Γελωτοποιός
Η ακόλουθη «Ιστορία της Παλάμης» είναι της Κατερίνας Λαζίδου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δικό μου ήταν το παιχνίδι, εγώ το είχα εφεύρει. Κάθε άνθρωπο που γνώριζα, έστω και για λίγο, έβρισκα κάτι να του ταιριάζει και τον ξαναβάφτιζα χωρίς να το ξέρει.
Ημερολόγιο, Κάλτσα, Κουκούτσι, Λάσπη, Λεμόνι, Κουρτίνα, Χταπόδι, Λουκούμι… Μακρύς ο κατάλογος κι όσο τον μάκραινα, τόσο με προκαλούσε να τον πλουτίζω με νέα ονόματα.
Και θα συνέχιζα μέχρι και σήμερα, αν δεν είχα συναντήσει το νικητή του παιχνιδιού.
Το 1987 διορίστηκα στην Ορεστιάδα, σε εξατάξιο σχολείο. Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα με δυτικό προσανατολισμό, χωρίς τέντες -κι ελάχιστη επίπλωση.
Εκείνον το Σεπτέμβρη, ένας σύντομος καύσωνας έλιωσε τα πεζοδρόμια. Τ’ απογεύματα μέχρι να πέσει ο ήλιος, αντί να κάνω δουλειές ή να ακούω Μότσαρτ διαβάζοντας, έψαχνα να βρω δροσερά μέρη.
Συνήθως την έβγαζα στο απέναντι περίπτερο κι άφηνα το διαμέρισμα να βράζει στη μοναξιά του.
Εκεί την πρωτάκουσα -και την είδα.
Στεκόμουν στο ψυγείο με τα παγωτά, όταν δέχτηκα δεξί κροσέ απ’ τη δυνατή φωνή της. Σάστισα και μ΄αυτά που έλεγε. Κάτι για κύκνους που έβαψε, κάτι για κόκκινα κυκλάμινα, κι αλλά που δεν άκουσα, γιατί πέρασε έν’ αγροτικό.
Βούτηξα στην τύχη ένα παγωτό και πήγα να πληρώσω. Βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Μια γυναίκα που είχε περάσει τα πενήντα. Γεροδεμένη, αιματώδης, με σκούρο χνούδι στο πάνω χείλος και χοντρά γυαλιά μυωπίας.
Ψαχούλεψα αργά την τσάντα μου και καθυστέρησα να βγάλω το πορτοφόλι, για να κρυφακούσω τη συνομιλία της με την «Πόρτα», την περιπτερού.
-…να βάλεις κύμινο στα σουτζουκάκια και θα με θυμηθείς.
Την κοιτούσα -όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Ήταν σα νά ‘χε σαράντα τόνους αυτοπεποίθηση. Πλατύ χαμόγελο, στακάτες κουβέντες -και μύριζε σουτζουκάκια.
Μας σύστησε η Πόρτα.
-Σαπφάρα, αυτή είναι η Δανάη.
-Να ζεις, μου είπε.
-Ευχαριστώ, απάντησα σαν αυτόματο.
Πήρε τα τσιγάρα και καβάλησε το παλιό της ποδήλατο.
-Γεια σου Σαπφάρα, της φώναξαν απ’ το απέναντι μαγαζί.
– Γεια σου Ελπινίκη, γεια σου και σένα Παναγή.
Το ποδήλατο πήγαινε αργά, ακούστηκαν κι άλλες χαιρετούρες όσο ξεμάκραινε. Έμεινα στο περίπτερο, να ψάχνω ένα ταιριαστό όνομα να της δώσω, και κανένα να μη μου ‘ρχεται. Αυτό με παραξένεψε.
Την ξαναείδα μετά από μερικές μέρες, πάλι στο περίπτερο.
-Σαπφάρα, αυτή είναι η δασκάλα του γιου σου, της είπε η Πόρτα.
-Α, εσύ είσαι λοιπόν η κυρία δασκάλα.
-Ναι.
-Και τι έρωτα θα εμπνεύσεις στα παιδιά μας;
Τι ν’ απαντήσω; Για να μην καρφωθώ πέρασα κι εγώ σ’ ερώτηση.
– Ο γιος σας, πείτε μου, ποιος είναι;
Και το μυαλό μου έτρεχε, μέσα στην τάξη, πάνω στα πρόσωπα των αγοριών, για να προλάβει βρει ποιος είναι πριν πάρω την απάντηση. Δεν πρόλαβα.
-Ο Παναγιωτάκης, άκουσα.
Ο οκτάχρονος ποιητής, αυτός που με ρώτησε γιατί τα μάτια των αλόγων δακρύζουν, ήταν δικός της γιος;
«Πόσο χρονών ήταν όταν τον γέννησε;» αναρωτήθηκα κι έκρυψα την έκπληξή μου, λέγοντας, μπράβο σας, αξιαγάπητο παιδί ο Παναγιωτάκης.
Ίσια στα μάτια με κοιτούσε απ’ την αρχή, εκείνη όμως τη στιγμή ένιωσα να μπήκε βαθιά μέσα μου.
– Και τι ‘ναι αυτό που τον κάνει αξιαγάπητο, για σας;
Ντράπηκα για ‘κείνο το κοινότοπο «μπράβο σας, αξιαγάπητος», που είχα ξεστομίσει. Κι όσο με κοιτούσε η Σαπφάρα περιμένοντας, τόσο μπέρδευα τα λόγια μου.
– Είναι… μου θυμίζει τον Μπόρχες… και τους εξπρεσιονιστές…
– Για σιγά λίγο, κυρά δασκάλα. Τι μου μπλέκεις τον Μπόρχες; Δε θέλω να μου πεις ποιον σου θυμίζει, μη βάζεις άλλα πράγματα πάνω του, σκέτο θέλω να τον δεις.
– Ε… ναι.
Αυτό μπόρεσα να πω. Πήδησαν οι λέξεις απ’ το στόμα σαν βατράχια.
Η Σαπφάρα στεκόταν πολύ κοντά μου. Κοιτούσα μια τρίχα στη μπλούζα της. Μια στρατιά από μυρμήγκια ανέβαιναν απ’ τη μέση μου στον αυχένα -και πάλι κάτω. Λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω, ούτε να κουνηθώ. Πανικόβλητη, ζήτησα καταφύγιο στο παιχνίδι μου. Όμως κανένα όνομα που να της ταιριάζει δεν μου ερχόταν, όσο και να το σκάλιζα.
Πήρε τα τσιγάρα της, καβάλησε το ποδήλατο κι έφυγε τραγουδώντας.
Όταν πια χάθηκε πήρα ανάσα. Πήγα κι έκατσα στα καρεκλάκια που έβγαζε η Πόρτα στην πίσω μεριά. Σε λίγο ήρθε κι εκείνη. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που αντάλλαζα παραπάνω κουβέντες, από τότε που ήρθα στην Ορεστιάδα.
Προσπαθούσα να βρω τρόπο να την ρωτήσω, αν ο Παναγιωτάκης ήταν υιοθετημένος. Όταν κατάλαβε πού είχε πάει το μυαλό μου, γέλασε.
-Δικό της είναι το παιδί.
-Πρέπει να ήταν μεγάλη όταν τον γέννησε.
-Στα σαράντα τέσσερα. Ναι, την έζησε τη ζωή της πριν. Κι ακόμα τη ζει. Με τον Βασίλη, τον άντρα της, ερωτευμένοι ως τα μπούνια. Με όλα είναι ερωτευμένη η Σαπφάρα, ακόμη και με τους τσιμεντένιους κύκνους που έχει στην αυλή της.
Εκείνο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι. Το μυαλό μου κολλημένο σ΄ένα όνομα χωρίς όνομα. Κατά βάθος ήξερα πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά δεν έλεγα να το βάλω κάτω. Σηκώθηκα, πήρα το λεξικό και συνέχισα να ψάχνω.
Δεν είχε πάρει να χαράζει, αλλά ένιωθα τον ήλιο έτοιμο να ξεμυτίσει όταν δέχτηκα πως άδικα έχανα το χρόνο μου.
Άλλο όνομα δεν μπορούσα να της δώσω, το μόνο που της ταίριαζε, ήταν το δικό της: Σαπφάρα.
Εσύ τι όνομα θα της έδινες;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του αξεπέραστου Josef Koudelka.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Η ακόλουθη «Ιστορία της Παλάμης» είναι της Κατερίνας Λαζίδου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δικό μου ήταν το παιχνίδι, εγώ το είχα εφεύρει. Κάθε άνθρωπο που γνώριζα, έστω και για λίγο, έβρισκα κάτι να του ταιριάζει και τον ξαναβάφτιζα χωρίς να το ξέρει.
Ημερολόγιο, Κάλτσα, Κουκούτσι, Λάσπη, Λεμόνι, Κουρτίνα, Χταπόδι, Λουκούμι… Μακρύς ο κατάλογος κι όσο τον μάκραινα, τόσο με προκαλούσε να τον πλουτίζω με νέα ονόματα.
Και θα συνέχιζα μέχρι και σήμερα, αν δεν είχα συναντήσει το νικητή του παιχνιδιού.
~
Το 1987 διορίστηκα στην Ορεστιάδα, σε εξατάξιο σχολείο. Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα με δυτικό προσανατολισμό, χωρίς τέντες -κι ελάχιστη επίπλωση.
Εκείνον το Σεπτέμβρη, ένας σύντομος καύσωνας έλιωσε τα πεζοδρόμια. Τ’ απογεύματα μέχρι να πέσει ο ήλιος, αντί να κάνω δουλειές ή να ακούω Μότσαρτ διαβάζοντας, έψαχνα να βρω δροσερά μέρη.
Συνήθως την έβγαζα στο απέναντι περίπτερο κι άφηνα το διαμέρισμα να βράζει στη μοναξιά του.
Εκεί την πρωτάκουσα -και την είδα.
~~
Στεκόμουν στο ψυγείο με τα παγωτά, όταν δέχτηκα δεξί κροσέ απ’ τη δυνατή φωνή της. Σάστισα και μ΄αυτά που έλεγε. Κάτι για κύκνους που έβαψε, κάτι για κόκκινα κυκλάμινα, κι αλλά που δεν άκουσα, γιατί πέρασε έν’ αγροτικό.
Βούτηξα στην τύχη ένα παγωτό και πήγα να πληρώσω. Βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Μια γυναίκα που είχε περάσει τα πενήντα. Γεροδεμένη, αιματώδης, με σκούρο χνούδι στο πάνω χείλος και χοντρά γυαλιά μυωπίας.
Ψαχούλεψα αργά την τσάντα μου και καθυστέρησα να βγάλω το πορτοφόλι, για να κρυφακούσω τη συνομιλία της με την «Πόρτα», την περιπτερού.
-…να βάλεις κύμινο στα σουτζουκάκια και θα με θυμηθείς.
Την κοιτούσα -όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Ήταν σα νά ‘χε σαράντα τόνους αυτοπεποίθηση. Πλατύ χαμόγελο, στακάτες κουβέντες -και μύριζε σουτζουκάκια.
Μας σύστησε η Πόρτα.
-Σαπφάρα, αυτή είναι η Δανάη.
-Να ζεις, μου είπε.
-Ευχαριστώ, απάντησα σαν αυτόματο.
Πήρε τα τσιγάρα και καβάλησε το παλιό της ποδήλατο.
-Γεια σου Σαπφάρα, της φώναξαν απ’ το απέναντι μαγαζί.
– Γεια σου Ελπινίκη, γεια σου και σένα Παναγή.
Το ποδήλατο πήγαινε αργά, ακούστηκαν κι άλλες χαιρετούρες όσο ξεμάκραινε. Έμεινα στο περίπτερο, να ψάχνω ένα ταιριαστό όνομα να της δώσω, και κανένα να μη μου ‘ρχεται. Αυτό με παραξένεψε.
Την ξαναείδα μετά από μερικές μέρες, πάλι στο περίπτερο.
-Σαπφάρα, αυτή είναι η δασκάλα του γιου σου, της είπε η Πόρτα.
-Α, εσύ είσαι λοιπόν η κυρία δασκάλα.
-Ναι.
-Και τι έρωτα θα εμπνεύσεις στα παιδιά μας;
Τι ν’ απαντήσω; Για να μην καρφωθώ πέρασα κι εγώ σ’ ερώτηση.
– Ο γιος σας, πείτε μου, ποιος είναι;
Και το μυαλό μου έτρεχε, μέσα στην τάξη, πάνω στα πρόσωπα των αγοριών, για να προλάβει βρει ποιος είναι πριν πάρω την απάντηση. Δεν πρόλαβα.
-Ο Παναγιωτάκης, άκουσα.
Ο οκτάχρονος ποιητής, αυτός που με ρώτησε γιατί τα μάτια των αλόγων δακρύζουν, ήταν δικός της γιος;
«Πόσο χρονών ήταν όταν τον γέννησε;» αναρωτήθηκα κι έκρυψα την έκπληξή μου, λέγοντας, μπράβο σας, αξιαγάπητο παιδί ο Παναγιωτάκης.
Ίσια στα μάτια με κοιτούσε απ’ την αρχή, εκείνη όμως τη στιγμή ένιωσα να μπήκε βαθιά μέσα μου.
– Και τι ‘ναι αυτό που τον κάνει αξιαγάπητο, για σας;
Ντράπηκα για ‘κείνο το κοινότοπο «μπράβο σας, αξιαγάπητος», που είχα ξεστομίσει. Κι όσο με κοιτούσε η Σαπφάρα περιμένοντας, τόσο μπέρδευα τα λόγια μου.
– Είναι… μου θυμίζει τον Μπόρχες… και τους εξπρεσιονιστές…
– Για σιγά λίγο, κυρά δασκάλα. Τι μου μπλέκεις τον Μπόρχες; Δε θέλω να μου πεις ποιον σου θυμίζει, μη βάζεις άλλα πράγματα πάνω του, σκέτο θέλω να τον δεις.
– Ε… ναι.
Αυτό μπόρεσα να πω. Πήδησαν οι λέξεις απ’ το στόμα σαν βατράχια.
Η Σαπφάρα στεκόταν πολύ κοντά μου. Κοιτούσα μια τρίχα στη μπλούζα της. Μια στρατιά από μυρμήγκια ανέβαιναν απ’ τη μέση μου στον αυχένα -και πάλι κάτω. Λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω, ούτε να κουνηθώ. Πανικόβλητη, ζήτησα καταφύγιο στο παιχνίδι μου. Όμως κανένα όνομα που να της ταιριάζει δεν μου ερχόταν, όσο και να το σκάλιζα.
Πήρε τα τσιγάρα της, καβάλησε το ποδήλατο κι έφυγε τραγουδώντας.
~~
Όταν πια χάθηκε πήρα ανάσα. Πήγα κι έκατσα στα καρεκλάκια που έβγαζε η Πόρτα στην πίσω μεριά. Σε λίγο ήρθε κι εκείνη. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που αντάλλαζα παραπάνω κουβέντες, από τότε που ήρθα στην Ορεστιάδα.
Προσπαθούσα να βρω τρόπο να την ρωτήσω, αν ο Παναγιωτάκης ήταν υιοθετημένος. Όταν κατάλαβε πού είχε πάει το μυαλό μου, γέλασε.
-Δικό της είναι το παιδί.
-Πρέπει να ήταν μεγάλη όταν τον γέννησε.
-Στα σαράντα τέσσερα. Ναι, την έζησε τη ζωή της πριν. Κι ακόμα τη ζει. Με τον Βασίλη, τον άντρα της, ερωτευμένοι ως τα μπούνια. Με όλα είναι ερωτευμένη η Σαπφάρα, ακόμη και με τους τσιμεντένιους κύκνους που έχει στην αυλή της.
~
Εκείνο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι. Το μυαλό μου κολλημένο σ΄ένα όνομα χωρίς όνομα. Κατά βάθος ήξερα πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά δεν έλεγα να το βάλω κάτω. Σηκώθηκα, πήρα το λεξικό και συνέχισα να ψάχνω.
Δεν είχε πάρει να χαράζει, αλλά ένιωθα τον ήλιο έτοιμο να ξεμυτίσει όταν δέχτηκα πως άδικα έχανα το χρόνο μου.
Άλλο όνομα δεν μπορούσα να της δώσω, το μόνο που της ταίριαζε, ήταν το δικό της: Σαπφάρα.
Εσύ τι όνομα θα της έδινες;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του αξεπέραστου Josef Koudelka.
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου