Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Άντε, ρε, να πάτε να πεθάνετε ήσυχοι …


Έγινες χριστός.
Έτσι στα γρήγορα
Μ’ ένα πυροβολισμό.
Μπροστά από μια μάντρα.
Μόνο που εσύ δεν ήθελες
να χουν τα χέρια και τα δάχτυλά τους
για να κάνουν σταυρούς
που χουν φόβους μέσα τους.
Εσύ ήθελες τα δάχτυλα να χαϊδεύουν.
Να γεννούν χαμόγελα.
Να δείχνουν τον αίτιο.
Και οι παλάμες να χουν μικρά
κίτρινα λουλουδάκια μέσα τους.
Και λάσπη απ’ την οικοδομή του κόσμου.

Και κύματα από τις θάλασσες των
των δρόμων.
Και μουτζούρα από τα λάδια
των μηχανών της κάθε μέρας.
Και βρώμα απ’ τα σκουπίδια που
των περιφερόμενων άδειων λέξεων.

Κι έγινες μνήμη.
Που ξεχάστηκε.
Έγινες επέτειος.
Ούτε καν σου είχε περάσει από το μυαλό.
Τα στεφάνια που σου στήνουν
θέλεις να τα πετάξεις στα μούτρα τους.
Και να τους βρίσεις τους καριόληδες. Όλους.
Μα ο πούστης ο θάνατος
σου πήρε τη μιλιά.
Την έκανε δικιά του.
Κι ανεβασμένος σε μια μικρή πέτρα,
λίγο πιο κει,
μόνος , ακούς να ξερνάνε
λόγια πάνω στη μάντρα..
Κάθε χρόνο.
Τέτοια μέρα .
Λόγια ηρωικά
Που μυρίζουν φόβο.
Και τζάμπα συνήθεια.
Λίγο πριν τα ούζα στη πλατεία..
Κα μερικοί σταυροκοπιούνται
φεύγοντας από τη μάντρα.
Από σεβασμό λέει .

Άντε , ρε, να πάτε να πεθάνετε ήσυχοι …