Αρης Δαβαράκης
Η Τετάρτη λοιπόν ήτανε για μένα μια μέρα από αυτές τις σπάνιες που το σύμπαν σου κλείνει το μάτι και σου λέει «καλά προχωράμε, υπάρχει ένα νόημα πίσω από κάθε εμπόδιο που συναντάς και, το βλέπεις, πρέπει να το θεωρείς αυτό δεδομένο και να μην κολλάς». Η εξέλιξη της υπόθεσης του Νίκου Ρωμανού παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις και τις απλές «συμπτώσεις» πάνω στη δουλειά, τις σκέψεις, τις συναντήσεις, τα τηλεφωνήματα της μέρας, μ’ έναν περίεργο τρόπο (που έχει πάψει πια να μου φαίνεται περίεργος τώρα και δυο-τρείς δεκαετίες τουλάχιστον) , όλα μαζί «συγκλίνανε» και ερχόντουσαν να επαληθεύσουν ένα τρόπο ζωής και σκέψης και επιλογών που μέσα στα χρόνια λειτουργούν πια με τον αυτόματο πιλότο όταν χάνεται η διαύγεια και πλακώνει η θολούρα μέσα στις δυσκολίες της καθημερινότητας και της ίδιας της σχέσης που έχει ο καθένας μας με τον εαυτό του.
Όταν η σχέση αυτή «δοκιμάζεται» σπεύδει η ανασφάλεια και η αυτοαμφισβήτηση να αρπάξουν το τιμόνι και μένεις εσύ στο πίσω κάθισμα να χαζεύεις την ζωή σου που σε προσπερνά ενώ το τοπίο αλλάζει συνέχεια όσο προχωράς, χωρίς να προλαβαίνεις να αποτυπώσεις τα νοήματα και τις σημασίες που φωνάζουνε μάταια για να γίνουν αντιληπτές και να καταγραφούν, ενώ εσύ έχεις ξεχαστεί και το μυαλό, με την ψυχή, με την καρδιά και με την άνω οδό, δεν συντονίζονται – και το νόημα χάνεται.
Χάνεται μεν για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν παύει να ισχύει και να συσσωρεύεται στον «σκληρό» της πραγματικής σου υπόστασης για να επανέλθει την κατάλληλη στιγμή και να γίνει ακόμα ένα κομμάτι του πάζλ που μπήκε στη θέση του – βοηθώντας την κρυμμένη εικόνα, τα κρυμμένα νοήματα, να καταγραφούνε μέσα σου και να προχωρήσουν μαζί σου μέχρι τον άλλο σταθμό και το επόμενο κομμάτι του πάζλ που, όσο προχωράς, τόσο συμπληρώνεται και η κρυφή του εικόνα αποκαλύπτεται με φώς πολύ και ένα αίσθημα χαράς και νοσταλγίας μαζί, νοσταλγίας όχι για το παρελθόν αλλά για τον ολόκληρο εαυτό σου που ξέρεις πως είναι εκεί και περιμένει να τα μαζέψεις όλα τα κομμάτια σου για να μπορέσεις να τον αναγνωρίσεις.
Οι τελευταίες μέρες είχαν μιαν ένταση που, το ένοιωθα, κάτι καλό ανασχηματίζανε – κι’ ας ήταν τόσο φορτισμένες. Ο Νίκος Ρωμανός, με όλα τα λάθη του και τον θυμό του, ανέλαβε εκ μέρους όλων μας την ευθύνη να δηλώσει (με μια γενναιότητα που μόνο σε αφηγήσεις παραμυθένιες την συναντάς) ότι ζωή χωρίς ελεύθερη σκέψη, δικαιοσύνη και μια προοπτική ανατροπής όλου του σάπιου σκηνικού, δεν αξίζει να τη ζήσει κανείς. Το «Ελευθερία ή Θάνατος» τέθηκε πάλι σαν ξεκάθαρη θέση και επιλογή από κάποιον που θα πέθαινε αν η κοινωνία μέσα στην οποία θέλει να δώσει τις μάχες του ήτανε τόσο αναίσθητη, τυφλή, κουφή και ανήμπορη όσο έδειχνε.
Αν ήταν έτσι, η ζωή του δεν θα είχε νόημα, θα γινόταν κι’ αυτή «επιβίωση» και το καλούπι του δεν είναι από αυτά που αντέχουν για πολύ τους συνεχείς συμβιβασμούς και την υποταγή σε άθλιους νόμους και κανόνες, γελοίους, διάτρητους και υποκριτικούς σε βαθμό που οδηγούν πολλούς συνανθρώπους στην απόγνωση. Βέβαια και δεν ήτανε και δεν είναι το ζήτημα των σπουδών αυτό που «παίχτηκε», ήταν η ουσία, η ανάγκη και το χρέος να μην υποκύψεις στου κάθε ισχυρού την εξουσία την παράλογη, να διεκδικήσεις αυτό που δικαιούσαι.
Και ο αγώνας του Νίκου Ρωμανού ήταν να κάνει έστω ένα βήμα μπρός προς την κατεύθυνση την δίκαια, έστω ένα βήμα. Το «βραχιολάκι», που με την αδιαπραγμάτευτη επιμονή του αλλά και με την συμπαράσταση μιας πολύ μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, κατάφερε τελικά να το κερδίσει λίγες μονάχα μέρες ή ώρες πριν πεθάνει από την πείνα και την δίψα, είναι πια ένα κεκτημένο όχι «δικό του» αλλά της ίδιας της κοινωνίας που ταλαντεύτηκε πολύ αλλά δεν κάθησε με σταυρωμένα τα χέρια. Τώρα όποιος υπόδικος ή κατάδικος θέλει να σπουδάσει θα μπορεί να το κάνει – χάρη σ’ αυτό το βραχιολάκι. Και πηγαίνοντας, όπως και επιστρέφοντας, από τον χώρο των μαθημάτων στο κελί του, θα περπατά μέσα στην πόλη, θα συναντά άλλους ανθρώπους, θα ανασαίνει αέρα ελεύθερο και, δεν υπάρχει αμφιβολία, θα κάνει σκέψεις άλλες για την συνέχεια της ζωής του.
Η ζωή εδώ κάτω στο τρισδιάστατο (ή τετραδιάστατο αν υπολογίσουμε και τον χρόνο όπως τον μετράμε οι άνθρωποι) είναι μια περιπέτεια εξερεύνησης που δεν έχει όρια ούτε κανόνες. Οφείλεις να κάνεις αυτό που σου λέει η ψυχή σου – γιατί αν δεν το κάνεις δεν ζεις, απλώς ταλαιπωρείσαι. Οι ψυχές που κουβαλάμε όμως δεν είναι όλες ίδιες βέβαια, είναι και κάποιες πιο απαιτητικές από τις άλλες που σε ζορίζουνε πολύ και έχουν μεγάλη επιμονή σε κάποια θέματα, στα θέματα της η κάθε μία. Όλοι είμαστε έτσι, δεν είναι μόνο ο Νίκος έτσι. Μόνο που οι περισσότεροι από μας κιοτεύουμε πριν καλά-καλά προλάβουμε να μυριστούμε πόσο μεγάλη είναι η ευτυχία να ζεις χωρίς φόβο, να εμπιστεύεσαι δηλαδή τις οδηγίες που έρχονται από μέσα σου σταλμένες ποιος ξέρει από πού.
Ήταν λοιπόν αυτή η Τετάρτη μια πολύ ιδιαίτερη μέρα και για μένα γιατί, για άλλη μια φορά στην μεγάλη διαδρομή ξανασυνάντησα την ίδια συνθήκη –αλλοιώς δομημένη, αλλοιώς εκφρασμένη, αλλοιώς κερδισμένη. Και για άλλη μια φορά βεβαιώθηκα ότι παρ’ όλες τις παρακάμψεις, τα μπερδέματα, τις οπισθοχωρήσεις, προχωράω στον δρόμο που έχει διαλέξει η ψυχή μου που θέλει κάπου να οδηγηθεί και εγώ είμαι το όχημα της, ο πιο καλός της φίλος, ο άνθρωπος της βρε αδερφέ.
Η Τετάρτη λοιπόν ήτανε για μένα μια μέρα από αυτές τις σπάνιες που το σύμπαν σου κλείνει το μάτι και σου λέει «καλά προχωράμε, υπάρχει ένα νόημα πίσω από κάθε εμπόδιο που συναντάς και, το βλέπεις, πρέπει να το θεωρείς αυτό δεδομένο και να μην κολλάς». Η εξέλιξη της υπόθεσης του Νίκου Ρωμανού παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις και τις απλές «συμπτώσεις» πάνω στη δουλειά, τις σκέψεις, τις συναντήσεις, τα τηλεφωνήματα της μέρας, μ’ έναν περίεργο τρόπο (που έχει πάψει πια να μου φαίνεται περίεργος τώρα και δυο-τρείς δεκαετίες τουλάχιστον) , όλα μαζί «συγκλίνανε» και ερχόντουσαν να επαληθεύσουν ένα τρόπο ζωής και σκέψης και επιλογών που μέσα στα χρόνια λειτουργούν πια με τον αυτόματο πιλότο όταν χάνεται η διαύγεια και πλακώνει η θολούρα μέσα στις δυσκολίες της καθημερινότητας και της ίδιας της σχέσης που έχει ο καθένας μας με τον εαυτό του.
Όταν η σχέση αυτή «δοκιμάζεται» σπεύδει η ανασφάλεια και η αυτοαμφισβήτηση να αρπάξουν το τιμόνι και μένεις εσύ στο πίσω κάθισμα να χαζεύεις την ζωή σου που σε προσπερνά ενώ το τοπίο αλλάζει συνέχεια όσο προχωράς, χωρίς να προλαβαίνεις να αποτυπώσεις τα νοήματα και τις σημασίες που φωνάζουνε μάταια για να γίνουν αντιληπτές και να καταγραφούν, ενώ εσύ έχεις ξεχαστεί και το μυαλό, με την ψυχή, με την καρδιά και με την άνω οδό, δεν συντονίζονται – και το νόημα χάνεται.
Χάνεται μεν για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν παύει να ισχύει και να συσσωρεύεται στον «σκληρό» της πραγματικής σου υπόστασης για να επανέλθει την κατάλληλη στιγμή και να γίνει ακόμα ένα κομμάτι του πάζλ που μπήκε στη θέση του – βοηθώντας την κρυμμένη εικόνα, τα κρυμμένα νοήματα, να καταγραφούνε μέσα σου και να προχωρήσουν μαζί σου μέχρι τον άλλο σταθμό και το επόμενο κομμάτι του πάζλ που, όσο προχωράς, τόσο συμπληρώνεται και η κρυφή του εικόνα αποκαλύπτεται με φώς πολύ και ένα αίσθημα χαράς και νοσταλγίας μαζί, νοσταλγίας όχι για το παρελθόν αλλά για τον ολόκληρο εαυτό σου που ξέρεις πως είναι εκεί και περιμένει να τα μαζέψεις όλα τα κομμάτια σου για να μπορέσεις να τον αναγνωρίσεις.
Οι τελευταίες μέρες είχαν μιαν ένταση που, το ένοιωθα, κάτι καλό ανασχηματίζανε – κι’ ας ήταν τόσο φορτισμένες. Ο Νίκος Ρωμανός, με όλα τα λάθη του και τον θυμό του, ανέλαβε εκ μέρους όλων μας την ευθύνη να δηλώσει (με μια γενναιότητα που μόνο σε αφηγήσεις παραμυθένιες την συναντάς) ότι ζωή χωρίς ελεύθερη σκέψη, δικαιοσύνη και μια προοπτική ανατροπής όλου του σάπιου σκηνικού, δεν αξίζει να τη ζήσει κανείς. Το «Ελευθερία ή Θάνατος» τέθηκε πάλι σαν ξεκάθαρη θέση και επιλογή από κάποιον που θα πέθαινε αν η κοινωνία μέσα στην οποία θέλει να δώσει τις μάχες του ήτανε τόσο αναίσθητη, τυφλή, κουφή και ανήμπορη όσο έδειχνε.
Αν ήταν έτσι, η ζωή του δεν θα είχε νόημα, θα γινόταν κι’ αυτή «επιβίωση» και το καλούπι του δεν είναι από αυτά που αντέχουν για πολύ τους συνεχείς συμβιβασμούς και την υποταγή σε άθλιους νόμους και κανόνες, γελοίους, διάτρητους και υποκριτικούς σε βαθμό που οδηγούν πολλούς συνανθρώπους στην απόγνωση. Βέβαια και δεν ήτανε και δεν είναι το ζήτημα των σπουδών αυτό που «παίχτηκε», ήταν η ουσία, η ανάγκη και το χρέος να μην υποκύψεις στου κάθε ισχυρού την εξουσία την παράλογη, να διεκδικήσεις αυτό που δικαιούσαι.
Και ο αγώνας του Νίκου Ρωμανού ήταν να κάνει έστω ένα βήμα μπρός προς την κατεύθυνση την δίκαια, έστω ένα βήμα. Το «βραχιολάκι», που με την αδιαπραγμάτευτη επιμονή του αλλά και με την συμπαράσταση μιας πολύ μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, κατάφερε τελικά να το κερδίσει λίγες μονάχα μέρες ή ώρες πριν πεθάνει από την πείνα και την δίψα, είναι πια ένα κεκτημένο όχι «δικό του» αλλά της ίδιας της κοινωνίας που ταλαντεύτηκε πολύ αλλά δεν κάθησε με σταυρωμένα τα χέρια. Τώρα όποιος υπόδικος ή κατάδικος θέλει να σπουδάσει θα μπορεί να το κάνει – χάρη σ’ αυτό το βραχιολάκι. Και πηγαίνοντας, όπως και επιστρέφοντας, από τον χώρο των μαθημάτων στο κελί του, θα περπατά μέσα στην πόλη, θα συναντά άλλους ανθρώπους, θα ανασαίνει αέρα ελεύθερο και, δεν υπάρχει αμφιβολία, θα κάνει σκέψεις άλλες για την συνέχεια της ζωής του.
Η ζωή εδώ κάτω στο τρισδιάστατο (ή τετραδιάστατο αν υπολογίσουμε και τον χρόνο όπως τον μετράμε οι άνθρωποι) είναι μια περιπέτεια εξερεύνησης που δεν έχει όρια ούτε κανόνες. Οφείλεις να κάνεις αυτό που σου λέει η ψυχή σου – γιατί αν δεν το κάνεις δεν ζεις, απλώς ταλαιπωρείσαι. Οι ψυχές που κουβαλάμε όμως δεν είναι όλες ίδιες βέβαια, είναι και κάποιες πιο απαιτητικές από τις άλλες που σε ζορίζουνε πολύ και έχουν μεγάλη επιμονή σε κάποια θέματα, στα θέματα της η κάθε μία. Όλοι είμαστε έτσι, δεν είναι μόνο ο Νίκος έτσι. Μόνο που οι περισσότεροι από μας κιοτεύουμε πριν καλά-καλά προλάβουμε να μυριστούμε πόσο μεγάλη είναι η ευτυχία να ζεις χωρίς φόβο, να εμπιστεύεσαι δηλαδή τις οδηγίες που έρχονται από μέσα σου σταλμένες ποιος ξέρει από πού.
Ήταν λοιπόν αυτή η Τετάρτη μια πολύ ιδιαίτερη μέρα και για μένα γιατί, για άλλη μια φορά στην μεγάλη διαδρομή ξανασυνάντησα την ίδια συνθήκη –αλλοιώς δομημένη, αλλοιώς εκφρασμένη, αλλοιώς κερδισμένη. Και για άλλη μια φορά βεβαιώθηκα ότι παρ’ όλες τις παρακάμψεις, τα μπερδέματα, τις οπισθοχωρήσεις, προχωράω στον δρόμο που έχει διαλέξει η ψυχή μου που θέλει κάπου να οδηγηθεί και εγώ είμαι το όχημα της, ο πιο καλός της φίλος, ο άνθρωπος της βρε αδερφέ.
toportal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου