Παναγιώτης Οικονομίδης
Καθαροδευτέρα σήμαινε ότι ένα μήνα πριν ετοίμαζα τον χαρταετό. Είχα φτιάξει με την βοήθεια του κυρίου Φώντα ένα σκελετό από καλάμια. Αυτό έγινε μια φορά, όταν ήμουν στην Τετάρτη δημοτικού. Ξεκινήσαμε να τον φτιάχνουμε από τον Οκτώβριο. Κατεβήκαμε σε ένα ρέμα και διαλέξαμε το καλάμι. Το αφήσαμε να στεγνώσει μέχρι τον Νοέμβριο, ο σκίσαμε στα τρία και πάλι το αφήσαμε να στεγνώσει. Τον Ιανουάριο διαμορφώσαμε τα τρία σκέλη του σκελετού και βάλαμε τα ζύγια.
Το σαββατοκύριακο πριν την καθαροδευτέρα ο κύριος Φώντας ήρθε και με βρήκε με τις χρωματιστές λαδόκολλες. Μου έδειξε τον τόπο που θα πρέπει να αγκαλιάσουν τους περιμετρικούς σπάγκους και πως θα κόψω τις φούντες για την ουρά. Με άφησε να φτιάξω τα σχέδια του αετού. Κάθισα μόνος μου γύρω στην μιάμιση ώρα μέσα στην κρύα ημέρα και στο τέλος όταν τον σήκωσα ψηλά ο χαρταετός μου, έγινε ήλιος και φώτισε όλη την ζωή μου.
Ήρθε η ημέρα της πτήσης. Πέρα από μια μικρή δοκιμαστική πτήση που του έκανε ο κύριος Φώντας για να ελέγξει την ευστάθεια του, ο χαρταετός μου δεν είχε ξαναπετάξει.
Εκείνη η καθαροδευτέρα ήταν μουντή, ψυχρή και άτονη όπως οι περισσότερες καθαροδευτέρες. Από το πρωί δεν είχε αέρα που να είναι επαρκής για να σηκωθεί χαρταετός. Έτρωγα πεταχτά στο πόδι μην τυχόν και χάσω τον λίγο αέρα που τυχόν θα σηκωνόταν. Είναι γνωστό ότι άμα ο αετός σηκωθεί για τα πρώτα τριάντα με πενήντα μέτρα μετά βρίσκει αέρα. Ήμουν λοιπόν προετοιμασμένος με εκατό μέτρα σπάγκο στην καλούμπα. Είχαμε καλουμιάσει με τον κύριο Φώντα από την προηγούμενη Κυριακή τον σπάγκο. Το απόγευμα κατά τις 4 και ενώ τρώω ένα ακόμα κομμάτι χαλβά, βλέπω τις κορυφές των δέντρων να κινούνται βίαια. Ο άνθρωπος που μου έκανε κεφάλι είχε από ώρες απογοητευτεί. Θα τον σήκωνα ακέφαλα. Έτρεξα στην άκρη του σπάγκου. Ανασήκωσα τον αετό τραβώντας ελαφρά. Μόλις ένοιωσα στα δάχτυλά μου την τάση να αυξάνει και με το βλέμμα στις κορυφές των δέντρων άρχισα να τρέχω. Μόλις ο αετός πήρε λίγο ύψος άφησα δύο μέτρα σπάγκο. Ξανάρχισα να τρέχω. Ξανά άφησα σπάγκο. Ξανάτρέξιμο, ξανά αμόλησα σπάγκο. Η ασταθής ανοδική κίνηση του αετού είχε αρχίσει να γίνεται πιο προβλέψιμή. Πιο σταθερή. Σταμάτησα να τρέχω. Αμόλαγα καλούμπα και μετά τραβούσα λίγο πίσω. Ο χαρταετός μου κέρδιζε λίγο λίγο ύψος. Η τάση στο σκοινί ήταν πλέον σταθερή. Ο αετός μου πέταγε. Ένας σταθερός αέρας τον κρατούσε ψηλά. Σε λίγο και τα εκατό μέτρα σπάγκου είχαν εξαντληθεί. Κρατούσα το ξύλο της καλούμπας και ξεφώνιζα από χαρά. Πετάχτηκαν όλοι έξω να δουν τι έγινε. Ο μικρότερος αδελφός μου, ο άνθρωπος που θα έκανε κεφάλι, χοροπηδούσε γύρω γύρω. Όλοι ήθελαν να κρατήσουν για λίγο. Κατά έναν περίεργο λόγω η καλούμπα δεν ξεκολλούσε από το χέρι μου. Ο χαρταετός μου φώτιζε τώρα όλο τον κόσμο. Το χωράφι που τον είχα αμολήσει, το σπίτι μας, το σπίτι του γείτονα. Την πλατεία, το σχολείο που παίζαμε, το βουνό απέναντι μέχρι την εθνική οδό και ακόμα παραπέρα. Μέχρι την θάλασσα.
Κόλλησα το μάτι μου στον σπάγκο κι εκεί που νόμισα ότι θα έβλεπα στην προέκτασή του τον αετό μου, είδα τα σύννεφα. Ο σπάγκος διέγραφε μια καμπύλη και χανόταν στον ουρανό. Μια όμορφή γλυκιά παραβολή. Στην επόμενη πτήση πρόσθεσα άλλο ένα κουβάρι σπάγκο και στην μεθεπόμενη κι άλλο ένα και στο τέλος είχα διακόσια μέτρα σπάγκο. Η καμπύλη συνέχιζε να διατηρεί την ομορφιά και την γλυκύτητά της. Η μητέρα μου μού έλεγε μην υπερβάλεις. Προσπαθούσα να της εξηγήσω για την καμπύλη.
Αργότερα βρήκα την συγγένεια της υπερβολής και της παραβολής στα μαθηματικά. Εν τω μεταξύ ο σπάγκος, μου τραγουδούσε.
Πέρασε καιρός και έπαθα από τις υπερβολές και έμαθα από τις παραβολές. Τότε άρχισε να μου τραγουδά η ζωή.
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Καθαροδευτέρα σήμαινε ότι ένα μήνα πριν ετοίμαζα τον χαρταετό. Είχα φτιάξει με την βοήθεια του κυρίου Φώντα ένα σκελετό από καλάμια. Αυτό έγινε μια φορά, όταν ήμουν στην Τετάρτη δημοτικού. Ξεκινήσαμε να τον φτιάχνουμε από τον Οκτώβριο. Κατεβήκαμε σε ένα ρέμα και διαλέξαμε το καλάμι. Το αφήσαμε να στεγνώσει μέχρι τον Νοέμβριο, ο σκίσαμε στα τρία και πάλι το αφήσαμε να στεγνώσει. Τον Ιανουάριο διαμορφώσαμε τα τρία σκέλη του σκελετού και βάλαμε τα ζύγια.
Το σαββατοκύριακο πριν την καθαροδευτέρα ο κύριος Φώντας ήρθε και με βρήκε με τις χρωματιστές λαδόκολλες. Μου έδειξε τον τόπο που θα πρέπει να αγκαλιάσουν τους περιμετρικούς σπάγκους και πως θα κόψω τις φούντες για την ουρά. Με άφησε να φτιάξω τα σχέδια του αετού. Κάθισα μόνος μου γύρω στην μιάμιση ώρα μέσα στην κρύα ημέρα και στο τέλος όταν τον σήκωσα ψηλά ο χαρταετός μου, έγινε ήλιος και φώτισε όλη την ζωή μου.
Ήρθε η ημέρα της πτήσης. Πέρα από μια μικρή δοκιμαστική πτήση που του έκανε ο κύριος Φώντας για να ελέγξει την ευστάθεια του, ο χαρταετός μου δεν είχε ξαναπετάξει.
Εκείνη η καθαροδευτέρα ήταν μουντή, ψυχρή και άτονη όπως οι περισσότερες καθαροδευτέρες. Από το πρωί δεν είχε αέρα που να είναι επαρκής για να σηκωθεί χαρταετός. Έτρωγα πεταχτά στο πόδι μην τυχόν και χάσω τον λίγο αέρα που τυχόν θα σηκωνόταν. Είναι γνωστό ότι άμα ο αετός σηκωθεί για τα πρώτα τριάντα με πενήντα μέτρα μετά βρίσκει αέρα. Ήμουν λοιπόν προετοιμασμένος με εκατό μέτρα σπάγκο στην καλούμπα. Είχαμε καλουμιάσει με τον κύριο Φώντα από την προηγούμενη Κυριακή τον σπάγκο. Το απόγευμα κατά τις 4 και ενώ τρώω ένα ακόμα κομμάτι χαλβά, βλέπω τις κορυφές των δέντρων να κινούνται βίαια. Ο άνθρωπος που μου έκανε κεφάλι είχε από ώρες απογοητευτεί. Θα τον σήκωνα ακέφαλα. Έτρεξα στην άκρη του σπάγκου. Ανασήκωσα τον αετό τραβώντας ελαφρά. Μόλις ένοιωσα στα δάχτυλά μου την τάση να αυξάνει και με το βλέμμα στις κορυφές των δέντρων άρχισα να τρέχω. Μόλις ο αετός πήρε λίγο ύψος άφησα δύο μέτρα σπάγκο. Ξανάρχισα να τρέχω. Ξανά άφησα σπάγκο. Ξανάτρέξιμο, ξανά αμόλησα σπάγκο. Η ασταθής ανοδική κίνηση του αετού είχε αρχίσει να γίνεται πιο προβλέψιμή. Πιο σταθερή. Σταμάτησα να τρέχω. Αμόλαγα καλούμπα και μετά τραβούσα λίγο πίσω. Ο χαρταετός μου κέρδιζε λίγο λίγο ύψος. Η τάση στο σκοινί ήταν πλέον σταθερή. Ο αετός μου πέταγε. Ένας σταθερός αέρας τον κρατούσε ψηλά. Σε λίγο και τα εκατό μέτρα σπάγκου είχαν εξαντληθεί. Κρατούσα το ξύλο της καλούμπας και ξεφώνιζα από χαρά. Πετάχτηκαν όλοι έξω να δουν τι έγινε. Ο μικρότερος αδελφός μου, ο άνθρωπος που θα έκανε κεφάλι, χοροπηδούσε γύρω γύρω. Όλοι ήθελαν να κρατήσουν για λίγο. Κατά έναν περίεργο λόγω η καλούμπα δεν ξεκολλούσε από το χέρι μου. Ο χαρταετός μου φώτιζε τώρα όλο τον κόσμο. Το χωράφι που τον είχα αμολήσει, το σπίτι μας, το σπίτι του γείτονα. Την πλατεία, το σχολείο που παίζαμε, το βουνό απέναντι μέχρι την εθνική οδό και ακόμα παραπέρα. Μέχρι την θάλασσα.
Κόλλησα το μάτι μου στον σπάγκο κι εκεί που νόμισα ότι θα έβλεπα στην προέκτασή του τον αετό μου, είδα τα σύννεφα. Ο σπάγκος διέγραφε μια καμπύλη και χανόταν στον ουρανό. Μια όμορφή γλυκιά παραβολή. Στην επόμενη πτήση πρόσθεσα άλλο ένα κουβάρι σπάγκο και στην μεθεπόμενη κι άλλο ένα και στο τέλος είχα διακόσια μέτρα σπάγκο. Η καμπύλη συνέχιζε να διατηρεί την ομορφιά και την γλυκύτητά της. Η μητέρα μου μού έλεγε μην υπερβάλεις. Προσπαθούσα να της εξηγήσω για την καμπύλη.
Αργότερα βρήκα την συγγένεια της υπερβολής και της παραβολής στα μαθηματικά. Εν τω μεταξύ ο σπάγκος, μου τραγουδούσε.
Πέρασε καιρός και έπαθα από τις υπερβολές και έμαθα από τις παραβολές. Τότε άρχισε να μου τραγουδά η ζωή.
Παναγιώτης Οικονομίδης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου