Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
Ήταν ευσεβής γυναίκα η Μαριγώ. Της εκκλησίας, του Θεού που λέμε.
Αχάραγα τις Κυριακές μαντάλωνε το πορτάκι της αυλής και με γρήγορο βήμα κατηφόριζε να προλάβει να ανάψει τα καντήλια, πριν τη Φώταινα, τη γυναίκα του ψάλτη. Με το ίδιο γκρι ταγιέρ με τα υφασμάτινα κουμπιά στη ζακέτα χειμώνα καλοκαίρι, με τη φούστα μέχρι τη γάμπα, τα μαύρα παπούτσια με το λουράκι γύρω απ’ τον αστράγαλο, και με το άσπρο κεφαλομάντηλο δεμένο σφιχτά, λίγο ξεχώριζε από μουσουλμάνα. Οι πανωμερίτες γειτόνοι της έτσι την έλεγαν: «Να τη! Πάει η μουσουλμάνα να λιβανίσει εμάς, τσι άπιστοι».
Ασπαζόταν με σκυμμένο το πρόσωπο όλες τις εικόνες, άναβε τα κεριά των αποθαμένων της, (ζωντανούς δεν είχε), και τραβούσε ίσα για το κάθισμα της. Αλίμονο αν κάποιος αδαής ξένος το είχε πιασμένο. Ξένος, γιατί οι ντόπιοι δεν τολμούσαν απ’ τις κατάρες της.
Ναι, η θεοσεβούμενη Μαριγώ καταριόταν κάθε τι ακάλεστο, μιαρό που χωνόταν και μαγάριζε τη θρησκευτικότητα της. Θυμάμαι μια φορά, παιδιά ήμασταν ακόμη, σαν τέλεψε το κατηχικό, ένας έπιασε με κουβέντα τον παπά Φάνη και κάνα δυο άλλοι ζελζεβούληδες τρέξαμε και γράψαμε με κιμωλία στο κάθισμα της: ''Αιωνία η μνήμη σου Μαριγώ''. Ε, ρε τι έκανε σαν το είδε! Ε, ρε τι ξύλο μετρήσαν τα παΐδια μας στο σπίτι… Ακόμη αντηχούν τα λόγια της: «Καταραμένοι, αντίχριστοι, σπόροι του σαϊτανά, θα σας θάψω ζωντανοί».
Με το πέρας της λειτουργιάς, κι αφού ξαναγονάτιζε σε όλα τα εικονίσματα, βουβή κι ακαλημέριστη, αγλύκαντη, και αγέλαστη, γύριζε στο κονάκι της. Εκεί, πίσω απ’ τα κιτρινισμένα κουρτινάκια νύχτωνε και ξημέρωνε. Εκεί, στη σκοπιά την ευλογημένη, έφτυνε και ξανάφτυνε στον κόρφο της σαν έβλεπε κάποιον άπιστο να περνάει. Γιατί όλοι ήταν άπιστοι!
Γιατί μόνο εκείνη ήταν καθαρή, ήταν καλή χριστιανή.
«Εγώ νηστεύω Τετάρτες και Παρασκευές». «Ούτε λάδι δεν τρώω», έλεγε δυνατά στο μπακάλικο του Αποστόλη. «Όχι σαν και τις κοκότες που τηράν να κουνήσουν τα γόφια τους μπρος στο παπά μας». «Ήμαρτον Παναΐα μου».
Και τις μεγάλες νηστείες ακολουθούσε με ευλάβεια, και ψυχοκέρια έφτιαχνε και τους τάφους άσπριζε Σάββατο παρά Σάββατο. Όπως είναι τα πρέποντα των καλών χριστιανών.
Άσε τι μολογούσαν τα κιτρινισμένα κουρτινάκια…
Απόκληρα κι αυτά, τι περίμενες εσύ; Καλόλογα;
Πάντως, ήταν ευσεβής γυναίκα η Μαριγώ, το ομολογώ. Βλέποντας το χαΐρι το δικό μου, βλέποντας το σατανά να με σπρώχνει κάθε Τετάρτες και Παρασκευές να αρτυθώ, βεβαιώθηκα για την αγιότητα της.
Και που σιχτίριζε τα λόγια και τα έργα των ασεβών; Και που αναθεμάτιζε τα γόφια των αμαρτωλών, άδικα μήμπως είχε;
Α, να είμαστε ακριβοδίκαιοι!
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Ήταν ευσεβής γυναίκα η Μαριγώ. Της εκκλησίας, του Θεού που λέμε.
Αχάραγα τις Κυριακές μαντάλωνε το πορτάκι της αυλής και με γρήγορο βήμα κατηφόριζε να προλάβει να ανάψει τα καντήλια, πριν τη Φώταινα, τη γυναίκα του ψάλτη. Με το ίδιο γκρι ταγιέρ με τα υφασμάτινα κουμπιά στη ζακέτα χειμώνα καλοκαίρι, με τη φούστα μέχρι τη γάμπα, τα μαύρα παπούτσια με το λουράκι γύρω απ’ τον αστράγαλο, και με το άσπρο κεφαλομάντηλο δεμένο σφιχτά, λίγο ξεχώριζε από μουσουλμάνα. Οι πανωμερίτες γειτόνοι της έτσι την έλεγαν: «Να τη! Πάει η μουσουλμάνα να λιβανίσει εμάς, τσι άπιστοι».
Ασπαζόταν με σκυμμένο το πρόσωπο όλες τις εικόνες, άναβε τα κεριά των αποθαμένων της, (ζωντανούς δεν είχε), και τραβούσε ίσα για το κάθισμα της. Αλίμονο αν κάποιος αδαής ξένος το είχε πιασμένο. Ξένος, γιατί οι ντόπιοι δεν τολμούσαν απ’ τις κατάρες της.
Ναι, η θεοσεβούμενη Μαριγώ καταριόταν κάθε τι ακάλεστο, μιαρό που χωνόταν και μαγάριζε τη θρησκευτικότητα της. Θυμάμαι μια φορά, παιδιά ήμασταν ακόμη, σαν τέλεψε το κατηχικό, ένας έπιασε με κουβέντα τον παπά Φάνη και κάνα δυο άλλοι ζελζεβούληδες τρέξαμε και γράψαμε με κιμωλία στο κάθισμα της: ''Αιωνία η μνήμη σου Μαριγώ''. Ε, ρε τι έκανε σαν το είδε! Ε, ρε τι ξύλο μετρήσαν τα παΐδια μας στο σπίτι… Ακόμη αντηχούν τα λόγια της: «Καταραμένοι, αντίχριστοι, σπόροι του σαϊτανά, θα σας θάψω ζωντανοί».
Με το πέρας της λειτουργιάς, κι αφού ξαναγονάτιζε σε όλα τα εικονίσματα, βουβή κι ακαλημέριστη, αγλύκαντη, και αγέλαστη, γύριζε στο κονάκι της. Εκεί, πίσω απ’ τα κιτρινισμένα κουρτινάκια νύχτωνε και ξημέρωνε. Εκεί, στη σκοπιά την ευλογημένη, έφτυνε και ξανάφτυνε στον κόρφο της σαν έβλεπε κάποιον άπιστο να περνάει. Γιατί όλοι ήταν άπιστοι!
Γιατί μόνο εκείνη ήταν καθαρή, ήταν καλή χριστιανή.
«Εγώ νηστεύω Τετάρτες και Παρασκευές». «Ούτε λάδι δεν τρώω», έλεγε δυνατά στο μπακάλικο του Αποστόλη. «Όχι σαν και τις κοκότες που τηράν να κουνήσουν τα γόφια τους μπρος στο παπά μας». «Ήμαρτον Παναΐα μου».
Και τις μεγάλες νηστείες ακολουθούσε με ευλάβεια, και ψυχοκέρια έφτιαχνε και τους τάφους άσπριζε Σάββατο παρά Σάββατο. Όπως είναι τα πρέποντα των καλών χριστιανών.
Άσε τι μολογούσαν τα κιτρινισμένα κουρτινάκια…
Απόκληρα κι αυτά, τι περίμενες εσύ; Καλόλογα;
Πάντως, ήταν ευσεβής γυναίκα η Μαριγώ, το ομολογώ. Βλέποντας το χαΐρι το δικό μου, βλέποντας το σατανά να με σπρώχνει κάθε Τετάρτες και Παρασκευές να αρτυθώ, βεβαιώθηκα για την αγιότητα της.
Και που σιχτίριζε τα λόγια και τα έργα των ασεβών; Και που αναθεμάτιζε τα γόφια των αμαρτωλών, άδικα μήμπως είχε;
Α, να είμαστε ακριβοδίκαιοι!
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου