Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Η Ευθανασία των αισθήσεων

Παναγιώτα Κουτρούλη


Το φευγιό, η μεγάλη έξοδός σου από την πραγματικότητα γίνεται συνειδητά. Όπως όταν ένα πλοίο βουλιάζει και τα στεγανά κλείνουν διαδοχικά ώστε να αποφευχθεί το μοιραίο. Έτσι και οι επιβάτες του, οι ταξιδιώτες της ζωής, κατεβάζουν ρολά, κλείνουν μπουκαπόρτες και κατασκευάζουν μια προσωπική «μήτρα», μια σωστική λέμβο με παχιά τοιχώματα που θα αναπηδά όπου κι αν πέσει χωρίς πια να νιώθουν. Για να μη βουλιάξουν στα ανταριασμένα νερά της ζωής, βουλιάζουν μέσα τους, θανατώνοντας τις αισθήσεις τους.

Φοράς ακουστικά στα αυτιά σου και βάζεις τη μουσική δυνατά για να μην ακούς τι συμβαίνει στον «έξω» κόσμο. Δεν αντέχεις τον τσιριχτό ήχο που κάνει ο συρμός πάνω στις ράγες καθώς αυτός επιταχύνει. Δεν θέλεις να ακούς τις θλιμμένες φωνές των ανθρώπων που ζητούν ελεημοσύνη. Ούτε και τη μουρμούρα των συνοδοιπόρων σου καθώς στριμώχνονται ασφυκτικά μέσα στα βαγόνια. Ανοίγεις το παράθυρο για να πάρεις λίγο αέρα (έστω και μπαγιάτικο) και ο τσιριχτός ήχος δυναμώνει ακόμα περισσότερο. Νιώθεις να πνίγεσαι και τότε τερματίζεις τα ντεσιμπέλ για να μην ακούς ούτε καν τη σκέψη σου. Ίσως έτσι καταφέρεις να ανασάνεις.

Απασχολείς τα μάτια σου ταξιδεύοντας στην οθόνη του κινητού σου. Δεν σηκώνεις το βλέμμα σου και όταν το κάνεις ανταλλάσσεις φευγαλέες ματιές με τους ανθρώπους γύρω σου. Άλλοτε πάλι, εξακολουθείς να φοράς τα γυαλιά ηλίου ακόμα κι όταν αυτός έχει δύσει. Ίσως γιατί νιώθεις πως το φως που κάποτε φώτιζε τη ζωή σου έδυσε μια για πάντα. Κι έτσι, κι εσύ θέλεις να κρυφτείς. Ποιος ξέρει, ίσως κάτω από τα σκούρα σου γυαλιά να κρέμεται κι ένα δάκρυ. Και όταν δεν έχεις κάτι να κοιτάξεις, χαμηλώνεις το βλέμμα σου. Ξεχνάς πως έξω από τη σήραγγα, υπάρχει κι ο ουρανός. Παρατηρείς τα παπούτσια των άλλων. Τον ξεραμένο λεκέ από τον καφέ που χύθηκε το πρωί. Τα χνούδια και τις τρίχες που παρασύρονται από βαγόνι σε βαγόνι κάθε φορά που ανοίγουν οι πόρτες. Απομεινάρια των εκατοντάδων επιβατών μιας ρουτίνας που επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται μέσα στην ερημιά της πόλης.

Κατεβαίνεις απ’ το τρένο και ανάβεις γρήγορα τσιγάρο. Στο διάλειμμα από τη δουλειά αγοράζεις ακόμη έναν καφέ για να απολαύσεις τη λιγοστή ώρα που σου απομένει. Ανάβεις ακόμη ένα τσιγάρο. Καφές και τσιγάρο… ξυπνάς και ναρκώνεσαι. Απολαμβάνεις τις μικρές χαρές της ζωής. Κι έστω και για λίγο αισιοδοξείς. Λες και με κάθε επόμενο τσιγάρο κάνεις και μια καινούρια αρχή. Τα παιδιά στις φαβέλες εισπνέουν κόλα προσπαθώντας να πάψουν να νιώθουν. Ψάχνουν να γεμίσουν το κενό τους. Να κοροϊδέψουν την πείνα τους, να νιώσουν για λίγο πως είναι πάνω από όλα και όλους. Κι εσύ το ίδιο κάνεις. Με το τσιγάρο στο χέρι. Τραβάς τζούρα και εκπνέεις. Όσο πιο μεγάλη και βαθειά η ρουφηξιά, τόσο πιο μεγάλο το αίσθημα του πόνου που θέλεις να ξεφορτωθείς. Αφού αρνείσαι να μιλήσεις. Η μυρωδιά του επεξεργασμένου βρίσκεται παντού και η αίσθηση της γεύσης αλλοιωμένη. Από την καφεΐνη, το τσιγάρο και τα σφιγμένα χείλη.

Άγγιγμα. Χλιαρές χειραψίες, τυπικές αγκαλιές και ασπασμοί στον αέρα. Αγαπάς(;) γρήγορα και ξεχνάς ακόμα πιο γρήγορα. Ανυπομονείς. Ορμάς και αρπάζεις. Και αφήνεσαι να σε αρπάξουν. Έτσι είναι. Γρήγορα. Βιάσου! Μη χάνεις χρόνο! Ηδονή! Αυτό μετράει. Δηλώνεις τους μεγάλους έρωτες, τη μητρότητα, την πατρότητα, το πένθος, την επανάσταση και τόσα άλλα «χτυπώντας» tattoo. Επικυρώνεις το γνήσιο των αισθημάτων σου στιγματίζοντας το κορμί σου ηρωικά. Λες και αν δεν το κάνεις, παύουν να υφίστανται. Σημαδεύεσαι και κραυγάζεις πως είσαι διαφορετικός. Ένα μαύρο πρόβατο ανάμεσα σε άλλα τόσα.

Το φευγιό, η μεγάλη έξοδός σου από την πραγματικότητα γίνεται συνειδητά. Δεν βλέπεις, δεν ακούς, δε μιλάς. Σκεπάζεις τις αισθήσεις σου και κρύβεσαι. Βουλιάζεις στην αυτοσχέδια μήτρα σου και χάνεις την επαφή με το «έξω». Εξωτερικός θόρυβος και οι αισθήσεις ρυθμισμένες στο αθόρυβο.

Ύστερα αναρωτιέσαι και σχολιάζεις, «…μα πώς καταντήσαμε έτσι…;». Με τα αισθητήρια όργανα παροπλισμένα και τις αισθήσεις σου να ατροφούν, εξακολουθείς να αναρωτιέσαι; Η ευθανασία των αισθήσεων δεν χρειάζεται την άδειά σου. Χωρίς να το καταλάβεις, την έχεις υπογράψει ήδη. Κι αυτή, καθισμένη στο θρόνο της απραξίας σου, λίγο-λίγο σε ροκανίζει ώσπου στο τέλος σε θανατώνει. Σίγουρα πιο ύπουλα και από το τσιγάρο. Αυτό τουλάχιστον αναγράφεται στο πακέτο. 

 Πηγή:chronographimata.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου