Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Τη συνάντησα την άνοιξη που λες


«Ξέχασα να πάρω τσιγάρα» λες. Στον κανένα που συγκατοικείτε. Δεν θες να του πεις πως επιθυμείς να πας μια βόλτα. Στα αμφίθυμα απογεύματα του Απρίλη. Που δεν έχουν αποφασίσει ακόμα τι τους πάει καλύτερα να φορούν. Κοντομάνικο ή πουλόβερ.

Σκάλα καθόδου. Στο φωταγωγό οι μυρωδιές του Πάσχα κάνουν πρόβα για την παράσταση. Άνηθος ψιλοκομμένος, κρεμμύδι τσιγαριστό, αχνιστά εντόσθια. Ανακατεύονται οι μυρωδιές του φαγητού με τις ταγκές οσμές της αγωνίας. Μήπως δεν προλάβω να…



Κλεισούρα, πηχτή σκόνη, φτηνό απορρυπαντικό. Στο δρόμο, κορίτσια με τον Απρίλη στο στήθος κι αγόρια με τον πυρετό στα μάτια. Ερωτεύονται κάτω απ’ το μοναδικό σύννεφο του Υμηττού. Και χάνονται στις γρήγορες ταχύτητες του σέρβερ. Η αναβάθμιση του μηχανήματος δεν είναι πάντα εφικτή. Το σήμα πάσχει από ελλειπτικά φαινόμενα. Επανασυνδεθείτε!

Αγκινάρες σε παράταξη πολέμου και λεμόνια δύσπιστα. Δίνουν χρώμα στη σκόνη. Στο σούπερ μάρκετ, η απελπισία ψωνίζει δυο αυγά κι ένα γιαούρτι. Η μοναξιά, γάλα χωρίς λιπαρά. Με γάλα βλέπεις αναθρέφεις πάντα. Θεριά και δαιμόνους. Που κάποτε παιδιά τα δήλωναν. Δυο γεροντάκια κρατιούνται απ’ το χέρι. Μια φράση σύνθημα ξεπηδάει από τα σουρωμένα χείλια του παππού. Αναρχία.

«Ότι θέλει το κορίτσι»

Τη συνάντησα την άνοιξη που λες. Μέσα εκεί. Στον άχαρο συνωστισμό των αγαθών και των ανθρώπων. Στις προθέσεις που χορεύανε σε μια ξεχαρβαλωμένη αριθμομηχανή. Στα φασολάκια που ξεψύχαγαν χαρμόσυνα μέσα σε αποστειρωμένα σακουλάκια. Στις νεραντζιές που λιγώνονταν ράθυμες στο αδιάφορο πέρασμα ενός μοτοσακού.

«Ότι θέλει το κορίτσι»

Στη γωνία ένας αφρικανός φύλαρχος πουλούσε σε DVD τη ζωή που ξεχάσαμε να ζήσουμε.

Τον προσπέρασα ντροπαλά κάνοντας το σταυρό μου. Αν θα μας σώσει κάτι, είναι αυτές οι αυτοσχέδιες εκκλησιές της μετάνοιας, που μας βρίσκουν απροετοίμαστους στη μέση του πουθενά. Και χωρίς να περιμένουν εξομολόγηση, μας μεταλαμβάνουν. Σώμα κι Αίμα.