Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Σε ερωτική καραντίνα λόγω... ιού

Σπύρος Μανουσέλης


Στην τρέχουσα «Φάση 2» της διάδοσης του κορονοϊού, οι κυβερνήσεις και οι ειδικές επιστημονικές επιτροπές επιχειρούν μια εντυπωσιακή πολιτική κωλοτούμπα. Το πρόβλημα με αυτή τη νέα στρατηγική είναι ότι, όπως και η προηγούμενη, δεν στηρίζεται σε επαρκή επιστημονικά δεδομένα. Έτσι, η πανταχού παρούσα και κάθε άλλο παρά «αόρατη» απειλή του νέου κορονοϊού εξακολουθεί να παραμένει «μυστηριώδης» και να ασκεί την απανθρωποποιητική της δράση

Πώς μπορεί να ελπίζει μια βιοπολιτική εξουσία ότι θα καταφέρει, υπό την απειλή του κορονοϊού, να εξαλείψει –μέσα σε λίγους μήνες– μια τόσο βαθιά ριζωμένη βιολογική ανάγκη των ανθρώπων για ανταλλαγή φιλιών και για σωματικές επαφές; Μήπως προτείνοντάς τους να αντικαταστήσουν προσωρινά τις ενσώματες επαφές τους με τις νέες, πολύ πιο «υγιεινές», αλλά και κάθε άλλο παρά δοκιμασμένες και επιτυχημένες βιολογικά ασώματες διαδικτυακές επαφές;

Πώς αισθάνονται οι σημερινοί άνθρωποι όταν, για να κάνουν σεξ, είναι υποχρεωμένοι να φοράνε μάσκα –ή και γάντια– για να προστατευτούν από τον κορονοϊό; Αν, παρά τον κίνδυνο μόλυνσης που διατρέχουν, δύο άτομα επιμένουν να διατηρούν την πρότερη ερωτική τους ζωή, τότε οφείλουν όχι μόνο να φοράνε μάσκα και να πλένουν σχολαστικά το σώμα τους πριν και μετά από κάθε ερωτική επαφή, αλλά και να αποφεύγουν ως «μιαρά» τα διεγερτικά ερωτικά φιλιά. Αυτές ακριβώς είναι οι οδηγίες των «αρμόδιων» ιατρικών φορέων προκειμένου να έχουμε μια «ασφαλή» ερωτική ζωή μετά τη νέα πανδημία.

Όσο για τις τυχαίες σεξουαλικές επαφές με νέους και άγνωστους ερωτικούς συντρόφους, αυτές απαγορεύονται κατηγορηματικά, όχι πια ως ανήθικες ή αντισυμβατικές συμπεριφορές, αλλά ως «υγειονομικά κακουργήματα», που, προφανώς, τελούνται μόνο από αντικοινωνικά και αυτοκαταστροφικά άτομα. Στην εποχή της πανδημίας, οι πολυπόθητες σεξουαλικές «επαφές» με αγνώστους θεωρούνται ασφαλείς και επιτρεπτές μόνο όταν είναι εικονικές. Ελεύθερες ερωτικές «σχέσεις» μπορούν πλέον να υπάρχουν μόνο στο διαδίκτυο.

Πώς οι ασώματες, σεξοφοβικές σχέσεις απαξιώνουν τη ζωή μας;


Πώς επηρέασαν τα υγειονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν κατά την πρώτη φάση της πανδημίας την κοινωνική ζωή και την αυτοεικόνα των ανθρώπων; Και γιατί κάποια από αυτά τα απαγορευτικά μέτρα εξακολουθούν να ισχύουν και κατά τη δεύτερη φάση της υποτιθέμενης εξόδου από την υγειονομική κρίση;

Οι ανθυγιεινές πτυχές των πρόσφατων μέτρων περιορισμού ή απαγόρευσης των ελεύθερων σωματικών επαφών είναι πολλές. Σε καμία περίπτωση, όμως, οι απαγορεύσεις αυτές δεν είναι τόσο εξόφθαλμα απανθρωποποιητικές όσο στα μέτρα που αφορούν τη διαχείριση της ερωτικής μας ζωής.

Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα υπήρξε ανέκαθεν ένα θέμα ταμπού. Ειδικά όμως, σε περιόδους υγειονομικής κρίσης, η κυρίαρχη τάση είναι να αντιμετωπίζεται ως μία δυνητικά επιβλαβής βιολογική μας ανάγκη, την οποία οφείλουμε να διαχειριστούμε με τα κατάλληλα απαγορευτικά μέτρα και άρα να την αναρρυθμίσουμε βιοπολιτικά.

Ποια είναι, ωστόσο, η στάση των τρομοκρατημένων από τον νέο κορονοϊό ανθρώπων απέναντι στις σεξουαλικές τους ανάγκες και δραστηριότητες; Ορισμένοι δεν βλέπουν την ώρα να επιστρέψουν στην προ κορονοϊού φυσιολογική ερωτική τους ζωή, ενώ πολλοί άλλοι αντιμετωπίζουν με έντονο φόβο ή και τρόμο την προοπτική της επιστροφής στις συνήθεις ερωτικές τους δραστηριότητες.

Για όσους έζησαν το lockdown μαζί με την ή τον μόνιμο ερωτικό τους σύντροφο, η παρατεταμένη κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης» δεν άλλαξε ριζικά την ερωτική τους ζωή. Μάλιστα, για μερικούς ο «κατ’ οίκον περιορισμός» λειτούργησε ως αφροδισιακό για την αναθέρμανση των, από καιρό, λησμονημένων ηδονών της ερωτικής συνεύρεσης με τον ή τη σύντροφό τους.

Άλλοι, αντίθετα, βίωσαν πολύ πιο τραυματικά την πανδημική διάδοση του νέου κορονοϊού, εκδηλώνοντας μία κατακόρυφη πτώση των ερωτικών τους ορέξεων ή και έντονη αποστροφή για κάθε σεξουαλική δραστηριότητα, ακόμη και της αυτοερωτικής, που θεωρείται απολύτως ασφαλής (αν έχεις απολυμάνει καλά τα χέρια).

Πρόκειται για μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση διαρκούς ερωτικής καταστολής που, αναμφίβολα, αυξάνει το άγχος αυτών των υποχονδριακών ατόμων επιβαρύνοντας την ψυχοσωματική τους υγεία, σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία, όπως η τρέχουσα πανδημία.

Μεταξύ υποχονδρίας και ιογενούς απειλής



Στην τρέχουσα δεύτερη φάση της διάδοσης του κορονοϊού, οι κυβερνήσεις και οι ειδικές επιστημονικές επιτροπές επιχειρούν μια εντυπωσιακή πολιτική κωλοτούμπα, αποβλέποντας σε ένα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο πέρασμα από τα ακραία κατασταλτικά μέτρα, που μέχρι χθες είχαν επιβάλει πανικόβλητες, σε μια πολύ πιο ευέλικτη και, όπως ελπίζουν, λιγότερο καταστροφική (οικονομικά και κοινωνικά) αντιμετώπιση της νέας πανδημίας.

Το πρόβλημα με τη νέα στρατηγική είναι ότι, όπως και η προηγούμενη, δεν στηρίζεται σε επαρκή επιστημονικά δεδομένα, που να μπορούν να εγγυηθούν ότι θα υπάρξει μείωση των κρουσμάτων και επομένως ότι οι περισσότεροι πολίτες θα μπορέσουν να ξεπεράσουν –εγκαίρως και σχετικά ανώδυνα– τις φοβικές αντιδράσεις τους απέναντι στη νέα ιογενή απειλή. Ακραίες, αλλά απολύτως αναμενόμενες, φοβικές αντιδράσεις των ανθρώπων ύστερα από πέντε μήνες, επιλεκτικής επιστημονικής ενημέρωσης και συστηματικής παραπληροφόρησης από τα περισσότερα ΜΜΕ.

Πάντως, ο Sars CoV-2, όπως και οι περισσότεροι κορονοϊοί που πλήττουν τους ανθρώπους, ήρθε δυστυχώς για να μείνει (άγνωστο πόσο). Συνεπώς, μόνο πρόσκαιρη μπορεί να είναι η προστασία από τα μέτρα που, μέχρι σήμερα, λαμβάνονται για να εμποδίσουν τη διάδοσή του.

Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι οι μάσκες και τα πλαστικά γάντια μιας χρήσεως σε συνδυασμό με την (προσωρινή;) αναστολή των βασικών αναγκών τους, αρκούν για να προστατευτούν οι ίδιοι και οι άλλοι άνθρωποι από τη λοίμωξη.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ψευδαίσθηση «ασφάλειας» μέσω τεχνητής υγειονομικής θωράκισης που το μόνο που επιτυγχάνει είναι να απολέσουν προοδευτικά οι άνθρωποι τον πραγματικά ανθρώπινο βίο τους, επενδύοντας αποκλειστικά στη βιοϊατρική διασφάλιση της επιβίωσής τους. Όμως, για τις νέες βιοπολιτικές διαχείρισης της δημόσιας υγειονομικής ασφάλειας απέναντι στις ιογενείς απειλές θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.

Μπορεί ο φόβος να εξαλείψει την αρχέγονη ανάγκη για φιλιά;



Αν και ιδιαίτερα διαδεδομένο στον άνθρωπο και σε μερικά ζώα, το φιλί αποτελεί μια μάλλον αξιοπερίεργη συμπεριφορά, αφού ενδέχεται να εκφράζει ποικίλα ανθρώπινα συναισθήματα: από την ενδοοικογενειακή τρυφερότητα μέχρι την «αθώα» φιλική διάθεση, και από την πιο συμβατική κοινωνική συμπεριφορά μέχρι την πιο φλογερή έκφραση ή την επισφράγιση του ερωτικού πάθους.

Αυτή η συνήθως ευχάριστη σωματική επαφή επιτρέπει την ανταλλαγή σύνθετων πληροφοριών μεταξύ των ανθρώπων. Όσο για τους υποψήφιους εραστές, αυτοί φαίνεται πως κυριολεκτικά εναποθέτουν το μέλλον της σχέσης τους στη τρυφερή εξουσία των χειλιών τους: ένα πρώτο απογοητευτικό φιλί είναι ικανό να πνίξει στη γέννησή της μια πολλά υποσχόμενη ερωτική σχέση. Πώς εξηγείται, άραγε, η μεγάλη βιολογική σπουδαιότητα που διαισθητικά αποδίδουμε σε μια τόσο επιφανειακή –αλλά ταυτοχρόνως τόσο «μαγική»– σωματική έκφραση;

Τι ακριβώς σημαίνει ότι φιλάω κάποιον ή κάποια; Μπορεί να σημαίνει σχεδόν οτιδήποτε: ενδέχεται να είναι έκφραση αγάπης, φιλίας, ερωτικής έλξης, θαυμασμού, υποταγής, αλλά και έκφραση απαξίωσης ή προδοσίας, θυμηθείτε το φιλί του κάθε «Ιούδα».

Επίσης μεγάλη ποικιλομορφία υπάρχει και στις τεχνικές των φιλιών, η κάθε μία με τη δική της ξεχωριστή ιστορία και σημασία. Έτσι, ένα φιλί μπορεί να δοθεί πάνω στα χείλη, στο μάγουλο, στον λαιμό ή στα γεννητικά όργανα. Μπορεί να εμπλέκει ή όχι τη γλώσσα, να είναι ηχηρό ή σιωπηλό, ρουφηχτό ή πιπιλιστό, βαθύ ή σκαστό, υγρό ή ξερό.

Είναι, ωστόσο, προφανές ότι κάτι κοινό και πολύ βαθύτερο συνδέει όλες αυτές τις συναισθηματικές εκδηλώσεις, και αυτό δεν εξαντλείται στο ότι όλα τα φιλιά εμπλέκουν τα χείλη, ούτε βέβαια στο ότι όλα ανεξαιρέτως τα φιλιά αποκρυσταλλώνουν κάποιες ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις και πολιτισμικές παραδόσεις.

Το «γαλλικό φιλί» των... μπονόμπο


Τα περισσότερα είδη ζώων δεν υιοθετούν τα φιλιά ως πάγια έκφραση της ερωτικής τρυφερότητας ή της γονεϊκής στοργής, μολονότι είναι βέβαιο ότι διαθέτουν αυτά τα συναισθήματα. Λαμπρές εξαιρέσεις στο ζωικό βασίλειο αποτελούν οι μεγάλοι πίθηκοι (γορίλες, χιμπαντζήδες, μπονόμπο), δηλαδή οι στενότεροι εξελικτικά συγγενείς μας. Οι μπονόμπο, μάλιστα, από αυτή την ανθρωποκεντρική άποψη, θα έπρεπε να θεωρούνται οι πλέον εξελιγμένοι πίθηκοι, αφού χρησιμοποιούν συστηματικά το φιλί με τη γλώσσα (το λεγόμενο «γαλλικό φιλί») για να εκφράζουν τα πιο ευγενή συναισθήματά τους!

Δεν υπάρχει, ωστόσο, τίποτα το απρόσμενο στο γεγονός ότι αυτά τα πρωτεύοντα θηλαστικά, όπως και εμείς οι άνθρωποι, επιδεικνύουν συχνότατα αυτή τη συμπεριφορά. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξελικτικοί βιολόγοι και οι ηθολόγοι που μελετούν την εξέλιξη της ζωικής συμπεριφοράς θεωρούν ότι η ανταλλαγή φιλιών ανάμεσα στα πρωτεύοντα είναι κάτι απολύτως φυσικό.

Για να αναδειχθούν όμως τα φιλιά σε βασικό συναισθηματικό μηχανισμό επικοινωνίας, έπρεπε παράλληλα να διαμορφωθούν και οι κατάλληλες νευροεγκεφαλικές δομές. Τα χείλη αυτών των ζώων όχι μόνο έπρεπε να διαθέτουν ένα εξαιρετικά λεπτό στρώμα επιθηλιακού ιστού, το οποίο να περιέχει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό από νευρικές απολήξεις, ικανές να συνδέονται αμφίδρομα και να μεταφέρουν άμεσα στον εγκέφαλο όλα τα ερεθίσματα που δέχονται.

Κατά τη διάρκεια ενός φιλιού αυτοί οι νευρώνες, καθώς και αυτοί που βρίσκονται στη γλώσσα, στο στόμα και στη μύτη, στέλνουν συνεχώς νευρικά σήματα στον εγκέφαλο, διεγείροντας τα αισθήματα ηδονής και άλλα πιο σύνθετα συναισθήματα, τα οποία κατόπιν πυροδοτούν τις κατάλληλες για την περίσταση σωματικές αντιδράσεις. Οτιδήποτε κι αν συμβαίνει μέσα μας ενώ φιλάμε με πάθος ένα παιδί ή τον/την αγαπημένο/η μας, σε αυτήν την τόσο «τρυφερή» συμπεριφορά μας ενυπάρχει πάντοτε η μακρά εξελικτική μας ιστορία.

Ήδη από τη δεκαετία του 1960, ο διάσημος Βρετανός ζωολόγος και συγγραφέας Desmond Morris προσπάθησε να μας πείσει ότι το ανθρώπινο φιλί ίσως να προέκυψε εξελικτικά από μια κοινή μητρική πρακτική των ανθρωποειδών μας προγόνων: η μητέρα μασά πρώτα την τροφή και μετά την προσφέρει στόμα με στόμα στα μικρά της (βλ. D. Morris, «Ο γυμνός πίθηκος», εκδ. Κέδρος). Η ίδια πρακτική είναι ευρέως διαδεδομένη στους σημερινούς μεγάλους πιθήκους. Και δεδομένης της στενής εξελικτικής συγγένειας του ανθρώπου με αυτούς, είναι απολύτως λογικό να σκεφτεί κανείς ότι και οι πρωτοάνθρωποι χρησιμοποιούσαν πιθανότατα την ίδια μέθοδο για τη διατροφή των μικρών τους.

Το να πιέζει λοιπόν η ανθρωποειδής μητέρα τα χείλη της πάνω στα χείλη των πεινασμένων ή φοβισμένων μικρών της, για να τα παρηγορεί ή να τα καθησυχάζει, ίσως υπήρξε το επόμενο βήμα για τη διαμόρφωση της μετέπειτα διαφοροποιημένης έκφρασης και της μεγάλης συναισθηματικής αξίας των φιλιών. Από εδώ και πέρα, η σύνδεση αυτής της αρχικά καθησυχαστικής και ηδονικής συμπεριφοράς με μη διατροφικά ήθη και πιο πολύπλοκες συναισθηματικές ανάγκες –π.χ. τρυφερότητα, αγάπη, ερωτική συμπεριφορά- ήταν ζήτημα χρόνου.

Πώς, λοιπόν, μπορεί να ελπίζει μια βιοπολιτική απόφαση ότι θα καταφέρει, υπό την απειλή του κορονοϊού, να εξαλείψει –μέσα σε λίγους μήνες– μια τόσο βαθιά ριζωμένη βιολογική και πολιτισμική ανάγκη των ανθρώπων, όπως η ανταλλαγή φιλιών; Μήπως προτείνοντάς τους να αντικαταστήσουν τις πραγματικές σωματικές επαφές με τις νέες, πολύ πιο «υγιεινές», αλλά και κάθε άλλο παρά δοκιμασμένες ασώματες διαδικτυακές επαφές, μέσω δηλαδή διαδικτυακών ασπασμών;

Πηγή: efsyn.gr



Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου