Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
Δεν είχε επιλογές.
Απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του ο Κοσμάς, μικρό παιδί ακόμη, πάντα ένα μαύρο πανί κολλημένο πάνω του έβλεπε. Πότε παπαδάκι, πότε βοηθός του ψάλτη και του ιερέα, όλη του η παιδική ζωή, με ένα ράσο τυλιγμένο σαν βδέλλα στο κορμί και τη ψυχή του.
«Αρχιμαντρίτη, ηγούμενο σε μοναστήρι σε θέλουμε». «Να χαρεί κι η ψυχούλα του πατέρα σου». «Να σε καμαρώνει από κει πάνω που είναι». «Θα πας στην ιερατική σχολή!». «Τα ακούςςςς»;
Η φωνή της μάνας του, ξανά και ξανά, σε στριγγλό τόνο ηχούσε το ίδιο τροπάρι. Μόνο που απόψε είχε κουβαλήσει και τις μεγάλες δυνάμεις απ’ το κεφαλοχώρι. «Πέστου κι εσύ παπά Σωτήρη». «Δε λέω καλά»; «Κι ο παππούς, κι ο πατέρας του παπάδες ήταν». «Τούτος να μην πάει πάρα πάνω»;
Ο παπάς μουρμουρίζοντας ψαλμούς, κούνησε το κεφάλι. Ούτε ναι, ούτε όχι, μετριόταν αυτό το κούνημα. Την Κυριακή θα ερχόταν ο δεσπότης στη λειτουργία, είχε τις σκοτούρες του. Άραγε θα εύρισκε ικανοποιητικό το εσωτερικό του παγκαριού;
Κάνει ζέστη; αναρωτήθηκε το παπαδάκι και σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπο του με την ανάστροφη της παλάμης.
Σήκωσε με τρόπο το αντερί -το ρούχο που τον στοίχειωνε- και ψαχτά, έλεγξε με τα δάχτυλα το σώμα του. Μια φλόγα του καψάλισε τα χέρια, λες και όλοι οι διαόλοι είχαν στήσει χορό στα κύτταρα του. Λες και έπλεαν την αρρώστια μες το αίμα του.
Είπε με τρόμο το ''Πάτερ ημών'' σιγανά… Μπα! Η κάψα συνεχιζόταν.
Σαν την ίδια φωτιά του 'μοιασε, που τον ζεμάτισε τότε που η χήρα του Μανώλη τον έμπασε στο σπίτι, κάτι για ευχέλαιο να μηνύσει στον παπά. Ένα μυρμήγκιασμα ένιωσε στη ράχη του, ένα μούδιασμα στο στόμα, ένα ρίγος ανάμεσα στα πόδια, όταν το βλέμμα του έπεσε στην ανοιχτή χαράδρα του στήθους της. «Παναία μ’», μουρμούρισε και τα μάτια του χάθηκαν μέσα στα απύθμενα βάθη της, γλείφοντας λαίμαργα κάθε σπιθαμή της σάρκας της, πίνοντας όλους τους χυμούς απ’ τα βυθά της. «Παναία μ’», ξανάπε και σταυροκοπήθηκε όπως του έλεγε η μάνα του, κάθε που αντάμωνε με τα ακόλαστα έργα του σατανά.
Και μετά… δεν θυμόταν τίποτα μετά…
Μόνο τα παραθυρόφυλλα που τα σφάλισε βιαστικά η χήρα και τα κουμπιά της ρόμπας της που άνοιξαν και του φανέρωσαν τα αφανέρωτα του παραδείσου.
Και στο τέλος η πρωτόφαντη γλύκα που κυλούσε γρήγορη ανάμεσα απ’ τα σκέλια του, να σφραγίζει την ανομία.
Δεν είχε επιλογές…
Ή είχε;
«Σχώρα με Θεέ μου», μουρμούρισε σε μια ξαφνική γιγάντωση του νου. «Από τα έγκατα μου Σου δέομαι». «Σχώρα με, δεν είμαι άξιος για την αγιοσύνη Σου».
«Σχώρα με κι εσύ παπά Σωτήρη, μα καίγομαι». «Καίγομαι παπά μου από τα ανθρώπινα». «Σμέρνες τα στήθια της μου δρεπανίζουν τα θεϊκά», είπε και ξεκόλλησε με δύναμη το μαύρο δέρμα από πάνω του.
Ίσα που προλάβαινε.
Λίγο ακόμη και η άβυσσος από τα θέλω των άλλων, θα τον κατάπινε. Ένα θα γινόταν με τον θάνατο της ζήσης του.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν είχε επιλογές.
Απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του ο Κοσμάς, μικρό παιδί ακόμη, πάντα ένα μαύρο πανί κολλημένο πάνω του έβλεπε. Πότε παπαδάκι, πότε βοηθός του ψάλτη και του ιερέα, όλη του η παιδική ζωή, με ένα ράσο τυλιγμένο σαν βδέλλα στο κορμί και τη ψυχή του.
«Αρχιμαντρίτη, ηγούμενο σε μοναστήρι σε θέλουμε». «Να χαρεί κι η ψυχούλα του πατέρα σου». «Να σε καμαρώνει από κει πάνω που είναι». «Θα πας στην ιερατική σχολή!». «Τα ακούςςςς»;
Η φωνή της μάνας του, ξανά και ξανά, σε στριγγλό τόνο ηχούσε το ίδιο τροπάρι. Μόνο που απόψε είχε κουβαλήσει και τις μεγάλες δυνάμεις απ’ το κεφαλοχώρι. «Πέστου κι εσύ παπά Σωτήρη». «Δε λέω καλά»; «Κι ο παππούς, κι ο πατέρας του παπάδες ήταν». «Τούτος να μην πάει πάρα πάνω»;
Ο παπάς μουρμουρίζοντας ψαλμούς, κούνησε το κεφάλι. Ούτε ναι, ούτε όχι, μετριόταν αυτό το κούνημα. Την Κυριακή θα ερχόταν ο δεσπότης στη λειτουργία, είχε τις σκοτούρες του. Άραγε θα εύρισκε ικανοποιητικό το εσωτερικό του παγκαριού;
*****
Κάνει ζέστη; αναρωτήθηκε το παπαδάκι και σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπο του με την ανάστροφη της παλάμης.
Σήκωσε με τρόπο το αντερί -το ρούχο που τον στοίχειωνε- και ψαχτά, έλεγξε με τα δάχτυλα το σώμα του. Μια φλόγα του καψάλισε τα χέρια, λες και όλοι οι διαόλοι είχαν στήσει χορό στα κύτταρα του. Λες και έπλεαν την αρρώστια μες το αίμα του.
Είπε με τρόμο το ''Πάτερ ημών'' σιγανά… Μπα! Η κάψα συνεχιζόταν.
Σαν την ίδια φωτιά του 'μοιασε, που τον ζεμάτισε τότε που η χήρα του Μανώλη τον έμπασε στο σπίτι, κάτι για ευχέλαιο να μηνύσει στον παπά. Ένα μυρμήγκιασμα ένιωσε στη ράχη του, ένα μούδιασμα στο στόμα, ένα ρίγος ανάμεσα στα πόδια, όταν το βλέμμα του έπεσε στην ανοιχτή χαράδρα του στήθους της. «Παναία μ’», μουρμούρισε και τα μάτια του χάθηκαν μέσα στα απύθμενα βάθη της, γλείφοντας λαίμαργα κάθε σπιθαμή της σάρκας της, πίνοντας όλους τους χυμούς απ’ τα βυθά της. «Παναία μ’», ξανάπε και σταυροκοπήθηκε όπως του έλεγε η μάνα του, κάθε που αντάμωνε με τα ακόλαστα έργα του σατανά.
Και μετά… δεν θυμόταν τίποτα μετά…
Μόνο τα παραθυρόφυλλα που τα σφάλισε βιαστικά η χήρα και τα κουμπιά της ρόμπας της που άνοιξαν και του φανέρωσαν τα αφανέρωτα του παραδείσου.
Και στο τέλος η πρωτόφαντη γλύκα που κυλούσε γρήγορη ανάμεσα απ’ τα σκέλια του, να σφραγίζει την ανομία.
*****
Δεν είχε επιλογές…
Ή είχε;
«Σχώρα με Θεέ μου», μουρμούρισε σε μια ξαφνική γιγάντωση του νου. «Από τα έγκατα μου Σου δέομαι». «Σχώρα με, δεν είμαι άξιος για την αγιοσύνη Σου».
«Σχώρα με κι εσύ παπά Σωτήρη, μα καίγομαι». «Καίγομαι παπά μου από τα ανθρώπινα». «Σμέρνες τα στήθια της μου δρεπανίζουν τα θεϊκά», είπε και ξεκόλλησε με δύναμη το μαύρο δέρμα από πάνω του.
*****
Ίσα που προλάβαινε.
Λίγο ακόμη και η άβυσσος από τα θέλω των άλλων, θα τον κατάπινε. Ένα θα γινόταν με τον θάνατο της ζήσης του.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου