Γιάννης Κυριόπουλος
Έχουν παρέλθει περίπου εξήντα πέντε και πλέον έτη μετά την έναρξη της περίφημης έρευνας των σπουδαίων Βρετανών επιδημιολόγων Ρίτσαρντ Ντολ και Ρίτσαρντ Πήτο για τη συσχέτιση καπνίσματος και καρκίνου του πνεύμονος και τα ευρήματά της επιβεβαιώνονται σταθερά και διαρκώς με δραματικό τρόπο. Το κάπνισμα αποδείχθηκε ότι σχετίζεται επίσης με μια σειρά άλλων μορφών νεοπλασμάτων, αλλά και με μείζονα χρόνια νοσήματα του καρδιαγγειακού, καθώς και του αναπνευστικού συστήματος.
Όμως, οι βαρείες επιπτώσεις συχνά παραβλέπονται ή/και αποσιωπούνται παρά το υψηλό υγειονομικό και οικονομικό κόστος που επιφέρουν στα νοικοκυριά και την κοινωνία γενικά.
Συνοπτικά, η καπνιστική επιδημία «ενοχοποιείται» ετησίως για 19.000 θανάτους, 200.000 νοσοκομειακές εισαγωγές, 12,9% του φορτίου νοσηρότητας, για το 14,4% της δαπάνης για την υγεία και επιφέρει συνολικό ιατρικό και κοινωνικό κόστος 3,4 δις ευρώ.
Η επιστημονική κοινότητα, οι διεθνείς οργανώσεις της υγείας, αλλά και τα κράτη καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της καπνιστικής επιδημίας σε όλο τον κόσμο με θετικά αποτελέσματα. Αλλά η αντιμετώπιση της καπνιστικής επιδημίας συνιστά ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικής φύσης ζήτημα δημόσιας υγείας, πράγμα το οποίο επιβάλλει αντιστοίχως πολιτικές διεπιστημονικής προσέγγισης. Συνεπώς, η μονοδιάστατη αντιμετώπισή του είναι μη αποδοτική και αναποτελεσματική.
Ταυτόχρονα, όμως, το κάπνισμα, έχει έναν εμβληματικό χαρακτήρα για τη συνολική πολιτική δημόσιας υγείας. Υπό αυτήν την έννοια, ορθώς ανάγεται στην παρούσα συγκυρία ως μια από τις προτεραιότητες στην πολιτική υγείας. Παρά τη θετική προσέγγιση του ζητήματος αυτού στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, οι συνεχείς πολιτικές παλινωδίες, ως αποτέλεσμα ψευδοϊδεολογικών αντιθέσεων και μικροπολιτικής κερδοσκοπίας, ανέστειλαν την εφαρμογή του. Ως εκ τούτου, προκάλεσαν απώλειες στην υγεία και την ευεξία του ελληνικού πληθυσμού, οι οποίες δυνητικά μπορούσαν να προληφθούν.
Μερικές πλευρές του ζητήματος αυτού --πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα-- που έχουν αναδειχθεί πρόσφατα, συσκοτίζουν τη φύση του προβλήματος και αποτελούν εμπόδια την πλήρη αντιμετώπιση της καπνιστικής επιδημίας. Στο πλαίσιο αυτό, ανάμεσα στη θέση ότι "όλα επιτρέπονται" (χάριν ενός ασαφούς δικαιωματισμού που κινείται στη μια πλευρά του πολιτικού φάσματος) και στην "υγειονομική πειθαρχία" (ενός συντηρητικού πατερναλισμού που εκτείνεται στην άλλη πλευρά) αιωρείται η επιστημονική έρευνα και η πολιτική υγείας που βασίζεται σε τεκμήρια.
Προφανώς, κάποιες αντιλήψεις από αυτές εκκινούν από τη μηχανιστική μεταφορά ιδεολογικών πεποιθήσεων που υπαινίσσονται μια κατάσταση ελευθερίας και μια λανθασμένη πρακτική δικαιωματισμού, η οποία πλήττει τους καπνιστές και το δικαίωμά τους στην ορθή και επαρκή πληροφόρηση. Άλλες αντιλήψεις, με βάση την πραγματική ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων, επεκτείνονται ως ιδεολογίες κοινωνικής "πειθαρχίας" και "συμμόρφωσης", αποσκοπώντας στην άντληση ιδεολογικής υπεραξίας.
Η ελευθερία επιλογής απαιτεί την επαρκή πληροφόρηση, αλλά το κάπνισμα συνήθως ξεκινά σε ηλικία 15-18 ετών, όπου κατά κανόνα δεν υπάρχει τέτοια πληροφόρηση. Η ελευθερία επιλογής, λοιπόν, είναι στην πραγματικότητα μια ελευθερία στην άγνοια. Έπειτα, ο εθιστικός χαρακτήρας του καπνίσματος δημιουργεί χρονικά ασυνεπείς προτιμήσεις, με την έννοια ότι η επιλογή για τη διακοπή του προσκρούει στην αδυναμία πραγματοποίησης του, λόγω του εθισμού. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές καπνού δεν έχουν πραγματικά ελευθερία επιλογής.
Εξάλλου, το κάπνισμα ευθύνεται και για τις αρνητικές εξωτερικότητες που πλήττουν τους μη καπνιστές, οι οποίοι βλάπτονται από το παθητικό κάπνισμα, όπως έδειξε ο Δημήτρης Τριχόπουλος. Τα φαινόμενα αυτά δεν ισχύουν --σε αυτό το βαθμό-- με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η παχυσαρκία και η απουσία φυσικής άσκησης. Ως εκ τούτου, απαιτείται παρέμβαση του κράτους για την προστασία της επιλογής των μη καπνιστών να μην εισπνέουν καπνό.
Η παρέμβαση του κράτους για την άσκηση δημόσιων πολιτικών στο κάπνισμα είναι αναγκαία δεδομένου ότι η αποτυχία της αγοράς (μη επαρκής πληροφόρηση, αρνητικές εξωτερικότητες, χρονικά ασυνεπείς προτιμήσεις) οδηγεί σε μη ορθολογικές συμπεριφορές τους καταναλωτές. Αυτοί βλάπτουν τους εαυτούς τους, αλλά και τους μη καπνιστές λόγω των επιπτώσεων από το παθητικό κάπνισμα.
Συνεπώς, η ελεύθερη επιλογή των καπνιστών προσκρούει στα όρια της ελευθερίας των άλλων. Προς τη κατεύθυνση αυτή μια "τυφλή" δεοντολογική και κατασταλτική πολιτική που ενσωματώνει και τις επαγγελματικές επιδιώξεις των επαγγελματιών δημόσιας υγείας αντιπαραβάλλεται με μια τεκμηριωμένη πολιτική υγείας για τροποποίηση της συμπεριφοράς. Για την επικράτηση μιας αντικαπνιστικής κουλτούρας, ώστε να ελεγχθεί η καπνιστική επιδημία.
Αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι η απάντηση της δημόσιας υγείας για μια θεωρία του καταναλωτή σχετικά με το κάπνισμα. Προφανώς, στο πεδίο αυτό δεν χωρούν "δεξιές" πολιτικές αντικαπνιστικού ρατσισμού και εισαγωγής διακρίσεων κατά των καπνιστών, ή "αριστερές" στάσεις αντικοινωνικού δικαιωματισμού και προβολής ψευδοελευθεριών. Υπό το πρίσμα αυτό, η σύνθεση βρίσκεται στον κοινό τόπο που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των άλλων και σέβεται την ελευθερία όλων.
Πρόκειται για την εκδοχή μιας μορφής "ήπιου πατερναλισμού" που κινητοποιεί τις αντίρροπες τάσεις "ενθάρρυνσης" και "αποτροπής" στους πολίτες με σκοπό να υιοθετούν υγειονομικές επιλογές. Ο "ήπιος πατερναλισμός" κινητοποιεί επίσης όλα τα διαθέσιμα εναλλακτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των περιοριστικών μέτρων και της ειδικής φορολογίας. Κατά συνέπεια, μια τέτοια σύνθετη προσέγγιση, δίδει την ευκαιρία στους πολίτες να πρωταγωνιστούν στις υποθέσεις της υγείας τους, αντί να παρακολουθούν και να δέχονται παθητικά τις αποφάσεις των τρίτων και των ειδικών. Πρόκειται για μια συνθήκη ευθύνης και ελευθερίας.
Η αντικαπνιστική πολιτική αποτελεί στη παρούσα συγκυρία την "πύλη εισόδου" στην τεκμηριωμένη εθνική πολιτική υγείας που οφείλει να έχει ως κύρια στόχευση τον έλεγχο και τη διαχείριση των μειζόνων κοινωνικών κινδύνων (φτώχεια, αποκλεισμός, ανεργία) αλλά και των συμπεριφορικών παραγόντων που σχετίζονται με την υγεία (κάπνισμα, παχυσαρκία, απουσία φυσικής άσκησης), που ευθύνονται για τις κύριες αιτίες αυξημένης νοσηρότητας και πρώιμης θνησιμότητας.
Υπάρχουν περιοχές του κοινωνικού και πολιτικού βίου όπου οι αντιθέσεις του τύπου "αριστερά" και "δεξιά" σκιάζονται ή αναιρούνται από επιταγές (και ηθικού χαρακτήρα) που αφορούν στην προστασία της υγείας. Που αφορούν ακόμα τη συντήρηση και βελτίωση του υγειονομικού κεφαλαίου της χώρας και του "αποθέματος" της υγείας του έθνους.
Πηγή: slpress.gr
Γιάννης Κυριόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Έχουν παρέλθει περίπου εξήντα πέντε και πλέον έτη μετά την έναρξη της περίφημης έρευνας των σπουδαίων Βρετανών επιδημιολόγων Ρίτσαρντ Ντολ και Ρίτσαρντ Πήτο για τη συσχέτιση καπνίσματος και καρκίνου του πνεύμονος και τα ευρήματά της επιβεβαιώνονται σταθερά και διαρκώς με δραματικό τρόπο. Το κάπνισμα αποδείχθηκε ότι σχετίζεται επίσης με μια σειρά άλλων μορφών νεοπλασμάτων, αλλά και με μείζονα χρόνια νοσήματα του καρδιαγγειακού, καθώς και του αναπνευστικού συστήματος.
Όμως, οι βαρείες επιπτώσεις συχνά παραβλέπονται ή/και αποσιωπούνται παρά το υψηλό υγειονομικό και οικονομικό κόστος που επιφέρουν στα νοικοκυριά και την κοινωνία γενικά.
Συνοπτικά, η καπνιστική επιδημία «ενοχοποιείται» ετησίως για 19.000 θανάτους, 200.000 νοσοκομειακές εισαγωγές, 12,9% του φορτίου νοσηρότητας, για το 14,4% της δαπάνης για την υγεία και επιφέρει συνολικό ιατρικό και κοινωνικό κόστος 3,4 δις ευρώ.
Η επιστημονική κοινότητα, οι διεθνείς οργανώσεις της υγείας, αλλά και τα κράτη καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της καπνιστικής επιδημίας σε όλο τον κόσμο με θετικά αποτελέσματα. Αλλά η αντιμετώπιση της καπνιστικής επιδημίας συνιστά ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικής φύσης ζήτημα δημόσιας υγείας, πράγμα το οποίο επιβάλλει αντιστοίχως πολιτικές διεπιστημονικής προσέγγισης. Συνεπώς, η μονοδιάστατη αντιμετώπισή του είναι μη αποδοτική και αναποτελεσματική.
Ταυτόχρονα, όμως, το κάπνισμα, έχει έναν εμβληματικό χαρακτήρα για τη συνολική πολιτική δημόσιας υγείας. Υπό αυτήν την έννοια, ορθώς ανάγεται στην παρούσα συγκυρία ως μια από τις προτεραιότητες στην πολιτική υγείας. Παρά τη θετική προσέγγιση του ζητήματος αυτού στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, οι συνεχείς πολιτικές παλινωδίες, ως αποτέλεσμα ψευδοϊδεολογικών αντιθέσεων και μικροπολιτικής κερδοσκοπίας, ανέστειλαν την εφαρμογή του. Ως εκ τούτου, προκάλεσαν απώλειες στην υγεία και την ευεξία του ελληνικού πληθυσμού, οι οποίες δυνητικά μπορούσαν να προληφθούν.
Δικαιωματισμός Vs υγειονομικής πειθαρχίας
Μερικές πλευρές του ζητήματος αυτού --πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα-- που έχουν αναδειχθεί πρόσφατα, συσκοτίζουν τη φύση του προβλήματος και αποτελούν εμπόδια την πλήρη αντιμετώπιση της καπνιστικής επιδημίας. Στο πλαίσιο αυτό, ανάμεσα στη θέση ότι "όλα επιτρέπονται" (χάριν ενός ασαφούς δικαιωματισμού που κινείται στη μια πλευρά του πολιτικού φάσματος) και στην "υγειονομική πειθαρχία" (ενός συντηρητικού πατερναλισμού που εκτείνεται στην άλλη πλευρά) αιωρείται η επιστημονική έρευνα και η πολιτική υγείας που βασίζεται σε τεκμήρια.
Προφανώς, κάποιες αντιλήψεις από αυτές εκκινούν από τη μηχανιστική μεταφορά ιδεολογικών πεποιθήσεων που υπαινίσσονται μια κατάσταση ελευθερίας και μια λανθασμένη πρακτική δικαιωματισμού, η οποία πλήττει τους καπνιστές και το δικαίωμά τους στην ορθή και επαρκή πληροφόρηση. Άλλες αντιλήψεις, με βάση την πραγματική ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων, επεκτείνονται ως ιδεολογίες κοινωνικής "πειθαρχίας" και "συμμόρφωσης", αποσκοπώντας στην άντληση ιδεολογικής υπεραξίας.
Η ελευθερία επιλογής απαιτεί την επαρκή πληροφόρηση, αλλά το κάπνισμα συνήθως ξεκινά σε ηλικία 15-18 ετών, όπου κατά κανόνα δεν υπάρχει τέτοια πληροφόρηση. Η ελευθερία επιλογής, λοιπόν, είναι στην πραγματικότητα μια ελευθερία στην άγνοια. Έπειτα, ο εθιστικός χαρακτήρας του καπνίσματος δημιουργεί χρονικά ασυνεπείς προτιμήσεις, με την έννοια ότι η επιλογή για τη διακοπή του προσκρούει στην αδυναμία πραγματοποίησης του, λόγω του εθισμού. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές καπνού δεν έχουν πραγματικά ελευθερία επιλογής.
Εξάλλου, το κάπνισμα ευθύνεται και για τις αρνητικές εξωτερικότητες που πλήττουν τους μη καπνιστές, οι οποίοι βλάπτονται από το παθητικό κάπνισμα, όπως έδειξε ο Δημήτρης Τριχόπουλος. Τα φαινόμενα αυτά δεν ισχύουν --σε αυτό το βαθμό-- με άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η παχυσαρκία και η απουσία φυσικής άσκησης. Ως εκ τούτου, απαιτείται παρέμβαση του κράτους για την προστασία της επιλογής των μη καπνιστών να μην εισπνέουν καπνό.
Η παρέμβαση του κράτους για την άσκηση δημόσιων πολιτικών στο κάπνισμα είναι αναγκαία δεδομένου ότι η αποτυχία της αγοράς (μη επαρκής πληροφόρηση, αρνητικές εξωτερικότητες, χρονικά ασυνεπείς προτιμήσεις) οδηγεί σε μη ορθολογικές συμπεριφορές τους καταναλωτές. Αυτοί βλάπτουν τους εαυτούς τους, αλλά και τους μη καπνιστές λόγω των επιπτώσεων από το παθητικό κάπνισμα.
Ήπιος πατερναλισμός
Συνεπώς, η ελεύθερη επιλογή των καπνιστών προσκρούει στα όρια της ελευθερίας των άλλων. Προς τη κατεύθυνση αυτή μια "τυφλή" δεοντολογική και κατασταλτική πολιτική που ενσωματώνει και τις επαγγελματικές επιδιώξεις των επαγγελματιών δημόσιας υγείας αντιπαραβάλλεται με μια τεκμηριωμένη πολιτική υγείας για τροποποίηση της συμπεριφοράς. Για την επικράτηση μιας αντικαπνιστικής κουλτούρας, ώστε να ελεγχθεί η καπνιστική επιδημία.
Αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι η απάντηση της δημόσιας υγείας για μια θεωρία του καταναλωτή σχετικά με το κάπνισμα. Προφανώς, στο πεδίο αυτό δεν χωρούν "δεξιές" πολιτικές αντικαπνιστικού ρατσισμού και εισαγωγής διακρίσεων κατά των καπνιστών, ή "αριστερές" στάσεις αντικοινωνικού δικαιωματισμού και προβολής ψευδοελευθεριών. Υπό το πρίσμα αυτό, η σύνθεση βρίσκεται στον κοινό τόπο που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των άλλων και σέβεται την ελευθερία όλων.
Πρόκειται για την εκδοχή μιας μορφής "ήπιου πατερναλισμού" που κινητοποιεί τις αντίρροπες τάσεις "ενθάρρυνσης" και "αποτροπής" στους πολίτες με σκοπό να υιοθετούν υγειονομικές επιλογές. Ο "ήπιος πατερναλισμός" κινητοποιεί επίσης όλα τα διαθέσιμα εναλλακτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των περιοριστικών μέτρων και της ειδικής φορολογίας. Κατά συνέπεια, μια τέτοια σύνθετη προσέγγιση, δίδει την ευκαιρία στους πολίτες να πρωταγωνιστούν στις υποθέσεις της υγείας τους, αντί να παρακολουθούν και να δέχονται παθητικά τις αποφάσεις των τρίτων και των ειδικών. Πρόκειται για μια συνθήκη ευθύνης και ελευθερίας.
Η αντικαπνιστική πολιτική αποτελεί στη παρούσα συγκυρία την "πύλη εισόδου" στην τεκμηριωμένη εθνική πολιτική υγείας που οφείλει να έχει ως κύρια στόχευση τον έλεγχο και τη διαχείριση των μειζόνων κοινωνικών κινδύνων (φτώχεια, αποκλεισμός, ανεργία) αλλά και των συμπεριφορικών παραγόντων που σχετίζονται με την υγεία (κάπνισμα, παχυσαρκία, απουσία φυσικής άσκησης), που ευθύνονται για τις κύριες αιτίες αυξημένης νοσηρότητας και πρώιμης θνησιμότητας.
Υπάρχουν περιοχές του κοινωνικού και πολιτικού βίου όπου οι αντιθέσεις του τύπου "αριστερά" και "δεξιά" σκιάζονται ή αναιρούνται από επιταγές (και ηθικού χαρακτήρα) που αφορούν στην προστασία της υγείας. Που αφορούν ακόμα τη συντήρηση και βελτίωση του υγειονομικού κεφαλαίου της χώρας και του "αποθέματος" της υγείας του έθνους.
Πηγή: slpress.gr
Γιάννης Κυριόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου