμένα, διαστρεβλωμένα, κακόβουλα και αναληθή, οφείλω να τα παραθέσω ως έχουν, κυρίως ως συνεισφορά στον ιστορικό του μέλλοντος. Εννοείται για λόγους υστεροφημίας, διότι έτσι ελπίζω να διαιωνίσω το όνομά μου. Να αναφέρονται τα ζητήματα που παραθέτω, ως αξιόπιστα, αληθή, αντικειμενικά και ανυστερόβουλα.

Εκεί, στην κρύα χώρα με τον ανώτερο πολιτισμό, είχαν καταρρίψει σχεδόν όλους τους νόμους της φυσικής, που τους θεωρούσαν αναχρονιστικούς και ξεπερασμένους. Ανάπηροι κάνανε ακροβατικά νούμερα στο γαλβανισμένο συρματόσχοινο, τυφλοί οδηγούσαν τραίνα, λεωφορεία και ταξί. Οι γιατροί το παραβλέπανε, υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών, η ανάπτυξη ήταν δυο μονάδες πάνω από αυτήν της Κίνας.

Ο δημόσιος κορβανάς ήταν ένας ανεξάντλητος πακτωλός χρημάτων, πλούτου και ευημερίας. Όσα και να ξόδευαν και ξόδευαν πολλά, τα χρήματα πάλι περίσσευαν, βογκούσαν τα ταμεία το φρέσκο, ζωντανό χρήμα έρεε ακατάπαυστα. Σαν το μέλι και το γάλα της ανατολής. Οι ταμίες του κράτους είχαν μεγάλο πρόβλημα, με το ζεστό, σαν αχνιστό καρβέλι χρήμα. Είχαν πρόβλημα διάθεσης, για να ευκολύνουν τα πράγματα, δίνανε άτοκα δάνεια στους πολίτες. Στα ταμεία του κράτους, σχηματίσθηκαν βουνά, από αδιάθετο χρήμα, οι αποθήκες είχαν φρακάρει.

Για να εκτονωθεί η κατάσταση, μάζεψαν όλους τους λαχειοπώλες, τους δώσανε από ένα ταχυδρομικό σάκο γεμάτο χρήματα, με την υποχρέωση να το επιστρέψουν άδειο, πριν χτυπήσουν την ημερήσια κάρτα αποχώρησης από τη δουλειά.

Το σύστημα λειτουργούσε καλά, πλην όμως κάποιοι αργοκίνητοι, για να ξαλαφρώσουν, δίνανε χρήματα σε πεθαμένους, τους οποίους παρουσίαζαν ως ζωντανούς. Οι συγγενείς των νεκρών, για να μη χάσει τη δουλειά του ο τεμπέλης διανομέας, παίρνανε τα χρήματα με βαριά καρδιά, λέγοντάς τον ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά. Ξεχνιόντουσαν όμως, παίρνανε τα χρήματα και τον επόμενο μήνα.

Αυτό συνεχιζόταν μέχρι να αποβιώσουν οι κληρονόμοι του ζωντανού - νεκρού, συνταξιούχου. Είπε μάλιστα κάποιος: «Είναι πολλά τα λεφτά». Μια άλλη λύση σκέφθηκαν, για να διαθέσουν το παραπανίσιο χρήμα. Έδωσε εντολή η διοίκηση, να αποζημιώνουν τους αγρότες από υφιστάμενες καταστροφές, για κάθε στρέμμα δέκα στρέμματα. Έτσι προέκυψε η αναλογία, ένα προς δέκα.

Οι αγρότες που βαρυγκωμούσαν, διότι είχαν πρόβλημα, τι να το κάνουν τόσο χρήμα που καίει ασταμάτητα, το έπαιρναν με βαριά καρδιά, για να μη φέρουν προσκόμματα στη χρηστή διοίκηση. Στο Στάδιο, όπου συνεδρίαζαν ανοιχτά οι εκλεγμένοι αγρότες, τσαγκάρηδες, τορναδόροι, χτίστες και γιαουρτάδες, πήγαιναν με τα πόδια.

Τις λιμουζίνες που τους ανάγκαζαν οι άλλες χώρες να αγοράζουν, προκειμένου να καλυφθεί εν μέρει το ισοζύγιο εξαγωγών – εισαγωγών, που ήταν πάντα ασύμφορα πλεονασματικό υπέρ της δεινοκρατίας, σε βάρος των άλλων φτωχών χωρών, τις βάζανε σε διαφανή περίπτερα. Μια φορά το χρόνο τις βγάζανε περίπατο, για να μην σκουριάσουν, όπως άλλοι βγάζουν κάθε μέρα τα σκυλιά τους.

Βρέθηκε ένα ανατρεπτικό στοιχείο, πιθανόν ξενοκίνητος εχθρός του συστήματος, που βαριόταν να πάει στο στάδιο με τα πόδια, έμενε αρκετά μακριά, καβάλησε το ποδήλατό, με το οποίο πήγαινε διακοπές. Τον έκραξε η μαρίδα της γειτονιάς, τα έχασε, αντί να κοιτάζει μπροστά κοίταζε τα παιδιά, του χάλασε η αλυσίδα, έπεσε και χτύπησε το αριστερό του χέρι. Δεν τον λυπήθηκα, Προκάλεσε το λαϊκό αίσθημα, πήγαινε γυρεύοντας και πλήρωσε το τίμημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου