Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Η πραγματικότητα (ενός τυχαίου νου)

Του Νικόλαου Παϊζάνη

Παράλογα μαντάτα τις προάλλες,

μου τα ‘φεραν κάποιες στιγμές τρελές,

πως ήμουν, λέει, σ’ ένα κάστρο πύργος

κι αγνάντευα τις ακροθαλασσιές.



Πουλιά, που ταξιδεύαν μεθυσμένα,

δυό πετρωμένοι ναύαρχοι σε πλώρες,

δελφίνια, που ιστορούσαν για την τύχη

και πως σε βρίσκει τις αργές τις ώρες.



Tα κύμματα, μου θύμισαν μιά μπάντα,

παντού βιολιά που μοιάζαν με καΐκια,

εγώ στην μέση, σάλπιζα φιρμάνια,

κάτι χρυσόψαρα χορεύαν με τα φύκια.



Ξανθιές γοργόνες, εύφορες, γελούσαν,

γυμνοί Θεοί, ατάραχοι στα βάθη,

ο ήλιος χτενιζόταν σε καθρέφτες.

Όπου κι αν είδα δεν υπήρχαν λάθη.



Τι ήπια, δεν θυμάμαι, ούτε πόσο.

Καθόμουν στους ανέμους ασεβής,

τραβούσα κάποιες άγονες ιδέες,

από έναν αργιλέ της προσμονής.



Με βρήκε το πρωί σ’ υγρά παλάτια,

μου χάριζαν στολίδια χίλιοι γλάροι,

ήταν κι αυτό το φως τους μεσ’ στα μάτια,



που πρόσταζε: «Συνέχισε να ζεις»

.